Translate

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

ΠΑΤΑΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Στείλετε στο leonidasorf@gmail.com ένα κομμάτι από κάθε νέα έκδοση σας και θα το αναρτώ .

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

«Η γενεαλογία των μάντεων στον αρχαιοελληνικό κόσμο» (Μέρος Γ’) της Ελένης Λαδιά


Με τροποποίηση της Ανάρτησής συμπεριέλαβα εδώ και τα τρία (Μέρος Α΄)  (Μέρος Β΄) και (Μέρος Γ΄ το τελευταίο του άρθρου )

( Α ΄)

Πουθενά δεν εφαρμόσθηκε τόσο επιτυχώς ο νόμος της εναντιοδρομίας όσο στην αρχαία Ελλάδα, όπου ο Λόγος συνυπήρχε με την μαντεία, έτσι που να επιτευχθεί η παλίντροπος αρμονίη του Ηρακλείτου, η αρμονία που εκπορεύεται από τα αντίθετα.
Σε αυτή την μικρή μελέτη θα συμπεριλάβω τους πιο φημισμένους μάντεις. Μεταξύ αυτών λαμπρή προσωπικότητα υπήρξε ο Μελάμπους, γιος του Αμυθάονος και της Ειδομένης, ο αρχαιότερος μάντις. Ήταν ακόμη θεραπευτής, καθαρτής και ιατρομάντις. Καταγόταν από την Πύλο, αλλά έδρασε στο Άργος. Το όνομά του ετυμολογείται από τα μέλαινα πόδια, διότι η μάνα του όντας βρέφος τον άφηνε κάτω από την σκιά ενός δένδρου. Παιδάκι επίσης, όπως αναφέρει ο Απολλόδωρος (Α.11), ζούσε στα χωράφια.
Μπροστά στην αγροικία του βρισκόταν μία δρυς, όπου υπήρχε φιδοφωλιά. Όταν οι υπηρέτες σκότωσαν τα φίδια και τα έκαψαν, ο Μελάμπους έκρυψε και ανέθρεψε τα φιδάκια τους. Κι εκείνα όταν μεγάλωσαν, πήγαν καθώς αυτός κοιμόταν και του έγλειψαν τα αυτιά. Από τότε άκουγε την λαλιά των πουλιών, κι έτσι προέλεγε τα μέλλοντα.
Φαίνεται πως τα φίδια ήταν φορείς μαντικής δύναμης. Φίδια έδωσαν το χάρισμα της μαντείας στα δίδυμα του Πριάμου (στον Έλενο και στην Κασσάνδρα), που έγλειψαν τα πρόσωπά τους την ώρα του ύπνου μες στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνος έξω από τα τείχη της Τροίας.[1]
Ο Μελάμπους γνώριζε επίσης την μαντική των σπλάχνων και αργότερα που συνάντησε τον Απόλλωνα έγινε τέλειος μάντις. Τα γνωστότερα μαντικά του επιτεύγματα ήταν δύο: θεράπευσε την τρέλα των Προιτίδων και την ανικανότητα του Ιφίκλου.
Σύμφωνα με τον H.Jeanmaire στο βιβλίο του Διόνυσος [2] το θέμα της Μανίας συναντάται κυρίως στην Βοιωτία και την Αργολίδα. Διαμορφώνονται δύο μύθοι: ο βοιωτικός και ο αργολικός. Στον πρώτο, ο θεός που έδινε την τρέλα ήταν ο Διόνυσος, ενώ στον δεύτερο, που έχει τις ρίζες του στην μυκηναϊκή εποχή, η Ήρα. Στην Αργολίδα επικρατεί ο μύθος των Προιτίδων. Ο Θεός που τρελαίνει εδώ είναι η Ήρα, κι έχει ενδιαφέρον πως σκορπά την μανία σε παρθένες, σε αυτές που διανύουν την «περίοδο της ήβης», όπως γράφει ο Jeanmaire.
Για τις Προιτίδες ο Απολλόδωρος (Β,2,4) αναφέρει δύο εκδοχές: κατά τον Ησίοδο τρελάθηκαν, διότι δεν δέχτηκαν τις τελετές του Διονύσου, ενώ κατά τον Ακουσίλαο (αρχαίος λογογράφος του 5ου π.Χ. αι. από το Άργος, ο οποίος μετέτρεψε σε πεζό τα ποιήματα του Ησιόδου), διότι προσέβαλαν το ξόανο της Ήρας.
Ο ποιητής Βακχυλίδης[3] δέχεται τον αργολικό μύθο, όπου εμπνεύστρια και θεραπεύτρια της μανίας (διότι ο ίδιος θεός τρελαίνει και θεραπεύει) υπήρξε η Ήρα του Άργους. Γράφει πως όταν ακόμη οι Προιτίδες ήταν παρθένες, μπήκαν στο τέμενος της θεάς και περηφανεύτηκαν πως ο πλούτος του πατέρα τους ήταν μεγαλύτερος από της Ήρας. Η θεά οργίστηκε με την ύβριν τους και θόλωσε το μυαλό τους βάζοντάς τους «παλίντροπον νόημα», σκέψη παράλογη. Τα κορίτσια τρελάθηκαν, έφυγαν προς τα κατάφυτα όρη, αφήνοντας πίσω τους την Τίρυνθα με τους θαυμαστούς δρόμους, και χάθηκαν βγάζοντας φοβερές κραυγές. Ο Προίτος, ο πατέρας τους, θέλησε να αυτοκτονήσει από την λύπη του αλλά τον συγκράτησαν οι σωματοφύλακές του. Ο Απολλόδωρος θεωρεί θεραπευτή των τρελών κοριτσιών τον μάντιν Μελάμποδα. Ο Μελάμπους, που ανεκάλυψε πρώτος την θεραπεία με τα φάρμακα και τους καθαρμούς (Απολλόδωρος Β 2,1), ισχυρίστηκε πως μπορούσε να θεραπεύσει την μανία των κοριτσιών, αν ο Προίτος τού έδινε το ένα τρίτο του βασιλείου του. Εκείνος όμως αρνήθηκε θεωρώντας μεγάλη την αμοιβή. Στο μεταξύ, η τρέλα μεγάλωνε χτυπώντας και άλλα κορίτσια της πόλης. Φοβισμένος ο Προίτος για την έκταση του κακού, υποσχέθηκε να δώσει την αμοιβή αλλά ο Μελάμπους ζήτησε άλλη τόση και για τον αδελφό του, τον Βίαντα. Ο Προίτος δέχτηκε. Τότε ο Μελάμπους, παίρνοντας μαζί του τους πιο ρωμαλέους νέους, κυνήγησε τις κοπέλες με αλαλαγμούς σε έναν ξέφρενο χορό μέχρι την Σικυώνα. Η μεγαλύτερη κόρη, η Ιφιόνη, ξεψύχησε μην αντέχοντας το κυνηγητό. Οι άλλες δύο σωφρονίστηκαν με τους καθαρμούς του μάντεως. Στο τέλος ο Προίτος νύμφευσε τις θυγατέρες του με τον Μελάμποδα και τον αδελφό του.
Κατά την εκδοχή του περιηγητή Παυσανία, αναφέρεται το σπήλαιο που βρισκόταν στα λεγόμενα Αροάνια όρη, όπου κατέφυγαν τα τρελά κορίτσια. Ο Μελάμπους με απόρρητες θυσίες και καθαρμούς τις έβγαλε από εκεί μέσα, τις έφερε στην τοποθεσία Λουσοί και θεράπευσε την τρέλα τους, μες στο ιερό της Αρτέμιδος, η οποία έκτοτε ονομαζόταν Λουσία.
Ο μάντις θεράπευσε επίσης την σεξουαλική ανικανότητα του Ιφίκλου, γιου του Φυλάκου, βασιλέως της Φυλάκης της Θεσσαλίας, ζητώντας ως αμοιβή τις αγελάδες του Ιφίκλου, τις οποίες φύλαγε ένας σκύλος και εμπόδιζε να τις πλησιάσει άνθρωπος ή ζώο. Ο Μελάμπους θυσίασε δύο ταύρους, τους διαμέλισε και κάλεσε τους οιωνούς (τα μαντικά πουλιά). Τότε εμφανίστηκε ένας αιγυπιός (γύπας) και του απεκάλυψε πως κάποτε ο πατέρας Φύλακος ευνούχισε κριάρια (κριούς τέμνων επί των αιδοίων) μπροστά στον γιο του και μετά άφησε το αιματοβαμμένο μαχαίρι κοντά στο παιδί. Ήταν μια φοβερή ιστορία, που θα μπορούσε να γίνει η απαρχή της ψυχανάλυσης. Ο ευνουχίζων πατέρας, ο τρόμος του γιου μπροστά στο θέαμα, το αιματοβαμμένο μαχαίρι. Ο μικρός Ίφικλος έφυγε φοβισμένος κι έμπηξε μετά το μαχαίρι στην ιερή δρυ, της οποίας ο φλοιός το κάλυψε για χρόνια. Το φονικό όπλο του ευνουχισμού ήταν η αιτία της ατεκνίας του Ιφίκλου. Συμβούλευσε λοιπόν ο γυπαετός τον Μελάμποδα πως, αν βρει το μαχαίρι, να ξύσει την σκουριά και να την πιει ο Ίφικλος επί δέκα ημέρες. Έτσι έγινε κι αμέσως ο Ίφικλος απέκτησε έναν γιο, τον Ποδάρκη (Απολλόδωρος Α, ΙΧ, 12).
Πρώτος ο Μελάμπους χρησιμοποίησε το φυτό ελλέβορο, που θεράπευε τον εμετό, την μανία και την μελαγχολία. Υπήρχε λευκός και μέλας ελλέβορος. Ο μάντις για την θεραπεία των Προιτίδων χρησιμοποίησε τον μέλανα, που ονομάσθηκε και μελαμπόδιον. Μελαμποδία ή Μελαμπόδεια λεγόταν και το έπος (απολεσθέν τώρα) που ανέφερε τα καταρθώματα του μάντεως και των απογόνων του. Το έπος είχε αποδοθεί στον Ησίοδο.[4] Διασώθηκε το περιστατικό της συνάντησης Μόψου και Κάλχαντος και ο θάνατος του τελευταίου επειδή έχασε στον ανταγωνισμό της μαντικής, μία αναφορά στον Τειρεσία για την αιτία της τύφλωσής του και μία μνεία για τον Ίφικλο του Φυλάκου.
Στα Αιγόσθενα[5], σημερινό Πόρτο Γερμανό της Μεγαρίδος, βρίσκονται τα ερείπια από το ιερό του Μελάμποδος. Για τον μάντι γινόταν θυσία και ετήσια εορτή.
Σημαντικοί υπήρξαν και οι Μελαμποδίδες, απόγονοι (δισέγγονοι) του Μελάμποδος, οι Αμφιάραος, Πολύειδος και Θεοκλύμενος.
Ο Όμηρος (Οδ. ο, στ.245 κε) αναφέρει τον γιο του Οϊκλέους Αμφιάραον, τον αγαπημένο του ασπιφοφόρου Διός και του Απόλλωνος, ο οποίος του χάρισε το δώρο της μαντικής. Ο Αμφιάραος έλαβε μέρος στην αργοναυτική εκστρατεία και το όνομά του ήταν γραμμένο στον κατάλογο των ηρώων, που έλαβαν μέρος στην θήρα του Καλυδωνίου κάπρου. Η ζωή όμως και η μοίρα του κρίθηκε στην εκστρατεία εναντίον των Θηβών, όπως αναφέρεται στην τραγωδία του Αισχύλου Επτά επί Θήβας. Ο Αμφιάραος ως μάντις γνώριζε πως η εκστρατεία θα αποτύγχανε, ενώ ο ίδιος θα σκοτωνόταν, γι’ αυτό αντιδρούσε. Η σύζυγός του Εριφύλη, που έλαβε ως δώρο από τον Πολυνείκη το περίφημο χρυσό περιδέραιο που χάρισε η Αφροδίτη στην γυναίκα του Κάδμου Αρμονία, ανέλαβε σε αντάλλαγμα να πιέσει τον Αμφιάραο να λάβει μέρος στην εκστρατεία. Εκείνος το έπραξε με βαριά καρδιά, αλλά πριν φύγει, για να τιμωρήσει την επιπόλαιη Εριφύλη παρήγγειλε στους γιους του, Αλκμαίωνα και Αντίλοχο, να σκοτώσουν την μητέρα τους, αν εκείνος πέθαινε. Ο Αλκμαίων το έπραξε, αλλά τιμωρήθηκε από ενοχές και κυριεύθηκε από μανία. Ο δεύτερος γιος του, ο Αμφίλοχος, μάντις κι ο ίδιος, μετά τα τρωικά συνόδεψε τον Κάλχαντα στον οίκο του Μόψου, όπου εκεί έγινε και η περίφημη μαντική διαμάχη (Στράβων 14, 27). Ίδρυσε επίσης με τον Μόψο μαντείον, στον Μαλλό της Κιλικίας, το οποίον κατά την εποχή του Παυσανίου έδινε τους σωστότερους χρησμούς.
Μετά την αποτυχημένη εκστρατεία εναντίον των Θηβών, ο Αμφιάραος έκοψε δρόμο κοντά στο ποταμό Ισμηνό, προτού χτυπηθεί στα νώτα από τον διώκτη του, Περικλύμενο. Ο Ζευς, που τον αγαπούσε, τον έσωσε σχίζοντας με τον κεραυνό του την γη στα δύο. Ο Αμφιάραος μαζί με τον άρμα και τον ηνίοχό του, Βάτωνα, που ανήκε κι αυτός στο γένος των Μελαμποδιδών, έπεσε στο άνοιγμα της γης. Ο Ζευς τον έκανε αθάνατο. Το χάσμα της γης όπου έπεσε το άρμα υμνήθηκε από τον Πίνδαρο και περιγράφηκε ποιητικώς από τον Φιλόστρατο στις Εικόνες του.[6] Η γη καταπίνει τον μάντι στην φυγή του μαζί με τα στεφάνια του και την ίδια του την δάφνη. Τα άλογά του είναι λευκά, το στροβίλισμα των τροχών δείχνει βιασύνη, ενώ οι ίπποι βγάζουν λαχανισμένη την αναπνοή από κάθε ρουθούνι. Η γη έχει γεμίσει αφρούς και η χαίτη τους γέρνει στο πλάι· έτσι όπως είναι γεμάτα ιδρώτα, κολλάει πάνω τους η λεπτή σκόνη και κάνει τα άλογα λιγότερο όμορφα αλλά πιο πραγματικά. Ο ζωγράφος έχει απεικονίσει και τον Ωρωπό, ως νεαρό ανάμεσα σε γυναίκες με βαθυγάλαζα μάτια, Νύμφες της θάλασσας. Είναι ζωγραφισμένο ακόμη και το σημείο όπου ο Αμφιάραος έκανε τις μελέτες του, σε ρήγμα της γης ιερό και θεϊκό.
Θεραπευτική μέθοδος στο Αμφιαράειο ήταν η ονειρομαντεία και, φυσικά, πρωτίστως η εγκοίμηση (ο ύπνος μέσα στο ιερό). Σπουδαία είναι η ρήση του Πλουτάρχου: «ύπνου δε μη όντος, ουδ’ όνειρος εστιν, αλλά οίχεται το πρεσβύτερον ημίν μαντείον» ( αν δεν υπήρχε ο ύπνος, δεν θα υπήρχε και το όνειρο· κι έτσι θα χανόταν και το αρχαιότερο μαντικό μας μέσον).[7]
Στην αρχή το ιερό του Αμφιαράου φαίνεται πως ήταν στις Θήβες. Ο Στράβων βεβαιώνει πως κατόπιν χρησμού μεταφέρθηκε στον Ωρωπό (Γεωγραφικά Θ,10). Το Αμφιαράειον του Ωρωπού ιδρύθηκε στο τέλος του 5ου π.Χ. αι., αλλά τα μνημεία του περιγράφονται από τον Παυσανία τον 2ο μεταχριστιανικό αιώνα, αυτόν τον ζοφερό αιώνα όπου κατά τον Πλούταρχο συνέβη η σημαντική μείωση των μαντείων (Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων). Ο Παυσανίας (Αττικά 34,1-5) νομίζει πως ο Αμφιάραος είχε επιδοθεί ιδιαίτερα στην εξήγηση των ονείρων. Αυτό είναι φανερό, αναφέρει, διότι μετά την αναγνώρισή του ως θεού καθιέρωσε την μαντική με όνειρα. Όποιος έρχεται να συμβουλευθεί τον Αμφιάραο, υπάρχει η συνήθεια να υποβάλλεται πρώτα σε καθαρμό. Αυτό γίνεται με μια θυσία στον θεό· η θυσία γίνεται και για τον θεό αυτόν, αλλά και για τους άλλους που τα ονόματά τους είναι γραμμένα στον βωμό· αφού γίνουν αυτά, θυσιάζουν έπειτα ένα κριάρι, στρώνουν κάτω το δέρμα του και κοιμούνται πάνω σε αυτό περιμένοντας να τους φανερωθεί κάποιο όνειρο. Ο περιηγητής αναφέρει τον πρώτο ναό του Αμφιαράειου (αρχές 4ου π.Χ. αι.). Του ιδίου χρόνου είναι και η στήλη στην οποία υπήρχε ο ιερός νόμος του Αμφιαράειου σχετικά με τα καθήκοντα ιερέων και ασθενών, ο πρώτος βωμός και η ιερή πηγή, της οποίας το ύδωρ δεν ήταν κοινής χρήσης. Μόνον ο θεραπευόμενος έριχνε στην πηγή χρυσά και αργυρά νομίσματα, αφού κατά την παράδοση του Ωρωπού από εδώ αναδύθηκε ο Αμφιάραος. Το εγκοιμητήριο ή η στοά κτίσθηκε το 350 π.Χ. Οι ασθενείς πλάγιαζαν πάνω στην προβιά του θυσιασμένου ζώου και ονειρεύονταν. Ο τρόπος της θεραπείας απεικονίζεται σε τρεις σκηνές πάνω στο περίφημο ανάγλυφο του Αρχίνου του 4ου π.Χ. αι., το οποίο βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Στα αριστερά της παράστασης εικονίζεται όρθιος ο Αμφιάραος να χειρουργεί τον ώμο ενός ασθενούς, του Αρχίνου, ο οποίος έχει μικρότερο μέγεθος από τον θεό. Στα δεξιά του αναγλύφου είναι ο νέος που ικετεύει για την θεραπεία του, ενώ στο μέσον της παράστασης το ίδιο πρόσωπο κοιμάται πάνω σε ένα στρώμα, και ο όφις, ο ιερός όφις των Ασκληπειείων, του γλείφει το τραύμα για να το θεραπεύσει. Στον στυλοβάτη του αναγλύφου υπάρχει η επιγραφή: Αρχίνος Αμφιαράωι ανέθηκεν.

Τι ήταν άραγε ο ονειρομαντικός Αμφιάραος; Θεός ή ήρωας με χαρίσματα και μαντικές ικανότητες; Το δίλημμα το έθεσε ο ίδιος στους Θηβαίους. Οι Θηβαίοι τον τιμούσαν ως ήρωα, ενώ πρώτοι οι Ωρώπιοι τον πίστεψαν ως θεό και μετέπειτα όλοι οι Έλληνες.

/////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////                                                         

 ( Β ΄)



«Η γενεαλογία των μάντεων στον αρχαιοελληνικό κόσμο» 
της Ελένης Λαδιά   
Στην μνήμη της μητέρας της , Ευδοξίας Λαδιά.

                                                          (Μέρος Β’) 

Ο Πολύειδος υπήρξε δισέγγονος του Μελάμποδος και γιος του Κοιράνου. Αναφέρονται πολλές μαντείες και καθαρμοί, αλλά το κυριότερο κατόρθωμά του υπήρξε η ανάσταση του Γλαύκου, γιου του Μίνωος. Ο μάντις έκτισε και ιερό για τον Διόνυσο στην πόλη των Μεγάρων αφιερώνοντάς του ξόανο, που επί των ημερών του Παυσανίου φαινόταν μόνον το πρόσωπο του (Παυσανίας, Αττικά 43, 5).
«Γλαύκος δε έτι νήπιος υπάρχων, μυν διώκων εις μέλιτον πίθον πεσών απέθανεν»: Έτσι αρχίζει την διήγησή του ο Απολλόδωρος[1] για τον μικρό γιο του Μίνωος, Γλαύκο. Το παιδί, κυνηγώντας ένα ποντίκι, έπεσε σε ένα πιθάρι γεμάτο μέλι και πέθανε. Μετά την εξαφάνισή του ο Μίνως κατέφυγε σε μάντεις, για να το βρουν. Οι Κουρήτες τού αποκρίθηκαν πως αυτός που θα διέκρινε με σαφήνεια το χρώμα της τρίχρωμης αγελάδας του Μίνωος, αυτός και θα έφερνε πίσω το παιδί. Ο Πολύειδος, άριστος μάντις από το Άργος, γόνος της μεγάλης γενιάς των μάντεων Μελάμποδος, Άβαντος και Κοιράνου, παρομοίωσε το χρώμα του ζώου με βατόμουρο, γιατί το συγκεκριμένο φρούτο αλλάζει χρώμα τρεις φορές την ημέρα. Μετά την εύστοχη απάντηση, ο Πολύειδος ήταν αναγκασμένος να βρει το παιδί. Το βρήκε, αλλά ήταν νεκρό. Ο Μίνως όμως δεν άφηνε τον μάντι να φύγει, αν δεν ανάσταινε τον γιο του, κι έτσι τους έκλεισε και τους δύο μες στον τάφο. Εκεί ο μάντις σκεφτόταν τρόπο σωτηρίας, όταν βλέπει να πλησιάζει ένα φίδι. Φοβούμενος μήπως και πειράξει το νεκρό παιδί, σηκώνει το ραβδί του και σκοτώνει το ερπετό. Τότε βλέπει έκπληκτος να πλησιάζει άλλο φίδι και να τοποθετεί μια βοτάνη στο σώμα του σκοτωμένου, το οποίο αμέσως αναστήθηκε. Μιμούμενος την σοφία του φιδιού, ο μάντις κάνει τις ίδιες κινήσεις και ανασταίνει τον Γλαύκον. Όμως και μετά την ανάσταση, η απληστία του Μίνωος δεν αφήνει τον Πολύειδο να επιστρέψει στο Άργος. Του ζητά να διδάξει την μαντική στον γιο του. Ο Πολύειδος το πράττει εξαναγκασμένος, αλλά πριν από την αναχώρησή του προτρέπει τον Γλαύκο να φτύσει[2] στο στόμα του, γνωρίζοντας ως μάντις τις δυνάμεις του σιέλου. Ο Παλαίφατος[3], που ερμηνεύει και απομυθοποιεί το συμβάν σύμφωνα με τον ορθό λόγο, βεβαιώνει πως αυτός ο μύθος είναι γελοίος (Και ούτος ο μύθος παγγέλοιος). Μετά τον θάνατο δεν ανασταίνεται ποτέ ούτε άνθρωπος ούτε ζώο. Φαίνεται πως ο Γλαύκος τρώγοντας πολύ μέλι βαρυστομάχιασε και εκκρίνοντας περισσότερη χολή λιποθύμησε. Τότε έφθασαν οι ιατροί και ο Πολύειδος, που γνώριζε τα βοτάνια, και είπαν στον Μίνωα πως τον ανέστησαν.
Η σοφία όμως του μύθου είναι ευρύτερη και βαθύτερη από τον ορθό λόγο. Ο μύθος για τον θάνατο και την ανάσταση του μικρού Γλαύκου, με σύμβολα μάλιστα το μέλι και το φίδι, εντάσσεται στο μεγάλο θέμα της φθοράς και της αναγέννησης της βλάστησης. Είναι ένας μύθος σπαρακτικός και το παιδί Γλαύκος μια θεότητα της βλάστησης.
Ο Θεοκλύμενος ήταν μάντις και οιωνοσκόπος. Γιος του Πολυφείδη και δισέγγονος επίσης του Μελάμποδος, έχει μια παράξενη παρουσία στην Οδύσσεια.[4] Εμφανίζεται σαν φάντασμα, την στιγμή που ο Τηλέμαχος παρακινεί τους συντρόφους να μπουν στο πλοίο, για να επιστρέψουν στην Ιθάκη. Όταν εκείνοι άρχισαν να κωπηλατούν, ο ίδιος προσευχόταν και θυσίαζε στην Αθηνά κοντά στην πρύμνη του πλοίου. Τότε τον πλησίασε ένας άνδρας από μακρινή χώρα, ένας μάντις που έφυγε από το Άργος, διότι (όπως ο ίδιος αφηγήθηκε) είχε σκοτώσει κάποιον και οι πολυπληθείς συγγενείς του νεκρού ζητούσαν εκδίκηση. Ο Όμηρος αφιερώνει πολλούς στίχους στην γενεαλογία του, ακριβώς για να δείξει το μέγεθος της μαντείας του. Ο θεοειδής Θεοκλύμενος (ο όμοιος στην μορφή με θεό) ρώτησε τον Τηλέμαχο, εξορκίζοντάς τον στην θυσία που έκανε, να του πει ειλικρινώς για την πατρίδα και τους γονείς του. Ο νέος απάντησε σε ό,τι τον ρώτησε. Οι συστάσεις έγιναν κι ο Τηλέμαχος πήρε μαζί του τον μάντι στην Ιθάκη.
Η πρώτη προφητεία του Θεοκλύμενου στον Τηλέμαχο σχετίζεται με το πέταγμα ενός γερακιού (όρνις), που έφερνε μηνύματα στον Απόλλωνα. Κρατούσε στα πόδια του ένα άγριο περιστέρι (πελία) και το μαδούσε σκορπίζοντας τα φτέρωμά του στη γη ανάμεσα στο πλοίο και τον Τηλέμαχο. Ο Θεοκλύμενος εξήγησε στον Τηλέμαχο πως δεν πέταξε το πτηνό τυχαίως από τα δεξιά του, αλλά ήταν ένας αληθινός οιωνός. Στην Ιθάκη, συνέχισε ο μάντις, δεν υπάρχει άλλο γένος δυνατότερο από το δικό σας να βγάζει βασιλείς. Εσείς θα έχετε για πάντα την δύναμη. Ο Τηλέμαχος ευχαριστήθηκε, διότι ήταν μια έμμεση αναφορά στην άφιξη του Οδυσσέως και την καταστροφή των μνηστήρων.
Η δεύτερη προφητεία έγινε μέσα στο ανάκτορο του Οδυσσέως, όπου ο Τηλέμαχος διηγιόταν στην μητέρα του για το ταξίδι στην Πύλο και στην Σπάρτη. Τα λόγια του Μενελάου ήταν πως ο Οδυσσεύς βρισκόταν στα ανάκτορα της Καλυψούς, η οποία τον κρατούσε αναγκαστικώς. Τότε επενέβη ο Θεοκλύμενος και είπε στην Πηνελόπη πως αυτός θα της πει αληθινή προφητεία, δίχως να αποκρύψει τίποτα (ατρεκέως γαρ τοι μαντεύσομαι ουδ ἐπικεύσω). Προφήτευσε πως ο Οδυσσεύς βρίσκεται στην πατρίδα του, στην Ιθάκη, και σχεδιάζει την συμφορά των μνηστήρων. Η Πηνελόπη ευχήθηκε να βγουν αληθινά τα λόγια του.
Η πιο τρομερή όμως προφητεία υπάρχει στην Οδύσσεια (ραψωδία υ, στ. 350-358). Ο Τηλέμαχος λέγει στους μνηστήρες, για να τους παραπλανήσει, πως δεν έχει αντίρρηση για τον γάμο της μητέρας του με έναν από αυτούς, αλλά δεν είναι δίκαιο να την διώξει από το ανάκτορο χωρίς την θέλησή της. Τότε η Παλλάς Αθηνά προξένησε ακατάπαυστα γέλια στους μνηστήρες παραπλανώντας την σκέψη τους. Εκείνοι γελούσαν με παραμορφωμένες γνάθους καθώς έτρωγαν αιμοσταγή κρέατα, ωμά, ενώ τα μάτια τους γέμισαν δάκρυα και η ψυχή τους ποθούσε να αρχίσει θρήνο. Στους μνηστήρες είπε ο θεοειδής Θεοκλύμενος: «Αχ, άνανδροι, από τι κακό πάσχετε; Με σκότος καλύφθησαν τα κεφάλια σας, τα πρόσωπα και τα γόνατά σας, ακούγεται κλαυθμός και έχουν δάκρυα οι παρειές σας, με αίμα είναι ραντισμένοι οι τοίχοι και η ωραία μεσοδομή. Και γέμισαν τα πρόθυρα και οι αυλές με φαντάσματα (είδωλα) που πηγαίνουν προς στο έρεβος κάτω στον Άδη. Ο ήλιος χάθηκε από τον ουρανό και επίκειται η αχλύς (το σκοτάδι του θανάτου). Έτσι μίλησε ο Θεοκλύμενος, αλλά οι μνηστήρες γέλασαν κι ανάμεσά τους ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πολύβου, τον απεκάλεσε τρελό και πρόσταξε να τον διώξουν από τα ανάκτορα και να τον πάνε στην αγορά, αφού όλα εκεί μέσα του φαίνονταν σκοτεινά. Ο μάντις τού απάντησε πως είχε μάτια, αυτιά, πόδια, συνετό νου και δεν είχε ανάγκη από συνοδούς για να βγει έξω. Άλλωστε, συμπλήρωσε, «θα βγω γιατί βλέπω να πλησιάζει η συμφορά των μνηστήρων, που έπραξαν ανόσια έργα. Κι από την συμφορά αυτή κανείς δεν θα ξεφύγει». Αυτά είπε ο Θεοκλύμενος, του οποίου το όνομα συνδέθηκε με την λέξη «αχλύς», που σημαίνει το επερχόμενο σκότος του θανάτου.
Τειρεσίας
«Τειρεσία, δείξε την μνήμη μου/ δείξε μέσα σ’ εκείνο που θέλω να θυμηθώ τι πέρασα και τι δεν πέρασα/ πως από χιλιοδιπλωμένες σκιές τινάχτηκε το μυστικό μου/ και πως το μυστικό μου είναι ο σπειροειδής δρόμος/ που τον φωτίζει το αίνιγμα των αγαλμάτων». Δ.Π. Παπαδίτσας[5]
«Τειρεσία, φύτεψέ με στην μνήμη».[6]
Ο ποιητής Καλλίμαχος στο ποίημά του «Εις λουτρά της Παλλάδος»[7] αναφέρει μία από τις αιτίες της τύφλωσης του Τειρεσίου. Ο ύμνος εμπνέεται από τα Πλυντήρια της Ακρίας Αθηνάς του Άργους, όταν κατέβαζαν από την ακρόπολη το άγαλμά της, για να το πλύνουν στον ποταμό Ίναχο. Έτσι, προτρέπει τις υδροφόρες να μην βάζουν τις στάμνες τους στον ποταμό και τις γυναίκες του Άργους να πίνουν μόνον από τις κρήνες, διότι ο Ίναχος με χρυσό και άνθη θα αναμίξει τα ύδατά του, για να προετοιμάσει το λουτρό της θεάς. Όμως πρόσεχε, Πελασγέ, προειδοποιεί ο ποιητής, μήπως και δεις γυμνή την πολιούχο θεά, διότι τότε θα τυφλωθείς.
Η θεά στην Θήβα –αρχίζει την ιστορία του ο Καλλίμαχος– από όλες τις φίλες της αγαπούσε περισσότερο την νύμφη Χαρικλώ, την μητέρα του Τειρεσίου. Την έπαιρνε μαζί της και στις αρχαίες Θεσπιές και στην Κορώνεια, όπου υπήρχε ευωδιαστό άλσος και βωμοί που βρίσκονταν κοντά στον Κουράλιο ποταμό, ή στην Αλίατρο όταν οδηγούσε τους ίππους της περνώντας από τα κτήματα των Βοιωτών. Πολλές φορές την ανέβαζε ακόμη και στον δίφρο της. Όμως, μολονότι ήταν η αγαπημένη της Αθηνάς, επέπρωτο η Χαρικλώ να χύσει πολλά δάκρυα. Κάποτε οι δυο τους, αφού έλυσαν τις περόνες από τα πέπλα τους, μπήκαν στο πεντακάθαρο νερό της Ιπποκρήνης στον Ελικώνα, για να λουσθούν. Ήταν μεσημβρινή ώρα και απόλυτη γαλήνη. Ο Τειρεσίας ακόμη μελλέφηβος, περπατούσε μόνος με τα σκυλιά στον ιερό χώρο. Διψασμένος, πήγε στην κρήνη να πιει νερό κι άθελά του είδε την Αθηνά γυμνή. Οργισμένη εκείνη του φώναξε κι ευθύς τα μάτια του παιδιού τυφλώθηκαν, απέμεινε άφωνο και κόλλησαν τα πόδια του στο έδαφος. Η νύμφη Χαρικλώ βλέποντας το συμβάν διαμαρτυρήθηκε στην θεά λέγοντας πως δεν κάνουν έτσι οι φίλες, αφού πήρε το φως του γιου της. Αγκάλιασε τον μικρό Τειρεσία κι άρχισε γοερό θρήνο, σαν την μάνα των αηδονιών. Η θεά την σπλαχνίστηκε και της εξήγησε πως η ίδια δεν τύφλωσε τον γιο της, αλλά αυτό ήταν θέμα των Κρονίων νόμων. Αυτοί οι Κρόνιοι νόμοι ορίζουν πως όποιος θνητός δει κάποιον από τους αθανάτους, έστω και άθελά του, θα το πληρώσει με βαρύ τίμημα (...Κρόνιοι δ’ ώδε λέγοντι νόμοι·/ ος κε τιν’ αθανάτων, όκα μη θεός αυτός έληται,/ αθρήση, μισθώ τούτον ιδείν μεγάλω). Και με λόγια παρηγοριάς την συμβούλευσε να μην κλαίει, γιατί αυτή ήταν η μοίρα του γιου της. Της υποσχέθηκε πως θα τον καταστήσει τον πιο φημισμένο μάντι μέσα στους ερχόμενους, ο οποίος θα γνωρίζει ποια πτηνά πετούν για καλό και ποια ανοίγουν τα πτερά τους για κακό. Ως μάντις θα δώσει χρησμούς στους Βοιωτούς, στον Κάδμο και στους μεγάλους Λαβδακίδες. Και στον Άδη μόνον αυτός θα βλέπει μέσα στους νεκρούς.
Ο Απολλόδωρος (βιβλίο Γ, 69.70 κ.ε.) αποδίδει σε άλλη αιτία την τύφλωσή του. Στην εκστρατεία των επτά επί Θήβας, ο Ετεοκλής ζητούσε μαντεία για το αν θα νικούσαν οι Θηβαίοι. Τότε ζούσε στις Θήβες ο μάντις Τειρεσίας, γιος του Ευήρου και της νύμφης Χαρικλούς, από το γένος του Ουδαίου του Σπαρτού. Ήταν τυφλός. Άλλοι έλεγαν πως έχασε το φως του, επειδή φανέρωσε στους ανθρώπους τα κρυφά των θεών. Ο Φερεκύδης αναφέρει πως τυφλώθηκε, διότι είδε την θεά Αθηνά γυμνή. Η φίλη της, Χαρικλώ, την παρακάλεσε να ξαναδώσει την όραση στον γιο της, αλλά επειδή αυτό δεν ήταν στην δυνατότητα της θεάς, εκείνη του καθάρισε καλά τα αυτιά, για να ακούει κάθε φωνή των ορνίθων, και του χάρισε ένα κράνειον σκήπτρον (από κρανιά), ώστε να περπατά όπως οι βλέποντες. Ο Ησίοδος λέγει πως ο Τειρεσίας είδε στην Κυλλήνη την συνουσία δύο φιδιών, κι επειδή χτυπώντας τα τα πλήγωσε, άλλαξε φύλο και από άνδρας έγινε γυναίκα. Κι όταν ξανάδε τα ίδια φίδια, άλλαξε πάλι φύλο και ξανάγινε άνδρας. Αυτή η εμπειρία του δίφυλου μάντεως έκανε τον Δία και την Ήρα να ρωτήσουν ποιο από τα δύο φύλα αισθανόταν μεγαλύτερη ηδονή κατά την συνουσία, ο άνδρας ή η γυναίκα. Ο Τειρεσίας απάντησε πως στο ένα μερίδιο από τα δέκα τέρπεται ο άνδρας και στα εννέα η γυναίκα. Τότε η Ήρα τον τύφλωσε και ο Ζευς τού έδωσε την μαντική τέχνη.
Όταν λοιπόν οι Θηβαίοι ζήτησαν μαντεία από τον Τειρεσία, τους είπε πως θα νικήσουν αν ο Μενοικεύς, ο γιος του Κρέοντος, αυτοθυσιαζόταν. Μόλις το άκουσε ο Μενοικεύς αυτοκτόνησε μπροστά στις πύλες της πόλης. Οι Θηβαίοι ενίκησαν και οι Αργείοι υποχώρησαν. Ύστερα από δέκα έτη, τα τέκνα των σκοτωμένων αρχηγών απεφάσισαν ως Επίγονοι να εκστρατεύσουν εναντίον των Θηβών. Τώρα η μαντεία του Τειρεσίου προέτρεπε τους Θηβαίους, αφού ανεβάσουν στις άμαξες τα γυναικόπαιδα, να φύγουν από την πόλη. Όταν εκείνοι έφτασαν στην πηγή Τελφούσα, ο Τειρεσίας ήπιε πολύ νερό και πέθανε. Αργότερα οι Αργείοι μπήκαν στην έρημη πόλη, συνάθροισαν τα λάφυρα και γκρέμισαν τα τείχη της. Ένα μέρος των λαφύρων έστειλαν ως δώρο στους Δελφούς μαζί με την Μαντώ, την κόρη του Τειρεσίου, μάντισσα και αυτή, διότι είχαν τάξει στον θεό πως θα του αφιέρωναν το ωραιότερο από αυτά. Τον θάνατο του Τειρεσίου επιβεβαιώνει και ο Παυσανίας (Βοιωτικά 33,1). Στους Έλληνες, αναφέρει ο περιηγητής, υπήρχε η παράδοση πως οι Αργείοι, αφού κυρίευσαν την Θήβα, εκτός από τα άλλα λάφυρα στους Δελφούς για τον θεό, έφερναν και τον Τειρεσία. Εκείνος δίψασε, ήπιε άφθονο νερό από την πηγή Τελφούσα και πέθανε. Ο Παυσανίας γράφει επίσης και για το οιωνοσκοπείο του Τειρεσίου στην Θήβα, που ήταν μετά το ιερό του Άμμωνος και κοντά στο ιερό της Τύχης.
Στον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλέους υπάρχει μία μακρά και σκληρή στιχομυθία μεταξύ Οιδίποδος και Τειρεσίου. Έφεραν στο ανάκτορο τον μάντι χωρίς την θέλησή του, για να βρει τον δολοφόνο του Λαΐου, που έγινε αιτία του λοιμού. Στην αρχή ο μάντις μιλά διφορούμενα και συγκαλυμμένα αλλά στο τέλος, εξαναγκασμένος από τον θυμό και τις ύβρεις του Οιδίποδος, του αποκαλύπτει την τραγική του μοίρα: την μοίρα του δολοφόνου και αιμομίκτη.
Στην Νέκυια (λ της Οδυσσείας), ο Τειρεσίας ξεχωρίζει από τους άλλους νεκρούς, που είναι απλώς είδωλα θανόντων. Ο μάντις είχε σταθερή σκέψη διότι, μολονότι νεκρός, η Περσεφόνη τού έδωσε νου, ενώ οι άλλοι νεκροί τριγυρνούσαν σαν σκιές. Ο ήρωας κατά προτροπή της Κίρκης φθάνει στα σύνορα του κάτω κόσμου. «Και δέομουν πολλές φορές στ’ αδύναμα κρανία των νεκρών/ τάζοντας αγελάδα στείρα, την καλύτερη, σαν φτάσω στην Ιθάκη,/ στ’ ανάκτορά μου, να τη θυσιάσω κι αγαθά την πυρά να γεμίσω,/ και για τον Τειρεσία ξεχωριστά να σφάξω κριάρι έταξα/ κατάμαυρο, στο ποίμνιό μου που ξεχωρίζει.»[8]
Όταν πλησίασε η ψυχή του Θηβαίου Τειρεσίου, που κρατούσε ολόχρυσο σκήπτρο, είπε στον Οδυσσέα να απομακρυνθεί από τον λάκκο των θυσιών και να παραμερίσει το αιχμηρό του ξίφος, για να πιει το μαύρο αίμα από τα σφάγια και να του αποκαλύψει την αλήθεια. Η προφητεία του μάντεως ήταν: «τον νόστο τον μελίγευστο ζητάς, πανένδοξε Οδυσσέα·/ όμως αυτόν θα σου τον κάνει δύσκολο ο θεός· γιατί δεν το νομίζω/ πως θα ξεφύγεις απ’ τον γαιοσείστη, που οργή έχει για σένα στην ψυχή του/ εξοργισμένος γιατί τύφλωσες τον προσφιλή του γιο./ Αλλά παρ’ όλα αυτά μπορεί να φτάσετε δεινοπαθώντας,/ αν την δική σου την καρδιά θα δάμαζες και των συντρόφων σου,/ όταν το καλοκαμωμένο πλοίο θα προσορμίσεις/ στη νήσο Θρινακία, τον βαθυκύανο πόντο αποφεύγοντας,/ και βρείτε τις γελάδες να βοσκάν και τα παχιά τα πρόβατα/ του Ήλιου, που αυτός τα πάντα βλέπει και τα πάντα ακούει./ Αυτές λοιπόν αν σώες τις αφήσεις και την επάνοδό σου σκέφτεσαι,/ μπορεί δεινοπαθώντας, βέβαια, και στην Ιθάκη ακόμη ν’ αφιχθείτε·/ αν όμως θα τις βλάψεις, τότε προλέγω όλεθρο για σένα/ το πλοίο και τους συντρόφους σου· κι ο ίδιος αν γλυτώσεις,/ αργά κακήν κακώς θα επιστρέψεις, χάνοντας όλους τους συντρόφους,/ με ξένο πλοίο· και θα βρεις συμφορές στον οίκο σου,/ άνδρες θρασείς που κατατρών το βιος σου,/ την έξοχη ζητώντας σύζυγό σου δίνοντας και προίκα./ Αλλ’ όταν όμως φτάσεις, θα ξεπληρώσεις τις βιαιοπραγίες τους·/ κι αφού στο ανάκτορό σου τους μνηστήρες/ σκοτώσεις δόλια ή φανερά με το αιχμηρό σου ξίφος,/ έπειτα πια να πορευθείς παίρνοντας καλοεφάρμοστο κουπί,/ ώσπου σ’ αυτούς να φτάσεις που δεν ξέρουνε τη θάλασσα/ κι ούτε τροφή μ’ αλάτι τρων ανάμεικτη·/ κι ούτε τα πορφυρόπλευρα τα πλοία γνωρίζουν/ κι ούτε τα εφαρμοστά κουπιά, που είναι φτερά στα πλοία./ Και θα σου πω κάποιο ολοφάνερο σημάδι, μη σου διαφύγει·/ όταν λοιπόν αφού σε συναντήσει κάποιος άλλος οδοιπόρος/ και πει ότι βαστάς στον όμορφό σου ώμο αχυρολιχνιστήρι,/ τότε αφού μπήξεις μες στη γη το εφαρμοστό κουπί,/ κι αφού στον άνακτα τον Ποσειδώνα σφάγια καλά θυσιάσεις,/ κριάρι, ταύρο κι επιβήτορα των χοίρων κάπρο,/ στον τόπο σου να πας και ιερές να κάνεις εκατόμβες/ στους αθάνατους θεούς, που τον ευρύ ουρανό κατέχουν,/ με την σειρά μάλιστα σ’ όλους· και μακριά απ’ το κύμα ο θάνατος/ τόσο ήσυχος θα ’ρθει, που θα σε πάρει/ κατάφορτον από ευτυχή γεράματα· και γύρω σου όλοι/ θα ’ναι πανευτυχείς· αυτά σου λέω τ’ αληθινά».[9]
Μετά την προφητεία του Τειρεσίου για το μέλλον, ο ήρως τον ρώτησε πώς μπορεί να πλησιάσει την ψυχή της μητέρας του. Ο μάντις αποκρίθηκε πως προϋπόθεση να έρθει ο νεκρός ήταν πρώτα να πιει το μαύρο αίμα από τα σφάγια.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Απολλόδωρος Γ, 3.
[2] Θανάσης Μαργαρίτης, Μύστες και Μάγοι στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Νέα Θέσις 1998.
[3] Παλαίφατος, Περί απίστων, εκδ. Κάκτος 1992.
[4] Οδυσσείας ο στ. 222-235 και o στ. 508-543. Επίσης, ρ στ. 151-165 και υ στ. 350-358, Ομήρου Οδύσσεια α’ τόμος, μτφρ. Γ.Δ. Ζευγώλη, εκδ. Πάπυρος 1957.
[5] Στίχοι από το ποίημα του Δ.Π. Παπαδίτσα «Σπορά στην μνήμη», από την συλλογή Η Ασώματη, Άπαντα, εκδ. Μέγας Αστρολάβος – Ευθύνη 1997.
[6] Στίχος από το ίδιο ποίημα.
[7] Καλλιμάχου, Ύμνοι, εισαγωγή, μτφρ. και σχόλια Θανάσης Παπαθανασόπουλος, εκδ. Νεφέλη 1996.
[8] Ομήρου Οδυσσείας, λ Νέκυια στ. 29-34, μτφρ. Δ.Π. Παπαδίτσας – Ελένη Λαδιά, εκδ. Αρμός 2004.
[9] Ό.π. στ. 90-137.


///////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////////                                                      

 ( Γ ΄)


«Η γενεαλογία των μάντεων στον αρχαιοελληνικό κόσμο» 
της Ελένης Λαδιά   
Στην μνήμη της μητέρας της , Ευδοξίας Λαδιά.

                                                          (Μέρος Γ ΄) 
«Η γενεαλογία των μάντεων στον αρχαιοελληνικό κόσμο» (Μέρος Γ’) της Ελένης Λαδιά



Τροφώνιος
«Βούιξε στο άντρο: γέλια οράσεις ψέμματα
χρησμοί μαντείες.»[1] Δ.Π. Παπαδίτσας
Για τον Τροφώνιο θρυλούνται τα εξής: Ο Εργίνος[2], βασιλεύς των Μινύων, μετά την ήττα του από τον Ηρακλέα κι έχοντας χάσει μεγάλο πλούτο, αφιέρωσε την ζωή του στην συγκέντρωση περιουσίας παραμελώντας όλα τα άλλα. Έτσι, έφτασε στα γηρατειά χωρίς να νυμφευθεί και να αποκτήσει παιδιά. Όταν πήγε στην Πυθία να ζητήσει χρησμό, εκείνη του μίλησε με παραβολές, αφού του επισήμανε πως ήλθε αργά. «Όμως, έστω και τώρα, βάλε νέα κεφαλή στον ιστοβολέα του αλετριού σου». Ο Εργίνος κατάλαβε το νόημα του χρησμού, νυμφεύτηκε νέα γυναίκα και απέκτησε δύο τέκνα: τον Τροφώνιο και τον Αγαμήδη. Ο Παυσανίας πίστευε το θρυλλούμενο πως ο Τροφώνιος ήταν γιος του Απόλλωνος. Όταν τα παιδιά μεγάλωσαν, έγιναν περίφημοι κατασκευαστές για ιερά θεών και ανάκτορα θνητών. Έκτισαν τον ναό του Απόλλωνος στους Δελφούς και το θησαυροφυλάκιο του Υριέως, όπου τα δύο αδέλφια τοποθέτησαν έξω από το τείχος έναν λίθο κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να τον αφαιρούν μόνον οι ίδιοι. Έτσι, έκλεβαν κι ένα μέρος από τον θησαυρό του Υριέως. Εκείνος το κατάλαβε, έστησε παγίδα κι έπιασε τον Αγαμήδη. Τότε ο Τροφώνιος, φοβούμενος μήπως ο Αγαμήδης ομολογούσε και την δική του συμμετοχή, έκοψε το κεφάλι του αδελφού του. Αυτό βεβαίως, όπως και το φονικό του Θεοκλύμενου, δεν εμπόδισε στο χάρισμα της μαντείας. Η γη άνοιξε και κατάπιε τον Τροφώνιο, όπως κάποτε τον Αμφιάραο. Στα Βοιωτικά του ο Παυσανίας αναφέρει λεπτομερώς τα σχετικά με το Τροφώνιο άντρο. Όποιος, λοιπόν, ήθελε να κατεβεί στο ιερό του Τροφωνίου, έπρεπε να μείνει μερικές ημέρες σε ένα οίκημα, που ονομαζόταν του αγαθού Δαίμονος και της αγαθής Τύχης. Λουζόταν στον ποταμό Έρκυνα και τρεφόταν με τα κρέατα των θυσιών. Ένας μάντις προέλεγε από τα σπλάχνα των θυσιασμένων ζώων, αν ο Τροφώνιος θα ήταν ευμενής εις τον κατεβαίνοντα. Όταν οι οιωνοί ήταν καλοί, ο ενδιαφερόμενος κατέβαινε στο άντρο. Δύο νεανίσκοι δεκατριών ετών, γιοι πολιτών της Λεβαδείας, τον έλουζαν και τον άλειφαν με λάδι. Μετά τον έπαιρναν οι ιερείς και τον οδηγούσαν στις πηγές του νερού, που ήταν η μία κοντά στην άλλη. Εκεί έπρεπε να πιει από το νερό της Λήθης, για να ξεχάσει τα παλιά βάσανα και τις έγνοιες, και μετά από το νερό της Μνημοσύνης, για να θυμηθεί όλα όσα θα έβλεπε μες στο Τροφώνιον. Κατόπιν, ο ενδιαφερόμενος έβλεπε το άγαλμα του Τροφωνίου, το καμωμένο από τον Δαίδαλο, κι αφού προσευχόταν σε αυτό, πήγαινε προς το μαντείο φορώντας λινή πουκαμίσα, ζωσμένη με ταινίες, και ντόπια υποδήματα. Ο περιηγητής αναφέρει: «Το μαντείο είναι στο όρος, πάνω από το άλσος. Υπήρχε μια πλατφόρμα με κυκλικό περίγραμμα από λευκό μάρμαρο, της οποίας η περιφέρεια έχει τις διαστάσεις του πιο μικρού αλωνιού, και το ύψος της πλησιάζει τους δύο πήχεις. Μέσα στον περιφραγμένο χώρο υπήρχε χάσμα γης τεχνητό και καλοκτισμένο, με τέλειους τους αρμούς των λίθων. Για να κατέβει κανείς στο βάθος, του έφερναν μια σκάλα στενή και ελαφριά, διότι δεν υπήρχε κτιστή. Ο κατερχόμενος ξαπλώνεται ανάσκελα στο έδαφος, κρατώντας γλυκίσματα ζυμωμένα από κριθαράλευρο και μέλι, και βάζει πρώτα στην τρύπα τα πόδια του, για να συρθεί κατόπιν μέσα και ο ίδιος. Αν τα γόνατά του βρεθούν μες στην τρύπα, το υπόλοιπο σώμα έλκεται ευθύς ακολουθώντας τα γόνατα, όπως ένα πολύ μεγάλο και πολύ γρήγορο ποτάμι μπορεί να ρουφήξει τον άνθρωπο, που τον άρπαξε με την δίνη του. Όσοι κατεβαίνουν, γυρίζουν πίσω από το ίδιο στόμιο και βγάζοντας πρώτα τα πόδια» (Βοιωτικά 39.9). Ο χρηστηριαζόμενος που ανεβαίνει από το Τροφώνιο ακολουθεί μία καθιερωμένη διαδικασία. Οι ιερείς τον οδηγούν σε ένα κάθισμα, το λεγόμενο της Μνημοσύνης, που βρίσκεται κοντά στο άδυτο. Τον ρωτούν για όσα είδε και διδάχτηκε. Κατόπιν, τον παραδίδουν φοβισμένο στους οικείους του, που τον φέρνουν στο οίκημα του αγαθού Δαίμονος και της αγαθής Τύχης. Στην αρχή, ο τρομαγμένος άνθρωπος δεν γνωρίζει ούτε τον εαυτό του ούτε τους άλλους. Πολύ αργότερα έβρισκε το γέλιο του. Γι’ αυτό και η φράση «εις Τροφωνίου μαντεύεται» σήμαινε τον άνθρωπο που βρισκόταν σε μελαγχολία. Ο Παυσανίας βεβαιώνει πως ο ίδιος χρηστηριάστηκε στο Τροφώνιον. Ο πιστός του Τροφωνίου ενδιαφερόταν να μάθει για την επίγεια ζωή. Το Τροφώνιο επισκέφτηκε, ως γράφει ο Φιλόστρατος, και ο Απολλώνιος ο Τυανεύς. Ο σοφός των Τυάνων βγήκε στην επιφάνεια της γης ύστερα από επτά ημέρες. Κανείς μέχρι τότε δεν κάθισε τόσο πολύ χρόνο. Στα χέρια του κρατούσε ένα βιβλίο, όπου υπήρχε η απάντηση στην ερώτησή του: «Ποια είναι κατά την γνώμη σου, Τροφώνιε, η αρτιότερη και καθαρότερη φιλοσοφία;» Το βιβλίο περιείχε τις γνώμες του Πυθαγόρου· απόδειξη πως το Μαντείο συμφωνούσε με την πυθαγόρεια φιλοσοφία. Για την φιλοσοφία, για το δαιμόνιο του Σωκράτους αλλά και για τα πάντα, αφού όλα είναι αξιοθαύμαστα, ήθελε να μάθει ο νεαρός Χαιρωνεύς, ο Τίμαρχος, και κατέβηκε στο Τροφώνιο άντρο. Τα τρία μερόνυχτα του Τιμάρχου περιγράφονται από τον Πλούταρχο στο σπουδαίο έργο του Περί του Σωκράτους δαιμονίου (κεφ.29 κ.ε.).
Κάλχας
«Περιφέρομαι, λοιπόν, στην Τροία μακρυμάλλης Αχαιός/ ή ξυρισμένος Αρπαλίων/ Έκτωρ στην καρδιά και Διομήδης στο χέρι, αλαλάζω κι/ αλαλάζω/ ο Κάλχας –φωνάζω–/ αχ, ο Κάλχας ο ψεύτης,/ κι ο Κάλχας είμαι εγώ/ Και βροντούν μες στο θάνατο οι πανοπλίες που τις σκυλεύει/ ο αδελφός/ κι ο αδελφός είμαι εγώ.» Δ.Π. Παπαδίτσας[3]
Κατά τον Όμηρο, η μαντεία του είχε μεγάλο εύρος: γνώριζε τα παρόντα, τα μέλλοντα και τα παρελθόντα (ος ήδη τα τ’ εόντα τα τ’ εσσόμενα προ τ’ εόντα). Η μαντοσύνη του συνδέεται με τα Τρωικά. Ο μάντις ήταν από τον πατέρα του Θέστορα (Κάλχας ο Θεστορίδης) θεϊκής καταγωγής. Καταγόταν από τις Μυκήνες ή από τα Μέγαρα. Ο Κάλχας πριν από την εκστρατεία εναντίον της Τροίας κακοκάρδισε τον Αγαμέμνονα στην Αυλίδα. Στην ευριπίδεια τραγωδία Ιφιγένεια εν Αυλίδι, ο μάντις πληροφορεί τον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα πως η Άρτεμις με τον σφοδρόν άνεμο εμπόδιζε τα πλοία να αποπλεύσουν, διότι ήταν οργισμένη. Ο Αγαμέμνων είχε σκοτώσει την αγαπημένη της έλαφο κι έτσι ζητούσε για αντάλλαγμα την θυσία της πρωτότοκης κόρης του, της Ιφιγένειας. Στην Α ραψωδία της Ιλιάδος, ο Κάλχας καλείται από τον Αχιλλέα να ανακαλύψει την αιτία του φοβερού λοιμού που έπεσε στο στρατόπεδο των Αχαιών μαζί με τα φοβερά βέλη του εκηβόλου Απόλλωνος. Αιτία ήταν πάλι ο Αγαμέμνων, διότι δεν έδινε την Χρυσηίδα, το έπαθλό του, στον πατέρα της, Χρύση, ιερέα του Απόλλωνος, ο οποίος με λύτρα και δάκρυα ζητούσε να εξαγοράσει την θυγατέρα του (ραψωδία Α, στ.69, 86, 105). Στην ραψωδία Β (στ.300, 322) ο μάντις Κάλχας μαντεύει πως το δέκατο έτος του πολέμου (είχαν ήδη περάσει τα εννέα και τα καράβια σάπιζαν) θα γινόταν η άλωση της Τροίας. Ο Απολλόδωρος[4] αναφέρει πως όταν ο Αχιλλεύς έγινε εννέα ετών, ο Κάλχας προφήτευσε πως ήταν αδύνατον να κυριευθεί η Τροία χωρίς αυτόν. Στην Επιτομή του δίνει και άλλες πληροφορίες. Όταν ο στρατός συγκεντρώθηκε στην Αυλίδα, ύστερα από μία θυσία στον Απόλλωνα, ένα φίδι (δράκων) όρμησε από τον βωμό στην φωλιά που έφτιαξαν τα πουλιά στον κοντινό πλάτανο. Το φίδι έφαγε τα οκτώ στρουθία και ενάτη την μητέρα τους. Τότε ο Κάλχας προφήτευσε πως θα χρειάζονταν δέκα έτη για την άλωση της Τροίας. Σε άλλη προφητεία είπε πως δεν θα κυριευθεί το Ίλιον, αν δεν έχουν μαζί τους οι Έλληνες τα τόξα του Ηρακλέους. Ο Οδυσσεύς με τον Διομήδη πήγαν στην Λήμνο, όπου ζούσε ο Φιλοκτήτης με το πληγωμένο πόδι, παίρνει με δόλο τα τόξα και τον πείθει να τους ακολουθήσει. Ο Φιλοκτήτης πήγε στην Τροία και θεραπεύτηκε από τον Ποδαλείριο και με το τόξο σκότωσε τον Αλέξανδρο. Στο τέλος ο Αμφίλοχος, ο Κάλχας, ο Λεοντεύς, ο Ποδαλείριος και ο Πολυποίτης αφήνουν τα πλοία τους στο Ίλιον και φθάνουν διά ξηράς στον Κολοφώνα. Εκεί πέθανε και θάφτηκε ο μάντις Κάλχας. Κι όπως σε όλη του την ζωή έζησε με την μαντική του, πέθανε από αυτήν, διότι υπήρχε μια προφητεία (ίσως του Έλενου) πως ο Κάλχας θα πέθαινε, αν συναντούσε άλλον μάντι σοφότερό του. Όταν λοιπόν στον Κολοφώνα κατέλυσαν στον οίκο του μάντεως Μόψου, γιου του Απόλλωνος και της Μαντούς, θυγατέρας του Τειρεσίου, ο Μόψος λογομάχησε με τον Κάλχα για την μαντική. Μία από τις ιστορίες που διασώζονται είναι η εξής: Ο Κάλχας τον ρώτησε: «Πόσα σύκα έχει το δένδρο;» Ο Μόψος απάντησε: «Μια μυριάδα κι έναν μέδιμνο κι ένα σύκο περίσσιο».[5] Και βρέθηκαν σωστά. Κατόπιν, ρώτησε ο Μόψος τον Κάλχα για μία επίτοκη γουρούνα: «Πότε θα γεννήσει και πόσα μικρά έχει στην κοιλιά της;» Ο Κάλχας απάντησε: «Οκτώ». Ο Μόψος γέλασε και είπε πως αυτή η μαντεία ήταν αντίθετη από την σωστή. «Εγώ», του αποκρίθηκε χαμογελώντας, «ως γνήσιο τέκνο του Απόλλωνος και της Μαντούς, εμπλουτίζω διαρκώς την οξυδέρκειά μου και μαντεύω πως δεν έχει οκτώ μικρά στην κοιλιά, αλλά εννέα, και πως θα γεννήσει αύριο την έκτη ώρα». Κι όταν αυτό επαληθεύθηκε, ο Κάλχας πέθανε από θλίψη και θάφτηκε στο Νότιον.
Μία απομυθοποίηση της μαντείας βρίσκουμε στα λόγια του αγγέλου (αγγελιαφόρου) στην Ελένη του Ευριπίδου (στ.744-760) που απευθύνει στον Μενέλαο. «Αυτά θα γίνουν, βασιλιά μου, όμως/ ανόητες βλέπω οι μαντείες είναι,/ ψευτιές γεμάτες. Και καμιά δεν βγαίνει/ αλήθεια από τις φλόγες της θυσίας/ κι από το λάλημα πουλιώνε ούτε·/ πολύ ανόητο είναι να πιστεύεις/ πως τα πουλιά βοηθούνε τους ανθρώπους./ Καθόλου δεν εμίλησεν ο Κάλχας/ ουδέ σημάδι έδωσε κανένα/ στο στράτευμα, ενώ έβλεπε δικούς μας/ για χάρη να πεθαίνουν μιας νεφέλης,/ κι ο Έλενος, κι άδικα πάει η Τροία./ “Γιατί ο θεός τούς είχε εμποδίσει/να μιλήσουν;” θε να ’λεγε κανένας./ Να τρέχουμε ποιος λόγος στις μαντείες;/ Με τις θυσίες πρέπει να ζητάμε/ απ’ τούς θεούς τ’ αγαθά να μας δίνουν,/ και τις μαντείες να τις παρατάμε·/ σαν δόλωμα οι άνθρωποι τις βρήκαν/ για κέρδος, και ποτέ αργός κανένας/ δεν πλούτισε απ’ τις φλόγες της θυσίας·/ η κρίση η πιο σωστή κι η σωφροσύνη/ για μένα λογαριάζεται σαν μάντης.»[6]
Ίαμος
Στο ανατολικό αέτωμα από τον ναό του Διός στην Ολυμπία απεικονίζεται ένας σχεδόν ώριμος άνδρας. Τα μαλλιά του και τα γένια του, τόσο βοστρυχωτά σαν μικρά φιδάκια, στολίζουν το γαλήνιο πρόσωπό του. Το δεξί του χέρι με τα ανάγλυφα δάκτυλα ακουμπά στο μάγουλό του σε κίνηση στοχασμού. Λέγεται πως είναι ο Ίαμος, ο μάντις, ο πρώτος σε μία γενεά μάντεων, των Ιαμιδών, γιος και εγγονός θεών.[7] Στον 4ο Ολυμπιόνικο, ο Πίνδαρος μας διηγείται την ιστορία του. Η μητέρα του, Ευάδνη, ήταν θυγατέρα της Πιτάνης και του Ποσειδώνος. Η Πιτάνη έκρυβε την εγκυμοσύνη της κάτω από τα φαρδιά της ενδύματα και, μόλις γέννησε την Ευάδνη με τα βιολετιά μαλλιά, την έστειλε, βρέφος ακόμη, στον Αίπυτο, γιο του Ελάτου και βασιλέως της Φαισάνης στην Αρκαδία, κοντά στον Αλφειό ποταμό. Η Ευάδνη μεγάλωνε εκεί, αλλά είχε την τύχη της μητέρας της. Ήταν αγαπημένη του Απόλλωνος και έσμιγε μαζί του. Ο Αίπυτος αντιλήφθηκε την εγκυμοσύνη της, οργίστηκε αλλά, σκεφτόμενος συνετότερα, πήγε στους Δελφούς για να λάβει χρησμό. Στο μεταξύ, η Ευάδνη μες στο δάσος, αφήνοντας καταγής την πορφυρή της ζώνη και το αργυρό λαγήνι, γέννησε το θεοφόρο αγόρι. Κατόπιν, το εγκατέλειψε με θλίψη έκθετο. Τότε δύο γλαυκόχρωμα φίδια προστάτευαν το παιδί, ταΐζοντάς το μέλι, σύμφωνα με την βουλή των θεών. Όταν επέστρεψε ο Αίπυτος από τους Δελφούς, ενδιαφέρθηκε για το παιδί, διότι έλεγε ο χρησμός πως ήταν γιος του Φοίβου Απόλλωνος και πως θα γινόταν μέγας μάντις, γενάρχης μια γενεάς μάντεων. Κανείς όμως δεν γνώριζε πού βρισκόταν. Το πενταήμερο βρέφος ήταν κρυμμένο μες στα βάτα και τα σχοίνα με το σώμα του δροσερό από το ξανθό και πορφυρό χρώμα των μενεξέδων. Γι’ αυτό και η μητέρα του, Ευάδνη, με τα βιολετιά μάτια, το ονόμασε Ίαμο, λουλουδένιο, μενεξεδένιο. Όταν μεγάλωσε ο Ίαμος, κατέβηκε μέχρι τα νερά του Αλφειού ποταμού ολομόναχος μέσα στην έρημη νύκτα, όπου επικαλέστηκε τον πάππο του Ποσειδώνα και τον πατέρα του Απόλλωνα να του δώσουν ένα χάρισμα χρήσιμο για τον ίδιο και τους ανθρώπους. Ο Απόλλων απάντησε μες στην νύκτα, λέγοντάς του να ακολουθήσει την φωνή του. Όταν έφτασαν κι οι δυο στον Κρόνιο βράχο, ο Απόλλων του χάρισε τον δίδυμο θησαυρό της μαντικής να ακούει την αψευδή φωνή του θεού. Κατόπιν τον συμβούλευσε, όταν ο Ηρακλής θα γινόταν ο ιδρυτής των Ολυμπιακών Αγώνων, να κτίσει εκεί ένα μαντείο. (Κατά τον Πίνδαρο, ιδρυτής των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν ο γιος του Διός και της Αλκμήνης, του οποίου τα άθλα απεικονίζονται στις μετόπες του ναού του Διός στην Ολυμπία, και όχι ο Ιδαίος Δάκτυλος Ηρακλής κατά μία άλλη παράδοση. Ο μάντις Ίαμος, το βρέφος που μεγάλωσαν τα φίδια, αυτοί οι προπομποί της μαντείας, έγινε ο γενάρχης του ενδόξου σε ολόκληρη την Ελλάδα γένους των Ιαμιδών.)
Πρωτεύς
Γι’ αυτόν τον μάντι διηγείται ο Μενέλαος στον Τηλέμαχο, όταν ο τελευταίος τον επισκέφτηκε στην Σπάρτη, για να μάθει τα σχετικά με τον πατέρα του (Οδύσσεια δ, στ.349-570). «Θα σου πω τα πάντα αληθινά, όπως μου τα εξιστόρησε ο θαλάσσιος γέρων, ο αλάθητος», του υποσχέθηκε.
Οι θεοί κρατούσαν τον Μενέλαο στην Αίγυπτο, διότι τα σφάγια των θυσιών του δεν ήταν επαρκή και αψεγάδιαστα. Κι εκείνος λαχταρούσε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Υπήρχε ένα μικρό νησί μπροστά στην Αίγυπτο, ονομαζόταν Φάρος, κι είχε καλό λιμάνι για αγκυροβόλι. Εκεί κρατούσαν οι θεοί τον Μενέλαο είκοσι ημέρες, κι ακόμη δεν είχαν πνεύσει οι ούριοι θαλασσινοί άνεμοι. Όμως τον λυπήθηκε η Ειδοθέη, η θυγατέρα του δυνατού θαλασσίου γέροντος. Κάποια ώρα τον συνάντησε να περπατά ολομόναχο, ενώ οι σύντροφοί του ψάρευαν. Ρώτησε για την αιτία της θλίψης του κι αυτός της εκμυστηρεύθηκε την δυστυχία του. Η θαυμασία θεά τού είπε πως εδώ συχνάζει ο αθάνατος Πρωτεύς από την Αίγυπτο, ο οποίος γνωρίζει όλα τα βάθη της θάλασσας, είναι υπηρέτης του Ποσειδώνος και δικός της πατέρας. Αυτός θα μπορούσε να του πει τα πάντα. Ο Μενέλαος ρώτησε για τον τρόπο, με τον οποίον θα τον συναντούσε. «Λοιπόν εγώ, ξένε, θα σου μιλήσω με πολλήν ειλικρίνεια. Όταν ο ήλιος βρίσκεται στη μέση τ’ ουρανού, τότε βαδίζει μες στα κύματα ο θαλασσινός γέρος που ξέρει την αλήθεια, τυλιγμένος στους μαύρους κυματισμούς που κάνει με την πνοή του ο Ζέφυρος, και βγαίνοντας κοιμάται σε βαθουλές σπηλιές. Κοπάδια οι φώκιες, τα παιδιά της όμορφης θαλασσινής θεάς, κοιμούνται ολόγυρά του, πηδώντας μέσ’ από τ’ αφρισμένα κύματα, κι ανασαίνουνε βαριά τη μυρουδιά του πάτου της θάλασσας. Εκεί θα σε οδηγήσω εγώ μόλις φτάση η αυγή και στη σειρά θα σας βάλω να πλαγιάσετε· συ όμως να διαλέξης τρεις συντρόφους σου, τους καλύτερους που σου βρίσκονται στα γερά καράβια.»[8] Ύστερα από αυτή την ποιητική περιγραφή, η Ειδοθέη τον προειδοποιεί για τα τεχνάσματα του θαλασσίου γέροντος μέσα από μία σειρά μεταμορφώσεων. Θα γίνει κάθε τι από τα ζωντανά πλάσματα, νερό και φλόγα, κι όλα τα στοιχεία. (Ο Πρωτεύς χρησιμοποιεί τις μεταμορφώσεις, όπως η Θέτις όταν ήθελε να αποφύγει τον Πηλέα, καθώς και όλες οι θεότητες του νερού. Υποθέτω πως αυτό συμβαίνει, διότι και το καθαυτό στοιχείο τους, το ύδωρ, δημιουργεί ποικίλες διακυμάνσεις στις επιφάνειες.)
Ο Μενέλαος έπραξε όσα συμβούλευσε η θεά και πλάγιασε ανάμεσα στις φώκιες, καθώς και οι συντρόφοι του, όλοι ντυμένοι με τα τομάρια των θαλασσίων κητών. Όταν ο αλάθητος γέρων έπεσε για ύπνο ανάμεσα στις φώκιες του, ανήξερος για το τέχνασμα των ηρώων, εκείνοι όρμησαν με φωνές και τον έπιασαν. Ο Πρωτεύς άρχισε το παιχνίδι των μεταμορφώσεων: έγινε λέων πυκνοχαίτης, κι ύστερα όφις, πάνθηρ και μέγας αγριόχοιρος· έγινε ρέον ύδωρ και δένδρο υψηλόφυλλο. Όταν κουράστηκε ο θαλάσσιος γέρων, ρώτησε τον Μενέλαο τι ζητούσε. Κι όταν ο ήρωας του είπε για τα δεινά του, ο αλάθητος Πρωτεύς τον συμβούλευσε να ξαναγυρίσει στα ρεύματα του θεϊκού ποταμού Αίγυπτου και να προσφέρει πλούσιες θυσίες στους θεούς, διότι τότε μόνον θα του δώσουν το ταξίδι της επιστροφής. Ράγισε η καρδιά του Μενελάου που θα ξαναπήγαινε εκεί, σε αυτό το δύσκολο κι επίπονο ταξίδι. Κατόπιν, ρώτησε τον γέροντα αν πέθαναν η επέστρεψαν οι σύντροφοι από την Τροία, όταν εκείνος έφυγε με τον Νέστορα. Ο θαλάσσιος γέρων τού είπε να μην ρωτά τέτοια πράγματα, διότι πικρά θα κλάψει. Πολλοί από τους ήρωες δεν γύρισαν, διότι σκοτώθηκαν. Ο Αίας του Οϊλέως κινδύνεψε, μέχρι που πνίγηκε στην απέραντη θάλασσα. Στην αρχή ο Ποσειδών έκανε να χτυπήσει το πλοίο με τα μεγάλα κουπιά πάνω στις Γυρές πέτρες, αλλά τον γλίτωσε. Και θα απέφευγε τον θάνατο, μολονότι τον μισούσε η Αθηνά, αν δεν ήταν τόσο αλαζών και καυχησιάρης, πιστεύοντας πως μόνος του γλίτωσε από την θάλασσα κι όχι με θεϊκή βοήθεια. Τότε οργισμένος ο Ποσειδών χτύπησε τις Γυρές πέτρες με την τρίαινά του. Ο Φιλόστρατος αναφέρει πως οι Γυρές πέτρες ήταν βράχοι που υψώνονταν στο Αιγαίο πέλαγος. Στις Εικόνες του περιγράφει τον πίνακα: «Η θάλασσα είναι λευκή από τα κύματα· οι βράχοι είναι σκαμμένοι από το συνεχές χτύπημα της θάλασσας· φλόγες ξεπηδούν από το μέσο του καραβιού (του Αίαντος) και, καθώς ο άνεμος τις φουντώνει, το πλοίο συνεχίζει να πλέει σαν να χρησιμοποιεί την φωτιά ως πανί.»[9] Κι ο Αίας λες και συνέρχεται από την μέθη του, κοιτάζει το πέλαγος χωρίς να βλέπει ούτε το πλοίο ούτε την στεριά. Δεν τον νοιάζει και δεν φοβάται για τον θυμωμένο Ποσειδώνα που πλησιάζει, διότι είναι γεμάτος από την δύναμη του κομπασμού του. Ο θεός πετά την τρίαινα και κομματιάζει το τμήμα του βράχου, όπου καθόταν ο ήρωας. Οι υπόλοιπες Γυρές όμως θα παραμείνουν στην θάλασσα. Ο θαλάσσιος γέρων μαντεύει και το τέλος του Αγαμέμνονος, την δολοφονία από τον Αίγισθο. Ο Μενέλαος ακούγοντας τα λόγια του σπαράζει και κλαίει καθισμένος στην άμμο. Του είπε ακόμη πως με την μαντική του δύναμη βλέπει τον Οδυσσέα να θρηνεί στο νησί της Καλυψούς, διότι η νύμφη τον κρατούσε αιχμάλωτο.
Στο τέλος, απεκάλυψε στον Μενέλαο πως ο θάνατός του δεν θα συμβεί στο αλογοτρόφο Άργος, αλλά οι θεοί θα τον στείλουν στα Ηλύσια πεδία, στην άκρη της γης, όπου είναι κι ο Ραδάμανθυς. Στον τόπο αυτό δεν πέφτει ούτε βροχή, ούτε χιόνι κι ούτε χειμώνας έρχεται, παρά μόνον το φύσημα του Ζεφύρου σκορπά δροσιά. Εκεί θα μείνει, διότι έχει γυναίκα την Ελένη και είναι γαμβρός του Διός.
Ο Μενέλαος έπραξε ό,τι του είπε ο θαλάσσιος, αλάθητος γέρων. Ξαναγύρισε στον θεϊκό ποταμό Αίγυπτο και πρόσφερε θυσίες στους θεούς, πλούσιες και αψεγάδιαστες, ύψωσε μνήμα στον Αγαμέμνονα, για να διαλαλεί το κλέος του, και στο τέλος με ούριο άνεμο επέστρεψε στην προσφιλή του πατρίδα.
Μαντώ
Ήταν θυγατέρα του Τειρεσίου και περίφημη οιωνοσκόπος. Συνδέεται με την εκστρατεία των Επιγόνων εναντίον των Θηβών. Στον επικό κύκλο Επίγονοι[10] αναφέρεται: Οι συγγραφείς της Θηβαΐδος γράφουν πως η Μαντώ στάλθηκε από τους Επιγόνους στους Δελφούς, ως η πρώτη των απαρχών (των προσφορών) και πως, κατά τον χρησμό του Απόλλωνος, όταν έφυγε από εκεί συνάντησε τον Ράκιο, τον γιο του Λέβητος, από μυκηναϊκό γένος. Τον παντρεύτηκε, διότι κι αυτό περιελάμβανε ο χρησμός, να παντρευθεί όποιον συναντήσει. Όταν έφθασε στην Κολοφώνα, ήταν πολύ μελαγχολική και δακρυσμένη για την καταστροφή της πατρίδας της. Η ιωνική πόλη Κολοφών βρισκόταν στο Γαλλήσιο όρος.[11] Εκεί υπήρχε το άλσος του Κλαρίου Απόλλωνος, όπου κάποτε υπήρχε μαντείο. Η Μαντώ μαζί με τον γιο της Μόψο ίδρυσε τον ναό του Απόλλωνος στην Κλάρο. Ο Μόψος επονομάσθηκε Μόψος ο Κλάριος. Κατά τον Αρτεμίδωρο, συνεχίζει ο Στράβων, κοντά στους Σολούς ήταν και η Μαλλός, πόλη κτισμένη ψηλά από τον Μόψο, περίφημο μάντι, τέκνο του Απόλλωνος και της Μαντούς, και τον Αμφίλοχο, μάντι επίσης, γιο του Αμφιαράου και της Εριφύλης. Στο τέλος, οι δύο μάντεις μονομάχησαν και πέθαναν, διότι η έρις τους δεν αφορούσε μόνον την μαντική αλλά και την εξουσία. Τους έθαψαν και σε τάφους που να μην αντικρίζονται ποτέ.
Ο Παυσανίας γράφει στα Βοιωτικά (10,3) πως στον ναό του Ισμηνίου Απόλλωνος υπήρχε ένας λίθος, όπου πάνω του καθόταν η Μαντώ, η κόρη του Τειρεσίου. Αυτός ο λίθος βρισκόταν μπροστά στην είσοδο και μέχρι τις ημέρες του περιηγητή ονομαζόταν «Μαντούς δίφρος». Ο σχολιαστής του Παυσανίου Νικόλαος Παπαχατζής γράφει πως ήταν ένας λίθος με υποτυπώδη λάξευση, πάνω στον οποίο υπέθεταν πως καθόταν η Μαντώ και χρησμοδοτούσε. Υπηρέτησε ως Σίβυλλα στον ναό των Δελφών. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης[12] αναφέρεται κυρίως στην δελφική περίοδο της μάντισσας, ονομάζοντάς την Δάφνη και αποδίδοντάς της την ιδιότητα της Σίβυλλας. Η Μαντώ, χαρισματική από την φύση της, έγραψε παντοειδείς χρησμούς, εξαιρετικούς στην δομή τους. Λέγεται μάλιστα πως και ο Όμηρος οικειοποιήθηκε στίχους της, για να κοσμήσει την ποίησή του. Επειδή χρησμοδοτούσε πέφτοντας σε έκσταση, την ονόμαζαν Σίβυλλα, διότι η θεοπνευστία αποδίδεται σε κάποια γλώσσα με την λέξη «σιβυλλαίνειν» (το γαρ ενθεάζειν κατά γλώτταν υπάρχειν σιβυλλαίνειν).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Δ.Π. Παπαδίτσας, ποίημα «Τίμαρχος» από Αχερουσία ή ένας μονόλογος του Μενίππου και άλλα ποιήματα 1974, Άπαντα, εκδ. Μέγας Αστρολάβος. Βλ. επίσης Ελένης Λαδιά, Τα ψυχομαντεία και ο υποχθόνιος κόσμος των Ελλήνων, καθώς και (εξαντλημένο) Ποιητές και αρχαία Ελλάδα (Σικελιανός, Σεφέρης, Παπαδίτσας), εκδ. Οι εκδόσεις των Φίλων 1983.
[2] Παυσανίου Βοιωτικά 37, 5-7.
[3] Στίχοι του Δ.Π. Παπαδίτσα από το ποίημα «Φαινόμενα» της συλλογής Η Ασώματη, Άπαντα, εκδ. Μέγας Αστρολάβος – Ευθύνη 1997.
[4] Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη Γ,8 και Επιτομή 3,15.
[5] Απολλοδώρου Επιτομή 6,2.
[6] Ευριπίδου Ελένη, εμπεριστατωμένη εισαγωγή, μτφρ. και σχόλια του Ερρίκου Χατζηανέστη, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος 1989.
[7] Πινδάρου 4ος Ολυμπιόνικος, μτφρ. Τάσος Ρούσσος, εκ. Κάκτος 2001. Επίσης, στην Ελληνική Μυθολογία τ.3 του Ι. Κακριδή, βλ. το άρθρο του Μ. Κοπιδάκη, «Ίαμος». Επίσης, Παυσανίου Ηλιακά 2,4-6.
[8] Ομήρου Οδυσσείας ραψωδία δ, στ.399-409, μτφρ. Γ.Δ. Ζευγώλη, εκδ. Πάπυρος 1957.
[9] Φιλοστράτου Εικόνες, εκδ. Κάκτος 1992.
[10] Hesiod, The homeric hymns and homerica, tran. H.G. Evelyn-White 1982.
[11] Στράβωνος Γεωγραφικά 14,27.
[12] Διοδώρου Σικελιώτου Δ’, 66, 5-6.


Δεν υπάρχουν σχόλια: