Μερικά βιβλία που προτείνω στις κόρες μου και φυσικά σε εσάς για το καλοκαίρι . Περιμένω και τη δική σας γνώμη και μια δυο δικές σας προτάσεις αν έχετε .
Η σειρά που τα γράφω είναι τυχαία .
Εγώ
Η συνείδηση του Ζήνωνα
Το μυθιστόρημα Η συνείδηση του Ζήνωνα, το διασημότερο έργο του Ίταλο Σβέβο, θεωρείται ένα από τα πρώτα και σημαντικότερα δείγματα του πειραματικού μοντερνισμού στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Αντικατοπτρίζοντας το βαθύ ενδιαφέρον και τη γνώση του συγγραφέα για την ψυχανάλυση, το βιβλίο εξερευνά επίμονα, διεισδυτικά αλλά και με χιούμορ τον ψυχικό λαβύρινθο του ήρωά του Ζήνωνα Κοζίνι. Ο νευρασθενικός Ζήνων, που θεωρείται το alter ego του συγγραφέα, γράφει την αυτοβιογραφία του για τον ψυχαναλυτή του, ο οποίος και την παρουσιάζει γράφοντας τον πρόλογο μετά τη διακοπή της θεραπείας από μέρους του ασθενούς του, απογοητευμένου από τα αποτελέσματά της.
Ο ήρωας είναι ένας άνθρωπος που ζει αδιάκοπα μεταξύ ψυχικής υγείας και ψυχασθένειας και έχει καταφύγει στην ψυχανάλυση λόγω του εθισμού του στη νικοτίνη, ο οποίος όμως στην περίπτωσή του έχει προσλάβει τον χαρακτήρα νεύρωσης, αφού ο Ζήνων καπνίζει αδιάκοπα το τελευταίο τσιγάρο.
Στη Συνείδηση του Ζήνωνα ο Σβέβο χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο στην αφήγηση, τον εσωτερικό μονόλογο και το παιχνίδι με τη μνήμη και τον χρόνο, την παρουσία του παρελθόντος στο παρόν και αντίστροφα, γνωρίσματα για τα οποία τον συνέκριναν με τον Μαρσέλ Προυστ. Αλλά οι ομοιότητες ανάμεσα στους δύο συγγραφείς είναι εξωτερικές καθ' ότι τα θέματά τους και οι κόσμοι τους διαφέρουν. Ο Σβέβο ασχολείται με τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, με την ανικανότητά του για θέληση και δράση, με τις απογοητεύσεις του, και όλα αυτά στην Τεργέστη μετά τη θύελλα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ένας καινούργιος κόσμος γεννιέται.
(εφημερίδα La Repubblica, Ιταλία)
Η συνείδηση του Ζήνωνα
Αν δεν υπήρχε ο Τζόις, Η συνείδηση του Ζήνωνα του Ιταλο Σβέβο (ψευδώνυμο του επιχειρηματία Αρον Ετορε Σμιτς, 1861-1928) ίσως να αργούσε αρκετά χρόνια ακόμη να πάρει τη θέση της ανάμεσα στα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. Δεν είναι λίγοι μάλιστα όσοι υποστηρίζουν ότι ενδέχεται κανείς να μην είχε ασχοληθεί σοβαρά με τα δύο σημαντικότερα βιβλία του συγγραφέα που εκδόθηκαν ιδίοις αναλώμασι και δεν προσέχθηκαν στον καιρό τους. Ο Σβέβο εξέδωσε με δικά του έξοδα τη Συνείδηση του Ζήνωνα το 1923, όπως και το προηγούμενο μυθιστόρημά του Το γέρασμα (1898). Και τα δύο βιβλία πέρασαν απαρατήρητα.
Ο Τζόις βοήθησε ώστε Η συνείδηση του Ζήνωνα να μεταφραστεί στα γαλλικά και στη συνέχεια να εκδοθεί στο Παρίσι, αφού πιο μπροστά είχε διαβάσει το Γέρασμα. Εκεί οι κριτικοί το υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό και αυτό ήταν αρκετό για να «επαναπατριστεί» το μυθιστόρημα αυτό, όπως και το Γέρασμα, στη χώρα του και με τις παρισινές δάφνες πρόσφατες να το ανακαλύψει ο Εουτζένιο Μοντάλε, ο οποίος ανήκε σε εκείνους που πρωτοστάτησαν ώστε ο Σβέβο να καταλάβει τη θέση που του άξιζε στην ιταλική λογοτεχνία. Ο Τζόις επίσης πρότεινε στον συγγραφέα το ψευδώνυμο Ιταλο Σβέβο.
Ο τριεστινός Σμιτς ήταν μαθητής του Τζόις όταν ο τελευταίος έμενε στην Τεργέστη και έβγαζε τα προς το ζην διδάσκοντας αγγλικά. Οι δυο άντρες συναντήθηκαν το 1907, συνδέθηκαν αμέσως με στενή φιλία και, σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής, επηρέαζε αφάνταστα ο ένας τον άλλον. Η φιλία τους διατηρήθηκε ως τον θάνατο του Σβέβο. Είχαν άλλωστε πολλές ομοιότητες. Οπως η θεματογραφία του Τζόις αντλείται εξ ολοκλήρου από το Δουβλίνο, έτσι και του Σβέβο εξαντλείται στην Τεργέστη, μία από τις πιο κοσμοπολίτικες και διεθνιστικές πόλεις της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Λέγεται μάλιστα ότι το πρότυπο της ονειρικής αναπαράστασης του ποταμού Λίφι (ο οποίος διασχίζει το Δουβλίνο) στο Ξύπνημα του Φίνεγκαν του Τζόις υπήρξε η κόμη της σινιόρας Σβέβο.
Ο συγγραφέας της Συνείδησης του Ζήνωνα είναι από τους ατμοσφαιρικότερους αλλά και σαρκαστικότερους πεζογράφους του 20ού αιώνα. Υπήρξε καπνιστής σε όλη του τη ζωή (όπως και ο πρωταγωνιστής της Συνείδησης, ο οποίος είναι σε πολλά αυτοπροσωπογραφία του Σβέβο). Κι ακόμη, ήταν σαρκαστικός όσον αφορά την κριτική που ασκούσε στον κοινωνικό περίγυρο, ειρωνικός και αυτοειρωνικός ως την ημέρα του θανάτου του, που υπήρξε αναπάντεχος: ο Σβέβο διέσχιζε τον δρόμο αφηρημένος και τον χτύπησε αυτοκίνητο. Τον μετέφεραν στο σπίτι του, όπου η υγεία του παρουσίασε ραγδαία επιδείνωση. Λίγο προτού πεθάνει ζήτησε από κάποιον από τους επισκέπτες του να του δώσει ένα τσιγάρο και είπε στους παρισταμένους ότι όντως αυτό θα ήταν το τελευταίο του. Το αίτημά του δεν εισακούστηκε.
Το έργο που άφησε πίσω του ο Σβέβο δεν είναι μεγάλο αλλά εξαιρετικής ποιότητας. Εγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα και θεατρικά έργα.
Αν εμβολιάσει κανείς τα πορίσματα της ψυχανάλυσης με τον αφορισμό του Σαρτρ ότι «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας», μπορεί να σχηματίσει ένα στοιχειώδες περίγραμμα της κεντροευρωπαϊκής παράδοσης, όπως εκφράζεται στο έργο των κυριότερων εκπροσώπων της: του Μούζιλ, του Τόμας Μαν, του Μπροχ, του Κάφκα. Επρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια για να προστεθεί στον κατάλογο και το όνομα του Ιταλο Σβέβο. Οχι μόνο γιατί ο κεντρικός ήρωας στο σημαντικότερο μυθιστόρημά του Η συνείδηση του Ζήνωνα είναι πρόσωπο απολύτως συγγενές με τον Ούλριχ, τον βασικό χαρακτήρα στον Ανθρωπο χωρίς ιδιότητες του Μούζιλ, αλλά και επειδή το βιβλίο αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί αφηγηματική εκδοχή τού φροϋδικού Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας. Με τη βοήθεια του Τζόις ο Σβέβο θα έβγαινε από την αφάνεια. Ο χρόνος θα τον κατέτασσε στους κλασικούς.
Γιάννης
Η χρονιά της ερήμου (Πόλις) Συγγραφέας : Mairal Pedro
Ισπανόφωνη πεζογραφία (Αργεντινή) - Μυθιστόρημα
Αν η ιστορία μιας χώρας γυρνούσε πίσω στην εποχή της γέννησής της, αν μια πόλη ολοένα μίκραινε και γινόταν ένα μικροσκοπικό χωριό και μετά ένα βοσκοτόπι,πώς θα μπορούσε κανείς να επιβιώσει; Η Μαρία Βαλντές Νέιλαν, η ηρωίδα αυτού του βιβλίου, γυρεύει το δρόμο της μέσα στο χάος μιας βιβλικής καταστροφής.
Από τη μια μέρα στην άλλη, το ηλεκτρικό κόβεται, οι υπολογιστές αντικαθιστώνται από γραφομηχανές, οι εκπομπές στην τηλεόραση προβάλλονται με διακοπές.Η Κοσμοχαλασιά ερημώνει όλες τις πόλεις, διαλύει κάθε ίχνος πολιτισμού. Οι άνθρωποι κλείνονται στο σπίτι τους κι όσα κτίρια έχουν μείνει ακόμα όρθια γίνονται φρούρια, ενώ η τροφή διανέμεται σαν το συσσίτιο. Έξω οι διαδηλωτές κολλάνε προκηρύξεις κατά της Κοσμοχαλασιάς.
Βιτρίνες σπάνε, οι δρόμοι γεμίζουν θύματα. Και η Μαρία εισέρχεται σταδιακά στη βαρβαρότητα: χάνει τη δουλειά της ως γραμματέας, περιπλανιέται αβοήθητη στους δρόμους, γίνεται νοσοκόμα μα και πόρνη, διαπράττει ένα φόνο, τρέπεται σε φυγή και καταλήγει στις φυλές της προκολομβιανής περιόδου.Αναζητεί τον Αλεχάντρο και νοσταλγεί τις βόλτες τους με τη μηχανή σε όλο το Μπουένος Άιρες.
Ο ωραίος Αλεχάντρο όμως παραμένει άφαντος, ο παράδεισος του Μπουένος Άιρες μοιάζει να ’χει οριστικά χαθεί. Το μυθιστόρημα αυτό είναι μια πολιτική αλληγορία για την τρομακτική κρίση της Αργεντινής,που τελικά ξεσπά και σαρώνει στο διάβα της τα πάντα.Μια ιστορία για την έρημο,αλλά και για τη φωνή της ερήμου,που αφηγείται με παράδοξο χιούμορ και πηγαία ανθρωπιά την κατάντια της ίδιας της ανθρωπότητας.
Ο Πέδρο Μαϊράλ είναι διαβολικός συγγραφέας,απόγονος των μεγάλων, του Κορτάσαρ, του Μπόρχες, του Σάμπατο…
Telerama
Άσκηση ύφους ανάμεσα στον φιλοσοφικό μύθο και σε σενάριο που θα ταίριαζε σε ταινία καταστροφής του Σπίλμπεργκ, πολιτική μεταφορά, εποποιία, σουρεαλιστικές εικόνες αλά Μπουνιουέλ. […]
Η κόλαση που ζωγραφίζει ο Πέδρο Μαϊράλ – δύσοσμη, τερατώδης,παράξενη – είναι αντάξια εκείνης του Ιερώνυμου Μπος.
Le Figaro Litteraire
Πραγματικά καλό και οξυδερκές μυθιστόρημα.
Les Inrockuptibles
Tη λένε Μαρία Βαλντές Νέιλαν. Είναι μία από τους επιζήσαντες μιας τρομερής κοσμοχαλασιάς που έπληξε την Αργεντινή. Πέντε χρόνια μετά, ασφαλής κάπου στην Ευρώπη, υπάλληλος σε μια βιβλιοθήκη, αρχίζει μόλις να ξαναβρίσκει τις λέξεις για να αφηγηθεί όσα έζησε.
Ζούσε στο Μπουένος Αϊρες με τον πατέρα της και εργαζόταν ως γραμματέας σε μια εταιρεία επενδύσεων. Το αγόρι της, ο Αλεχάντρο, ο ωραίος κούριερ της εταιρείας, την πήγαινε βόλτες με τη μηχανή του στην πόλη. Η απειλή της Κοσμοχαλασιάς ανατρέπει όμως την καθημερινότητά τους. Σταδιακά τα κινητά αποτελούν παρελθόν, οι υπολογιστές αντικαθίστανται από γραφομηχανές, οι εκπομπές στην τηλεόραση μειώνονται, τα τρόφιμα λιγοστεύουν, στο κέντρο γίνονται διαδηλώσεις και επεισόδια, ο Αλεχάντρο εξαφανίζεται και η Κοσμοχαλασιά κάνει την επέλασή της. Επαναστατικές ομάδες από την ενδοχώρα εισβάλλουν στην πρωτεύουσα και σπέρνουν τον τρόμο, την καταστροφή και την ερήμωση. Το ηλεκτρικό κόβεται, τα κτίρια καταρρέουν και οι άνθρωποι οχυρώνονται σε όσα απομένουν όρθια. Η Μαρία χάνει τη δουλειά της, περιπλανιέται στους δρόμους, καταλήγει με τον πατέρα της σε ένα νοσοκομείο και για να επιβιώσει γίνεται νοσοκόμα και πόρνη. Δραπετεύει σαν άλλη Σκάρλετ Ο΄ Χάρα με ένα κά ρο μακριά από τη φωτιά και τον θάνατο, και πιάνεται αιχμάλωτη από ιθαγενείς μιας προκολομβιανής φυλής. Επιστρέφει με μια ομάδα έφιππων πολεμιστών στην πόλη, όπου ο πολιτισμός έχει σβήσει και βασιλεύει η βαρβαρότητα. Και καταφέρνει τελικά να αποδράσει επάνω σε ένα πλοίο που σαλπάρει μακριά από τον όλεθρο, τη διάλυση και την έρημο.
Είναι αόριστη αυτή η «Κοσμοχαλασιά» του Μαϊράλ. Μπορεί να παραπέμπει σε βιβλικές καταστροφές, κατακλυσμούς, τυφώνες και φυσικά φαινόμενα, αλλά σχετίζεται με τον ανθρώπινο παράγοντα. Οι λογοτεχνικές περιγραφές του θυμίζουν εικόνες της «Αποκάλυψης» και μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας, η λυγερόκορμη φιγούρα της Μαρίας, με τις ιρλανδικές ρίζες και τον καταρράκτη από τις χαλκοκόκκινες μπούκλες, μοιάζει με κέλτισσα αμαζόνα που βγήκε από τις σελίδες κόμικ που παρουσιάζει ένα μέλλον εσχατολογικής δυστοπίας. Αναπαριστά με λεπτομέρειες μια εφιαλτική Κόλαση, σαν αυτή στην εικόνα με τις ανατριχιαστικές σουρεαλιστικές οπτασίες από τον ομώνυμο πίνακα του Ιερώνυμου Μπος που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου, μια ρημαγμένη γη, όπου μέσα σε μια φούχτα σκόνη οι άνθρωποι αντικρίζουν τον φόβο.
Και αν ο συγγραφέας δεν ήταν Αργεντινός, αν το Μπουένος Αϊρες δεν κατονομαζόταν ρητά, ίσως η Χρονιά της ερήμου να ήταν ένα ακόμη μυθιστόρημα «αποκαλυπτικής» λογοτεχνίας. Ωστόσο το βιβλίο, το οποίο εκδόθηκε το 2005, τέσσερα χρόνια μετά τα δεκεμβριανά του 2001 στο Μπουένος Αϊρες, είναι μια αλληγορία για την πολιτική και οικονομική κρίση της Αργεντινής των αρχών της δεκαετίας μας, που ακολούθησε τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις της δεκαετίας του ΄90, για την πείνα, την εξαθλίωση, την ισοπέδωση, την απόγνωση, την οργή, τις κοινωνικές ταραχές και την αποξένωση, μια αλληγορία την οποία ο συγγραφέας δεν προσπαθεί πολύ να συσκοτίσει. Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από περιγραφές που ανακαλούν ακριβείς εικόνες από τα δελτία ειδήσεων: τις διαδηλώσεις στους δρόμους, με τους ανθρώπους που χτυπούν τύμπανα και άδειες κατσαρόλες, τις επιδρομές σε σουπερμάρκετ, τις δεσμεύσεις των τραπεζικών λογαριασμών και τις ουρές στα ανταλλακτήρια συναλλάγματος ενώ το πέσο υποτιμάται κάθε λεπτό που περνάει, τα συσσίτια και τους ανθρώπους που ψάχνουν για τροφή στα σκουπίδια, τους ξεσπιτωμένους που κατασκηνώνουν στο πεζοδρόμιο κάτω από λαμαρίνες και χαρτόκουτα, τις φωτιές και τα οδοφράγματα, τις μάχες των πολιτών με την αστυνομία.
Για τον έλληνα αναγνώστη οι εικόνες είναι πολύ οικείες, αφού παραπέμπουν στη δική μας πραγματικότητα. «Περνούσαν κάτι τύποι που κράδαιναν στειλιάρια... Προχωρούσαν σπάζοντας τζαμαρίες, ξεσηκώνοντας και τον υπόλοιπο κόσμο, μέχρι που άρχισαν όλοι να μπαίνουν μέσα στα μαγαζιά. Γινόταν χαμός. Αρχισαν τα χουλιγκάνικα συνθήματα και οι κλωτσιές στα ρολά των καταστημάτων». Η οικονομική κατάσταση της Αργεντινής, η οποία κατέληξε στην κατάρρευση και στην εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2001, είχε μακρύ παρελθόν. Το γνωστό τώρα και σε εμάς Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επέβλεπε τη χώρα, η οποία σταδιακά ανακάμπτει κοινωνικά και οικονομικά, χωρίς να έχει ακόμη αναρρώσει. Με τόσες ομοιότητες δεν θέλει και πολύ για να διαβάσουμε το συναρπαστικό μυθιστόρημα του Μαϊράλ. Με την υπενθύμιση ότι η λογοτεχνία δεν ταυτίζεται με την πραγματικότητα. Η τέχνη υπερβάλλει. Κάποτε πάλι η ζωή την ξεπερνά.
Ο Πέδρο Μαϊράλ
Γεννημένος στο Μπουένος Αϊρες,ο 40χρονος Πέδρο Μαϊράλ ανήκει σε μια φουρνιά νέων,ταλαντούχων λατινοαμερικανών συγγραφέων,τους λεγόμενους «Βοgota 39» (39 συγγραφείς κάτω των 39 ετών που παρουσιάστηκαν στο Ηay Literary Festival στην Μπογκοτά τον Αύγουστο του 2007).Χωρίς να μοιράζονται την ίδια θεματολογία ή κοινούς εκφραστικούς τρόπους,καταφέρνουν να αποτινάξουν επιτέλους την επίδραση των μεγάλων λατινοαμερικανών πεζογράφων του μαγικού ρεαλισμού,του Μάρκες,του Βάργκας Λιόσα,του Φουέντες,και να βρουν τη δική τους φωνή μακριά από τη σκιά των διάσημων προγόνων τους.Πολλοί από αυτούς εξέδωσαν βιβλία με διεθνή απήχηση,όπως ο Αντρές Νιούμαν,ο Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκεθ και ο μεταφρασμένος και στην Ελλάδα Χόρχε Βόλπι.
Η Χρονιά της ερήμου είναι το πρώτο βιβλίο του Μαϊράλ που κυκλοφορεί στα ελληνικά,έργα του έχουν όμως μεταφραστεί σε αρκετές ευρωπαϊκές γλώσσες.Εχει εκδώσει τα μυθιστορήματα «Una noche con Sabrina Love» («Μία νύχτα με τη Σαμπίνα Λαβ»,το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο μυθιστορήματος Clarίn το 1998 και το 2000 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Αλεχάντρο Αγκρέστι με πρωταγωνίστρια την Αργεντινή Σεσίλια Ροθ) και «Salvatierra»,τα διηγήματα «Ηoy temprano» και τις ποιητικές συλλογές «Τigre como los p΄ajaros» και «Consumidor final».Για την οικονομική κρίση στη χώρα του την περίοδο 2001-2002 σε συνέντευξή του έχει σχολιάσει: «Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής ζουν σε διαρκή κατάσταση οικονομικής και πολιτικοκοινωνικής κρίσης.Ασφαλώς τα γεγονότα του 2001 ήταν σοκαριστικά,εκείνη ήταν η πρώτη μεγάλη κρίση που βίωσε η γενιά μου,δεν ήταν όμως η μόνη κρίση, ήταν για εμάς μία από τις πολλές...».
Δάσκαλος και μαθητής (Πόλις)
Σε ένα συνηθισμένο λύκειο της βόρειας Ιταλίας είναι η ημέρα της προφορικής εξέτασης, λίγο πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία των απολυτήριων εξετάσεων. Η επιτροπή περιμένει απρόθυμα τον πρώτο εξεταζόμενο: τον Βιταλιάνο Κάτσα, έναν αδύναμο μαθητή, αλλά πληθωρικό, επηρμένο και συνάμα υπέροχο έφηβο• πρόκειται να τον απορρίψουν για δεύτερη φορά, βάσει μιας αμφιλεγόμενης διαδικασίας κι ενός φαύλου συστήματος. Όταν, όμως, φτάνει επιτέλους ο Βιταλιάνο, βγάζει ένα πιστόλι και σκοτώνει τους καθηγητές του έναν έναν, εν ψυχρώ και εξ επαφής. Αφήνει ζωντανό μόνο τον Αντρέα Μαρεσκάλκι, καθηγητή ιστορίας και φιλοσοφίας. Και σε αυτόν εναπόκειται, σε μια ασθματική πορεία ενάντια στο χρόνο, το καθήκον να αναζητήσει τις αιτίες αυτής της πρωτόγνωρης βίας και να ερευνήσει, σαν ντετέκτιβ της μεταφυσικής ενοχής, το κακό που υπάρχει μέσα του, και ίσως μέσα σε όλους μας...
Μυθιστόρημα γεμάτο ιδέες και εικόνες, όπου η συναρπαστική αφήγηση, που αντλεί την έμπνευσή της από όλα τα λογοτεχνικά είδη, μπλέκεται με τον βαθύτατο στοχασμό, το βιβλίο του Αντόνιο Σκουράτι απηχεί με εξαιρετική δύναμη το «πνεύμα των καιρών» μας, μιας εποχής στην οποία όλοι νιώθουμε, δίχως να το συνειδητοποιούμε πλήρως, πιθανά θύματα μιας τυφλής βίας• μιας βίας που δεν έχει ούτε κατανοητό κίνητρο ούτε αναγνωρίσι- μη αιτία.
Της Εύης Καρκίτη
Το 2003 ο αμερικανός σκηνοθέτης Γκας Βαν Σαν αποτύπωσε με έναν σχεδόν ντοκιμαντερίστικο τρόπο το χειρότερο κρούσμα σχολικής βίας στην πρόσφατη ιστορία των ΗΠΑ, τη σφαγή στο κολέγιο Κολουμπάιν. Με το αδυσώπητο σχόλιο του ο σκηνοθέτης σύγκρινε τη νεανική βία με την ύπαρξη ενός «ελέφαντα στο δωμάτιο» που όμως μια κοινωνία χαμένη στον ευπρεπισμό, την υποκρισία, τα στερεότυπα και τη θρησκοληψία δεν ήθελε να δει. Τη λογοτεχνία δεν είναι η πρώτη φορά που την απασχολεί και τη λογοτεχνία η βία στο σχολικό περιβάλλον. Ο Ντι Μπι Σι Πιέρ με ένα τέτοιο θέμα κέρδισε το 2003 το βραβείο Μπούκερ με το «Βέρνον ο Μικρός θεός» ενώ η Τζόντι Πίκουλτν με τα «Δεκαεννέα λεπτά» διηγήθηκε την ιστορία από την εκδοχή του δράστη. Είναι όμως η πρώτη φορά που ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με το δύσκολο αυτό θέμα μέσα από ένα τόσο καλογραμμένο μυθιστόρημα που δίνει έμφαση στις περίπλοκες σχέσεις ενηλίκων με τους εφήβους αποκαλύπτοντας με οδύνη την άβυσσο που τους χωρίζει. Ο Σκουράτι καθηγητής στο πανεπιστήμιο IULMτου Μιλάνου και αρθρογράφος της εφημερίδας Lastampaαντιστρέφοντας την οπτική από τα μάτια του δράστη σε εκείνα του επιζήσαντα του μακελειού προχωρά σε πικρές διαπιστώσεις για την ανθρωπότητα η οποία, όπως γράφει, μετά τα συσσωρευμένα τραύματα του 20ου αιώνα μελαγχόλησε ως είδος, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει παιδιά χαμένα στο κενό, αντιμέτωπα με μια κοινωνία «μεγάλων» που αδυνατούν να αναλάβουν τις ευθύνες τους είτε είναι οι γονείς τους , είτε οι δάσκαλοί τους.
Ένας πολιτισμός χωρίς φίλτρο
Σε ένα λύκειο μιας παρηκμασμένης ιταλικής επαρχίας ο Βιταλιάνο Κάτσα εισβάλει οπλισμένος κατά τη διάρκεια των απολυτήριων εξετάσεων και σκοτώνει όλους τους καθηγητές του, πλην ενός. Ο επιζήσας της σφαγής καθηγητής της ιστορίας και της φιλοσοφίας Αντρέα Μαρεσκάλκι, «ιεραπόστολος» της μέσης εκπαίδευσης, με θρυμματισμένο το ψυχισμό και τη ταυτότητα του προσπαθεί όχι μόνο να καταλάβει τι όπλισε το χέρι του πληθωρικού, γοητευτικού εφήβου αλλά και τους λόγους για τους οποίους χάρισεσε εκείνον τη ζωή.
Αν καιστο μυθιστόρημα κυρίαρχη είναι η οπτική του καθηγητή ο Σκουράτι αφήνει χώρο στο να εκτιμήσουν την αποτρόπαιη πράξη και οι «θεσμοί» προβάλλοντας τις απόψεις του ιερέα ή του εισαγγελέα της συγκλονισμένης τοπικής κοινωνίας που εκδηλώνει συμπτώματα ψύχωσης. Οι συνηθισμένες αιτιολογήσεις της μιας τέτοιας ενέργειας καταρρίπτονται μέσα στις σελίδες του μυθιστορήματος. Μάλιστα αφήνει να φανεί η παθογένεια μιας κοινωνίας που αποκαλύπτει το πόσο εθίστηκε στη πορνογραφία όταν προβάλλει για τη βία το σεξουαλικό κίνητρο ή την αξιοθρήνητη αδυναμία της να σκεφτεί το κακό έξω από κάποιο μυστικιστικό σχέδιο όταν την αποδίδει σε συμμετοχή σε μια θρησκευτική σέχτα. Απορρίπτει ακόμη και τη εξαιρετικά «βολική» ερμηνεία της δυστυχισμένης παιδικής ηλικίας επικρίνοντας για την αφέλεια του ένα εκπαιδευτικό σύστημα βαθιά και ανόητα προσηλωμένο στη παιδική ευτυχία. Χωρίς να στρέφει τη ματιά του από την ατομική ευθύνη ο Σκουράτι προσεγγίζει το στυγερό έγκλημα ως τμήμα ενός κατάκοπου, καχεκτικού πολισμού που αδυνατεί πια φιλτράρει τα δεδομένα και να προστατεύσει εκείνους που μετέχουν σε αυτόν. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο οι έφηβοι κολυμπώνταςσε μια θάλασσα ασυνεννοησίας με τους μεγαλύτερους δεν γνωρίζουν πώς να επεξεργαστούν τα οφέλη της παιδείας η οποία από το ύψιστο ιδανικό του Διαφωτισμού εκφυλίστηκε σε εργαλείο πίσω από το οποίο ένας δάσκαλος μπορεί να βολέψει τις δικές του αντιφάσεις.
Ο συγγραφέας με αφορμή το αιματηρό, συγκλονιστικό και καταλυτικό για τις ζωές των ηρώων του συμβάν οικοδομεί με προσοχή ένα στοχαστικό, πυκνό μυθιστόρημα, βαθιά ανησυχητικό που δεν κάνει εκπτώσεις υιοθετώντας εύκολες απαντήσεις. Ο «Δάσκαλος και μαθητής» ξεχωρίζει από τη πρόσφατη εκδοτική παραγωγή και μπορεί να βάλει τους άγνωστες, κυρίως γονείς και εκπαιδευτικούς σε πολύ βαθιές σκέψεις.
AntonioScurati
Δάσκαλος και μαθητής
Μετ. Δήμητρα Δότση
Εκδ. Πόλις
Άπειροι κόσμοι
Μια υπέρλαμπρη μέρα του καλοκαιριού, ο ετοιμοθάνατος μαθηματικός Αδάμ Γκόντλι, καθ' οδόν προς την αιωνιότητα, πραγματοποιεί ένα ταξίδι μέσα από το παρελθόν του. Στο προσκέφαλό του αγρυπνούν –ο καθένας με τον τρόπο του– τα αγαπημένα του πρόσωπα: η αλκοολική γυναίκα του, Ούρσουλα, που είναι βέβαιη ότι ο Αδάμ δεν πρόκειται ακόμα να πεθάνει, ο αναποφάσιστος, ηττοπαθής γιος του –Αδάμ κι αυτός– ο οποίος τρέμει μήπως χάσει την πανέμορφη ηθοποιό συμβία του, Έλεν, και η δεκαεννιάχρονη, «σαλεμένη» κόρη των Γκόντλι, Πέτρα, που, μεταξύ άλλων, έχει βαλθεί να συντάξει μια εγκυκλοπαίδεια για την ανθρώπινη θνητότητα. Ωστόσο, ο Αδάμ και η οικογένειά του δεν είναι μόνοι σε αυτή την περιπέτεια, αφού ανάμεσά τους βρίσκεται, αθέατος αλλά πανταχού παρών –τις περισσότερες φορές, τουλάχιστον– ο γλαφυρός αφηγητής μας και αγγελιαφόρος των θεών, Ερμής. Και δεν είναι ο μοναδικός Ολύμπιος που συμμετέχει ενεργά στην ιστορία…
Τζων Μπάνβιλ
O Τζων Μπάνβιλ γεννήθηκε στο Oυέξφορντ της Ιρλανδίας το 1945. Το πρώτο του βιβλίο, το Long Lankin, εκδόθηκε το 1970. Εργάστηκε για πολλά χρόνια ως λογοτεχνικός συντάκτης των Times της Ιρλανδίας. O Μπάνβιλ τιμήθηκε με το βραβείο Μπούκερ το 2005 για το μυθιστόρημα Η θάλασσα.
Αίσθημα ιλίγγου (Άγρας)
Ακολουθώντας τα χνάρια του Σταντάλ, του Κάφκα, του Καζανόβα, σε ένα ιλιγγιώδες παιχνίδι με ίχνη και σωσίες που ταξιδεύουν στην Ιταλία και στη Γερμανία της παιδικής του ηλικίας, ο W.G. Sebald ανακαλύπτει τις ρίζες και τις σχέσεις της δικής του μελαγχολίας.
« Καθόμουν σ' ένα τραπέζι κοντά στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα, είχα απλώσει γύρω μου τα χαρτιά και τις σημειώσεις μου και συνέδεα γεγονότα που απείχαν πολύ μεταξύ τους, άλλα μου φαινόταν ότι ήταν της ίδιας τάξης».....
Σελίδες:232
O Ζέμπαλντ δeν αφηγείται απλώς ιστορίες. Η ίδια του η αφήγηση αποτελεί ένα μοντέλο συνειδητότητας που μας δείχνει ότι το να έχεις απόλυτη συνείδηση του εαυτού σου σημαίνει να υποφέρεις από ανίατα αισθήματα ιλίγγου. - W.S. Di Piero, New York Times Book Review Τα βιβλία του Ζέμπαλντ ανυψώνονται από την πρόζα, με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Η μυστηριώδης έλαφρότητα με την οποία πετυχαίνει αυτή την ανύφωση αποτελεί την τρανότερη απόδειξη της ιδιοφυΐας του. J. M. Coetzee "Καθόμουν σ' ένα τραπέζι κοντά στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα, είχα απλώσει γύρω μου τα χαρτιά και τις σημειώσεις μου και συνέδεα γεγονότα που απείχαν πολύ μεταξύ τους, άλλα μου φαινόταν ότι ήταν της ίδιας τάξης". Η φράση, γραμμένη σ' ένα από τα τέσσερα διηγήματα αυτού του τόμου, προδίδει μόνο λίγα από την πλούσια γλώσσα των κειμένων - γλώσσα που σου κόβει την ανάσα με την ομορφιά της και αναδεικνύει τον Ζέμπαλντ σ' ένα σπουδαίο λογοτέχνη. Είναι όμως ενδεικτική του εκπληκτικού τρόπου με τον όποιο ο συγγραφέας συνδυάζει αυτοβιογραφικά στοιχεία, αναμνήσεις από την παιδική του ήλικία, ταξιδιωτικές διηγήσεις, ακόμη και φωτογραφικά τεκμήρια με τους βίους και τις εμπειρίες άλλων συγγραφέων και τα υφαίνει όλα σε έναν αινιγματικό και περίτεχνο καμβά. Πλάι στον Γάλλο μυθιστοριογράφο Άνρι Μπέλ, γνωστό ως Σταντάλ, ο συγγραφέας νιώθει έναν δεσμό που ξεπερνά τον λογοτεχνικό θαυμασμό κυρίως με τον Φράντς Κάφκα, του οποίου ο αγαλήνευτος νεκροζώντανος κυνηγός Γράκχος στοιχειώνει και τα τέσσερα διηγήματα. Η μελαγχολία είναι το στοιχείο που έλκει τον Ζέμπαλντ στους δύο αυτούς συγγραφείς και την αντιπαραθέτει στις δικές του εμπειρίες, γιατί όπως και ο ίδιος ο άφηγητής, έτσι και ο Σταντάλ και ο Κάφκα υπάκουαν σε παρορμήσεις, ένιωθαν κυνηγημένοι από όνειρα, προαισθήματα και "αισθήματα ιλίγγου". Ακολουθώντας τα χνάρια του Σταντάλ, του Κάφκα, του Καζανόβα, σε ένα ιλιγγιώδες παιχνίδι με ίχνη και σωσίες που ταξιδεύουν στην Ιταλία και στη Γερμανία της παιδικής του ηλικίας, ο W.G. Sebald ανακαλύπτει τις ρίζες και τις σχέσεις της δικής του μελαγχολίας.
Κάτι θα γίνει θα δεις (Πόλις)
• Συγγραφέας: Οικονόμου, Χρήστος, 1970- , συγγραφέας
• Σειρά: Νεοελληνική πεζογραφία - Διήγημα
• Εκδότης: Πόλις
• ISBN: 960-435-267-9 Έκδοση: Μάρτιος 2010
• Σελίδες: 264, Μαλακό εξώφυλλο
• 15,00 13,50 € Αγορά
Δεκάξι ιστορίες από τα Καμίνια, τη Νίκαια, τη Δραπετσώνα. Από τον ντόκο των Κρητικών, από το ουζερί "Υπάρχω", από το φουγάρο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι. Ιστορίες για τράπεζες που παίρνουν σπίτια, για σπίτια που παίρνουν φωτιά, για όνειρα που γίνονται στάχτη. Για το σκοτάδι που ζει στη διπλανή πόρτα. Κάτι θα γίνει όμως, θα δεις. Γιατί εκεί όπου μεγαλώνει ο φόβος μεγαλώνει κι εκείνο που σώζει από τον φόβο. Περιέχονται τα διηγήματα: - Έλα Έλλη, τάισε το γουρουνάκι - Μολυβένιος στρατιώτης - Μάο - Κι ένα αβγό κίντερ για το παιδί - Πλακάτ με σκουπόξυλο - Το αίμα του κρεμμυδιού - Κάτι θα γίνει, θα δεις - Τα πράγματα που κουβάλαγαν - Μουστακάκι με κάρβουνο - Ξένα, εξωτικά - Για τους φτωχούς ανθρώπους - Το δέσιμο των σωμάτων - Βγες έξω και καψ' τα - Πίπολ αρ στρέιντζ - Πιγκουίνοι έξω απ' το λογιστήριο - Κομμάτι κομμάτι μου παίρνουν τον κόσμο μου
Βασίλης
Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ (Γίοζεφ Ρος)
Joseph Roth
Το Εμβατήριο του Ραντέτσκι
Εκδόσεις ΑΓΡΑ, 2009
Της Βασιλικής Χρίστη
Ο Γιόζεφ Ροτ γεννήθηκε το 1894 από Εβραίους γονείς στην Ανατολική Γαλικία. Σπούδασε φιλοσοφία και γερμανική φιλολογία στο Λέμπεργκ και τη Βιέννη. Το 1916 κατετάγη στον αυστριακό στρατό. Πήρε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο διάστημα του μεσοπολέμου εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη Βιέννη και στο Βερολίνο, όπου έζησε δώδεκα χρόνια. Στις 30 Ιανουαρίου 1933, όταν ο Χίτλερ ονομάζεται καγκελάριος του Ράιχ, ο Ροτ εγκαταλείπει το Βερολίνο και εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου και πεθαίνει το 1939. Έγραψε μυθιστορήματα, νουβέλες, δοκίμια, ανταποκρίσεις και αμέτρητα άρθρα.
Το «Εμβατήριο του Ραντέτσκι», το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1932, είναι ένα μυθιστόρημα που «απλώνεται» σε τρεις γενιές. Ο παππούς Τρόττα ήταν ένας Σλοβένος στρατιώτης που έσωσε τη ζωή του αυτοκράτορα της Αυστρίας και βασιλιά της Ουγγαρίας, Φραγκίσκου Ιωσήφ του Πρώτου, στη μάχη του Σολφερίνο. Αν και ο ίδιος υπέβαλε παραίτηση από το στράτευμα, αρνούμενος να συμβιβαστεί με τις ανακρίβειες που περιέχει το σχολικό εγχειρίδιο της Ιστορίας σε σχέση με τις συνθήκες διάσωσης του αυτοκράτορα στο Σολφερίνο και το δικό του ρόλο, η εύνοια του μονάρχη θα συνοδεύει τους απογόνους του. Ο γιος του τοποθετείται έπαρχος στη Μοραβία και υπηρετεί τον αυτοκράτορα με απαρέγκλιτη συνέπεια και αφοσίωση. Ο εγγονός του ακολουθεί απρόθυμα στρατιωτική σταδιοδρομία και μετατίθεται σε ένα τάγμα καταδρομών στην ανατολική μεθόριο της αυτοκρατορίας, όπου η ανιαρή ζωή του αρχίζει να ζωηρεύει με τον έρωτα και το ποτό.
Όταν ο νεαρός ανθυπολοχαγός Καρλ Γιόζεφ βρίσκεται χρεωμένος μέχρι το λαιμό, ο πατέρας του κινεί γη και ουρανό για να συναντήσει τον αυτοκράτορα. Κι έτσι γι΄άλλη μια φορά ο Φραγκίσκος Ιωσήφ δείχνει την εύνοιά του προς την οικογένεια του «ήρωα του Σολφερίνο»...
Η δράση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της αυστροουγγρικής μοναρχίας και φθάνει έως τη δολοφονία του διαδόχου στο Σεράγεβο, την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το θάνατο του Φραγκίσκου Ιωσήφ. Είναι μια εποχή κατά την οποία ο μέχρι τότε γνωστός κόσμος του επάρχου φον Τρόττα αρχίζει να καταρρέει: οι διαφορετικές εθνότητες που συγκροτούν την αυτοκρατορία διεκδικούν την αυτονόμησή τους. Και οι στρατιώτες που αποτελούν το θεμέλιό της, γεννημένοι σε καιρούς ειρήνης, ετοιμάζονται για έναν πόλεμο τον οποίο είναι σίγουρο ότι θα χάσουν.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η μορφή του «ήρωα του Σολφερίνο», που επιβάλλεται κυριολεκτικά και μεταφορικά στις ζωές των απογόνων του, μοιάζει να ανήκει σε μια εποχή που πέρασε ανεπιστρεπτί. Ο έπαρχος είναι μια τραγική φιγούρα γιατί θα ζήσει όχι μόνο το θάνατο των ιδανικών και των αξιών που υπηρέτησε μια ζωή, αλλά και το βιολογικό θάνατο του ευεργέτη του, ενώ ο ανθυπολοχαγός θα πεθάνει μακάριος μεν, αδικαίωτος δε, στο πεδίο μιας μάχης που δεν διάλεξε να δώσει.
Ο συγγραφέας δίνει όλα αυτά τα σημάδια του επερχόμενου τέλους με εκπληκτική διαύγεια και με μια γλώσσα που διατηρεί την ένταση μέχρι τέλους. Οι εικόνες και τα συναισθήματα που δημιουργεί με την επιλογή των κατάλληλων λέξεων και σημείων στίξεως, που ανέδειξε η μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου, χαρίζουν στιγμές πραγματικής αναγνωστικής απόλαυσης.
Σύντομο συναισθηματικό ταξίδι (Ιτάλο Σβέβο)
ΙΤΑΛΟ ΣΒΕΒΟ
Στα γεράματά του ο κύριος Αγιος αποφασίζει να πάρει τη μοίρα του στα χέρια του ξεφεύγοντας από τα δεσμά τα συζυγικά και τα κοινωνικά. Ετσι μπαίνει στο τρένο και ταξιδεύει από το Μιλάνο ώς την Τεργέστη. Ταξίδι σχετικώς σύντομο και χωρίς πολλά περιθώρια ελεύθερης ζωής. Αλλά αν οι αποστάσεις είναι μικρές οι εσωτερικές αναδρομές του κυρίου Αγίου είναι μακριές και πλούσιες. Η εσωτερική αναζήτηση του επιτρέπει τα πιο δύσκολα ταξίδια στον σκοτεινό κόσμο των επιθυμιών και των συναισθημάτων του. Εκεί ο ήρωας θα βρει τη δικαίωση της ζωής του και απαντήσεις στις μεταφυσικές του ανησυχίες. Αυτό είναι το μεγαλύτερο σε έκταση έργο του Ιταλο Σβέσβο, γραμμένο κατά πάσα πιθανότητα στα 1925.
Εισαγ.-Μτφρ.-Σημ.: Ηβη Καζαντζή «Σοκόλης», σελ. 224, ευρώ 11
Svevo Italo Σύντομο αισθηματικό ταξίδι
Περιγραφή Ο κύριος Άγιος αποχαιρετά τη γυναίκα του στο σταθμό του Μιλάνου, ξεκινώντας για ένα σύντομο ταξίδι ως το πατρικό του, στην Τεργέστη. Νιώθει αμφίθυμος: από τη μια η αίσθηση της ελευθερίας τον αναζωογονεί –πόσο μάλλον που έχει και τριάντα χιλιάδες στην τσέπη του σακακιού του, έστω και για να ξεπληρώσει κάποιο χρέος- και από την άλλη νιώθει κάπως αμήχανα, καθώς είναι η πρώτη φορά εδώ και χρόνια που ξεβολεύεται μακριά από τη γυναίκα του… Άλλωστε έχει πια για τα καλά τα χρονάκια του. Έτσι μες στον μικρόκοσμο του βαγονιού, ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες λίγο-πολύ μικρότερους του, προσπαθεί να φλερτάρει, να κάνει τον έξυπνο, να νουθετήσει, ανακαλώντας ιστορίες από το παρελθόν και καμουφλάροντας σε καλή θέληση τους μικροεγωισμούς του. Κι αν η παρέα ενός ασφαλιστή, ώριμου και πετυχημένου, τον δυσκολεύει, σύντομα βρίσκει στην παρέα ενός νεαρού, καταρρακωμένου από τα συναισθηματικά του διλήμματα, τον ακόλουθο δίπλα στον οποίο θα μπορούσε να λάμψει η σοφία του, καθώς περιπλανώνται στα κανάλια της Βενετίας. Για πόσο όμως άραγε; Ο Ίταλο Σβέβο (Τεργέστη, 1861-1928), από τους πρώτους συγγραφείς που εμπνεύστηκαν από τις φροϋδικές θεωρίες και φίλος του Τζέιμς Τζόυς, σε αυτή την ημιτελή νουβέλα, μικρογραφία του αριστουργήματός του Η συνείδηση του Ζήνωνα, παρακολουθεί βήμα-βήμα τον μικροαστό ήρωά του, ανατέμνοντας με διεισδυτική ειρωνεία κάθε σκέψη και πράξη του και οδηγώντας τον στο αναπάντεχο και οδυνηρό ξύπνημα από τις αυταπάτες του.
Κάτω από το ηφαίστειο (Μάλκομ Λόουρυ)
1
Κάτω από το ηφαίστειο" δεν είναι μόνο το κορυφαίο έργο του Μάλκολμ Λόουρυ, αλλά κι ένα από τα κορυφαία έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Οι κριτικοί το έχουν κατατάξει ανάμεσα στα δέκα σημαντικά βιβλία που παρουσιάζονται στη διάρκεια ενός αιώνα. Άλλοι το είδαν σαν "ένα ποίημα" κι άλλοι σαν "μια μουσική σύνθεση". Ο ίδιος ο συγγραφέας το χαρακτήρισε σαν "μια μεθυσμένη Θεία Κωμωδία". Σίγουρα πρόκειται για ένα έργο πολύ "πυκνό", ιδιοφυές, περίεργο και μοναδικό. Διαβάζοντας -και ξαναδιαβάζοντας- το "Κάτω από το ηφαίστειο" γίνεσαι φανατικός "πιστός" ή φανατικός αρνητής του Μ. Λόουρυ: μια μέση άποψη, πάντως, αποκλείεται. Με την πρώτη ματιά, έχουμε να κάνουμε μ' ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα και το αλκοόλ. Ο βασικός του ήρωας, ο Πρόξενος Τζόφρεϋ Φέρμιν έχει όλη τη σκοτεινή γοητεία των μεγάλων "καταραμένων" της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Χώρος του έργου: το Μεξικό. Και περιρρέουσα ατμόσφαιρα: "η πάντα παρούσα, άγρυπνη θλίψη του παλιού Μεξικού". Όσο για το χρόνο, ολόκληρο το έργο -ολόκληρη η ζωή- εκτυλίσσεται την Ημέρα της Γιορτής των Νεκρών. Έχει τονιστεί με επιμονή πως το "Κάτω από το ηφαίστειο" είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάζεται και να ξαναδιαβάζεται. Γιατί κάθε καινούρια ανάγνωση φέρνει στην επιφάνεια κι ένα καινούριο μυθιστόρημα, κρυμμένο στη σκιά του προηγούμενου. Κι ίσως πίσω από όλα αυτά τα μυθιστορήματα, να κρύβεται ακόμα ένα, το τελευταίο, το καθαρά ερμητικό: η σύγχρονη Καββάλα.
2
Και μόνο με εκείνο το απρόσμενο ποίημα, που έχει τίτλο «Ο διάολος ήταν τζέντλεμαν», τα καταλαβαίνει κανείς όλα. Αν θέλει να καταλάβει βέβαια, και όχι να προσαρτήσει τις σταματημένες μηχανές της ψυχής του σ' ένα δημιουργικό, μα εξίσου αόριστο και παθογόνο πλαίσιο, όπως ο αποκαλούμενος «μοντερνισμός».
Ενας από τους κορυφαίους αυτής της ιστορικής περιόδου ήταν και ο Μάλκολμ Λόουρυ. Με το μυθιστόρημά του «Κάτω από το ηφαίστειο» κατέστησε εμφανή τα όρια του μοντερνισμού, μα αποτέλεσε ταυτόχρονα και το ξεπέρασμά του.
Πολλά από τα χαρίσματα των έργων του, μα κυρίως ο τρόπος γραφής και επεξεργασίας του έργου του «Κάτω από το ηφαίστειο» προέκυψαν από την αγάπη του συγγραφέα για την τζαζ. Λεπτομέρειες σχετικά με την επίδρασή της στη ζωή και το έργο του μπορεί να αντλήσει κανείς από τη βιογραφία του και το αρχείο των επιστολών του. Το «Κάτω από το ηφαίστειο» ήταν το αποτέλεσμα που έφεραν το καλλιτεχνικό ρίσκο του συγγραφέα (η καταγραφή της ρευστότητας της συνείδησης) και η χρήση των μετρικών αναλογιών της τζαζ στην ανάπτυξη και τη δομή της εξιστόρησης.
Αναμφισβήτητα ένας συγγραφέας τέτοιου διαμετρήματος και βεληνεκούς, όπως ο Λόουρυ, δεν θα μπορούσε ποτέ να πατρονάρει τη γραφή του ακολουθώντας την όποια πρόσφορη αισθητική που θα υποστήριζε το έργο του. Ως εκ τούτου, τα στοιχεία της τζαζ, η τεχνική των παράλληλων πλοχμών έκφρασης (μοντερνισμός), αλλά και η αισθητική του έντονου αντικομφορμισμού δεν αποτελούν παρά την πλεκτάνη πάνω στην οποία έθεσε τη δράση των ιδεών του - θέτοντας σε μόνιμο κίνδυνο (η έκφραση υπηρετεί τη ροή και όχι την ολοκλήρωση) τόσο τη δυναμική του συγγραφέα όσο και του αναγνώστη. Ο δεύτερος, μάλιστα, ίσως χρειαστεί ακόμη και να λοιδορήσει όλα όσα συμβαίνουν «Κάτω από το ηφαίστειο», ώστε να καταφέρει μια ολοκληρωμένη ανάγνωση. Παντού και πάντοτε ο Λόουρυ υπήρξε εκφραστής ενός δαιμόνιου μανιχαϊσμού πολλαπλών αυτοπροβολών, οι οποίες συνέβησαν, λαμβάνοντας ποικίλες μορφές, και στην πραγματική του ζωή.
Την εποχή που γράφτηκε το «Κάτω από το ηφαίστειο» αλλά και για τις δεκαετίες που ακολούθησαν μπορεί να πει κανείς πως αποτέλεσε μία από τις καλύτερες αναλύσεις του φαινομένου της γενικότερης κρίσης που καθόρισε και καθήλωσε τον «μοντέρνο» κόσμο, τις πολιτικές και αισθητικές τάσεις που επικύρωσαν την παντελή αδυναμία των ανθρώπων τού -γεμάτου υπερβολικές προσδοκίες- 20ού αιώνα, να επιτύχει την πνευματική του ανανέωση. Ο «πρόξενος» ήταν μια εξαιρετική μεταφορά του υποτροπιασμού που υπέστη ο μοντέρνος άνθρωπος - σαν ήταν άνθρωπος.
Το ηφαίστειο μπορεί να περιμένει, ο φόβος του ανθρώπου, όχι.
Γιάννης Λειβαδάς
Κάτι θα γίνει θα δεις (Οικονόμου)
Από ιντιμέντια
ΣΤΙΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ του Χ. Οικονόμου υπάρχει μια αυθεντική απεικόνιση της εργασιακής και οικονομικής ζούγκλας που επικρατούσε ακόμη και π.Κ. (προ Κρίσης) στα χαμηλότερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Σκεφτείτε τι έχει να συμβεί αν η πολιτική ηγεσία πάρει τοις μετρητοίς την υπόδειξη του άρχοντος του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν, του επίσημου κοινοτικού επιτηρητή μας Όλι Ρεν και αρκετών άλλων εκπροσώπων της μονεταριστικής ορθοδοξίας περί «αποπληθωρισμού μισθών» ως μόνου μέσου θεραπείας της κρίσης του χρέους. Σκεφτείτε τι ιστορίες, όχι λογοτεχνικές, αλλά εφιαλτικά πραγματικές, θα γίνουν πρωτοσέλιδα, αν η ανεργία εκραγεί στο 15% ή στο 20% κι αν ο «μεταρρυθμιστικός» ολετήρας συνθλίψει τα τελευταία οχυρά της εργασίας: τις συμβάσεις, τα όρια απολύσεων, τη στοιχειώδη συνταξιοδοτική ασφάλεια, ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς ζωής.
ΑΣ ΕΛΠΙΣΟΥΜΕ πως δεν θα το ζήσουμε αυτό. Ας ελπίσουμε πως ο Χ. Οικονόμου, μετά τις ιστορίες του Πειραιά, δεν θα χρειαστεί να γράψει τα «Σταφύλια της Οργής» ή τον «Δρόμο με τις φάμπρικες» αλά ελληνικά. Προσωπικώς, το ελπίζω. Προσδοκώ ανάσταση ζωών, με τον τρόπο που και ο Χ. Οικονόμου βλέπει πίσω από τους πολλούς και μικρούς θανάτους που περιγράφει, πίσω από τη μελαγχολική διαπίστωση του μέσου νεοπρολετάριου πως «κομμάτι κομμάτι του παίρνουν τον κόσμο του», μια λαχτάρα για ζωή άξια να τη ζεις. Τελικά, κάτι θα γίνει, θα δείτε…
Κάτι θα γίνει, θα δεις του Χρήστου Οικονόμου
Γράφει η Αρχοντή Κόρκα
«Εφόσον η λογοτεχνία ασχολείται, όπως ξέρουμε, περισσότερο με καθολικές ανθρώπινες αξίες παρά με ιστορικές ασημαντότητες, όπως εμφύλιοι πόλεμοι, η καταπίεση των γυναικών και η αρπαγή του κλήρου των Άγγλων χωρικών, θα μπορούσε να χρησιμεύσει στο να διασκεδαστούν οι ευτελείς απαιτήσεις των εργαζομένων για ευπρεπείς συνθήκες διαβίωσης ή για περισσότερο έλεγχο πάνω στη ζωή τους, και με λίγη τύχη θα μπορούσε και να τους κάνει ακόμη και να τα ξεχάσουν αυτά τα θέματα στην υψηλόφρονη ενατένιση των αιώνιων αληθειών και του ωραίου», έγραφε, με μια δόση ειρωνείας, ο Τέρι Ήγκλετον στην Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας.
Σίγουρα δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό ισχύει για τη συλλογή διηγημάτων Κάτι θα γίνει, θα δεις του Χρήστου Οικονόμου, μια λυρική ελεγεία της χαμένης εργατικής τάξης – ή μάλλον, ο ψύχραιμος επικήδειός της. Απολυμένοι που λιμοκτονούν στην κυριολεξία μαζί με το παιδί τους, εργάτες που φαντάζονται ταξίδια στην Ισπανία και απαγγέλλουν ποίηση, συνταξιούχοι που ξαγρυπνούν μπροστά στο ΙΚΑ περιμένοντας τη σειρά τους, διαδηλώσεις που είτε καταλήγουν στο αστυνομικό τμήμα είτε γίνονται σιωπηρά, φανερώνουν την ίδια βία, εργατικά ατυχήματα, νεαρά ζευγάρια που βουλιάζουν στα χρέη και στην απόρριψη, άνδρες που φεύγουν νύχτα παίρνοντας μαζί τον κουμπαρά-γουρουνάκι, τα φουγάρα της ΔΕΗ, τα άδεια συνοικιακά καφενεία που οι άντρες σιωπηλοί πίνουν τσίπουρο, τα ναυπηγεία στο Πέραμα, και κυρίως, ο ψυχολογικός παροπλισμός μιας ολόκληρης γενιάς.
Στις ιστορίες θα βρούμε υπάρξεις που παραπαίουν ανάμεσα στην επιβίωση και τη ζωή. Πίσω από κλειστές πόρτες και στις τελετουργίες της καθημερινότητας, οι νέοι Άθλιοι παλεύουν με την γκρεμισμένη τους πραγματικότητα και τη διαρκή διάψευση των ονείρων τους, «να κάνεις όνειρα και τα όνειρα να λιώνουν σαν παγάκια, λες κι υπάρχουνε σ’ αυτόν τον κόσμο χέρια που υπάρχουνε μόνο γι’ αυτό – για να κρατάνε τα όνειρα των φτωχών ανθρώπων και να τα σφίγγουνε ώσπου να λιώσουν σαν παγάκια», λέει ο αφηγητής στο "Το αίμα του κρεμμυδιού". Δεν επαναστατούν - βιώνουν ο καθένας την προσωπική του ακύρωση, καθώς κοινωνικό και προσωπικό γίνονται σχεδόν ένα.
Όλα θα μπορούσαν να έχουν λάβει χώρα στον ίδιο δρόμο, της ίδιας γειτονιάς και να λειτουργούν ως σπόνδυλοι της ίδιας, τσακισμένης πια, ραχοκοκαλιάς: ο μπαρμπα-Τάσος που εμφανίζεται στο διήγημα "Μάο" είναι ο πατέρας που αναφέρεται στο "Βγες έξω και κάψτα". Διαφορετικές εκφάνσεις του ίδιου συναισθήματος, της απελπισίας, δίνονται με γλώσσα καθημερινή, χωρίς ωραιοποιήσεις. Τα διηγήματα ξεδιπλώνονται και τελειώνουν, πότε χωρίς καμία κορύφωση, πότε με σιωπηλές εκρήξεις, πότε με βουβές κραυγές, με διαδηλώσεις όπου τα πλακάτ είναι απολύτως κενά, όπως η ψυχή αυτών που προσπαθούν να βρουν λόγο να συνεχίσουν.
Ο Οικονόμου πλάθει μικρούς κόσμους σε τροχιά σύγκρουσης – οι χαρακτήρες είναι ζωντανοί, όχι με την έννοια «της διπλανής πόρτας» αλλά με την αίσθηση ανθρώπων που όλοι αναγνωρίζουμε, ακόμα και στον εαυτό μας. Η παραίτησή τους είναι γνώριμη και ο αγώνας τους οικείος, ίσως στις μέρες αυτές, υπερβολικά οικείος. Από τις ρεαλιστικές περιγραφές της πραγματικότητας περνά στις χειροπιαστές ονειροφαντασίες των ηρώων του αλλά και στην απτή τους απελπισία, που διατρέχει τις ιστορίες, χρησιμοποιώντας εικόνες, συνειρμούς, παρομοιώσεις και κυρίως, σιωπή. Ελάχιστος ο διάλογος στα διηγήματα. Τα λόγια είναι σκέψεις, ερωτηματικά, μονόλογος χωρίς ήχο, καταδικασμένος να μείνει κάτω από το δέρμα.
Ακόμα κι αν σε μερικά διηγήματα ολισθαίνει ενίοτε προς το μελόδραμα, στο σύνολό της πρόκειται για μια συλλογή που αφήνει έντονο το στίγμα της, μεταξύ άλλων, με τα: «Μάο», μια ψιλοβελονιά ηθογραφίας όπου ο αρχετυπικός ‘τρελός του χωριού’ αίρει τις αμαρτίες της γειτονιάς και εν τέλει γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος, «Κι ένα αβγό κίντερ για το παιδί», «Πλακάτ με σκουπόξυλο». Ο Οικονόμου δείχνει τεχνικές και αφηγηματικές ικανότητες που υπόσχονται πολλά αλλά έχουν ήδη κατορθώσει κάτι πολύ σημαντικό: να απομακρύνουν την σύγχρονη παραγωγή από έναν υφέρποντα (ή όχι και τόσο) αυτισμό και μια αέναη ενδοσκόπηση και να την γειώσει γερά στην πραγματικότητα.
Χρήστος Οικονόμου
Κάτι θα γίνει, θα δεις
Εκδόσεις Πόλις
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου