ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ ΜΑΥΡΙΩΤΗΣ
ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ
Ή
Η ΧΗΡΑ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ
Ι
TO ΔΟΝΤΙ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ
ΠΡΟΓΕΥΣΗ
Ο κυρ Μανουήλ ο άνθρωπος των καταστάσεων.
Η μισή αλήθεια δεν είναι η αλήθεια
Και η γυναίκα
Δεν ήταν μόνη της η αφορμή για το συμβάν
Ο κύκλος ο αιμοχάραχτος.
Αυτός δεν τουφέκιζε την αυγή
Δεν ήξερε καν τους κανονισμούς των εκτελέσεων.
Ήταν ο σκληρός άνεμος που τον έφερνε στροβιλίζοντας
κι άλλαζε το δρόμο σου
Ή σου 'κοβε το σκοινί να χαθείς στη θύελλα των καιρών.
Το προσωπείο της ανάκρισης
θυμωμένο γέλιο ή ένα χαμόγελο υποκρισίας.
Κι ήταν αδιανόητο να λες το ναι όλες τις ώρες.
Κάποτε, λέει, τον είδαν μ'ένα ρεβόλβερ να πυροβολεί
το στόμιο ενός πηγαδιού.
Ήταν που γύμναζε την ψυχή του για μελλοντικές
Εκτελέσεις αμετανόητων.
Οι καταστάσεις.
Πως ήταν ο κύριος των καταστάσεων
Φως φανάρι.
Το 'ξεραν οι πάντες.
Τον είδαν φανερά
Να μπαινοβγαίνει στα αρχηγεία της εξουσίας.
Έλεγα πως με προδίδει η μνήμη.
Αλλά ήταν ο ίδιος τότε σκοτεινός και απροσπέλαστος
Και τώρα ίδιος είναι,
Ο κυρ Μανουήλ ο άνθρωπος των καταστάσεων.
Παράλογοι καιροί
Άνεμοι σαστισμένοι.
Έτρεχες δεξιά και βρισκόσουν αριστερά..
Ήταν ένας πόλεμος χωρίς εχθρούς και μέτωπα,
Ήταν ένας πόλεμος που δόξασε το θάνατο.
Ήταν ένας πόλεμος που βίασε την ειρήνη
Για να γεννηθεί ο κυρ Μανουήλ η ταπεινότης του.
Το υβρίδιο της βίας και της αυθαιρεσίας.
Θέλετε γιουχαΐστε τον θέλετε υποκλιθήτε.
ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ
ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ
ΠΡΟΣΩΠΑ
Που αποκαλύπτονται στο κείμενο
1.
Αφηγητής
2.
Κυρ Μανουήλ,
ο άνθρωπος των καταστάσεων
3.
Κωστής, ο
βλογιάρης, πρόσφυγας από την Αίνο, δραγάτης.
4.
Αποστόλης, αριστερός
(Μαρξιστής)
5.
Αλέξανδρος,
πρώην αντιστασιακός, μελλοθάνατος στις φυλακές των Γερμανών
6.
Κυρά
Λεάνδρου, προξενήτρα
7.
Βασιλική, η
χήρα με τα κόκκινα.
Χρόνος που ξετυλίγονται τα γεγονότα
Κυριακή των Βαΐων -Μεγάλη
Βδομάδα -Κυριακή του Πάσχα..
Τόπος που ξετυλίγονται τα γεγονότα
Καφενείο του Τραπεζίτη
-Εκκλησία -Δρόμοι του χωριού.
Ι
Αυτός ήταν περαστικός από 'δω,
ο κυρ Μανουήλ
Ζωέμπορας από τα πάνω
χωριά, πελώριος
Σα βράχος όρθιος.
Διαβολεμένος άνθρωπος
Που συναλλάσσονταν σα
νικητής με νικημένο
Και όλο είχες την ανάγκη
του.
Δικό του καΐκι Καβάλα
Θάσο.
“Διαδόσεις λέει ο
Αποστόλης
Και κοιτάζει λαίμαργα τις
κόκκινες μπότες του.
Αυτός δε φοβάται το δόντι
του σκύλου.
Όταν φέξει...
Τη νύχτα δε γνωρίζεις
πρόσωπα.”
Το βούνευρο ξερό στο χέρι
Ολοένα μαστιγώνει τη
σιωπή.
Αυτός να σου πει
Τώρα είναι πέντε το βράδυ.
Ένεκα το ρολόι του.
Που λες πίναμε στου
Τραπεζίτη
Ούζο με παστουρμά κι αυγά
με τυρί φέτα.
Του κυρ Μανουήλ του αρέσει
το λαρδί,
Στείλαμε να φέρουν απο το
σπίτι.
Εμένα που με βλέπεις μπορώ να πίνω ως το πρωί
Και να μένω ορθός.
Κι αν θέλεις βρες αυτόν
που μ' είδε μεθυσμένο
Έστω μια φορά μονάχα,
Στους δρόμους να κυλιέμαι
αδιάντροπα
Απάνω μου να φτύνουν μ'
αηδία οι περαστικοί
Και τα παιδιά να με
περιγελούν
Ή στο δρόμο να με παίρνουν
με τις πέτρες.
Μακριά από μένα όλα τούτα
Κι ας έχω βάσανα να πνίξω
και καημούς
Αμέτρητους μεσ' το ποτήρι μου.
Μα να ανάλαφρος σαν το
σπουργίτη
φτάνει ο μικρός και τα παραγγελμένα
στο τραπέζι αφήνει. Για
τον αφέντη,
λέει, η μάνα του τα
στέλνει και πληρωμή δε θέλει.
“Νά 'ναι καλά και στο νου
του να μας έχει,
κι άμα περνάει απ' το
χωριό, ανοιχτή
την πόρτα μας θα βρίσκει.
Το βιο μας βιος του να
θαρεί
και τη μπουκιά μας να
μοιράζεται μαζί μας.
Την πιο θρεμένη ελιά για
τον αφέντη
και το κρασί μας σαν το αίμα κόκκινο
την ψυχή του να
ευφραίνει.”
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Της εύνοιας η απαντοχή
σε ανίερες πράξεις οδηγεί.
Στους ώμους σου σαν
ακουμπά
η εξουσία προσδοκίες
γεννά..
Του δυνατού η επιθυμία
κι ο λόγος που χαϊδολογεί
υπόσχεται ευδαιμονία
κι είναι για σένα υποταγή.
Αυτός δε δίνει απ' το πολύ
δίνουμε εμείς από το λίγο.
Έχει γεμάτο ο πλούσιος το
πουγκί
και μείς το όνειρο στον
τρύγο.
Είναι κακό την εξουσία
να παινάς κι από φιλοτιμία
τη ματαιοδοξία της να
τρέφεις
και διάφορο δικό να έχεις.
Το πλούτος και η εξουσία
μαζί
ζευγάρι αδίσταχτο , μπορεί
παλάτια, πύργους να
γκρεμίσει,
τον κόσμο να ματοκυλίσει.
ΙΙ
Κωστής ο βλογιάρης
Πρόσωπο σακατεμμένο απ'
την αρρώστια
Χρόνια εργάτης στα διβάρια
της Αίνος
Τώρα δραγάτης για πέντε
ψωροδεκάρες
Στο τρίτο ποτήρι κατέβαζε
θεούς και δαίμονες.
Μια ταφόπλακα το ψωμί να
πείς
Στο στήθος του πλαγιαστό
σπαθί η γκρίνια
της Πηνελόπης
Έμαθε ως το εφτά
Απο ' κει χάνεται στο αίμα
του και στις σκηνές.
“Σταυροί, σταυροί, σταυροί
Όπως στ' όνειρο,
ατέλειωτοι, λευκοί σαν το χιόνι.
Αυτοί δεν έρχονται,
Φύτρωσαν στην Προύσα,
λέει.
Ο Γιάννης ένα χαρτί στα
ορυχεία των Αργάνων,
Ένα ματωμένο χαρτί που το
πήρε ο άνεμος.
Τώρα είμαι εγώ, λέει ο
Γιάννης.”
Μεθυσμένο τον μαθαίνεις,
Σάμπως να διαβάζεις
ανοιχτή φυλλάδα.
Η ζωή του μια μαύρη γραμμή
Απο χυμένο μπαρούτι
Που καίγεται καπνίζοντας
με κόκκινες φλόγες.
Χρόνια κλωσσά του πρόσφυγα
η ελπίδα
Του γυρισμού το πανηγύρι.
Στοίχειωσε τ' όνειρο στου
χρόνου τα χαλάσματα
τρεκλίζει η γνώση,
Γέρνει στην άβυσσο ο
καιρός
Ρέει ο θάνατος στου νου τ'
αυλάκια.
Ανθίζει το παράπονο στης
μοναξιάς τον κήπο.
Τώρα θυμάται η καρδιά,
σαλεύει ο νους.
Καβάλα στ' άλογο της μέθης
ο Κωστής
Τρέχει στης Αίνος τους
μπαχτσέδες
Νηστικός απο πατρίδα.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Εν-δυο, όποιος στον πόλεμο
πηγαίνει
του γυρισμού το δρόμο
χάνει.
Ο θάνατος στη μάχη
περιμένει
με βόλι ή σπαθί να τον
ξεκάνει.
Εν-δυο, όποιος στον πόλεμο
κρατάει
τη σημαία ψηλά και προχωράει,
Όποιος την ειρήνη πολεμάει
μ' άλλους , ο θάνατος τον
προσπερνάει.
Όποιος στη μάχη τον εχθρό
φοβάται,
το αίμα του στο χάρο
προξενεύει.
Μόνος τον ύπνο του αυτός
κοιμάται,
του κόσμου δέχεται τη
χλεύη.
Όταν απο τον πόλεμο
γυρνάει
τη σκέψη του η φρίκη
κυβερνάει.
Για τη ειρήνη ποιός θα του
μιλήσει
της λευτεριάς το βήμα να
τολμήσει,
Για όνειρα που έχουν
ναυαγήσει;
Ποιόν θα' βρει στο χωριό
του όταν γυρίσει,
Ποιός έμεινε να τον
καλωσορίσει;
Ποιός θα του πει γιατί
έχει πολεμήσει.
ΙΙΙ
Ο Αποστόλης άνθρωπος της
φυλλάδας,
(Μια ζωή να κατεβάζει
κυβερνήσεις).
Ελόγου του συχαίνεται τα
βραστά αυγά,
Είναι για τις μασχάλες,
λέει.
Αυτός ξέρει...
Το τρένο με το πελώριο
τέσσερα,
Δίχαλη τρίαινα
Και ο Αύγουστος ο
αμετανόητος μήνας!
Γέρασε και το τρένο πάει
και έρχεται,
Μπαινοβγαίνει στη σκέψη του σφυρίζοντας με νόημα.
“Τι θα 'ταν η ζωή χωρίς το
φόβο;
Θα ξανάρθει, λέει και
κατεβάζει τα ούζα.
Το τρένο με το τέσσερα θα
ξανάρθει,
Να μου το θυμάστε!”
Σε τούτο τ' αλωνάκι οι
άνθρωποι πεθαίνουν στεγνοί.
Τί να γλείψει ο χάρος,
Κόκαλα που απλά πάνε από
'δω εκεί.
Η τόλμη είναι αρετή
Και το σφυρί είναι για τη
σκληρή πέτρα,
Το νερό για τη φωτιά που
αναθαρρεύει.
Οι αιώνες πελεκημένα
αγάλματα στη σειρά
Μνημεία αδιαφορίας.
Και η Επανάσταση
Η μεγάλη Επανάσταση!
Εμείς με τη “λαζαρίνα”
Κούφιες βροντέσ
Να ζωντανεύουν μαθές
Τα πανηγύρια του
Δεκαπενταύγουστου.
“Ο Μαρξ, λέει, ο Αποστόλης
με παράπονο.
Είναι που δεν τον μάθαμε
σωστά
Και πέσαμε στον εμφύλιο σα
σε βαθύ ποτάμι
Τυφλωμένοι από το μίσος
και φαγωθήκαμε.
Χάθηκε πολύ ζυμάρι,
Θέρισε το πρώτο στάρι ο
χάρος,
Έκαψε τα πρωτόβλάσταρα η
πάχνη του φανατισμού.
Ο Μαρξ είναι που δεν τον
μάθαμε σωστά.”
“Τί έχει να κάνει ο Μαρξ,
Δικό μας έργο ήταν ο
εμφύλιος, λέει, ο Αλέξανδρος”,
Μελλοθάνατος για έξι μήνες
στη λίστα αναμονής.
Και ο Παναγιώτης “ελεύθερος
σκοπευτής”
Με την αραβίδα να
σκαρφαλώνει σαν αγριόγατος
Στα δέντρα και στις στέγες
των σπιτιών
Να σημαδεύει τους
“κόκκινους”.
“Αυτά γινήκαν ύστερα με
τους Εγγλέζους, λέει,
Εμένα ο Παναγιώτης μ'
έβγαλε
Περνώντας πάνω απ' το Μαρξ
το Γερμανό.”
Όμοια με σφίγγα ο κύρ
Μανόλης
Αμίλητος
Κοιτάζει τελευταίος κριτής
κουνώντας το κεφάλι.
“Περασμένα ξεχασμένα, λέει
και σηκώνει
Το ποτήρι.
Όλοι μας φταίγαμε.”
“Τώρα ό,τι και να πεις ο
κόσμος βούλιαξε,”
Λέει, μουρμουρίζοντας ο
Αποστόλης.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Βγήκαν στο δρόμο τα παιδιά
βγήκαν τα λιονταρόπαιδα.
Φώναζαν για τη λευτεριά
θυμός τους πνίγει την
καρδιά.
Γράφουν συνθήματα στους
τοίχους,
με κόκκινη μπογιά και
στίχους
με θεώρατα μαύρα ψηφία
“Πότα θα κάνει ξαστεριά”.
Βγαίνει των γέρων η πομπή
ένας τυφλός τους οδηγεί.
Εμπρός, εμπρός πάμε και
μείς
βλέπουν τα μάτια της
ψυχής.
Πορεύεται η πομπή και πάει
για λευτεριά ο λαός
διψάει.
Βλέπει τον ουρανό που
γέρνει
και το δυνάστη παρασέρνει.
Κι ένα παιδί, ένα αγόρι
μεσ' του χειμώνα τ'
αγριοβόρι,
ορμάει με κόκκινο πανί,
γκρεμίζει του τυράννου το
θρονί.
ΙV
Εδώ ένεκα που ήταν χμηλά
Ο ήλιος βασίλευε νωρίς,
κατρακυλούσε
Στους λόφους πίσω.
Το σούρουπο γλυκό,
νυσταγμένο απλωνόταν αργά,
Πότιζε το βράδυ,
Μαύρο μελάνι στο
στουπόχαρτο.
Βούλιαζαν τα σπίτια, οι
δρόμοι κι οι άνθρωποι
Άφωνοι σα να πέφταν σε
βαθύ πηγάδι.
Το κόκκινο φόρεμα σα μια φλόγα
Χορεύει στο δρόμο, γλείφει
τους τοίχους
Και χάνεται μαργιόλικα.
“To κορίτσι μ' αρέσει”, λέει ο κυρ Μανουήλ
Με σηκωμένο τ' απανωχείλι
σαν το τραγί
Που οσμίζεται το θηλυκό
απο μακριά.
“Την πέρδικα που
ορέγεσαι
Είναι άπιαστο
κυνήγι.
Όσα κι αν στήσεις
δόκανα
Πάλι θα σου
ξεφύγει.
Μείνε μακριά της
αν μπορείς
Θα σου ραγίσει
την καρδιά.
Είναι σκλαβιά το
βασιλίκι,
Όταν σου λείπει η
αρχοντιά.”
Λέει ο Αποστόλης, υπονοών
τα νοούμενα.
''To κορίτσι μ' αρέσει, θα το πάρω
Κι ότι μου λες εσύ το
γράφω...
Έχω τον τρόπο μου την
πέρδικα να πιάσω,
Μόνο το χρόνο θέλω να'
χω.''
''Αν σου βαστάει δοκίμασε
και μεις
είμαστε' δω η παρέα όλη
Και στοίχημα το πάμε αν
θες.
Και μην θαρρείς πως και
άλλοι πολλοί
Πριν από σένα φανερά ή κρυφά
Την πόρτα της κατάφεραν ν'
ανοίξουν
Με λόγια και ταξίματα
ακριβά.''
''Τα λόγια σου δεν μου
είναι χαλινάρι
Μηδέ τη σκέψη μου
ακυρώνουν
Εγω έχω στην καρδιά το
δαίμονα
Στην τσέπη μου το μαμωνά
Κι έχω τον τρόπο και τη
δύναμη
Τους αφελείς να ξεγελώ.''
''Βλέπω μπροστά μου ένα
μαχαίρι
Που λάμπει μεσ' στη νύχτα
Και αίμα επίμονα γυρεύει,
Μα δε μπορώ να ξεδιαλύνω
Μεσ' στη θολούρα της
βραδιάς
Εσύ αν το κρατάς ή εκείνη
Και ποιός απο τους δυο θα'
ναι το θύμα.
Να το προβλέψω είναι
αδύνατο
Μοιάζω σε τούνελ σκοτεινό
Με το φανάρι που κρατώ
σβηστό.''
''Δε μου αλλάζεις το νου
μ' όσα κι αν λες
Και μ' άλλα τόσα.
Μπορώ και βλέπω το σκοινί.
Τον κόμπο θα τον λύσω
μόνος
Όσο σφιχτός κι αν είναι.
Τους φραγμούς σου κράτα
για τους άλλους
Κι άσε εμένα που την τύχη
μου κρατώ
Στα δυο μου χέρια,
Ν' αποφασίσω καταπώς μου
αρέσει.''
''Του λιονταριού την όρεξη
με λόγια δεν την κόβεις.
Θέλει σφαγμένο ελάφι,
αιμάτου μυρουδιά,
Μακελιού πανηγύρι,
μουγκριτό πόνου.''
Λέει ο Αποστόλης, υπονοών
τα νοούμενα.
''Κάνε πίσω, την ορμή σου
κράτα
Και φρένο βάλε στον
κατήφορο του νου.
Πιες τον καημό σου στο
ποτήρι σου
Κι άσε τη χήρα με τα
κόκκινα
Να πάει καλιά της.
Πρόστυχη δεν είναι,
Μα εσύ να την πορνέψεις
βάλθηκες
Και η βούληση σου βράχος
μένει ασάλευτος.
Εγώ δεν έχω λόγο και τα
χέρια πλένω,
Καθώς στη δίκη του Χριστού
ο Πιλάτος.''
''Τη θέλω...
Το λογισμό μου πήρε η
ομορφιά της
Και στην καρδιά μου φύτεψε
τον έρωτα
Τίποτε πια δε με κρατά,
ούτε σκοινιά
Μου δένουνε τα χέρια και
τα πόδια.
Θα δεις...
Τη φωτιά που μ' άναψε στο
πέρασμά της
Βουλή μου να τη σβήσω
Τώρα κιόλας, μα έχε
υπομονή.
Ξέρω τους ανθρώπους να
σιμώνω.”
“Να τον κρατήσω δεν μπορώ
Όσο κι αν το θέλω.
Την απόφασή του έχει πάρει
Και το σκοινί τραβά στα
άκρα.
Να τον πιστέψω θέλει ο
θεατρίνος
Και γι' αληθινά τα λόγια
να πάρω.”
V
Τα βάγια ανθίσαν.
Τα κουβαλάν οι γυναίκες
αγκαλιές απ' το ποτάμι.
Ο σπόρος συλλογιέται στο
χώμα
Νοτισμένο από τις
ανοιξιάτικες βροχές.
Την Ανάσταση με τα
βεγγαλικά.
Ίσως...
Πίσω του ρίχνει την ελπίδα
Καθώς διαβαίνει αθόρυβα ο
καιρός.
Βάρκες λευκές τα σύννεφα
(τα φιλντισένια)
Φέρνουν της άνοιξης τα
χελιδόνια
Να ψάλλουν του Χριστού τα
Θεία Πάθη.
VI
Άδειασε ο ουρανός λυθήκαν
οι αρμοί του,
Οι δρόμοι κλείσανε.
Σίμωνε η Βδομάδα των Παθών
Ο καιρός έμπαζε από
παντού.
Μύριζε το γιασεμί στις
σιδεριές,
Το δεντρολίβανο και το
φλουσκούνι
Ο μάραθος και ο δθόσμος
κάτω από το πλατύσκαλο.
Η άνοιξη δισταχτική με το
λινό στους ώμους
Το 'να π'οδι στον ήλιο τ'
άλλο στις αλυσίδες.
Παραπετάσματα βροχής
Από πάνω ως κάτω χυθήκαν,
Όμοια με βαριές κουρτίνες
από βελούδο σκούρο
Στου θεάτρου την σκηνή σαν
παίρνει τέλος το έργο.
Και να η αφορμή γίνηκε
πράξη
Μελετημένο από πριν να
μείνει ως το τέλος.
Πάντα οι πράξεις
προδιαγράφουν το τέλος.
“Εν αρχή ειν' το τέλος,
λέει, ο Αποστόλης, χα”
Αυτός θα γελάσει
τελευταίος.
VIΙ
“Εγώ 'χω τον παρά κυρά
Λεάνδρου
Εσύ ξέρεις τα πολλά...
Πως ταιριάζεις τους
ανθρώπους μου 'παν
Και τους φέρνεις στα ίσα.
Να σ' αγκουπώ τούτο το
πουγκί,
Βαρύ θα το 'βρεις
Αν με νόημα το ζυγιάσεις
στη γέρική σου χούφτα
Και έξυπνα φερθείς, λέει,
ο κυρ Μανουήλ,
Θα μου τη βρεις κι έχω
καιρό και υπομονή.
Πήαινε κρυφά τον αρραβώνα
και πες,
Τη θέλω κι ευθύς φέρε μου
πίσω τη βουλή της”.
“Μην ακουστεί και δίγαμο
τον βγάλουν
Τρέμει ο παλικαράς”,
Λέει, ο Αποστόλης, υπονοών
τα νοούμενα.
“Θα της το πεις ποιος
είμαι
Και ταίρι θα γίνει.
Για την αγάπη μου βάνω
όρκο
Μέρες που 'ναι!
Να με πιστέψει κάνε τη
Κι ήτανε τύχη πες που
πέρασε
Κείνο το δειλινό της
Κυριακήε ανάλαφρη
Μπρος απ' του Τραπεζίτη
και φωτιά μ' άναψε.”
“Το σόι κυρ Μανουήλ οι
μπότες σου,
Πες το ξέρω.
Το έχει στου ρολογιού σου
αστράφτει τη χρυσή καδένα,
Πες το ξέρω.
Η εξυπνάδα βλέπω παίζει
στα μάτια σου παιχνίδια
Και η λεβεντιά φαντάζει
στο γερό
Σα σκλήθρο αντρίκιο σου
κορμί
Κι όθε περνάς σείνεται η
γη.
Άλλο μη λες σε ξέρω πες.
Θα γίνει όπως το 'πες κυρ
Μανουήλ.
Μόνο πες μου τ' όνομά της
και φεύγω τώρα
Για το σπιτικό της.”
“Αυτό από σένα το ζητώ
κυρά Λεάνδρου,
Να μάθεις και να μου το
φέρεις.
Μονάχα ξέρω να σου πω
Πως των Βαϊων κόκκινα
φορούσε
Κι όθε περνούσε άναβε
φωτιές.”
“Θα 'ναι η Βασιλική της
Κλεαρέτης
Χήρα τριών χρόνων,
Η κυρά Λεάνδρου
μουρμουράει,
Που φέτος πέταξε τα μαύρα
η δόλια
Και στο δρόμο βγήκε με τα
κόκκινα.”
“Χήρα και φαμελίτης με
γυναίκα και παιδιά
Τέλειο ζευγάρι ο φόβος και
η αδιαντροπιά”
Λέει, ο Αποστόλης, υπονοών τα νοούμενα.
Αυτό και αν είν' καμήλας
πείσμα
Θράσος αμετανόητου φονιά
Μικρού παιδιού επιμονή,
Να θέλει αυτό που ανήκει
σ' άλλον
Και το παράνομο
ασυλλόγιστα
Να κάνει νόμιμο
αυθαιρετώντας.
Μα αυτό που στόχο έχει βάλλει
Σε αδιέξοδο μπορεί να
βγάλει (οδηγεί)
Και συμφορές απρόβλεπτες
να φέρει.
Και αθώους να βλάψει.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Μεγάλος εφευρέτης η ατιμία
για όλα βρίσκει μια
δικιολογία.
Και η φτώχεια που
εκπτώσεις κάνει
της ηρεμίας χάνει το
λιμάνι.
Το προξενειό που υπερεπείγει
και τους ανθρώπους πάει
και σμίγει
παράταιρα, ποιός τάχα
ξέρει
με τον καιρό τί συμφορές
θα φέρει!
Την αθωότη παίρνει στο
κυνήγι
βαθιές πληγές στο στήθος
της ανοίγει
Εύκολο δεν είν' να
ζευγαρώνει
ο μαυραετός με το τρυγόνι.
Τη μεσιτεία ακριβοπληρώνει
για να' χει ταίρι και να
καμαρώνει.
Μα η πληρωμή δεν φτάνει
απο μόνη
χωρίς τον έρωτα νάχει
τιμόνι.
Πως γίνεται να σμίγει το
ξεφτέρι
με της ειρήνης τ' άσπρο
περιστέρι
και πως μπορεί να ζει αυτό
το ταίρι;
Αλίμονο κανένας δεν το
ξέρει.
VIII
Ακόμα η βροχή έπεφτε σιγανή
Και το βράδυ έσταξε σαν το
βρεγμένο πανωφόρι
Που το κρεμάσανε στο
φράχτη ν' αλαφρύνει.
Η νύχτα άνοιγε λαγούμια
στο σκοτάδι
Να περνάς αθέατος τα
γλιστερά σοκάκια.
Οι νυχτερίδες κρεμάστηκαν
ανάποδα
Σαν ίσκιοι απελπισμένοι
στο πηγάδι.
“Τα ποντίκια κάμαν φτερά
να πεις
Συλλογιέται μονάχη η κυρά
Λεάνδρου.
Τούτος είναι μπαγαπόντης
και δεν του φαίνεται,
Αρπαχτικό πουλί μοβόρο
Σαν τον αητό που ασκώνει
ψηλά την αχελώνα
Κι απο κει την αφήνει να πέσει στα βράχια κάτω
Να τσακιστεί τροφή του να
γενεί.
Μακάρι να 'βγω ψεύτρα
Μα μη δεν είμαι κιόλας,
Θεός να με σχωρέσει.
Το 'χει η δουλειά μου
βλέπεις,
Να ζαχαρώνω τα πικρά
Τα φανερά να κρύβω,
Χίλια παινέματα να
εφευρίσκω
Κι ό,τι δε βάνει ο νους
σου να σκαρφίζομαι
Την ευτυχία των ανθρώπων παζαρεύοντας.”
“Της νυχτοπεταλούδας τα
φτερά
Καίγονται στη μαγευτική
πυρά
Που η προξενήτρα ανάβει
Με λόγια πλανερά.”
Λέει, ο Αποστόλης υπονοών
τα νοούμενα.
“Μα είναι κι η μοίρα των
καμπίσιων να μετρούν
Αντίς για λίρες του
καλαμποκιού τους κόκκους,
Κεχριμπαριένιες χάντρες
που καθώς
Χτυπούν με κρότο η μια την
άλλη
Σπρωγμένες από τα δάκτυλα
του γέρου,
Τις μέρες λογαριάζουν που
απομένουν
Ίσαμε την καινούρια τους
σοδειά
Που μπρός θα βάλλει
Τους άπραγους από καιρό
νερόμυλους.”
ΙΧ
Δεν έχει στάχυα κάτω στα χωράφια
Να μαζέψει η Ρουθ η
φρόνημη νύφη η Μωαβίτισσα
Κι ο Μααλών ο άντρας της
πέθανε το φθινόπωρο
Πάνω στο αλέτρι του από
ανακοπή.
Ο Βοόζ!
Λες να 'ναι ο Βοόζ και να
σωθεί.
Χ
Το κορίτσι ευρέθει με τα
κόκκινα
Ο κυρ Μανουήλ απέρασε
θριαμβευτής
“Εν αρχή ην ο λόγος”
Τ' ανώφλι της Βασιλικής.
“Εξαλού με Κύριε εξ
ανθρώπου πονηρού...”
Λέει, ο Αποστόλης υπονοών τα νοούμενα.
Βάραινε το μάτι φορτωμένο
δάκρυα
Το δειλινό της Μεγάλης
Τρίτης
Μέρα μετάνοιας ακριβή και
συντριβής.
“Κύριε η εν πολλαίς
αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή”
Περιπαθής έψαλε ο κυρ
Μανουήλ το τροπάριο της
Κασσιανής.
“Κύριε η εν πολλαίς
αμαρτίαις περιπεσών ανήρ”
Λέει, ο Αποστόλης υπονοών
τα νοούμενα.
ΧΙ
Της λύπης άνοιξε βαρύθυμο
το βλέφαρο
Άστραψε στον ήλιο η Μεγάλη
Πέμπτη
Πάει κι έρχεται η Βασιλική
νά βάφει κόκκινα
Τ' αυγά
Πλάθει κουλούρες συγυρίζει
Να μείνει μόνο το φιλί για
την Ανάσταση.
ΧΙΙ
Μαύρα κρέπια τα σύννεφα
βροντώντας κρεμάστηκαν
Στο λυπημένο ουρανό της
Μεγάλης Παρασκευής
Βαριά τα βήματα η καρδιά
θλιμένη.
“Σήμερα μαύρος ουρανός
σήμερα μαύρη μέρα...”
Το ολονύχτιο μοιρολόι των
γυναικών
Σπαραχτικό αντηχούσε
Στης εκκλησιάς κυκλόφερνε
Τους σταμνοφόρους τοίχους
Και στις καρδιές κρεμιόταν
των πιστών
Πένθιμο κρέπι ολόμαυρο.
Η Βασιλική ως μετανοούσα
Μαγδαληνή
Έκλαψε σπαραχτικά πάνω
στον Επιτάφιο
Μαυροφόρα μυροφόρα.
“Πόρνη προσήλθε σοι, μύρα
συν δάκρυσι
Κατακενούσα σου...”
Ο κυρ Μανουήλ έψαλε
“κύκλω” τα εγκώμια
(Μπάσα φωνή λυπητερή που
ράγιζε τους τοίχους).
“Ω! Φως των οφθαλμών μου
γλυκύτατόν μου Τέκνον
πως τάφω νυν καλύπτει.”
“Ους έθρεψε το μάννα,
εκίνησαν την πτέρναν
κατά του ευεργέτου.”
Αντέψαλε ο Αποστόλης
υπονοών τα νοούμενα.
ΧΙΙΙ
Το Μέγα Σάββατο
κοιλοπονούσε ολημερίς το Θάμα
Γλυκές ωδίνες, ψίθυροι
κρατημένης χαράς
Τα παιδιά ξεφώνιζαν και τα
σπουργίτια
Χαμηλά στις στέγες
Τσιρ τσιρ τσιτσίρ τσιρ
τσιτσίρ
Μηνούσαν το Μέγα Θάμα της
Ανάστασης.
Τη νύχτα ανάψαμε λαμπάδες
στο σκοτάδι
Να δούμε καθαρά το στόμα
της αλήθειας
Να το λέει γλυκά
“Χριστός ανέστη
εκ νεκρών...”
Ακόμα το φεγγάρι αργούσε
Τα βεγγαλικά τυφλές
αστραπές στον ουρανό
Μαδημένα κόκκινα γαρούφαλα
να πέφτουν
Στους ώμους των πιστών.
Αγκαλιές το φιλί της
αγάπης και το μήνυμα
Χαρμόσυνο από στόμα σε
στόμα.
“Χριστός ανέστη.”
“Αληθώς ανέστη.”
ΧΙV
Την Κυριακή του Πάσχα
ανήμερα
Πήαινε ο κόσμος αλλαγμάνος
με λαμπάδες
Οπού τις είχε μισοκάψει
την Ανάσταση το βράδυ
Να τ' ακούσει και σ' άλλες
γλώσσες τώρα
Δεύτερη φορά για την
Ανάσταση να το χαρεί διπλά.
Κορίτσια ξεμανίκωτα στούς
γελαστούς δρόμους
Πάνε πλάι πλάι με τον
ήλιο.
Τόσο χρυσάφι λιωμένο που
τα μάτια σφαλούν
Από ευτυχία.
Τ' αγόρια ανοίγουνε το
στήθος να χωρέσει
Ο κόσμος όλος.
“Χριστός ανέστη”
Βασιλική.
“Αληθώς ανέστη” Εμμανουήλ.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Αν είχε πρόσωπο ο Απρίλης
Θα γελούσε
Την ομορφιά της γης
Θα τραγουδούσε.
Αν είχε πόδια ο Απρίλης
Θα χοροπηδούσε
Και ο κόσμος στο χορό
Θ' ακολουθούσε.
Αν είχε μάτια ο Απρίλης
Θα ερωτοτροπούσε
Και χέρια αν είχε
Θα χειροκροτούσε.
Αν είχε στόμα ο Απρίλης
Θα μιλούσε
Τα έργα του Θεού
Θα υμνολογούσε.
Αν άκουε ο Απρίλης το
πουλί
Που κελαϊδούσε
Όλο το χρόνο
Θα κρατούσε.
XV
Σχολούσε η εκκλησιά,
κατηφορίζαν οι πιστοί
Στη τσέπη η αλήθεια, το
πασχαλινό αυγό
Και η λέξη που ανασταίνει
στη γλώσσα από κάτω.
Όπου να η καμπάνα να χτυπά
αρχινά
τη γαλήνη του πρωϊνού
ταράζοντας.
Τα παιδιά ξορκίζανε τον
ίστρο του βοδιού
Κι όλοι κοίταζαν στο
καμπαναριό ψηλά τα αγόρια
Που σαν τις ρώγες
σταφυλιού αγκαλιασμένα
Κρέμονταν στο μακρύ σκοινί
τσιροβολώντας.
“Κι εδώ τα παιδιά”, λέει,
ο κυρ Μανουήλ.
“Κι εκεί τα παιδιά,
Μια ξεχασμένη ζωντανή
σοδειά,”
Λέει, ο Αποστόλης υπονοών
τα νοούμενα.
“Δεν το μπορώ Βασιλική
είναι στο νου μου σημαντήρι
Μπήγεται στην καρδιά μου
μαχαιριά”.
“Να θυμάται αρχινά
Πως έχει λέει κι άλλη
φαμίλια.”
“Ένα παιχνίδι παιδικό μην
το πιστεύεις.
Παλιά συνήθεια το τρελό
χτύπημα της καμπάνας
Που τους μεγάλους
διασκεδάζει Μανουήλ.”
Νταν νταν χτυπά η καμπάνα
Το σίδερο πατάει η μάνα.
Νταν νταν χτυπά η καμπάνα
Στήνω θηλιές, βγαίνω παγάνα.
Νταν νταν χτυπά η καμπάνα
Δεν έχει ύπνο στην αλάνα.
Νταν νταν χτυπά η καμπάνα
Στέρεψε των παιδιάν το κλάμα.
Να 'γγιξε τάχα τη σκληρή
καρδιά του
Τ' αθώο τραγούδι των
παιδιών
Καυτή σταλαγματιά απ' τ'
αγιοκέρι
Πάνω στο δολοφονικό του
χέρι
Και το σατανικό του σχέδιο
ο πανικός χαλά;
Όμως ανόητο βρίσκω το
συλλογισμό μου.
Το έγκλημα που κουβαλά
μαζί του
Καινούργιο έγκλημα γεννά.
Αυτός γεννήθηκε να παίρνει
και τους αθώους να ξεγελά,
Λέει, ο Αποστόλης υπονοών
τα νοούμενα.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Να μη τρέχεις, να μη τρέχω
Αν σε χάνω να σε βρίσκω.
Όξω ντάβανο από δώθε.
Μην πατήσεις, μη λαλήσεις
Στο χωριό έχω ζώα δυο.
Στου βουνού τα μονοπάτια
Πώς να τα μαζέψω μόνος:
Παν' τα ζώα σου μου λένε
Θα τα φάει ο λύκος τρέχα
Πριν σε πάρει το σκοτάδι.
Σαν η μάνα μου αντικρίσει
Την αυλή χωρίς ζευγάρι
Με το ξύλο θα με πάρει.
Τρέχω τρέχω μα δε φτάνω
Αν δεν τα 'βρω θα πεθάνω.
Έχω την τριχιά στο χέρι
Ώρες τριγυρνώ και κλαίω.
Είναι κιόλας μεσημέρι.
Κλαίω και μου λέιε η μάνα:
Τρέχα χτύπα την καμπάνα.
XVI
“Να φύγουμε καιρός Βασιλική
Οι δρόμοι ανάβουνε στον ήλιο
Κι όλοι κυκλοφορούν γυμνοί
Ντρέπομαι για το ρούχο μου.
Πώς καίει το σίδερο ο γύφτος
Και το σφυροκοπά στ' αμόνι.
Έτσι χτυπά το νου μου ο ήχος
Νιώθω η αλήθεια να σημώνει.”
“Μας καρτερεί πασχαλινό
τρπέζι Μανουήλ
Κι ο κήπος φόρεσε τα
γιορτινά του
Και τα πουλιά με
φτερακίσματα χαρούμενα
Και τρίλιες μουσικές
Καλωσορίζουν τον αφέντη
τους.”
Το κόκκινο φόρεμα τυλίγει
το λιγνό κορμάκι
Της Βασιλικής
Στη φλόγα φωτιάς
ακυβέρνητης.
XVIΙ
Πώς ήρθαν όλα από ψηλά κι
έσπασε της λήθης
Το κανάτι.
Ποτάμι χύθηκαν στο νου οι
μνήμες...
“Το καΐκι στη Θάσο και τα
πράματα στην αγορά
Οι δουλείες δεν περιμένουν
Τ' άλογο Βασιλική, γεια
γεια
Στο επανιδείν...γεια γεια
γεια!”
“Η μέρα είναι γυμνό σπαθί
σαν την αλήθεια.”
Λέει, ο Αποστόλης υπονοών
τα νοούμενα.
XVIΙΙ
“Δεν ήμουνα να πεις
παρθένα μονολογεί
Η Βασιλική.
Αν πω ήμουν για ψεύτρα
λογαριάζομαι θαρρώ
Ο υμέναιος μου την πήρε,
Αν τιμή λογιέται του
κοριτσιού η παρθενιά
Και χρέος της είναι, όπως
λεν, να τη φυλά
Από κάθε ερωτική
κακοτοπιά.
Του πόθου κρύβοντας τη
φλόγα που ο έρωτας
Ανάβει στην τρυφερή καρδιά
της δε γνωρίζει,
Τα πρώτα της φιλιά σε
ποιον να δώσει.
Κι όλα στου γάμου σβήνουν
με αίμα
Στο ασπροντυμένο νυφικό
κρεβάτι.
Μα η τιμή που 'ναι στο
κούτελο γραμμένη
Κι ως τώρα βάσταξα με
υπομονή
Θαρρώ πως χάθηκε για πάντα
αλί μου
Και να, στη θέση της
θρονιάστηκε η ντροπή
Που τώρα με το αίμα μου θα
ξεπλυθεί.
Παρά να γίνω ο περίγελος
του κόσμου
Με τούτο το ψυχρό μαχαίρι
που κρατώ
Μπροστά τα μάτια όλων θα
σφαγώ”.
Κι όσο να πεις, σαν
αστραπή
Στο στήθος μπήγει το
μαχαίρι.
Κι αντίς για γάλα
μικρομάνας
Ορμητικά το αίμα ξεπηδάει
Και στο σκιαγμένο στέρνο
της
Ρυάκι καναλίζει πορφυρό.
Με της Λαμπρής το χρώμα
Του μπούστου βάφει τη
λευκή
Δαντέλα.
“Πονάει το φως και η πλάνη
μακελεύει
Όταν στο νου το σκότος
βασιλεύει
Κι αστόχαστα το σκήπτρο
του φιλεύει.
Μα είν' άδικο η αφέλεια
από μόνη
Τα κρίματα των άλλων να
πληρώνει.”
“Πριν σβήσει ο καλπασμός
του αλόγου
Ο κύκλος έκλεισε του
παραλόγου.”
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το Σάββατο την Κυριακή
Θα 'ναι τραγούδι στο
βιολί,
Της δύστυχης Βασιλικής
Η σπαραγμένη της τιμή.
Θα πάρουν απ' το αίμα της
Το κόκκινο να βάλουν
Στα μάγουλα φτιασίδι
Στα κόκκινα τους χείλη.
Χήρες, γριές, ανύπαντρες
Κορίτσια του αρραβώνα,
Θα σύρουν δίπλες το χορό
Στον πράσινο ελαιώνα.
Παρακαλώ σας σύννεφα
Και στάλες της βροχής
Το αίμα να ξεπλύνετε
Της σύσμοιτης Βασιλικής.
ΤΕΛΟΣ
Χαλάνδρι
2-5-2009
Δεύτερη Ανάγνωση
Το ποίημα δεν είναι
θεατρικό. Ωστόσο μέσα απ' αυτό αναδύονται οι ρόλοι κάποιων προσώπων που το
καθένα από τη μεριά του συμβάλλει στη σύνθεσή του και αναδεικνύει την
πολυεδρικότητά του.
Ο επιμερισμός των ρόλων
δεν είναι ισομερής. Κάποια από τα πρόσωπα είναι σχεδόν κομπάρσοι. Έχουν πολύ
μικρή συμμετοχή, με τον αφηγητή να επωμίζεται το κύριο βάρος του.
Ο αφηγητής παρουσιάζει
πρόσωπα και αφηγείται γεγονότα. Βιογραφεί λεπτομερώς τον κυρ Μανουήλ που είναι
ο πρωταγωνιστής (φιλοξενούμενος), ντυμένος μ' ένα φωτοστέφανο ασάφειας και
μυστηρίου. Για τους ανίδεους και τους αφελείς, ο κυρ Μανουήλ είναι η
προσωποποίηση του πλούτου και της εξουσίας και κάθε του επιθυμία είναι διαταγή
γι' αυτούς που τρέχουν να την ικανοποιήσουν.
''Του κυρ Μανουήλ του αρέσει το
λαρδί.
Στείλαμε να φέρουν από σπίτι''.
Το ετερόκλιτο της παρέας
υποχρεώνει τον αφηγητή να κάνει το ίδιο και για τους υπόλοιπους. Τους
παρουσιάζει τονίζοντας τα ιδαίτερα χαρακτηριστικά τους.
α) Ο αφηγητής που είναι
και μέλος της παρέας, αυτοπαρουσιάζεται τονίζοντας την αντοχή του στο ποτό που
το θεωρεί μέγα προσόν.
β) Ο κυρ Μανουήλ είναι ο
άνθρωπος των καταστάσεων. Πρώην τρόφιμος των φυλακών για φόνο, δοσίλογος την
περίοδο της Γερμανικής κατοχής και υπηρέτης της εξουσίας, κάθε εξουσίας.
Μπαινοβγαίνει στα αρχηγεία της και καταφέρνει να ταυτιστεί μ'αυτήν, να γίνει
ένα γρανάζι της και να λογαριάζεται σαν η προσωποποίηση της δύναμης και της
αυθαιρεσίας. Όλα γι' αυτόν είναι εύκολα, θεμιτά και αθέμιτα.
γ) Ο Κωστής ο βλογιάρης
είναι πρόσφυγας από την Αίνο της Ανατολικής Θράκης, δραγάτης το επάγγελμα. Το
πραγματικό όνομα του Κωστή είναι Γιάννης. Κωστής λεγόταν ο μεγαλύτερος αδερφός
του που δούλευε στα μεταλλεία των Αργάνων. Μετά το θάνατο του Κωστή, ο Γιάννης
για να αποφύγει τη στράτευση απο τους
Τούρκους, παίρνει τ' όνομα του αδερφού του και δραπετεύει στην ελεύθερη Ελλάδα.
δ) Ο Αποστόλης, αριστερός
(μαρξιστης) που έχει υποστεί τα βασανιστήρια της μεταξικής δικτατορίας και
αργότερα της κατοχής και του εμφυλίου,
με τις ατάκες του, που έχουν θέση κριτικής, προσπαθεί να φωτίσει τα γεγονότα
και να προβάλλει την αληθινή τους όψη. Με τη φράση ''υπονοών τα νοούμενα'' που
επαναλαμβάνεται πολλές φορές στο ποίημα, προσγειώνει τον ήρωα και τον αναγνώστη
στα πραγματικά γεγονότα και μέσα από αυτά, περνάει την ιδεολογία του, ενώ
ταυτόχρονα γίνεται και απολογητικός. Η εμμονή του στο Μαρξ, αλλά και η
επικριτική του στάση στους συντελεστές του εμφυλίου, είναι εμφανής με τη φράση:
''Ο Μαρξ είναι που δεν τον μάθαμε
σωστά
και πέσαμε στον εμφύλιο'',
ρίχνει το βάρος του
εγκλήματος (γιατί για έγκλημα πρόκειται και μάλιστα εκ προμελέτης), στην ηγεσία
της αριστεράς εκείνης της εποχής, χωρίς να εξαιρεί και την παράταξη της δεξιάς.
'Οταν λέει: ''Κι ο Παναγιώτης με την αραβίδα να σημαδεύει τους ''κόκκινους'',
αυτό εννοεί. Για να έρθει στη συνέχεια ο κυρ Μανουήλ συναινετικός και
συμφιλιωτικός, γιατί αυτό τον βολεύει , με τη φράση : ''Περασμένα, ξεχασμένα, όλοι μας
φταίγαμε'',
να εξισώσει το θύτη με το
θύμα. Στη συνέχεια βγαίνει απο το στόμα του Αποστόλη η απογοήτευση της
αριστεράς:
''Τώρα ό,τι και να πεις ο κόσμος
βούλιαξε.''
ε) Βασιλική, η χήρα με τα
κόκκινα συμβολίζει το λαό, τον ευκολόπιστο και χιλιοπροδομένο. Το λαό που ζει σ' ένα γεωγραφικό παράδεισο,
αλλά δεν μπορεί να τον χαρεί και να τον βιώσει πραγματικά εξαιτίας των δυνατών
και των καιροσκόπων που λιμαίνονται τον τόπο και είναι αδύνατο να ξεφύγει από
τον οδυνηρό εναγκαλισμό τους. Με αποτέλεσμα να έχει πάντα την ανάγκη τους.
στ) Ο Αλέξανδρος είναι ο
αγνός αντιστασιακός που δεν προφταίνει να δράσει ενεργά ενάντια στους
καταχτητές, γιατί συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς και καταδικάζεται σε θάνατο.
Μπαίνει στη λίστα αναμονής, αλλά την τελευταία στιγμή γλυτώνει.
ζ) Ο Παναγιώτης (πρώην
χωροφύλακας), είναι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα με θολή ιδεολογία.
Ριψοκίνδυνος και αποφασιστικός, σπάει τις πόρτες της φυλακής, αφού πρώτα
σκοτώνει τους φρουρούς και λευτερώνει τους φυλακισμένους. Ανάμεσά τους φυσικά
και ο Αλέξανδρος.
η) Η κυρία Λεάνδρου η
προξενήτρα, είναι η σύμμαχος Αγγλία που σχεδιάζει το συνοικέσιο και το
επιβάλλει με κάθε μέσο, (Δεκεμβριανά).
Σχολιασμός
Ι.
- ”Αυτός δε φοβάται το
δόντι του σκύλου”. Στίχος 11.
- ”Αυτοί που ακονίζουν το
δόντι του σκύλου σημαίνοντας θάνατο”. T.S.Eliot. Μαρίνα. Στίχος 6
- Στο ποίημα, το δόντι του
σκύλου συμβολίζει το νόμο. Σκληρός και απόνετος, αλλά μόνο για τους αδύνατους.
Τους δυνατούς δεν τους αγγίζει, με αποτέλεσμα ν' αυθαιρετούν ασύστολα.
ΙΙ.
- ”Καβάλα στ' άλογο της
μέθης ο Κωστής
Τρέχει στης Αινός τους μπαχτσέδες
Νηστικός από πατρίδα.”
Οι παραπάνω στίχοι
δικαιολογούν τη ροπή του Κωστή προς το πιοτό. Πίνει για να θυμάται της Αινός
τους μπαχτσέδες, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια. Η καινούργια του πατρίδα του
αφήνει πολλά κενά, δυσκολεύεται να τη συνηθίσει. Ελπίζει και ονειρεύεται το
πανηγύρι του επαναπατρισμού. Μακριά από τους δικούς του αισθάνεται μόνος στον
κόσμο. Πονάει η καρδιά του, ο νους σαλεύει, η μοναξιά τον συνθλίβει. Το κρασί
τον παρηγορεί. Μέσα στους καπνούς της μέθης μπορεί και ονηρεύεται τη χαμένη του
πατρίδα.
ΙΙΙ.
- Το τρένο με το πελώριο
τέσσερα συμβολίζει τη δικτατορία του Ι. Μεταξά της 4ης Αυγούστου του 1936.
- Η μεγάλη επανάσταση
είναι η επανάσταση των μπολσεβίκων στη Ρωσία το 1917.
- Ένα από τα βασανιστήρια
που επιβάλονταν στους αριστερούς ήταν και τα βραστά αυγά (ζεστά) στις μασχάλες.
IV.
- Εδώ κάνει την παρουσία
της η χήρα με τα κόκκινα που ξετρελαίνει τον κυρ Μανουήλ. Αναπτύσεται ένας
μακρύς διάλογος ανάμεσα στον Αποστόλη και τον κυρ Μανουήλ και μπαίνει το
στοίχημα για την κατάκτηση της χήρας. Είναι η εποχή αμέσως μετά την κατοχή και
η ύπαιθρος Ελλάδα τελεί υπό την κυριαρχία του Ε.Α.Μ., ΕΛΑΣ, είναι κόκκινη.
V.
- Τα βαγιόκλαρα της
Κυριακής των Βαΐων, είναι τα κλαδιά της ανθισμένης ιτιάς που ευδοκιμεί δίπλα
στις όχθες του ποταμού Έβρος. Υποκαθιστούν τα κλαδιά της δάφνης που εδώ δεν
ευδοκιμεί.
Είναι άνοιξη και οσπόρος
στους αγρούς ετοιμάζεται ν' αναστηθεί μαζί με την ανάσταση του Χριστού.
VI.
- “Εν αρχή ειν' το τέλος”.
Για τον Αποστόλη το τέλος είναι η αρχή. Δεν μπορεί ν' αρχίσει κάτι, αν πρώτα δε
λογαριάσει το τέλος, το αποτέλεσαμ που κυρίως τον ενδιαφέρει. Και σα να
προδιαγράφει ή να προβλέπει το τέλος, γελά μ' ένα ηχηρό “χα” που συμπληρώνει με
το στίχο: “Αυτός θα γελάσει τελευταίος.”
VII.
- Ο κυρ Μανουήλ είναι
παντρεμένος, έχει γυναίκα και παιδιά και δεν θέλει να εκτεθεί στην κοινωνία.
Εδώ όμως έρχεται ν' αποκαλύψει το μυστικό ο Αποστόλης με μια εύστοχη παρέμβαση:
“Μην ακουστεί και δίγαμο τον
βγάλουν
τρέμει ο παλικαράς”,
και παρακάτω γίνεται πιο
αποκαλυπτικός με μια καινούργια ατάκα:
“Χήρα και φαμελίτης
με
γυναίκα και παιδιά
τέλειο
ζευγάρι
ο
φόβος και η αδιαντροπιά”.
VIII.
- Κάποια στιγμή η
προξενήτρα αντιλαμβάνεται το ποιόν του κυρ Μανουήλ:
“Τα ποντίκια κάμαν φτερά να πεις
Τούτος είναι παγαπόντης και δεν του φαίνεται,
αρπαχτικό πουλί, μοβόρο...”
και αρχίζει να έχει
τύψεις. Βρίσκει άδικο το σμίξιμο και ψάχνει δικαιολογίες να εξηλεωθεί. Όμως
επεμβαίνει ο Αποστόλης και με την παρατήρησή του αυγατίζει τις τύψεις της
προξενήτρας που προσπαθεί με διάφορες δικαιολογίες να απαλλαγεί απ' αυτές.
“Της νυχτοπεταλούδας τα φτερά
καίγονται στη μαγευτική πυρά
που η προξενήτρα ανάβει
με λόγια πλανερά...”
ΙΧ.
- “Δεν έχει στάχυα κάτω
στα χοράφια
να μαζέψει η Ρουθ
η φρόνιμη νύφη η Μωαβίτισσα.”
Στο εμβόλημο κομμάτι που
αναφέρεται στη Ρουθ τη Μωαβίτισσα νύφη που έχασε τον άνδρα της, το Μααλήν
(Παλιά Διαθήκη) και δευτεροπαντρεύτηκε τον πλούσιο Βοόζ, βγαίνει η αγωνία για
το αβέβαιο αύριο. Η ελπίδα που αμφιβάλλει κυριαρχεί.
“Λες να 'ναι ο Βοόζ και να
σωθεί”!
Ο αφέντης, κάθε αφέντης,
χαρακτηρίζεται από σκληρότητα. Θα τη σεβαστεί; Ή αφού πάρει αυτό που θέλει θα
την πετάξει στο δρόμο;
Εδώ προετοιμάζεται το
δραματικό τέλος που θα έχει το ψεύτικο αυτό συνοικέσιο.
Χ.
- Το συνοικέσιο απέδωσε.
Το σχέδιο του κυρ Μανουήλ και της προξενήτρας θριάμβευσε.
Έδωσαν λόγο Κάτι σαν το
καπάρο (προαγορά) που συνηθίζεται στις συναλλαγές των ζωεμπόρων.
“Ο κυρ Μανουήλ απέρασε
θριαμβευτής
(Εν αρχήν ειν' ο λόγος)
τ' ανώφλι της Βασιλικής”,
με όσα θ' ακολουθήσουν
όλες τις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας. Ο ίδιος και η Βασιλική θα συμμετέχουν στο
Θείο δράμα με τη λύπη στο πρόσωπο και το ανάλογο ψυχικό άλγος.
ΧΙ & ΧΙΙ.
- Στα κεφάλαιο ενδέκατο
και δωδέκατο ο αφηγητής περιγράφει την κατανυκτική ατμόσφαιρα της Μεγάλης
Εβδομάδας με τα Θεία Πάθη να κορυφώνονται την Μεγάλη Πέμπτη με τη σταύρωση του
Χριστού. Αναφέρεται στο μοιρολόι των γυναικών και στο πένθος της Μεγάλης
Παρασκευής.
- Τα εγκώμια μπροστά στον
Επιτάφιο, είναι η ευκαιρία να δηλώσει την παρουσία του ο κυρ Μανουήλ. Ψάλλει με
στόμφο, πιστεύοντας πως με τον τρόπο αυτό θα κάνει πιο έντονη την παρουσία του
στο εκκλησίασμα.
ΧΙΙΙ.
- Ο αφηγητής τοποθετεί το
Μέγα Σάββατο μέσε σε μια ατμόσφαιρα κατανυκτικής προσμονής.
“Το Μέγα Σάββατο κοιλοπονούσε
ολημερίς το θάμα
Γλυκές ωδίνες, ψίθυροι κρατημένης χαράς”.
- Σ' όλο αυτό το πανηγύρι,
κυρίαρχο στοιχείο η φύση που με τον κόσμο της ζωντανό και άψυχο πλέκει το
σκηνικό της Ανάστασης.
ΧΙV.
- Η συμμετοχή στη γιορτή
είναι μαζική. Κυριακή του Πάσχα. Ανάβουν ξανά οι μισοκαμμένες λαμπάδες.
Αβγατίζει η χαρά.
“Κορίτσια ξεμανίκωτα στους
γελαστούς δρόμους
Πάνε πλαι πλάι με τον ήλιο
.....................
Τ' αγόρια ανοίγουνε το στήθος να χωρέσει
ο κόσμος όλος.”
XV.
- Στη χαρά του κόσμου,
δίνει το παρόν ο Απρίλης.
“Αν είχε πόδια ο Απρίλης
θα χοροπηδούσε
κι ο κόσμος στο χορό
θ' ακολουθούσε.”
XVI.
- Στο κεφάλαιο αυτό
αρχίζουν ν' αποκαλύπτονται οι προθέσεις του κυρ Μανουήλ και να προετοιμάζεται η
φυγή του.
“Το
κόκκινο φόρεμα που τυλίγει το λιγνό κορμάκι
της Βασιλικής
Σα φλόγα φωτιάς ακυβέρνητη”
δεν τον συγκινεί πια. Πήρε
αυτό που ήθελε. Τώρα μπορεί να φύγει.
XVII
- Έσπασε της λήθης το
κανάτι. Οι μνήμες ξαναγύρισαν. Ο κυρ Μανουήλ θυμήθηκε ξαφνικά το καϊκι στη
Θάσο, τα πράματα στην αγορά και μ' ένα γεια και μ' ένα αόριστο και ομιχλώδες
“στο επανιδείν”, φεύγει καβάλα στ' άλογό του αφήνοντας πίσω του το σπόρο ενός
δράματος που θα ζήσει η Βασιλική, όταν συνειδητοποιήσει το απατηλό παιχνίδι που
της έπαιξε η μοίρα με όργανό της τον κυρ Μανουήλ. Για να έρθει ο Αποστόλης να
δικαιωθεί, όταν με τις σοφές του παρεμβάσεις έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου
“προς πάσα κατεύθυνση”.
”Η
μέρα είναι γυμνό σπαθί σαν την αλήθεια”.
XVIII.
- “Πονάει η αλήθεια και η
πλάνη μακελεύει
όταν στο νου το σκότος βασιλεύει
κι αστόχαστα το σκήπτρο της φιλεύει”.
- Η αντίδραση της
Βασιλικής είναι ακραία. Δεν αντέχει την ατίμωση και το διασυρμό που την
περιμένει και αυτοκτονεί.
- Μετά το δραματικό τέλος
της χήρας, ο αφηγητής κλείνει με τους στίχους:
“Πριν σβήσει ο καλπασμός του
αλόγου
ο κύκλος έκλεισε του παραλόγου.”
- Στον επίλογο συμβαίνει
αυτό ακριβώς που φοβόταν η Βασιλική. Ο διασυρμός της. Το στραβοπάτημά της έγινε
τραγούδι, το 'παιξαν τα βιολιά και οι γυναίκες το χόρεψαν στον ελαιώνα.
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Ι
Φραγκίσκος ο κίτρινος δυο
σπιθαμές άνθρωπος
Χοροδιδάσκαλος από την
Πόλη
Γελοτοποιός σε γαλλικό
τσίρκο
Εδώ ξυλουργός σε παράγκες
του “Επικοισμού”
Τα Σάββατα μπαρμπέρης
Οπλουργός στα Τ.Ε.Α.
ντυμένος στο χακί
Τον φώναζαν “Ο κίτρινος με
τα γράσα”
Πέτυχε να σκοτώσει.
Αυτός να σου πει για το
φεγγάρι
(Και στοίχημα το βάνει)
Που ήπιε σε ασημένιο τάσι
μια νύχτα
Στο Γενί Τζαμί
Στοίχημα και αυτό να πεις!
(Πάντα έτσι χάνονται ή
κερδίζονται
Τα στοιχήματα...
Με σοφιστείες και
ταχνάσματα)
Τ' άλογα στο τσίρκο τρέχαν
φρουμάζοντας
(Στρατηγοί με το λοφίο στο
μέτωπο)
Κι αυτός σε κάθε κύκλο ν'
ανεμίζει
Την παντιέρα με τα περδαλά
χρώματα
Ήταν η στερνή τους
παράσταση
Οι στατηγοί (τ' άλογα με
το λοφίο)
Χάθηκαν...
Κι οι άνθρωποι σκόρπισαν
Τους πήραν λέει με τ'
άλογα μακριά
Στην έρημο...
Τους έσερναν γύρω από τη
λίμνη
Μια μέρα και δυο νύχτες
Όσοι πέφταν τους ρίχναν
στο νερό.
Εμείς ήμαστε τα δέντρα,
λέει,
Ένα πανάρχαιο πυκνόφυλλο
δάσος.
Εμένα με πήρε ο άνεμος και
μ' έφερε 'δω,
Σαν ένα φύλλο με πήρε ο
άνεμος ξαφνικά.
Δεν τους είδαμε
Δικοί μας άνθρωποι, λέιε,
χάθηκαν όλοι.
Αυτό το είκοσι δύο
Σα μια πηγή που στέρεψε
Η ρωμιοσύνη σε κείνα τα
μέρη.
Ο Φραγκίσκος πίνει ούζο με
τσιροσαλάτα.
(Το συνιθίζει από τον
καιρό της Πόλης)
Πίνει να σβήσει τη φωτιά
Που καίει στα σπλάχνα του.
ΙΙ
Ο Αρμένης λαμπρός τεχνίτης
Ξυλουργός άριστος τον είχε
“περί πολλού”.
Δούλεψε κοντά του τρία
χρόνια
Να μάθει τη δουλειά.
Ένα βράδυ τον πήρε ο
Καλλίνικος στη λέσχη.
Άστραφτε στη νύχτα ο
Κεράτιος
Σα ν' άδειασαν σακιά
σμαράγδια στο νερό.
Ανήσυχη η σελήνη κυνηγούσε
τη σκιά της
Στα σύννεφα που τρέχαν
Κι αλλάζαν ολοένα σχήματα.
Κοιμόταν η Πόλη παλακίδα
στο χαρέμι κάθιδρη.
Στο τραπέζι πάνω η
τράπουλα τα χαρτιά,
Κάτω τα πιστόλια στο
γόνατο ησυχασμένα.
Στα μάτια έλαμπε ατσάλινη
λεπίδα τροχισμένη
Στο σκληρό ακόνι του
κέρδους η ελπίδα.
Άγριο παιχνίδι η πόκα
“Ο θάνατος εν ζωή”, λέει,
ο Καλλίνικος
Δεινός χαρτοπαίχτης.
Κείνη τη νύχτα έπαιξε τη
γυναίκα του
Κέρδισε, λέει κι έχασε ο
Καλλίνικος τη ζωή του.
Τότε ο Φραγκίσκος είδε,
λέει το θάνατο
Κάτω απ' το πράσινο
τραπέζι
Τη συνωμοσία σ' όλο της το
μεγαλείο.
Τα ποτήρια μισοάδεια
μισογερμένα
Στο σκοτεινό πάγκο να
κουδουνίζουν
Από τον ήχο του όπλου
Κι αυτός να τρέχει
πανικόβλητος.
Στο τσίρκο δε γέρασε να
πεις
Και η Τζένη του στάθηκε
Στον κόρφο της ζεστή φωλιά
ξαπόστασε
Τριγόνα τρομαγμένη η
καρδιά του.
ΙΙΙ
Στη Σαλονίκη έπαιξε την
τύχη του με
Τους Εγγλέζους.
Κέρδισε ή έχασε ακόμα το
ψάχνει.
Η Αμερική ένα όνειρο
Που πνίγηκε στη μικρή
βάρκα,
Για τρεις λίρες εγγλέζικες
Χάθηκε το υπερωκεάνιο.
Και η Τζένη στη γέφυρα να
του γνέφει
Κουνώντας το χέρι
απελπισμένα
Κι ο Λευκός Πύργος άπιαστο
θεριό γλιστερό
Που τρώει τις σάρκες της προσφυγιάς,
Να μεγαλώνει στο πρωινό
πούσι
Που έβγαζε το μπουγάζι απ'
το Βαρδάρη.
Κάπου στις σκάφες και
στους κλίβανους
Το θέατρο στήθηκε
κατεπειγόντως.
Αυτός δεν ήξερε από ρόλους
και υποκριτική,
Ωστόσο έπαιξε σωστά και
υπεύθυνα.
(Πάντα παίζεις σωστά σαν παίζεις
τη ζωή σου)
Κι έδρεψε τα
χειροκροτήματα του πλήθους.
Το έργο διόλου άσχημο
Ρομαντικό λογάκι μα ήρθε
και έδεσε
Στην εποχή του
Προπάντων η σκηνή στο
φεγγαρόφως
Με το μόνιππο
Κάτω απ' το σκοτεινό
Επταπύργιο
Που σαν πελώριο νυχτοπούλι
μ' ανοιχτές φτερούγες
Φύλαε την πόλη που
κοιμόταν κουρασμένη
Το ήρεμο λιθόστρωτο
δρομάκι που μοσχοβολούσε
Η λόϊζα
Ακόμα το θυμάται και
δακρύζει
Το χέρι που μύριζε χρωρίνη
κι αλίβα
Του φαίνονταν ως το
κρατούσε τρυφερά
Μ έσα στη νύχτα
Και το φιλούσε με λαχτάρα
Σαν μόλις τώρα δα να το
'χε σύρει
Από φιάλες με τα πιο
ακριβά αρώματα.
Και το μόνιππο φλαπ φλαπ
φλαπ φλαπ
Να τρέχει ασταμάτητα
Και τα κουδουνάκια του
αλόγου στο λαιμό
Τριγκ τριγκ τριγκ τριγκ
βαθιά στη νύχτα
Τη συμφωνία να ταιριάζουν
του έρωτα.
Στο αδιέξοδο η ιστορία
τους περπάτησε
Γυμνόποδη
Μέχρι που μάτωσε
Η ζωή που ερχόταν
Κομμάτια από άσπρο και
μαύρο
Σαν τις πλάκες της φτηνής
κάμαρης
Που πιάσαν στο Πανόραμα.
Ύστερα τον πήρε ο σίφουνας
του πολέμου.
Πέντε χρόνια ίσαμε να
γεμίσει τη
Σα χαρισμένη στρατιωτική στολή
Που του έδωσαν να τρλεχει
με γυμνό σπαθί
Στη μάχη.
Τί έφταιξε και χάθηκε
'κείνη η μάχη κλειδί;
Έσπασε το χέρι, λέει, που
κινούσε τα νήματα,
(Πώς γίνεται στις
μαριονέτες απαράλλαχτα)
Και ο στρατός, λέει,
γονάτισε ακυβέρνητος.
Λύγισε σαν το σίδερο στη
φωτιά
Κι όλα χάθηκαν.
IV
Πήγε κι ήρθαν τ' απ'ανω
κάτω
Κι ο Φραγκίσκος γύρισε με
μισή ξιφολόγχη
Στο πλευρό του
Κάτω απ' το σκισμένο
πουκάμισο.
Τ' άλλο μισό απόμεινε στο
στήθος του εχθρού.
Το ερειπωμένο σούρουπο στο
Εσκί Σεχίρ
Η τριανταφυλλιά μάδησε την
κόμη της άφωνη.
Ο ήλιος έφυγε οργισμένος
Με την απειλή πως δε θα
ξανάρθει.
Ο Φραγκίσκος πίνει ούζο με
τσιροσαλάτα.
Το συνιθίζει από τον καιρό
της Πόλης.
Πίνει να σβήσει τη φωτιά
που καίει
Στα σπλάχνα του.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ
Πρόγευση
Ι
ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ
I.-
Ο κυρ Μανουήλ
Τραγούδι
II.- Κωστής ο βλογιάρης
Τραγούδι
ΙΙΙ.-Ο Αποστόλης
Τραγούδι
IV.- Εδώ ένεκα που ήταν χαμηλά
V.-
Τα βάγια ανθίσαν
VI.- Άδειασε ο ουρανός
VII.- Το προξενιό
Τραγούδι
VIII.- Ακόμα η βροχή έπεφτε
IX.- Δεν έχει στάχυα
X.-
Το κορίτσι ευρέθη
XI.- Μεγάλη Πέμπτη
XII.- Μεγάλη Παρασκευή
XIII.- Το Μέγα Σάββατο
XIV.- Κυριακή του Πάσχα
XV.- Απρίλης
XVI.- Δεύτερη Ανάσταση
Τραγούδι
XVII.- Η φυγή
XVIII.- Δεν ήμουνα να πεις παρθένα
XIX.- Επίλογος
ΙΙ
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ
Ι.- Φραγκίσκος ο κίτρινος
ΙΙ.- Ο Αρμένης
ΙΙΙ.- Στη Σαλονίκη
IV.- Τ' απάνω κάτω
΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ
ΠΟΙΗΤΙΚΑ:
“Πορτρέτα μιας άλλης
εποχής”, εκδόσεις Δωδώνη, 1990.
“Απόηχοι”, εκδόσεις
Ρήσος,1992.
“Τα πρόσφορα”, εκδόσεις
Πάραλος,1994.
“ Η φθορά του μύθου”,
εκδόσεις Πάραλος, 1996.
“Ρόμβος”, εκδόσεις
Πάραλος, 1997.
“Κορνηλία η δέσποινα των
σφαλμάτων”, εκδόσεις Πάραλος, 1999.
“Η στέρνα”, εκδόσεις
Πάραλος, 2000.
“Κρύσταλοι”, εκδόσεις
Πάραλος,2000.
“Στη μηχανή του χρόνου”,
εκδόσεις Πάραλος, 2002.
“Το εκκρεμές του
ήλιου”,εκδόσεις Πάραλος, 2002.
“Επίγεια”, εκδόσεις
Πάραλος,2002.
“Ορφέας”,εκδόσεις Λεξίτυπον, 2008.
“Θύμηση κατεπείγουσα”,
εκδόσεις Λεξίτυπον, 2010.
“Το βέλος του χρόνου”,
εκδόσεις Λεξίτυπον, 2010.
“Αποτυπώματα”, εκδόσεις
Λεξίτυπον, 2010.
ΠΕΖΑ:
“Τα φαινόμενα απατούν”, διηγήματα, εκδόσεις
Πάραλος, 2007.
“Το δέντρο που μεγάλωνε τη
νύχτα”, μυθιστόρημα, εκδόσεις Λεξίτυπον, 2008.
“Τα παραμύθια του
παππού”, (12 λαικά παραμύθια απο την Ανατολική Θράκη),
εκδόσεις
Λεξίτυπον, 2011.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ:
“Το Θρακιώτικο δημοτικό
τραγούδι στον Έβρο και τη Σαμοθράκη”, εκδόσεις
Πάραλος, 2000.
“Το Διδυμότειχο”,
συλλογικό, Αθήνα 1977, (ιστορία, λαογραφία, λογοτεχνία).
“Το Διδυμότειχο”,
συλλογικό, Αθήνα 1978, (ιστορία, λαογραφία, λογοτεχνία).
ΔΙΑΦΟΡΑ:
“Τα βατόμουρα”, συλλογική
έκδοση, (ποίηση, πεζογραφία), 2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου