ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Κ. ΧΕΛΜΟΣ
Ευφάνταστος
ποιητής ο Κ. Χελμός,
καθόλου
διφορούμενος.
Διαυγής
εν μέσω κρυστάλλων λέξεων
παίζει
μ' αυτές στο στενόχωρο τερέν
της
ποίησης.
Ωσάν
παίχτης έμπειρος του τένις
με
εύστοχες βολές
καρφώνει
το τερέν των εκπλήξεων.
Κι ο
θαυμασμός πιστός υπηρέτης
των
πετυχημένων της τέχνης
του
υποκλίνεται.
ΜΙΧΑΛΗΣ
ΔΕΛΗΣΑΒΒΑΣ
Διάβασα
στο φωτεινό σου πρόσωπο
τα
ποιήματα σου.
Φύλλο το
φύλλο σε ξεφύλλισα
ωσάν
χρυσή επιτομή σου.
Στου
μύθου την ευρυχωρία
σ'
αντάμωσα να παίζεις το κρυφτό
με τους
αρχαίους,
ν'
αποστηθίζεις πρόσωπα φθαρμένα
τόπους
αλλοτινούς.
Βρήκα
τις ρίζες που σ' ανάθρεψαν,
πλέγμα
τριγωνικό.
Μάκρη -
Λεβίσι - Νέα Μάκρη,
τριπλή
αγάπη, τρυφερή ανάμνηση.
Η Ντίνα
σου με μάγεψε,
με
μέθυσε του Μαραθώνα η Αντιγόνη.
Δοξάρι
το κοντύλι σου
στου
στήθους σου την πλούσια
λύρα, με
ευφραίνει.
ΣΠΙΤΙ
ΑΝΤΙΚΡΥ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Η μάνα
μου αγαπούσε τη θάλασσα
τους
γλάρους
και τα
μικρά ξυλόχτιστα σκαριά.
Κάθε
πρωί άνοιγε τα παράθυρα
και
τραγουδούσε αντίκρυ στο πέλαγο.
Ο άνεμος
έσπρωχνε τα ξερά φύκια,
έπαιζε
με τ' ανοιχτά φτερά των γλάρων.
Μεγάλωσα
βλέποντας ένα κατάρτι,
μια
πλώρη να μου δείχνει το πέλαγο.
Όταν
πήρα να φύγω, η μάνα μου
έβγαλε
τα μαύρα, πήγε να τραγουδήσει.
Η φωνή
της έσπασε.
Ίσαμε να
τα ξαναφορέσω, είπε
και
λύγισε στην αγκαλιά μου.
Τότε
κατάλαβα πως οι άνθρωποι
δεν γερνούν
με τα χρόνια.
ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ
Η έννομη
τάξη επένδυσε
στην
ένδειά του.
Έτσι
εξάντλησε και τα τελευταία
υπολείμματα
αγάπης
που του
απέμειναν.
Έγινε
τρομοκράτης.
Χειροδικεί
άνανδρα.
Πληγώνει
τη ζωή με άνομες
πράξεις.
Λατρεύει
το ανέφικτο.
ΜΗΝ ΤΟ ΚΑΨΕΙΣ
Μην το κάψεις
θα σου
χρειαστεί σίγουρα.
Είναι το
τελευταίο σπίρτο
που σου
έμεινε.
Θα
φωτίσεις μ' αυτό
τα
τελευταία σου βήματα.
ΦΥΓΕ ΤΩΡΑ
Φύγε
τώρα.
Θ'
απαντηθούμε
στης
ίδιας πρόθεσης
το
ξέφωτο.
Αν
αργήσεις
θα σε
προλάβει ο πόνος,
ανυπεράσπιστη
θα
βρεθείς στις ρόδες του.
Στην
πρώτη στάση
του
αύριο
σ' ένα
παγκάκι υπόνοιας
θ' απαντηθούμε
ανυπερθέτως.
Σα μια
κατάθεση
στο ίδιο
βιβλιάριο,
η μνήμη
θα μας
αποσύρει
για μιαν
επείγουσα
εξόφληση
παλιού
αποχωρισμού.
ΤΟ ΤΕΡΜΑ
Ποτέ δεν
έφτασε ως εκεί,
θέλω να
πω στο τέρμα.
Ήταν
τόσο μακριά και τόσο κοντά,
που
έμεινε στη μέση.
Από κακό
υπολογισμό φυσικά.
Δε
μέτρησε σωστά την απόσταση
και στον
καταμερισμό των δυνάμεων του
έκανε
λάθος.
Δεν ήταν
ποτέ καλός στην αριθμητική
και η
πράξη της διαίρεσης
του
φαινόταν τόσο δύσκολη
που δεν
την έμαθε ποτέ.
Τ'
ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Λοιπόν
ξέρω πως ο ποιητής
Σύρος
Ανδρομέγας απεχθάνεται
τα
όνειρα.
Εξάλλου
το 'πε ο ίδιος
στο
ποίημά του
“Επίμαχη
Άρνηση”.
Αν αυτό
που αισθάνεται το πιστεύει,
τότε δεν
είναι ποιητής.
Ο Σύρος
Ανδρομέγας όμως
είναι
ποιητής και ονειρεύεται
ποιητικές
δάφνες.
Συχνά
υπερβάλλει στις δυνάμεις του
και
μπαίνει μ' αξιώσεις
σε
ποιητικούς διαγωνισμούς
αμφιβόλου
αξίας.
Ο ΚΡΙΤΙΚΟΣ
Παλιμπαιδισμός
να μια
σπάνια λέξη
που την
παθαίνεις στα γεράματα.
Διεκδικείς
κάποιες έννοιες
ή
εύχεσαι να σου συμβούν
άλλες
λέξεις.
Λόγου
χάρη ένα μήλο
που το
απορρίπτεις αυθημερόν
ως
σύμβολο ερωτικό
που δε
σου ταιριάζει.
Εξάλλου
ο έρωτας δεν είναι μήλο
που να
μπορείς να το πετάξεις
ως
αταίριαστο αξεσουάρ
ξεμωραμένου
γέρου.
ΤΟΤΕ
Κορίτσια,
αγόρια
χαδιάρες
λίμνες,
ανδρειωμένοι
ποταμοί.
Αγκαλιές
ευωδιαστές
κρίνα
λευκά ψηλόλιγνα,
λεβέντες
κυπαρίσσια
έσκυβαν
να λουστούν
στις
υγρές μασχάλες του πρωινού,
άνθρωποι
έσκαβαν
στην
καρδιά τους ροδαμούς.
Πόθοι
περιστέρια
χέρια
που σφίγγουν
άλλα
χέρια
δάχτυλα
που μιλούν.
Καλημέρα
Καληνύχτα.
Τα
σκαλοπάτια κουπαστές
μας ταξίδευαν
τις αστροφεγγιές
τα
σπίτια.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ
Έγραφε ο
μόχθος
στην
ιδρωμένη στάμνα
τους
στεναγμούς της μέρας.
Έσβηνε ο
κάμπος τον ορίζοντα
γκρέμιζε
τον τρεμάμενο ουρανό.
Ο θέρος
με το ψάθινο καπέλο
άνοιγε
στενωπούς με το δρεπάνι
να
κυματίζουνε τα στάχυα.
Λευκές μπρατσέρες
μ'
ανοιχτά πανιά
απτόητες
οι θερίστρες
αρμένιζαν
στη στεριά.
Στο
μέτωπό τους το ακριβό
χάραζε
το μονόγραμμά του
ο
θεριστής.
ΤΑ
ΚΟΣΤΗ
Τα
κόστη.
Ποιά
είναι τα κόστη
στη ζωή;
αναλογίζεται
ο
κάποιος
και
ξεφυλλίζει
τη
μεγάλη δεφτέρα
της
ξεχασιάρας μνήμης.
Όλα σ'
ένα φύλλο φθαρμένο
τα
ξοδεμένα
ως κόστη
στης
αδιαφορίας το βωμό.
Τίποτα
διαγραμμένο.
Ως βρικόλακες
τις νύχτες
μας
παραμονεύουν
τα
κόστη.
Ο ΦΟΙΝΙΚΑΣ
Όρθια
στο παράθυρό της
κοιτάζει
τη θάλασσα.
Την
κόβει το δέντρο με τις ξανθές
φαβορίτες.
Αυτό το
δέντρο το λένε φοίνικα,
γεμίζει
τα μάτια της με λέξεις
όπως:
νύχτες, θύελλες, ναυάγια.
Λυγίζει
στο γκρεμό
ακούει
το κύμα που σπαράζει
στα
πόδια του
μετράει
τα καράβια που ενηλικιώνονται
καθώς
μπαίνουν στο λιμάνι.
Όρθια
στο παράθυρό της
κοιτάζει
τα καράβια που φεύγουν
και
δέεται για κείνους
που
ταξιδεύουν.
ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
Έτσι
είναι τα σύννεφα
ασύνετα,
μην απορείς.
Αλλάζουν
στο λεπτό υπόσταση,
παίρνουν
αλλόκοτες μορφές
απρόσμενα.
Οι λύκοι
γίνονται αρκούδες
σε
κάτασπρα τοπία πολικά,
χάσκις
που σέρνουν έλκηθρα
άλογα
που καλπάζουν
στα
λιβάδια τ' ουρανού.
Πειρατικά
σε θάλασσες
του
Νότου,
άδεια
βαρέλια που βροντούν.
Έτσι
είναι τα σύννεφα
εύπλαστα.
Εύκολα
πλάθονται
στα
δάχτυλα του ανέμου.
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Κάθεται
στο κατώφλι της
συντροφιά
με τη θλίψη.
Στο
στήθος της καλπάζουν άλογα
οι
τύψεις.
Ένας
μικρός απολογισμός
ανοίγει
τα τεφτέρια του,
της
χρεώνει ανεξόφλητους
λογαριασμούς.
Δεν
έπραξες σωστά της γράφει
κι
άφησες την ελπίδα
να
πεθάνει.
ΨΩΜΙ
Στάθηκε
μπροστά του
σχεδόν
απειλητικά,
δεν
άπλωσε το χέρι του
λες και
του το 'χε κόψει
η
ντροπή.
Είδε στο
μελαψό του πρόσωπο
μια
καλημέρα απελπισίας.
Είπε,
ψωμί και περίμενε.
Σαν πήγε
να τον προσπεράσει
μίλησε
το θεριό της πείνας.
Ψωμί, μ'
απόγνωση ξανάπε.
Ήταν η
μοναδική λέξη
που
ήξερε ο νεαρός μετανάστης.
Η
ΧΙΟΝΟΣΤΙΒΑΔΑ
Άγνωστα
πτώματα γνωριμιών
στο
νεκροτομείο της μνήμης,
διάσημες
σχέσεις, ανώνυμα φλερτ
κατολισθαίνουν
ωσάν χιονοστιβάδα
πνίγουν
την ηρεμία μας.
Πρέπει
να σωθούμε σκέφτεται
έστω και
σαν φαντάσματα.
Μέσα σε
τόσους νεκρούς
αναπνέει
και ελπίζει,
χρεώνεται
τη μνήμη των άλλων.
ΓΕΙΤΟΝΑΣ
Φώναξε
όσο θέλεις δε θα σ' ακούσει κανείς,
η φωνή
σου είναι ξένη εδώ, ηχεί παράταιρα.
Κλάψε
όσο θέλεις, τρέξε όσο μπορείς.
Θα είσαι
πάντα το θύμα.
Άκου τον
καλπασμό του αλόγου σου
στ'
απέραντα λιβάδια της νιότης,
τους
μουσικούς του καλοκαιριού τα τρελά
τζιτζίκια.
Ένα
πλατύγυρο καπέλο σε χαιρετά από μακριά
Ακούς τη
φωνή που σβήνει στο απομεσήμερο.
Τρέξε!
Εδώ μπορείς γείτονα. Σ' ακούω.
ΜΑΚΑΡΙΟΙ
Στ'
αραχνιασμένο καφενείο της πλατείας
κάτω απ'
τη βαριά σκιά αιωνόβιου πλάτανου
κάθονται
οι γέροι του χωριού.
Παίζουν
χαρτιά και τάβλι θορυβώντας ήσυχα
ή
κουβεντιάζοντας τα χρόνια τους,
Πλάι στ'
αδειανό φλιτζάνι του καφέ
άγρυπνες
οι επιδοτήσεις συντροφεύουν
την ανία
τους.
Δεν
καπνίζουν.
“Το
κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία”.
Δεν
πίνουν.
“Το
αλκοόλ βλάπτει το συκώτι”, λένε.
Δε
βλέπουν τηλεόραση, θαμπώνει την εικόνα
ο
καταρράχτης.
Ν' ακούσουν
ράδιο δεν μπορούν, τ' ακουστικά
στοιχίζουν.
Μακάριοι
του χωριού οι γέροντες που ζουν
στη
μοναξιά τους.
ΤΑ ΓΥΑΛΙΑ
Ήταν τα
χρωματιστά γυαλιά του
μάρκας
τσάις για την ακρίβεια
που
καθάριζαν τον κόσμο του,
ο ήλιος
που βημάτιζε αγέρωχα στην ομίχλη τους
αποκαλύπτοντας
λεπτομέρειες
που τις
είχε χάσει από καιρό.
Ωστόσο
μετά την εγχείρηση
τον
τυραννούσε η σκέψη
των
ανάστροφων ειδώλων
η
δυσαρμονία της ψυχικής του
γαλήνης.
Όσο για
το διπλασιασμό των
ειδώλων
και του συνέβαινε συχνά,
ικανοποιούσε
τη διάθεσή του
να ζει
τα πράγματα διπλά.
Το ένα
συν ένα ήταν η αδυναμία του.
ΑΣ
ΜΕΙΝΟΥΜΕ
Ας μην
ενδώσουμε
στην
οδυνηρή περιπέτεια της ήττας,
στις
αυθαίρετες διαδρομές
της μοίρας.
Πείσμα
το πείσμα
και ο
καιρός νικιέται.
Στην
άλλη όψη του χρέους,
στις
μυλόπετρες της οδύνης
γυμνάζεται
η ψυχή.
Ας
μείνουμε καθαρόαιμοι
χρήστες
ανόθευτων
ονείρων.
ΙΕΡΟ
ΔΕΙΛΙΝΟ
Ματωμένοι
ορίζοντες
στητά
κυπαρίσσια έφηβα,
στρουθιά
καρτερικά
κουρνιάζουν
οι σιωπές
σε
πράσινες κλίνες.
Φτωχοί
τοίχοι ορθόδοξοι
ζαρωμένα
δάχτυλα οι επιθυμίες
ιερουργούν
στη ματαιότητα
των
εγκοσμίων.
Στην
ποδιά του δειλινού
μονάζουν
αυγουστιάτικα
μελτέμια,
στενάζουν
οι
εσπερινές καμπάνες,
στάζει
ιερός ήχος
το ξανθό
ρετσίνι του πεύκου
στις
λευκές πλάκες του μοναστηριού.
Ένα
μαυροπούλι μ' ανοιχτές
φτερούγες
καλογεροπαίδι
τσακίζει
τους πειρασμούς
στις δυο
παλάμες του.
ΞΕΦΤΙΖΕΙ
Η ΖΩΗ
Περιβραχιόνια
λύπης
αγκαλιάζουν
τη σκέψη του,
ανοίγουν
ανάβρες δακρύων.
Ένας
θάνατος υπονοούμενος
συλλαβίζει
πένθιμα
εωθινά.
Ούτε μια
χαρά να κρατήσει
το
γκρέμισμα
στο
βάθος του ύπνου.
Ξεφτίζει
η ζωή αθόρυβα.
ΜΙΚΡΕΣ
ΛΥΠΕΣ
Μικρές
λύπες άστοργες
καθαρόαιμοι
στεναγμοί
θάρρητα
ξέπνοα.
Καλοκαίρια
ανάδροσα
άνυδρες
στάμνες ηλιόπυρες
εκλιπαρούν
την άνοιξη
που τ'
αρνήθηκε.
Μάτια
πυρπολούν
τα ξανθά
στάχυα
στα
χωράφια της ήβης
τα
ηλιοτρόπια.
ΤΑ
ΣΥΝΤΟΜΑ
Ι
Ματώνουν
οι τριανταφυλλιές
της
άνοιξης τα χείλη.
ΙΙ
Οι
φαντασμένες μυγδαλιές
το
ταπεινό τριφύλλι,
παρθενικό
ξεφάντωμα
στους
κήπους του Απρίλη.
ΙΙΙ
Πού 'ναι
του λόφου οι μύλοι;
Μαζί
τους χάθηκαν
και οι
παλιοί μου φίλοι.
Έριξα
μια πέτρα στο γιαλό,
ράγισε ο
καθρέφτης του νερού
κι
έγιναν οι φίλοι μου
κομμάτια.
V
Λίγο
μέλι, λίγο κερί
καμιά
φορά και το κεντρί,
από
κοντά κι ο λόγος
και να σου
ο Θεολόγος.
VI
Είδα στη
μάχη ένα τσακάλι
να
σπρώχνει κάτω ένα κεφάλι.
Θεέ μου
τι φρίκη και αυτή,
του
έλειπε το ένα αφτί.
VII
Πλατύ
ποτάμι η γνώση.
Μια ζωή
να το περάσεις
δε
φτάνει κι άλλη τόση.
VIII
Των
στεναγμών η αλληγορία ύποπτη
και η
σιωπή σου λαλίστατη.
ΠΟΙΗΣΗ
ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΗ
Έγραφε
τα ποιήματά του
στα
στενόχωρα περιθώρια των εφημερίδων,
πλάι σε
βαρύγδουπα άρθρα
και
κομψά χρονογραφήματα
ή στα
διάκενα ξεθωριασμένων διαφημίσεων,
εκεί
όπου τέλειωναν τους στοχασμούς των
ονόματα
ηχηρά.
Κι
έμοιαζαν οι στίχοι του με βρύα έρποντα
στο
φλοιό πολύχρονου πλατάνου.
Έγραφε
στο καφενείο τα πρωινά της Κυριακής,
κάπως
επιδεικτικά.
Φεύγοντας
παρατούσε την εφημερίδα
πλάι στ'
αδειανό φλιτζάνι του καφέ.
Περίεργοι
του καφενείου οι θαμώνες
διάβαζαν
των περιθωρίων τα γραπτά.
Ήταν
ένας εύσχημος τρόπος να γίνουν
οι
στίχοι του γνωστοί.
ΤΟ ΧΩΜΑ ΜΟΥ
Το χώμα
μου δεν έστερξε
τη
μετανάστευση,
να
σκορπιστεί σ' αλλότριους κήπους
άξενους,
να
εμπιστευτεί την ευφορία του
σε
κόκκινες μεσίτριες γλάστρες.
Το χώμα
που αρνήθηκε
τη
μετανάστευση
σε χώρες
που αργούν τα χελιδόνια
είναι το
χώμα το δικό μου.
Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ
Μόνη
στον κήπο της
μαδάει
μια μαργαρίτα.
Τι πιο συνηθισμένο
από το
μάδημα της μαργαρίτας.
Μόνο που
δε γνωρίζει
αν
έρχεται ή φεύγει,
αυτός
που χρόνια στο μυαλό της
κλείνει.
ΤΟ
ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ
Ακούμπησε
στην παλάμη του
το μικρό
του όνειρο.
Το
σήκωσε στο πιο ψηλό σκαλί
της
λευτεριάς.
Πέταξε
τ' όνειρο
ωσάν
πουλί που ανοιγοκλείνει
τα φτερά
του
κι
αγκαλιάζει το ψήλος
του
γλαυκού ουρανού.
Του
μένει το άδειο κλουβί
με τις
αποθυμιές του σκλάβου.
Δε
μετανιώνει για την απώλεια.
ΑΝΑΒΟΛΗ
Είχε τις
δικές του απόψεις
συμφωνούσε
ή διαφωνούσε.
Ήθελε να
παρέμβει πολλές φορές,
μα δεν
εύρισκε την κατάλληλη στιγμή
και όλο
ανέβαλλε.
Όμως
σήμερα που αποφάσισε
να τις
πει, τον πρόλαβαν άλλοι.
Αχ! αυτή
η αναβλητικότητα.
ΔΙΟΡΙΑ
Επιπόλαιη σκέψη
(γράφε
απόφαση).
Ακατέργαστη
ιχνογράφηση
(γράφε
πλάνο).
Ακτινωτή
ρόδα ποδηλάτου
που
τρέχει ασύνετα
στο
δρόμο της διορίας.
Πολλά
μπορούν να συμβούν
όταν η
ορατότητας χτυπά το μηδέν
και ο
χρόνος πιέζει
αφόρητα.
ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΟΙ
Άνθρωποι
περιθωριακοί
συφοριασμένοι
χρήστες,
δειλοί
κουκουλοφόροι,
αντιεξουσιαστές
ροπαλοφόροι
καταγγέλλουν
την ευταξία.
Με φωνές
και συνθήματα
τοίχων
προβοκατόρων
ως
πλακάτ διαμαρτυρίας
αυτεπάγγελτοι
εξουσιαστές,
αναρχικοί
διαμαρτυρόμενοι
ψυχασθενείς
ανίατοι.
Η μανία
μεθυσμένη ξαπλώνει
ωσάν
πόρνη στους συλημένους
δρόμους
της πόλης.
Καίγεται
ο μακρύς μαντύας
της
νύχτας
σε
συνωμοτικές σιωπές.
ΤΑ
ΣΠΙΤΙΑ
Είναι οι
προσόψεις των σπιτιών
ωσάν τα
σώματά μας.
Άλλες
χλωμές και αδύνατες
βαθιά
συρρικνωμένες
εκλιπαρούν
το θάνατο
να τις
αποτελειώσει.
Κι άλλες
με χρώμα ρόδινο
και
πρόσωπο αρυτίδωτο
προκλητικά
μορφάζουν.
Είναι οι
προσόψεις των σπιτιών
ωσάν τα
σώματα μας.
Άλλες
τις ξέπλυνε η βροχή,
τις
ρήμαξε ο χρόνος
κι άλλες
με ξόμπλια και βαφές
στήνουν
αμάχη στον καιρό,
να
υπάρχουν επιμένουν.
ΧΑΙΔΕΜΕΝΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Πού
γυρίζεις μεσοκαλόκαιρα
ηλιόλουστη;
Σε
ποιους μοναχικούς μπαχτσέδες
ωριμάζεις,
χαϊδεμένη
του έρωτα;
Κόκκινο
μήλο απόμακρο
στο πιο
ψηλό κλωνί
της
αχαλίνωτης υπεροψίας.
Δώρο
ακριβό
στους
ονειροπόλους της ποίησης,
χαϊδεμένη
του έρωτα.
ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΕ
Τηλεφώνησε.
Υποσχέθηκε
πως δε θ' αργήσει
θα 'ναι
ακριβώς στην ώρα του.
Είπε να
τον περιμένουμε.
Όχι
βάρκες και οβολούς
ξεκαθάρισε
και άλλα τέτοια
περιττά.
Θα
'ρθει, είπε
κι είναι
ο μόνος
που
θυμάται λεπτομέρειες
και στα
ραντεβού του
είναι
πάντα ακριβής.
ΜΕΡΑ
ΠΑΡΑΦΟΡΗ
Μέρα
παράφορη.
Στριγκλιές
στον ημερήσιο
κρατήρα
της.
Καθυστερεί
η καυτή λάβα
του
πιεσμένου λόγου.
Η δάδα
της έριδας
καταυγάζει
την
πλαστή ηρεμία
στο στρατόπεδο
των εμπολέμων.
ΑΠΟΤΥΠΩΜΑΤΑ
Ψαχτήκαμε
λεπτομερώς
μια ώρα,
μια ζωή ψαχτήκαμε.
Βρεθήκαμε
αθώοι.
Η
ταυτοποίησή μας
με
κάποια παλιά ανομήματα
δεν
έδεσε.
Τ'
αποτυπώματα φθαρμένα
απ' τις
ουλές
νεανικών
πληγών,
μπερδεύουν
την
αντιτρομοκρατική
υπηρεσία
του χρόνου.
ΤΟ ΛΑΘΟΣ
Όλα
ξεκίνησαν από ένα λάθος.
Καλύτερα
από μια τόση δα λέξη,
ούτε καν
από μια φράση, έστω μικρή.
Είπε,
ίσως ή μπορεί.
Κι όμως
δεν του το συγχώρησαν ποτέ.
Ήταν η
αρχή του συμβιβασμού, είπαν.
Ύστερα
ήρθε ο πλήρης συμβιβασμός.
Υποτάχτηκε.
Είπε ναι
και τελείωσε.
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ
“Πορτρέτα μιας άλλης εποχής”, Εκδόσεις Δωδώνη, 1990.
“Απόηχοι”, Εκδόσεις Ρήσος, 1992.
“Τα πρόσφορα”, Εκδόσεις Πάραλος, 1994.
“H
φθορά του μύθου”, Εκδόσεις Πάραλος, 1996.
“Ρόμβος”, Εκδόσεις Πάραλος, 1997.
“Κορνηλία, η δέσποινα των σφαλμάτων”, Εκδόσεις Πάραλος,
1999.
“Η στέρνα”, Εκδόσεις Πάραλος, 2000.
“Κρύσταλλοι”, Εκδόσεις Πάραλος, 2000.
“Το Θρακιώτικο δημοτικό τραγούδι”, Εκδόσεις Πάραλος,
2000.
“Στη μηχανή του χρόνου”, Εκδόσεις Πάραλος, 2002.
“Το εκκρεμές του ήλιου”, Εκδόσεις Πάραλος, 2002.
“Eπίγεια”,
Εκδόσεις Πάραλος, 2002.
“Τα φαινόμενα απατούν”, Εκδόσεις Πάραλος, 2007.
“Oρφέας”,
Εκδόσεις Λεξίτυπον, 2008.
“Το δέντρο που μεγάλωνε τη νύχτα” (μυθιστόρημα), Εκδόσεις
Λεξίτυπον, 2008.
“Θύμηση κατεπείγουσα”, Εκδόσεις Λεξίτυπον, 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου