ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Φώτης Στεργίου «Πρόσωπα της Λογοτεχνίας μας», Μελέτη,
Εκδόσεις Σοκόλη 1999
Προτάσσω της ανάρτησης του άρθρου αυτό το απόσπασμα του
.
«Αν ευχόμουν ένα
σχολείο αφοσιωμένων ποιητών (….) θα ήταν ένα σχολείο, όπου οι μαθητευόμενοι,
ανάμεσα σε πολλά άλλα (…) θα μάθαιναν απ΄έξω μεγάλα κομμάτια από τους ποιητές
μας, αρχίζοντας από τον Όμηρο ως τους Βυζαντινούς υμνογράφους, τον Διγενή, τον
Φτωχοπρόδρομο (…). Θα μάθαιναν ό, τι μας είναι γνωστό από την αρχαία προσωδία –
θα έκαναν ασκήσεις πάνω στους διάφορους τύπους του δεκαπεντασύλλαβου και σε
πολύ αυστηρά στιχουργικά θέματα – θα δοκίμαζαν, τέλος, να συμπτύξουν
εικοσιπέντε στίχους ενός ποιήματος σε τρεις. Θα απέφευγα τις σχολικές αναλύσεις
των κειμένων – απεναντίας, θα χρησιμοποιούσα κάθε μέσο για να τους φέρω στην
αμεσότερη επαφή με την υφή της γλώσσας αυτών των ποιημάτων. Έπειτα θα τους
άφηνα ελεύθερους να βρουν το δρόμο τους».
Κυρίως για να διαβαστεί αυτό το απόσπασμα του άρθρου έκανα
την ανάρτηση με την ελπίδα να βοηθήσει λίγο όσους διδάσκουν , τους πολλούς που
γράφουν κυρίως όμως όσους θέλουν να μάθουν να γράψουν ΠΟΙΗΣΗ .
Λεωνίδας Ορφανουδάκης
------ . ------
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Φώτης Στεργίου «Πρόσωπα της
Λογοτεχνίας μας», Μελέτη, Εκδόσεις Σοκόλη 1999
ΑΥΓΗ, 23 - 4 – 2000
Της Δήμητρας ΠΑΥΛΑΚΟΥ
Ο δοκιμιακός λόγος όπως καταγράφεται απ΄αυτή τη στήλη
στα σχεδόν δεκατέσσερα χρόνια που ταξιδεύει, σπάνια έχει την ευκαιρία να χαρεί
την αφιέρωση, την έγνοια του πνευματικού (όπως τουλάχιστον μας το δίδαξαν οι
δάσκαλοί μας) σε τόνους χαμηλούς και καρδιακούς.
Ο συγγραφέας Φώτης Στεργίου, συνταξιούχος έμπειρος
φιλόλογος, ασχολείται με ιερές μορφές της λογοτεχνίας μας και διεισδυτικά,
σεμνά, με όρους σχεδόν απόλυτης γνώσης καταθέτει σε τούτο το βιβλίο την ψυχή
του. Μαθητής του Βαγγέλη Σκουβαρά, διδάχτηκε να στηρίζει την άποψή του όσο
κόστος και αν έχει το διά ταύτα. Και έχει κόστος –και στο επίπεδο του καθημερινού λόγου
και στο επίπεδο της δοκιμιογραφίας, παρ’ότι θα νόμιζε κανείς ότι εκεί, όπως και
στη λογοτεχνία, είναι ο γράφων απρόσκοπτος. Άκριτος δεν μένει ποτέ κανείς. Το
σθένος δε στην κριτική της λογοτεχνίας κάποιοι το πλήρωσαν ακριβά. Πότε δια της
αποσιωπήσεως, πότε δια της λασπολογίας. Ας είναι. Εδώ αναλύονται και
προσεγγίζονται ιστορικά και λογοτεχνικά ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος,
ο Παλαμάς, ο Καβάφης, ο Κων/να Χατζόπουλος, ο Παπαδιαμάντης, ο Μωραϊτίδης, ο
Βλαχογιάννης, ο Τραυλαντώνης, ο Λουκής Ακρίτας, ο Πέτρος Δήμας και, τέλος, ο
Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος. Πρόκειται για δοκίμια, στα οποία μπορεί κανείς να
στηριχτεί, να ακουμπήσει. Η γραφή και το ύφος υποχρεώνουν σχεδόν σε μια
μονορούφι ανάγνωση. Γλαφυρός ο συγγραφέας, με μια χρήση της ελληνικής από τις
πολύ σπάνιες πια στον καιρό της ευτέλειας που κατατρώγει τα άκαυτα χλωρά του
κοινωνικού ιστού.
Γνωρίζει πώς να ευγενίσει τους ήδη καταξιωμένους της
ιστορίας της λογοτεχνίας. Παραθέτει αποσπάσματα κατάλληλα να υποστηρίξουν τη
δομή του έργου και ούτε για μια στιγμή δεν αφίσταται από τις καταβολές της
ψυχής του γράφοντος, κάτι που το θεωρώ, ίσως, τη σημαντικότερη αρετή του έργου.
Όμως συμβαίνει και κάτι άλλο, επίσης σημαντικό.
Αξιοποιεί τα ιστορικά και βιβλιογραφικά δεδομένα που μαζί με τα βιογραφικά
γεγονότα του επιτρέπουν την καλύτερη συνολική ανάγνωση. Ένα απόσπασμα, το οποίο
αναφέρεται στον Σπ. Τρικούπη, ας πούμε, όπου ο Τρικούπης διείδε την αξιοσύνη
του Σολωμού, το αξιοποιεί και ο συγγραφέας τόσο καλά που δυναμώνει τη
φιλολογική του επιχειρηματολογία. Έχει σημασία το ότι διαλέγει που και πως
παραθέτει, πότε και γιατί χρησιμοποιεί τα αποσπάσματα.
Πρόκειται για κείμενα εικοσαετίας και πλέον που
συνέταξε, θα έγραφε κανείς, βουτώντας την πέννα όχι στον νου, μα στην ψυχή.
Ίσως όμως κάποιος να αναρωτηθεί: αφού υπάρχει μια μεγάλη βιβλιογραφία, γύρω από
τα ήδη καταξιωμένα αυτά πρόσωπα, τι χρείαν έχομεν νέων αναφορών; Πολύτροπα,
πληθωρικά, άγρυπνα, πολυεδρικά, αλλά πάντως αναμασήματα; Στον δύσπιστο αυτόν
αναγνώστη που έμαθε να αναγνωρίζει το επίθετο άξιος σε συγκεκριμένα ονόματα δεν
αρκεί να του μιλήσουμε για στερεοτυπική σκέψη, αλλά να του θυμίσουμε εκείνο το
μετ΄ευτελείας. Με τα ταπεινά και τα φτωχά χτίστηκε ο πολιτισμός. Τι να κάνουμε;
Ο Φώτης Στεργίου δεν είναι ένας πασίγνωστος κριτικός
μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδας. Ένας καλός μάστορας του λόγου είναι. Όπως οι
καλοί χτίστες που δεν τους γνωρίζει κανείς, εκτός κι αν τους χρειαστεί για να
λαξεύσουν τις πέτρες για τη μάντρα τους… Χαρακτηρίζει τον Παλαμά ταγό του
έθνους και επιχειρηματολογεί καταλλήλως. Λέγει απερίφραστα ότι ο Παλαμάς έζησε
και έγραψε σε έναν καιρό που ο Έλληνας κινδύνευε να χάσει τον εαυτό του. Και
μου θύμισε τις αποφράδες ημέρες του Κοσόβου και ο συνειρμός προς πάσαν χρήσιν.
Μια κορυφαία, νομίζω, στιγμή στο έργο είναι το σημείωμα: αντί επιλόγου.
Στάθηκα με συγκίνηση στο απόσπασμα της ομιλίας του
Σεφέρη, όταν ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1965. Πραγματικά αντί επιλόγου ας
κατατεθεί και ίσως βοηθήσει ως μεταφορικός καθρέφτης πολλούς που γράφουν ό, τι
νομίζουν ή νομίζουν ότι γράφουν επειδή κάποιοι τους «πέρασαν» σε μεγάλα έντυπα:
«Διεκδικώ και υποστηρίζω την ελευθερία του ποιητή, όπως
το έκανα πάντα, ξέροντας άλλωστε πως όποιο φραγμό κι αν του βάλουμε δεν θα
αντέξει (…). Αν ευχόμουν ένα σχολείο αφοσιωμένων ποιητών – για να θυμηθώ το
Ρήγα – θα ήταν ένα σχολείο, όπου οι μαθητευόμενοι, ανάμεσα σε πολλά άλλα (…) θα
μάθαιναν απ΄έξω μεγάλα κομμάτια από τους ποιητές μας, αρχίζοντας από τον Όμηρο
ως τους Βυζαντινούς υμνογράφους, τον Διγενή, τον Φτωχοπρόδρομο (…). Θα μάθαιναν
ό, τι μας είναι γνωστό από την αρχαία προσωδία – θα έκαναν ασκήσεις πάνω στους
διάφορους τύπους του δεκαπεντασύλλαβου και σε πολύ αυστηρά στιχουργικά θέματα –
θα δοκίμαζαν, τέλος, να συμπτύξουν εικοσιπέντε στίχους ενός ποιήματος σε τρεις.
Θα απέφευγα τις σχολικές αναλύσεις των κειμένων – απεναντίας, θα χρησιμοποιούσα
κάθε μέσο για να τους φέρω στην αμεσότερη επαφή με την υφή της γλώσσας αυτών
των ποιημάτων. Έπειτα θα τους άφηνα ελεύθερους να βρουν το δρόμο τους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου