Η εποχή της ενοχής
Γλυκά αναστέναξε η μαργαρίτα πριν πεθάνει
καθώς μικρού παιδιού το χέρι
έκοψε με χαρά το τρυφερό κοτσάνι
Ο καβαλάρης έλιωσε αθώο ζωντανό
με ένα καλπασμό
κι -αλίμονο- ούτε το ξέρει
Πάνω στο βράχο μάτωσε απαλό το κύμα
και ρίγησε ο γιαλός στο αθώο κρίμα
Από της βίας το μετερίζι
ο βίος την ιστορία ορίζει
που ανελέητη
πάλι και πάλι πίσω γυρίζει
Με στεγνό δάκρυ
το μοιρολόι της τραγουδά η ζωή
που αν θέλει φως να δει προτού τελειώσει
πρέπει θυσία του χάροντα να δώσει
νιάτα, ομορφιά και έρωτα και χάρη
χωρίς να ξέρει
αν ποτέ πίσω θα πάρει
υπόσχεση καμιά
Αλίμονο!
Πόσο ακριβά πληρώνεται η αλήθεια!
Με πόσο ιδρώτα σβήνεται η συνήθεια
και λάμπει πίσω από τη λέξη η σοφία
αθέατη στο νου της γνώσης και κρυμμένη
Μικρή η ζωή
μετράει νομίσματα και ξεπουλιέται
σ’ εκείνους που πληρώνουν πιο πολλά
Γι αυτό, σου λέω, ανατολή μου, στάσου!
Μην ξημερώνεις
Και νύχτα! Βύθισέ με στα όνειρά σου
σαν ναυαγό που αρπάζεται από το μύθο να σωθεί
Ξέρω: κάνεις δεν θα με λυπηθεί
ούτε και χάρισμα θα μου δοθεί ο χρόνος
να πω τα όσα είδα που πληγώνουν
όσα προλάβω
όσα αντέξω
όσα αξιώθηκα να καταλάβω
Μα πάλι όχι! Μην καρτεράς ανατολή
Είναι ώρα πια να ξημερώνεις
Να βγω από τ’ όνειρο ορθή
κι ορθή καταντικρύ στην καταιγίδα
να ομολογήσω: ένοχη!
Έπεσε θύμα βιασμού η εποχή πάλι και πάλι
από απάνθρωπους δεσμώτες
Κι εμείς δεν λέγαμε κουβέντα
Λες και μας είχανε φιμώσει και τυφλώσει
γίναμε, χωρίς να ξέρουμε, προδότες
Πέρασε κι από το δικό μας χέρι το κακό
Μάταια το κρατάμε μυστικό
Τώρα κοιλοπονάει η εποχή κι αγωνιούμε
Μήτε να κλείσουμε τ’ αυτιά μπορούμε
στης γέννας τις κραυγές
Με οδύνες έρχεται το αύριο στον κόσμο
-άραγε θα ’ναι τέρας ή κανονικό-
Με τρόμο περιμένουμε τον ερχομό του
μα η ιστορία δεν μπορεί να περιμένει
Ούτε κι εμείς αντέχουμε
-είτε προδότες είτε προδομένοι-
ν’ ακούμε που ουρλιάζουν οι καιροί
Κι εσύ μου λες
ας έρθει επιτέλους η μαμή
να της το πάρει με τη βία
Μα δεν τη θέλουν πια τη βία τα σωθικά μου
Σώθηκε η ομορφιά της
Πάλι στο όνειρο γυρνώ για να γλυτώσω
Την εξιλέωση πληρώνω όσο-όσο
με τρέλα διαφυγής
Δες τα παιδιά μου
Κρύβονται απελπισμένα στην ποδιά μου
Φτιάχνω χαρταετούς με χρώματα ζωής
και δένω στα χεράκια τους το σπάγκο
Φυσάω με δύναμη ψυχής
ως να τα δω να ανέβουνε ψηλά
Κι όλο ψηλότερα σαν σημαίες να κυματίζουν
Να τα φωτίζει ο ήλιος
Να τ’ αγκαλιάζουν σύννεφα
Να τα δροσίζει η βροχή
Όλο ψηλότερα να φεύγουν και να ελπίζουν
πως εκεί
η ζωή θα είναι αλλιώς γραμμένη
με αγάπης λόγο και με έρωτα σπαρμένη
Ξημέρωσε, λοιπόν
κι άσε με εμένα, ανατολή
Εγώ θα μείνω πίσω αλλοπαρμένη
να τα βολέψω με την εποχή
να τα βολέψω με την ενοχή
2 σχόλια:
Ευχαριστώ πολύ Λεωνίδα για την ανάρτηση!
Κατίνα Βλάχου
Είναι καλό ποίημα κυρία Βλάχου Κατίνα !! Έχει αναγνώστες .
Δημοσίευση σχολίου