Κώστας Χελμός
Πορεία στο χρόνο
Ποιήματα
Το τραγούδι
Μέσα απ’ τα
χείλη μου άνθισε
το τραγούδι
και μαζί
μ’ ένα λευκό τριαντάφυλλο
αψηφώντας απόψε
τον άγριο καιρό
το μεταφέρω
ασκεπής και ξυπόλητος
από σπίτι
σε σπίτι κι’ από
πόρτα σε πόρτα.
Το είχα
τάξει στα παιδιά
και το περιμένουν.
Το υποσχέθηκα
στους μεγάλους και
το περιμένουν
όπως την
Κυριακή και τη
μεγάλη γιορτή.
Μελαγχολία
Ώρες – ώρες με πιάνει μια
παράξενη μελαγχολία.
Σκέπτομαι πως
υπάρχουν ακόμη άγγελοι
που δεν
χαρήκανε ποτέ την
αμαρτία
κι’ έτσι ανέραστοι,
μοναχικοί και θλιβεροί
μοιάζουν με
ναυαγισμένο φεγγάρι στη
θάλασσα.
Με λέξεις
που έμειναν έξω από το
ποίημα.
Μ’ ένα τέλμα
αδιάφορο και χωρίς
επιείκεια.
Με τσακισμένες
Με τσακισμένες
Κυριακές δεν χτίζομε
το σπίτι μας.
Με τσακισμένους
τους καιρούς δεν
κάνομε χωριό.
Κι’ ενώ όλοι
μας έχομε το
μαύρο μας το
χάλι
ανέμελοι σαν
τον τρελό Βασίλη
τραγουδάμε.
Βαφτίσαμε το
φόνο αυτοκτονία και
τραγουδάμε.
Τον Αύγουστο
με τα δυο του φεγγάρια
σε θυμάμαι
καλύτερα, σε αγαπώ
περισσότερο.
Έχω μια
καρδιά που μέρα - νύχτα
πάλλει
για σένα,
για μένα, για όλο
τον κόσμο.
Καλύτερα
Καλύτερα, λέω,
που δεν έγινα
Θεός.
Με τόσους
ανθρώπους γύρω μου,
με τόσες απαιτήσεις,
ποιον πρώτο
να κοιτάξω και
ποιον ν’ αφήσω τελευταίο
και πως να τα
βγάλω πέρα μόνος
μου.
Ενώ με τα ποιήματα,
κουτσά-στραβά, τα καταφέρνω.
Όποιον στίχο
και να διαβάσω
ακούω τη φωνή
σου.
Σε όποιον
καθρέπτη να κοιτάξω,
βλέπω εσένα.
Μετρώ τις
επιστολές που έμειναν
αναπάντητες
και τινάζω
τη σκόνη που
χρόνια μας πίκρανε.
Ελευθερώνω το όνειρο που
φεύγοντας
το άφησες
να οδύρεται αγκιστρωμένο
στο σκοτάδι
και συλλαβίζω
κάτι καινούριες λέξεις
με αλλιώτικο
σχήμα και με άλλη σημασία.
Το μήλο του
Παραδείσου
Μη μου
δίνεις πρωί – πρωί να
δαγκώσω το μήλο.
- αυτός ο συμβολισμός έχει από καιρό
ξεφτίσει -.
Καλύτερα διάβασέ
μου ένα δικό
σου ποίημα
κι’ ύστερα άφησε
τα χέρια μου
ελεύθερα
να περπατάνε
σα δυο μικρά καβούρια στο
κορμί σου.
Δεν φοβούνται
Το ίδιο
κατώφλι δρασκελίζουν
κι’ αυτός που
μπαίνει κι’ αυτός που
βγαίνει από το
σπίτι.
Έχουν την
πόρτα ανοιχτή στον
άνεμο.
Δεν κρυώνουν.
Τους ντύνει η
μοναξιά των ασκητών.
Οι αριθμοί
τους όλοι θετικοί
και με ρίζα.
Δεν φοβούνται
τη χρεοκοπία και
χαμογελάνε.
Πριονίζουν τον
κορμό της ηλικίας
και χαμογελάνε.
Στηρίζουν με
δεκανίκια τα όνειρα
και πάλι γελάνε.
Το γέλιο
τους βραδινή ψιχάλα
κρυφής υπόσχεσης.
Το βλέμμα
τους λοξό προς
τον φωτεινό ορίζοντα.
Η σκέψη
τους σαν το
βράδυ που ηρεμεί
το κύμα
και σαν
το χέρι που
γράφει το ποίημα.
Ο τρελός
Από δω
πέρασε ο γέροντας
που τον είπανε
«τρελό»,
κάτω από
ζεστά γερτά παραθυρόφυλλα
ανασταίνοντας κάποιο
παλιό ξεχασμένο όνειρο
που τώρα
καλούμαστε, ή εμείς
να το σώσουμε,
ή εκείνο
χωρίς δισταγμό να
μας σκοτώσει.
Γίνεται δύσκολο
το παιχνίδι των
παιδιών
γύρω από
κρυφούς νερόλακκους και
γύρω
από τη μεγάλη φωτιά
που καίει το δάσος.
Σε κοιτούσα
που φόρτωνες το
ποίημα με λέξεις,
στην τελευταία, έτσι
ανήμπορο, δεν άντεξε
και σαν
το γέρικο δέντρο
έπεσε στη γη,
ζητώντας στο
ματωμένο ηλιοβασίλεμα
ένα θάνατο
κι’ ένα μνήμα να
ησυχάσει.
Η αίθουσα
Τα γεμάτα
με αποτσίγαρα τασάκια
μαρτυράνε πως
εδώ κάποιοι πέρασαν
τη νύχτα,
είτε παίζοντας
χαρτιά, είτε ξενύχτισαν
νεκρό.
Πάντως αίθουσα
συναυλιών δεν είναι.
Ούτε βιολιά
ακούστηκαν, ούτε τρομπέτες.
Η μοίρα
μας επικίνδυνο τραχύ
μονοπάτι.
Τσιμινιέρα που
φλόμωσε τον πρωινό
μας ήλιο
κ’ όπως τα
λόγια σου έπαιρναν
το χρώμα του
κεριού
είδα για πρώτη φορά
τον πόνο κατάματα.
Η θάλασσα
συνέχεια ερωτευμένη με
τον ήλιο.
Ο έρωτας
τρελός από έρωτα
και πανταχού παρών.
Αύριο κατεβαίνοντας
την άλλη πλευρά
του λόφου
θα μάθεις
γιατί χαράμισα τη
ζωή να σε
περιμένω
και να
ψάχνω τα ίχνη
σου στη χρυσή
αμμουδιά.
Όποιος και να
χτυπήσει την πόρτα
Όποιος και
να χτυπήσει την
πόρτα να μην του ανοίξεις.
Κάθισε δίπλα
στην κουρασμένη μας
λάμπα
και σχεδίασε
στο χαρτί αποδράσεις
καλοκαιρινές
και μικρά
περιβόλια με πολλά
σιντριβάνια.
Μην προσπαθείς
ν’ ανάψεις το τζάκι,
οι φλόγες
θα φωτίσουν τις
ρυτίδες,
οι φλόγες
θα προδώσουν την
ηλικία μας.
Κοίτα πόσο
μεγάλωσε το σπίτι
μας,
γέμισε με
τραπέζια και με
καρέκλες
να γράφουμε
γράμματα στους φίλους
που έφυγαν.
Απόψε όλα
τα ποτάμια εκβάλλουν
στο Αιγαίο,
οι πυγολαμπίδες
ανοίγουν διαδρόμους στη
νύχτα
και στα
μάτια σου - είναι
η πρώτη φορά -
που δεν
διαβάζω ερωτήσεις και
απορίες.
Η χαρά
Φίλε μας
Ελύτη και φίλε
μας Σεφέρη, τα
είπατε όλα
κι’ εμείς οι
ταμένοι ψάχνουμε κάτι
που σας διέφυγε,
για να
πάρουμε τη μεγάλη
χαρά της δημιουργίας.
Δύσκολος ο δρόμος που
επιλέξαμε και δεν τελειώνει
και το
μέλλον μας δεν
φαίνεται να έχει
μέλλον.
Ζούμε τη
χειρότερη εποχή του
δίσεκτου χρόνου
και τόσο
χιόνι πως να
το σηκώσουν οι
πλάτες μας.
Σε παρακαλώ
μείνε απόψε κοντά
μου και μίλα
μου.
Η λίμνη
απέναντι, ακίνητη σαν
τη μοναξιά μου.
Η νύχτα,
ακίνητη και μαύρη σαν τη
μοναξιά μου
και δίπλα
μου ο χασομέρης
που προσπαθεί
να γεφυρώσει
το ένα τίποτα,
με το άλλο
τίποτα.
Η συγνώμη
Πόσο λίγο
κράτησε το καλοκαίρι.
Τα φρούτα
δεν πρόλαβαν να
ωριμάσουν,
ούτε τα
λόγια που ήθελα
να σου πω.
Αλήθεια πόσο
τυχερός ο Γιώργος
Σεφέρης
που συνάντησε
στο Σύνταγμα το
Γιάννη
και τον
κέρασε παγωτό, ενώ
εμένα,
ο ίδιος
και πάντα γελαστός
άνθρωπος
μ’ έσπρωξε και
με πέταξε στο
χώμα
για να
φτάσει πρώτος στο
λεωφορείο.
Η συγνώμη
αν και ώριμη
για να την
πει
δεν την
είπε. Άνοιξα τα
μάτια μου,
άνοιξα την
καρδιά μου. Δεν
την είπε.
Είναι λίγες
οι νύχτες που
αγάπησα το φεγγάρι
και λίγες
οι φορές που
κατάλαβα τους ανθρώπους.
Ωστόσο κι’ απόψε
στο διπλανό διαμέρισμα
ακούγονται ψίθυροι
και γέλια κοριτσιών.
Ποτέ στη ζωή
μου
Ποτέ άλλη
φορά στη ζωή
μου,
δεν φοβήθηκα
τόσο πολύ, όσο
απόψε,
καθώς έβλεπα
το πρόσωπο και τα χέρια
σου
να παίρνουν
το χρώμα του
ήλιου που βασιλεύει.
Με ανησυχούν
οι συχνές αδιαθεσίες
σου.
Βλέπεις η
υγεία σου είναι
και δική μου
υγεία.
Η μοίρα
σου, μοίρα μου
και ποιος να μου
τόλεγε
πως ο δρόμος σου θα ήταν
και δικός μου
δρόμος.
Ο άνεμος
μας προσπέρασε φορτωμένος
πουλιά.
Τα σύννεφα
μας προσπέρασαν φορτωμένα
βροχή.
Το καλοκαίρι
κρέμεται σαν ώριμο
φρούτο
έτοιμο από
στιγμή σε στιγμή
να πέσει στα
πόδια σου.
Σώθηκα
Σώθηκα χάρη
στην ταπεινή τέχνη
που έμαθα
να κάνω
δαχτυλίδια τον καπνό
του τσιγάρου,
να γράφω
και να στέλνω
ποιήματα
και να
στοιχίζω τα όνειρά
μου πίσω απ’ τα
δικά σας.
Κάποτε νιώθω
άγγελος με φτερά
ψαλιδισμένα
κι’ άλλοτε αυτοκράτορας
και δεν έχω
που ν’ ασκήσω
την εξουσία μου.
Φίλε μου,
υπάρχουν πράγματα που
πικρίζουνε
κι’ όμως χωρίς
δυσκολία τα καταπίνουμε.
Διορθώνω τους
δείκτες του ρολογιού.
Ανοίγω το
παράθυρο και αδειάζω
το τασάκι.
Είναι ακόμη
πρωί. Κατεβαίνω στο
δρόμο
και πιάνω
κουβέντα με τον
καστανά.
Αλλάζω χειραψία
με τον πλανόδιο
οργανοπαίχτη.
Επιτέλους και
μια μέρα δική
μου. Καταδική μου.
Διπλώνω τα χέρια
Στην κ.
Ευαγγελία Μισραχή
Διπλώνω τα
χέρια μου πάνω
στο τραπέζι
με τα
σκόρπια ποιήματα και
τις παλιές φωτογραφίες
και βυθίζομαι
στο πέλαγος της
σιωπής.
Μέσα μου
πέτρωσαν τα αποτυπώματα
της θλίψης.
Έσβησε η
συγκίνηση της σύντομης
γνωριμίας
και η
βροχή μουντζούρωσε τις
σελίδες του έρωτα
που συνεχώς
ταξιδεύει σε θάλασσες
Ελληνικές.
Όποια πέτρα
και να σηκώσω
στα χέρια μου
διαβάζω τ’ όνομά
σου κι’ όλες οι
λέξεις,
ανθίζουν στα
ποιήματα που έγραψα
για σένα.
Περιμένω
Οι ερωτευμένοι
περιμένουν τα χρώματα
της αυγής,
κι’ εγώ αμίλητος
δίπλα σου δεν
βλέπω την ώρα
να ξεκινήσει
η καύση των
νεκρών για να
πεθάνω.
Απόψε τα
μισά σου λόγια
ανθισμένες πασχαλιές
και τ’ άλλα
μισά ουρανός γεμάτος
αμαρτήματα.
Νοστάλγησα να
καπνίσω ένα τσιγάρο
χωρίς φίλτρο
Να χειροκροτήσω
το φακίρη πάνω
στα καρφιά.
Το βήμα
σου αβέβαιο και
πολύ γερασμένο
χάνεται στο
σκοτάδι μιας ξεχασμένης
σου λέξης.
Ο άνεμος
ήρεμος παίζει με τα μαλλιά
σου.
Ο ήλιος
ήρεμος αναπαύεται στο
στήθος σου.
Το σπουργίτι
λικνίζεται στο κλαδί
της λεμονιάς.
ραμφίζοντας το
καλοκαίρι που ζήσαμε.
Το κρυφό μειδίαμα
Ελάχιστα σήμερα
με απασχολούν τα
κοινά.
Ούτε η
όραση ούτε η
ακοή με βοηθούν
επαρκώς.
Φταίει βέβαια
και ο υπόλοιπος
χρόνος μου
που διαρκώς
λιγοστεύει. Και παρ’ όλ’ αυτά
διατηρώ ακόμη
ζωντανό στη μνήμη
μου
εκείνο το
κρυφό μειδίαμα στο
πρόσωπό σου,
το γεμάτο
υπονοούμενα, το γεμάτο
υποσχέσεις
κι’ ας έχουν
περάσει τόσα χρόνια
από τότε.
Ανοίγω το παράθυρο και
γεμίζει το σπίτι
με μνήμες.
Η γλώσσα
σου μηχανάκι που
τρέχει στην εθνική.
Το βλέμμα
σου φωτιά και
ζεσταίνει τη νύχτα
δίχως ν’ αφήνει
στις καρδιές αποκαΐδια.
Φθινοπωρινό
Θρήνος η
σιγανή βροχή του
φθινοπώρου.
Η γυμνή κληματαριά
στην αυλή μας,
το άδειο
σπίτι, το σβηστό
τζάκι
και η
πόρτα που μας
κοιτάζει λυπημένη.
Το πρωί
θα σου μιλήσω
πόσα χρόνια
μετεωρίστηκα ίσαμε
το βορινό μπαλκόνι
του τρίτου
ορόφου της πολυκατοικίας
σου
κουβαλώντας τις ρίμες του
φθινόπωρου.
Πόσα χρόνια
έσπερνα το στέρφο
χωράφι
και σήμερα
επιτέλους βλάστησε και τα στάχυα
λικνίζονται φορτωμένα
χρυσούς καρπούς ελπίδας.
Σήμερα εδώ
όλα και όλοι μιλούν για
τον έρωτα
και η
φωνή που βγαίνει
από τα βάθη
της γης
ένα μακρόσυρτο
αλληλούια, ένα μικρό δοξαστικό.
Τα χέρια σου
Εγώ δεν
ξέρω. Όμως τα
χέρια σου,
όταν τα
κράτησα να τους
δέσω τις πληγές,
είχαν ένα
παράξενο και αλλόκοτο
βάρος
και μιαν
άλλη λευκότητα τα
δάχτυλά σου
την ώρα
που κρατούσαν το
φλιτζάνι με τον
καφέ.
Έτσι λοιπόν
το χώνεψα πως
ο Θεός,
το πρώτο
πράγμα που έκαμε
στον κόσμο,
ήταν τα δικά σου
χέρια, τα δικά
σου δάχτυλα.
Και φέτος
πλούσια η ανθοφορία
της άνοιξης.
Οι δυο
παπαρούνες που κύλησαν
από ψηλά
ήρθαν και
στάθηκαν στην άκρη
των χειλιών σου.
Το γέλιο
σου ακούγεται σαν
το «Χριστός Ανέστη».
Όλα στη θέση
τους
Όλα ήταν
στη θέση τους
και φαίνονταν ήσυχα.
Η παραλία,
το καφενείο, οι
ευκάλυπτοι
και λίγο
παραπέρα ο μεγάλος
βράχος
αμίλητος να
εποπτεύει το πέλαγος.
Όλα ήρεμα
κι’ έλειπες μονάχα εσύ.
Εσύ και
το βραδινό μελτέμι
που παίδευε
τα λυτά μαλλιά
σου.
Κάθομαι στο πεζούλι και
μελετώ τη σιωπή.
Κοιτάζω το
μονοπάτι που ανθίζουν
τα γιασεμιά
και ψάχνω
κάτι να δικαιολογήσω
τη φυγή σου.
Ίδια η
θάλασσα, όπως και
τότε όπως και τώρα,
στρωτή και
γαλάζια και μονάχα
τα καράβια
περνούν αδιάφορα
και λίγο κουρασμένα.
Αναμονή
Μη χτυπάτε
συνέχεια την πόρτα.
Ξεχωρίζω μερικά
καινούρια ποιήματα
να τα
πάρω μαζί μου
και κατεβαίνω.
Η Καρχηδόνα
Από εδώ
οι φοινικιές, οι
ευκάλυπτοι, τα πεύκα
και ο
φράχτης που προστατεύει
το ατρύγητο αμπέλι.
Από εκεί
η θάλασσα στρωτή
και γαλάζια
και στο
βάθος δεξιά το
λιμάνι και το
πλοίο
έτοιμο να
σαλπάρει. Όχι δεν
πάω στην Καρχηδόνα.
Η Καρχηδόνα
καίγεται. Η Καρχηδόνα
καίγεται.
Ο τελευταίος
που γύρισε με τις πληγές
ανοιχτές
δεν μας μίλησε με
τα καλύτερα λόγια.
Όχι, δεν
θέλω να με
στείλετε στην Καρχηδόνα.
Η Καρχηδόνα
έχει πόλεμο. Η
Καρχηδόνα καίγεται.
Κι’ εγώ παιδί
αμούστακο θέλω να
ζήσω.
Έχω δουλειές που
δεν πρέπει να
τις αφήσω στη
μέση.
Να μαζέψω
τη σοδειά, να
τρυγήσω το αμπέλι,
να φροντίσω
το κρασί της
νέας χρονιάς.
Η νύχτα
Απόψε η
νύχτα χιονίζει αινίγματα,
χιονίζει προτάσεις
πρόστυχες, παμπάλαιες
και στενεύει
τους ορίζοντες σαν
κελιά φυλακών.
Το πρωί
θα εξηγήσω σε
σένα και στους
άλλους
γιατί φορτώθηκα
και κουβάλησα στις
πλάτες μου
όλη τη
νύχτα τον πληγωμένο
στρατιώτη
και θα
σου πω ακόμη
- κι’ ας μην το
πιστέψεις -
πως το
ποτάμι που διασχίζει
την πόλη μας
το συντηρούν
και τα δικά
μας δάκρυα.
Χάρη σε σένα
Χάρη σε
σένα εξακολουθώ να
γράφω ποιήματα.
Χάρη σε
σένα με φωνάζουν
ακόμη ποιητή.
Βλέπω τον
υδράργυρο ν’ ανεβαίνει στο
θερμόμετρο
και δεν
κάνω τίποτα να σταματήσει.
Σα να
μη θέλω να
σταματήσει.
Ή σα
να θέλω να με κάψει
ο δικό σου
πυρετός.
Σήμερα το
μοναδικό μας αίτημα
είναι να
σταθούμε όρθιοι στα
πόδια μας
όλα τ’ άλλα
είναι θέματα ασήμαντα,
αδιάφορα.
Χρησμοί μαντείων
που δεν επαληθεύτηκαν
ποτέ.
Αν δεν έχεις
Αν δεν
έχεις κάτι καινούριο
να πεις
καλύτερα να
μη μιλήσεις. Η
σιωπή προτιμότερη.
Νιώθω παντού
την παρουσία σου,
χωρίς ωστόσο
να βλέπω το
πρόσωπό σου
και θυμάμαι
τα τελευταία σου
λόγια,
«θα υπάρχουμε,
όσο η μνήμη,
μας κρατά».
Κοίτα πως
έρχονται τα πράγματα
στη ζωή.
Εσύ να
τρέχεις πίσω από
τα γεγονότα
κι’ εγώ να
σε ακολουθώ για
μια «καλημέρα».
Η γέρικη
λεύκα που μας
ξέρει από παιδιά
λικνίζει τα
φύλλα της στο
αδιάφορο φως
αναζητώντας λίγη δροσιά της
αυγής.
Ο κορμός
της ζωσμένος με
τα δικά σου
αρχικά
που τα
χάραξα στα χρόνια
της εφηβείας.
Σε βλέπω
Όταν ανοίγει
η πόρτα του
ασανσέρ,
και ακούγονται
τα βήματά σου
στο διάδρομο
τρέχω πίσω
από το γυάλινο
μάτι της πόρτας
και από
εκεί, χωρίς να
το ξέρεις, σε
βλέπω.
Υποδοχή
Τι τόθελες
και καταπιάστηκες με
πράγματα μεταφυσικά
-είναι δοκιμασμένη
από παλιά η
συνταγή-
Πέρασες τόσο
νέος την πόρτα
του ασύλου
κι’ οι τρόφιμοι
γονατιστοί, με τα
χέρια υψωμένα
να ψέλνουνε
σε ήχο πλάγιο
τέταρτο.
Ευλογημένος ο
ερχόμενος.
Ισημερία
«παραλλαγή
δημοτικού τραγουδιού»
Ισημερία της
άνοιξης και κλέφτες
ξεπέζεψαν μετά
τη μεγάλη βροχή
και «μπήκαν
απόψε στο μαντρί».
Αμίλητοι και
με βλέμμα πληγωμένο
υψώσαμε το
χέρι για τον
ύστατο χαιρετισμό
στο ποίημα
που μοιάζει βομβαρδισμένο
οχυρό.
«Το λάγιο
αρνί» βελάζει ζητώντας
τη μάνα του
κι’ εμείς ξεχυθήκαμε
στην ανθισμένη εξοχή
μη λάχει
και μείνει δίχως
κρίνους
ο δικός
μας Ευαγγελισμός. Μη
λάχει
και μείνει
δίχως στεφάνι η
δική μας πόρτα.
Ο Αχιλλέας
Και μονάχα
που σε λένε
Αχιλλέα τους φτάνει.
Γι’ αυτό με
βλέπεις να επιμένω
τόσο πολύ.
Φρόντισε λοιπόν
να καλύψεις τις
φτέρνες σου
και φρόντισε
όσο ακόμα είναι
καιρός,
ν’ αλλάξεις όνομα
και κατοικία.
Ν’ αλλάξεις το
δρόμο που βγάζει
στην Τροία.
Εκεί δεν
θα βρεις την
Ελένη, αλλά το
θάνατο.
Η επιείκεια
Μην εξαντλείτε
όλη την αυστηρότητά
σας
στο πρώτο
βιβλίο μου και
μη χάνετε χρόνο
ανοίγοντας μια
σχοινοτενή συζήτηση
που δεν
βγάζει πουθενά. Όταν
μεγαλώσω
θα κατηχηθώ
περισσότερο στο φως
και σίγουρα
τότε θα γράψω
καλά ποιήματα.
Λίγο χρόνο
σας ζητώ και
λίγη επιείκεια,
μια συγκατάβαση
και τελοσπάντων,
ένα «σπολλάτι» για την
προσπάθεια και τον
κόπο.
Σιωπή
Σιωπή και
πάλι σιωπή.
Μέχρι να
βγάλουν πράσινα φύλλα
τα δένδρα,
μέχρι ν’ ανοίξει
τα φτερά του
ο άνεμος
και η
καινούρια βλάστηση να
ξεκινήσει
τους ψαλμούς.
Κι’ εγώ μέχρι τότε
να βασανίζω
τις λέξεις να σου γράψω
το ποίημα.
Μέσα μου
ένα σμάρι πουλιά
και φοβάμαι.
Μέσα μου
πυκνώνουν τα σύννεφα
και φοβάμαι.
Ψευδίζουν τα φωνήεντα και τα σύμφωνα.
Η διαδρομή
πολυσύλλαβη και ανώμαλη
και ο
χρόνος με σημαδεύει
με όπλο μακρύκαννο.
Μην τους ακούς
Μην τους
ακούς τι λένε.
Οι ποιητές,
στους χαλεπούς καιρούς
χρειάζονται.
Μπορούν να
σταματήσουν τη θάλασσα
και τα
θολά ποτάμια έξω
από τις πόρτες.
Φυλάνε σκοπιά
στην άκρη της
αβύσσου
και σου
μιλάνε σα να
σε ξέρουν από
χρόνια.
Ελένη αφήνω το
λόγο μου στη
στέρφα γη
και βλασταίνει
σαν την ελπίδα
και σαν την
αγάπη.
Έτσι που
σε κοιτάζω θαρρώ
πως η καρδιά
μου
χωράει μόνο
εσένα και τον
σταυρό μου.
Η εξοχή
Ούτε η
εξοχή είναι μια εύκολη υπόθεση.
Υπάρχουν αγκάθια που
σου τρυπάνε τα
χέρια,
υπάρχουν αγκάθια
που σου ματώνουν
τα πόδια
και μονάχα
η αύρα σε
θωπεύει τρυφερά.
Σου μιλάει
με λόγια παράξενα,
ευγενικά
και θέλω
κάποτε ν’ αξιωθώ
με την
ίδια γλώσσα κι’ εγώ
να σου μιλήσω.
Οι φράσεις
να γυαλίζουν, όχι
πολύ έντονα,
αλλά θαμπά,
όπως είναι το φως της προσευχής.
Έξω ακούγονται
φωνές και σου
χτυπούν την πόρτα.
Μην τους
ανοίγεις. Ούτε και
σήμερα
έχουν κάτι
καινούριο να σου
πουν.
Η ποίηση
Δεν είμαι
βέβαιος πως η
ποίηση σήμερα
είναι σε
θέση να κλείσει
και πάλι τον
κόσμο
σε μια νέα κιβωτό
και να τον
σώσει.
Όμως, γράφοντας ποιήματα,
είναι σίγουρο,
πως σώζω
τον εαυτό μου
και μου φτάνει.
Άφησέ με
να σηκώσω εγώ
το σταυρό σου.
Ο δρόμος
είναι μακρύς και
η νύχτα μεγάλη.
Ας κρατήσει
περισσότερο η φλόγα
του κεριού
κι’ ας υψωθεί
οδόφραγμα να εμποδίσει
έστω και
για λίγο την
προέλαση της νύχτας.
Άνοιξε φίλε
μου απόψε την
καρδιά σου
και μίλα
μας με παραβολές
και παραμύθια.
Έτσι σε
ακούνε καλύτερα, σε
προσέχουν περισσότερο.
Η ακαμψία
Ώρες – ώρες με
τρομάζει η ακαμψία
του ενάρετου
και σήμερα
τάχτηκα με τους
οργισμένους αθώους
που αντιστέκονται
στους ψυχρούς αγγέλους
που δεν
γνώρισαν ποτέ την
ευεργετική ταπείνωση
και δεν
περπάτησαν σε χλόη
από λέξεις συμπόνιας.
Με τρομάζει
η ακαμψία του
και η δική
σου συμπαράσταση.
Ο λόγος
Με τόσο
φόβο, με τόσους
φόνους και ληστείες,
ακόμη και
ο λόγος έχει
χάσει τα λόγια
του.
Η φωνή
του άχρωμη και
σα να τον
σφάζουν.
Σκεπάζομε τα
παιδιά μέχρις απάνω,
μη λάχει και τον
ακούσουν μέσα στη
νύχτα,
μη λάχει
και τρομάξουν μέσα
στον ύπνο τους.
Όταν νυχτώνει
πόσο βαραίνει η
ψυχή μου!
Ωστόσο υπάρχει
ακόμη χρόνος για
θεωρήσεις,
υπάρχει χρόνος
αρκετός για τις αναθεωρήσεις
και μια
συζήτηση ανάμεσα σε
μένα και σε
σένα
θα ήταν
σαν την ευεργετική
βροχή στο χώμα,
σαν επίκληση
και σαν τη βραδινή προσευχή.
Είναι καιρός
Είναι καιρός
ν’ αναστυλώσουμε την ερειπωμένη
αλήθεια.
Να λάμψει
η μαγεία της
αγάπης
κι’ όλα
να σταθούν και
πάλι κοντά στην
καρδιά μας.
Το ατέλειωτο
παράπονο του μικρού
παιδιού.
Η απέραντη
μοναξιά του εργένη.
Η προσευχή
του Αγιορείτη μοναχού.
Να μετρήσουμε
ξανά τις χαμένες
ευκαιρίες της δόξας.
Να περιφρουρήσουμε τους
στίχους μας.
Κι’ έτσι το
αναπάντεχο θα μας
βρίσκει απέναντι.
άγρυπνους, δυνατούς
και αποφασισμένους.
Εν τέλει
Εν τέλει
έμαθα κι’ εγώ να
κολυμπώ
κι’ όχι τόσο
για να μην
πάω από πνιγμό,
όσο, για να κρύβω
τα χρόνια στο
νερό
και νάρχεται
η αδερφή του
Μέγα Αλέξανδρου
να με
ρωτάει κάθε τόσο,
αν ζει ο
αδερφός της,
αν έχει
παντρευτεί κι’ αν είναι
ακόμα βασιλιάς.
Εκεί που ακόμα δεν
βάλανε φραγμούς
και αλωνίζουν
ελεύθερα, είναι τα
όνειρα.
Η ανησυχία
Περίεργη ανησυχία
και φόβος σε
κατέχει απόψε.
Οι κινήσεις
των χεριών σου,
σα να εκλιπαρούν
να κλείσω
καλύτερα, την κλειστή
μας πόρτα.
Να μιλάμε
σιγά και όχι
άσκοπες μετακινήσεις
περιμένοντας την
αυγή να μας
φέρει και πάλι
μια φούχτα
ήλιο κι’ ένα τρυφερό
χαμόγελο.
Να μας
φέρει περνώντας την
εύφορη πεδιάδα
λίγα εύθυμα στάχυα
και πολλές παπαρούνες,
να κλείσουμε
τις μεγάλες ρωγμές
που άνοιξαν
οι καιροί στα
σπίτια μας.
Να σκεπάσουμε
τα χαρακώματα και
τα νεκρά πολυβολεία.
Γιατί γράφω
Γράφω για
να κρατιέμαι όρθιος
στη ζωή.
Για να μη φοβάμαι
τις νύχτες στο
σπίτι.
Για να μην
τρελαθώ και για
να μπω
στο μάτι
του Μιχάλη Δελήσάββα
που δεν
με παραδέχεται για πρώτο ποιητή.
Φίλε μου
προσπάθησα, όμως δεν
έμαθα
γιατί με
ανέβασες και μάλιστα
χωρίς απολογία
στα τριάντα
τρία μου χρόνια
στο σταυρό.
Γιατί με
τρύπησες χωρίς λόγο με την
λόγχη,
και γιατί
μου στέρησες τον
ήλιο και το
φως.
Ο λόγος
μου, όπως πάντα χωρίς τον αντίλογο
και το
τηλέφωνό σου συνέχεια
κλειστό.
Αν είναι
Αν - όπως
λένε – όλα είναι λαχνός,
τότε ούτε
και σήμερα έπεσε
σε μας
και μέρα
με τη μέρα
εξασθενίζει
η δυναμική
πλευρά της ελπίδας
και στενεύουν
τα όρια της
απογοήτευσης.
Ωστόσο μια
υπέροχη υποψία από
όνειρο
φυτρώνει και
σήμερα στην καρδιά
μου
και άρωμα
λεβάντας απλώνεται παντού
να μας θυμίζει, πως
η ζωή μας
δεν είναι
μόνο βροχή, δεν
είναι μόνο μαύρη.
Το όνειρο
Δεν ξέρω
πως να σου
το πω. Απόψε
είδα στον
ύπνο μου τον
μετανιωμένο Ιούδα
να χτυπάει
με τις γροθιές
το γυμνό του
στήθος,
τον καλόγερο
με το δαυλί
της πίστης να
ανατινάζεται.
Είδα τις
ματωμένες παλάμες του
Ιησού
και το
θλιμμένο βλέμμα της
Παναγίας σε μοναστήρι.
Το γράμμα
που έφερε ο
ταχυδρόμος δεν έχει
αποστολέα
και ο
καιρός που περίμενες
ν’ αλλάξει πρόσωπο
δεν λειτουργεί
πλέον όπως εσύ τον επιθυμούσες.
Ας υπήρχε
τουλάχιστον την ώρα
της μοναξιάς
ένας θάνατος
να δοκιμάσεις την
ευγλωττία σου.
Ας πέσει
ένα αστέρι και
τούτη τη νύχτα
να ξυπνήσουν
οι παιδικές επιθυμίες,
γιατί εμείς,
οι τελευταίοι μετά
τον κατακλυσμό,
υπάρχουμε και
δεν υπάρχουμε πλέον.
Με τι ευκολία
Και ξαφνικά
ο στρατιώτης σηκώθηκε
όρθιος
και φώναξε
με όλη τη
δύναμη της φωνής
του.
Όχι, δεν θέλω να
πάω στον πόλεμο
της Κορέας.
Με τι
ευκολία τον είπανε
τρελό.
Με τι
ευκολία τον κλείσανε
στο άσυλο.
Τώρα το δύσκολο είναι
να μείνει ελεύθερος.
Να βρεθεί
ένα φεγγάρι να του λύσει
τα χέρια,
να πλύνει
το πρόσωπο, να χτενίσει τα
μαλλιά του
και ακροπατώντας
να φύγει σε
ακτές καλοκαιρινές
κρατώντας στο
τυλιγμένο με επιδέσμους
χέρι του
μιαν αλυσίδα
από ανθισμένες παιδικές
Κυριακές.
Το άγαλμα
Όχι, δεν
θέλω να γίνω
άγαλμα στο πάρκο
Τα σκυλιά
θα μαζεύονται στον
ίσκιο μου
κι’ ένα – ένα θ’ άρχεται
να με κατουράει.
Τα σκυλιά
δεν ξέρουν ιστορία
και δεν
σέβονται το μύθο,
ούτε το άγαλμα.
Ας μείνω
ένας άνθρωπος που
πέρασε τη ζωή
του,
γράφοντας ποιήματα
και φυτεύοντας τριανταφυλλιές
κι’ όταν χρειάστηκε
μαζί με τους
άλλους
πολέμησα για
ένα όνειρο αφήνοντας την
υπογραφή μου
σ’ ένα βράχο
που ξέρει να
κρύβει μυστικά.
Στην αυλόπορτα
που περιμένει ένα
χέρι να την
ανοίξει.
Το σύνθημα
Το καλύτερο
σύνθημα το διάβασα
σήμερα το πρωί,
γραμμένο στη
μάντρα που προστατεύει
την αυλή μας.
«Όταν καίγεται
το δάσος βάλτε
τα δυνατά σας
να σώσετε
τουλάχιστον το τελευταίο
δέντρο.
Θα σας
χρειαστεί αργότερα να
κρεμαστείτε».
Είπανε πως άγγελος το
έγραψε τη νύχτα
γι’ αυτό και
είναι γεμάτο με
ορθογραφικά λάθη.
Οι άνθρωποι
δεν είναι τόσο
ανορθόγραφοι.
Φροντίζουν μέχρι
παρεξηγήσεως τα γραφτά
τους.
Αλλού είναι
που τα κάνουν
θάλασσα.
Ο λαός μου
Το λαό
μου πολύ τον
αγαπώ και τον
σέβομαι,
αν και κάποιες φορές μου ραγίζει
την καρδιά.
Μ’ εκνευρίζει όπως
η παράφωνη ορχήστρα.
και μου
φέρνει ένα παράξενο
μούδιασμα στο περπάτημα.
Όμως δεν
γίνεται να τον
αγαπώ λιγότερο.
Δεν γίνεται
να μην του φέρω
ένα πρωί
την ανθισμένη
αμυγδαλιά ν’ απλώνει τα
χέρια του
και με αλαφρωμένη τη
ψυχή του απ’ τ’ ασήμαντα
με μια
βαρκούλα ν’ αρμενίζει στα
νησιά μας.
Τα τρένα
Από τότε
που κατήργησαν το
σταθμό
τα τρένα
περνούν χωρίς τη
δική μας επιβίβαση.
Από τότε
που κατήργησαν το
σταθμό
τα τρένα
περνούν, εμείς μένουμε
και τα μετράμε.
Καλύτερα έτσι.
Γιατί ένας τραγικός
θάνατος,
είναι πάντα ο επίλογος,
σε κάθε απόπειρα
φυγής.
Ωστόσο το
πρόσωπο της μέρας
είναι γλυκό
σαν πρόσωπο
μικρού παιδιού όταν
γελάει
κι’ ο πόνος
απ’ την άλλη πλευρά
του λόφου
περισσότερο ήπιος
και περισσότερο ήσυχος.
Κοιτάζω με
πόνο ψυχής τη
μητέρα
που ξενυχτάει
δίπλα στο άρρωστο
παιδί της
και συνέχεια
να ισιώνει το
μαξιλάρι του,
λες και
φταίει που δεν
μπορεί να κοιμηθεί,
λες και
φταίει που ψήνεται
στον πυρετό.
Ο Γολγοθάς
Εδώ περπάτησε
ο Ιησούς.
συνοδεία με
στρατιώτες οπλισμένους,
κουβαλώντας στον ώμο το
Σταυρό του.
Με τις
πέτρες να του
πληγώνουν τα πόδια.
Το πλήθος να
του πληγώνει την
καρδιά
και τα
βουνά να σωπαίνουν
από φόβο.
Απόψε νιώθω
τόσο ξένος αγάπη
μου.
Ένα φάντασμα
στη σιωπή και
στην ομίχλη.
Ένα λιμάνι
χωρίς χαμόγελα και
φασαρία.
Ένα σπίτι
χωρίς αυλή να
παίζουν τα παιδιά
και ψάχνω
την κομμένη αναπνοή
μου
σε μια
σύντομη δέηση πρωί
και βράδυ.
Ο Προμηθέας
Πέρασαν χρόνια
και ξέχασα το
μύθο της φωτιάς.
Ο Προμηθέας
δε ζει, να τον
βρω, να τον
ρωτήσω,
που έκρυψε
τη φλόγα, μια
νύχτα να την
κλέψω.
Να φωτίσω
τον πλανήτη να
ζεστάνω τον κόσμο.
Το χέρι
σου ζεστό μέσα
στο δικό μου
και η
επιμονή του ποιητή
να τραγουδήσει
κοιτώντας τι
θα μπορούσε να
κερδίσει
όταν θα
στήσει και πάλι
τη σβησμένη φωτιά.
Όταν σταματήσει
τα νερά μακριά από
τα σπίτια
κι’ όταν το
πλοίο μας θα
βρει επιτέλους λιμάνι
να περάσει
κι’ απόψε χωρίς κίνδυνο
τη νύχτα.
Όλα έχουν
το κόστος τους
κι’ ο ποιητής
ψάχνει μέρα
και νύχτα τον
τρόπο πληρωμής.
Ήρθες
Ήρθες μ’ ένα
χαμόγελο καρφωμένο στα
μαλλιά σου,
με τον
ήλιο κεντημένο στο
στήθος σου
και γέμισαν
τα κλαριά με
φλύαρα καναρίνια
κι’ εγώ στην
παραλία με τους
παιδικούς μου κύβους
θέλω να
χτίσω και πάλι
τον πύργο μου.
Εδώ να
σταματάει το βήμα
σου, η σκέψη
σου
και το
τραγούδι που ήθελες
να πεις και
δεν τα είπες.
Εδώ υπάρχει
ένας ήλιος και
μια χαραυγή.
Ένας λαός πονεμένος
και τάφοι που
λουλουδίζουν
και λίγο
παρέκει η μεγάλη
αγάπη μας.
Εδώ υπάρχει
ο μύθος και
το αίμα των
γονιών μας,
ο ήχος
μιας φλογέρας και
η παλιά εκκλησία.
Υπάρχουν όπως
θα έλεγε ο
Λάμπρος Πορφύρας
«Άνθρωποι που τους έδειρε
η θάλασσα κι’ η
φτώχεια».
Δίψα
Εκείνη η
σκυφτή γριούλα
που κάθεται
μόνη στην άκρη
του δρόμου.
Εκείνη η
πονεμένη γιαγιά
που κρατάει
στα χέρια της
ένα μπουκάλι με
νερό
και δεν
περνάει άνθρωπος να το ανοίξει
να πιει
να ξεδιψάσει και
να δει
με άλλα
μάτια το δικό μας κόσμο,
με άλλα
χέρια να χαϊδέψει
το δικό μας όνειρο.
Εδώ που φτάσαμε
Ελένη,
εδώ που
φτάσαμε δεν περίμενα
και καλύτερο τέλος.
Είμαι μπροστά
σου και ενδίδω
στις επιθυμίες σου.
Είμαι μπροστά
σου και περιμένω
να πέσει η αυλαία
και να
σβήσουν τα φώτα...
Ας είναι.
η αργοπορία
του τέλους, μας
μαθαίνει να περιμένουμε.
Χωρίς τίτλο
Κοίτα φίλε
μου τι με
βασανίζει απόψε.
Γιατί μέχρι
και σήμερα καμία
Αμερικανίδα
δεν προτάθηκε
και δεν ανακηρύχθηκε
αγία.
Περιεχόμενα
Το τραγούδι............................................................................................6
Μελαγχολία.............................................................................................7
Με τσακισμένες......................................................................................8
Καλύτερα.................................................................................................9
Το μήλο
του
Παραδείσου.....................................................................10
Δεν
φοβούνται........................................................................................11
Ο τρελός.................................................................................................12
Η αίθουσα...............................................................................................13
Όποιος και
να χτυπήσει την
πόρτα.....................................................14
Η
χαρά.....................................................................................................15
Η
συγνώμη..............................................................................................16
Ποτέ στη
ζωή
μου.................................................................................17
Σώθηκα.....................................................................................................18
Διπλώνω τα
χέρια...................................................................................19
Περιμένω..................................................................................................20
Το κρυφό
μειδίαμα.................................................................................21
Φθινοπωρινό.............................................................................................22
Τα χέρια
σου...........................................................................................23
Όλα στη
θέση
τους................................................................................24
Αναμονή...................................................................................................25
Η
Καρχηδόνα...........................................................................................26
Η
νύχτα....................................................................................................27
Χάρη σε
σένα.........................................................................................28
Αν δεν
έχεις............................................................................................29
Σε
βλέπω..................................................................................................30
Υποδοχή...................................................................................................31
Ισημερία....................................................................................................32
Ο Αχιλλέας..............................................................................................33
Η
επιείκεια...............................................................................................34
Σιωπή........................................................................................................35
Μην τους
ακούς......................................................................................36
Η
εξοχή.....................................................................................................37
Η
ποίηση..................................................................................................38
Η ακαμψία...............................................................................................39
Ο
λόγος....................................................................................................40
Είναι
καιρός.............................................................................................41
Εν
τέλει....................................................................................................42
Η
ανησυχία..............................................................................................43
Γιατί
γράφω.............................................................................................44
Αν
είναι....................................................................................................45
Το όνειρο.................................................................................................46
Με τι
ευκολία..........................................................................................47
Το
άγαλμα...............................................................................................48
Το
σύνθημα.............................................................................................49
Ο λαός
μου.............................................................................................50
Τα τρένα..................................................................................................51
Ο
γολγοθάς..............................................................................................52
Ο Προμηθέας...........................................................................................53
Ήρθες
......................................................................................................54
Δίψα..........................................................................................................55
Εδώ που
φτάσαμε...................................................................................56
Χωρίς
τίτλο..............................................................................................57
Ποιητικές
συλλογές του ίδιου
Λευκό Τοπίο
2001
Το Τελευταίο
Σιωπητήριο 2002
Φώτα Πορείας
2003
Απουσίες 2004
Βραδινά σημειώματα
2004
Παράλληλοι Δρόμοι
2005
Αφύλακτη Διάβαση
2006
Εμπόλεμη Ζώνη
2007
Χρώματα Σχήματα
2009
Τα χορικά
2009
Ατάκτως Ερριμμένα
2010
Νυκτοπορία 2010
Δαχτυλιές στο
τζάμι 2010
Τελευταίες Ειδήσεις
2011
Προσανάμματα 2011
Τα Ελάσσονα
2012
Πορεία στο
χρόνο
Κώστας Χελμός
Παπανικολή
128. 15232 Χαλάνδρι
Τηλ. 2106821702. Κιν.6976032984
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου