Οι φίλοι και οι φίλες μας στο Facebook έγραψαν
για το αφιέρωμα μας στην ημέρα της μητέρας , με αγάπη και τρυφερότητα τα ποιήματα που
δημοσιεύουμε σήμερα !
A . Κι
όμως υπήρξε .
Του Μιχάλη Δελησάββα (από την συντροφιά μας της Τετάρτης)
Η μητέρα δεν είναι εκεί ούτε στον ουρανό , ούτε
στην γη ; Αν είναι δυνατόν ….. Και όμως υπήρξε , είναι βέβαιο πως υπήρξε
μ΄ ένα χαμόγελο στην άκρη των χειλιών θλιμμένο
πάντοτε κάποιας ηλικίας ή και καμίας όπως οι άγγελοι ,
ουδέποτε νέα , όπως όλες οι μανάδες
Ν αλλάξουμε , αυτό ναι, πάντοτε τόθελε
να μην πονάμε ,και νάμαστε
ποιο τυχεροί από την ίδια, η έγνοια αυτή προπαντός,
στο πάντοτε άγρυπνο βλέμμα της , και ο φόβος για την
τύχη και το άγνωστο .
Τίποτα δεν θ΄ αλλάξει και νάρθει
Δεν θα σου απαντήσει , όσο και να πατήσεις
Το μηδέν στο τηλέφωνο πάλι και πάλι, ακόμα και
να ουρλιάξεις .
Όσο ήταν εδώ , όσο δεν την άκουγες εσύ που σου μιλούσε , τώρα πια δεν σ΄ ακούει
κι ο φόβος της εκείνος , ωρίμασε
ίσως και να περίσσεψε τώρα που έγινε και δικός σου
Σαν τον καθρέπτη ή σαν την φωνή σου την ακούς,
βλέπεις το πρόσωπο σου στον καθρέπτη αλλά δεν τον αναγνωρίζεις .
Του Μιχάλη Δελησάββα (από την συντροφιά μας της Τετάρτης)
Η μητέρα δεν είναι εκεί ούτε στον ουρανό , ούτε
στην γη ; Αν είναι δυνατόν ….. Και όμως υπήρξε , είναι βέβαιο πως υπήρξε
μ΄ ένα χαμόγελο στην άκρη των χειλιών θλιμμένο
πάντοτε κάποιας ηλικίας ή και καμίας όπως οι άγγελοι ,
ουδέποτε νέα , όπως όλες οι μανάδες
Ν αλλάξουμε , αυτό ναι, πάντοτε τόθελε
να μην πονάμε ,και νάμαστε
ποιο τυχεροί από την ίδια, η έγνοια αυτή προπαντός,
στο πάντοτε άγρυπνο βλέμμα της , και ο φόβος για την
τύχη και το άγνωστο .
Τίποτα δεν θ΄ αλλάξει και νάρθει
Δεν θα σου απαντήσει , όσο και να πατήσεις
Το μηδέν στο τηλέφωνο πάλι και πάλι, ακόμα και
να ουρλιάξεις .
Όσο ήταν εδώ , όσο δεν την άκουγες εσύ που σου μιλούσε , τώρα πια δεν σ΄ ακούει
κι ο φόβος της εκείνος , ωρίμασε
ίσως και να περίσσεψε τώρα που έγινε και δικός σου
Σαν τον καθρέπτη ή σαν την φωνή σου την ακούς,
βλέπεις το πρόσωπο σου στον καθρέπτη αλλά δεν τον αναγνωρίζεις .
Μιχάλης
Δελησάββας
`1 . EIMAI MANA
Είμαι μάνα.
Ζω μόνο για τα τέσσερα υπέροχα εγκλήματα
μου.
Το να ζω για τον εαυτό μου δεν έχει
κανένα πρακτικό νόημα πια ...
Το επιχείρησα, αλλά συνεχώς απορροφώμαι
από διψασμένη γη,
καταναλώνομαι από την ακόρεστη τους
"πείνα για" ...
Είμαι μάνα.
Είμαι απλά ένα αναμμένο κερί.
ΣTH MANA MOY
Έχω Μάνα...
Η αρχή μου.
Ανήμπορη,
η παντοδύναμη.
Φοβισμένη,
η ατρόμητη.
Κουρασμένη,
η ακούραστη.
Μπερδεμένη,
η ξεκάθαρη.
Η ζωή μου την πίκρανε.
Ονειρεύτηκε
να περπατώ σε ροδοπέταλα.
Κι όποτε πατούσα αγκάθια,
μάτωνε, άθελά μου, εκείνη.
Έχω Μάνα,
που δεν την έφτασα ποτέ,
που πάντα σήκωνε λάβαρο,
που πάντα την κυνηγούσα.
Έχω Μάνα...
Μάνα, σύχασε!
Μείνε μαζί μου.
Κρατήσου, όσο μπορείς.
Θα μου λείψεις αφόρητα,
σαν φύγεις...
Το ξέρεις;
Χρύσα Βελησσαρίου
2. Αυτή ήταν η μητέρα μου
Θυμάμαι ακόμη μέσα στην κοιλιά της
που με αγκάλιαζαν τα σπλάχνα της φιλώντας το κορμί μου
μπουκιά μπουκιά με τάιζε με το αίμα της
ένιωθα άγγελος στο παράδεισο του κορμιού της
ένιωθα το μεγαλείο της αγάπη της
ήμουν ο θεός της
ήταν η παναγία μου
πάντα με ανέβαζε ποιο ψηλά απο αυτήν
Θυμάμαι όταν άνοιξα τα μάτια μου
βγαίνοντας από την μήτρα της
να με πλένει με τα δάκρυα της
θυμάμαι τα χέρια της στην πρώτη αγκαλιά
τότε ήταν που έβγαλα και τα πρώτα φτερά μου
με έκανε άγγελο
Θυμάμαι το πρώτο της κλάμα
για το δικό μου γέλιο
το πρώτο της γέλιο
για να κάνει τα δάκρυα μου χαρά
πονούσε πρίν πονέσω
την πονούσα για να μην πονέσω
γελούσε
Θυμάμαι τον πόνο της στο πρώτο όχι που μου είπε
θυμάμαι πόσο πόνεσα όταν μου ζήτησε συγνώμη γιαυτό το όχι
ακουμπούσα στην αγκαλιά της και η ανάσα της μου έδινε ζωή
μου δώριζε την ζωή της γελώντας στον θάνατο
μια ζωή υπήρχε η δική μου
Θυμάμαι όταν με σταύρωνε τα χέρια της μοσχοβολούσαν μύρο
θυμάμαι τα φιλιά της να γίνονται στολίδια στα μάγουλα μου
το βλέμμα της στα προβλήματα μου ήταν βάλσαμο ήταν λύση
η δύναμή της στούς εχθρούς μου ήταν φόβος θεού
Θυμάμαι την συμβουλή της
ζήσε για να ζήσω
θυμάμαι θυμάμαι θυμάμαι
Και όταν της έκλεισα τα μάτια
θυμάμαι το τελευταίο της χαμόγελο
τα δάκρυα της ζωγράφισαν το Σ'αγαπώ στα μάγουλα της
ζέστη κάνει μου είπε
και με χάιδεψε με το δροσερό της χέρι για να με δροσίσει
πέθανε για να είμαι καλά
Την έλεγαν μάνα
Θυμάμαι ακόμη μέσα στην κοιλιά της
που με αγκάλιαζαν τα σπλάχνα της φιλώντας το κορμί μου
μπουκιά μπουκιά με τάιζε με το αίμα της
ένιωθα άγγελος στο παράδεισο του κορμιού της
ένιωθα το μεγαλείο της αγάπη της
ήμουν ο θεός της
ήταν η παναγία μου
πάντα με ανέβαζε ποιο ψηλά απο αυτήν
Θυμάμαι όταν άνοιξα τα μάτια μου
βγαίνοντας από την μήτρα της
να με πλένει με τα δάκρυα της
θυμάμαι τα χέρια της στην πρώτη αγκαλιά
τότε ήταν που έβγαλα και τα πρώτα φτερά μου
με έκανε άγγελο
Θυμάμαι το πρώτο της κλάμα
για το δικό μου γέλιο
το πρώτο της γέλιο
για να κάνει τα δάκρυα μου χαρά
πονούσε πρίν πονέσω
την πονούσα για να μην πονέσω
γελούσε
Θυμάμαι τον πόνο της στο πρώτο όχι που μου είπε
θυμάμαι πόσο πόνεσα όταν μου ζήτησε συγνώμη γιαυτό το όχι
ακουμπούσα στην αγκαλιά της και η ανάσα της μου έδινε ζωή
μου δώριζε την ζωή της γελώντας στον θάνατο
μια ζωή υπήρχε η δική μου
Θυμάμαι όταν με σταύρωνε τα χέρια της μοσχοβολούσαν μύρο
θυμάμαι τα φιλιά της να γίνονται στολίδια στα μάγουλα μου
το βλέμμα της στα προβλήματα μου ήταν βάλσαμο ήταν λύση
η δύναμή της στούς εχθρούς μου ήταν φόβος θεού
Θυμάμαι την συμβουλή της
ζήσε για να ζήσω
θυμάμαι θυμάμαι θυμάμαι
Και όταν της έκλεισα τα μάτια
θυμάμαι το τελευταίο της χαμόγελο
τα δάκρυα της ζωγράφισαν το Σ'αγαπώ στα μάγουλα της
ζέστη κάνει μου είπε
και με χάιδεψε με το δροσερό της χέρι για να με δροσίσει
πέθανε για να είμαι καλά
Την έλεγαν μάνα
Σπυρος
Ποδαρας
3. Η μάνα
Μάνα, μια τόσο δα λεξούλα,
μικρή, μα τόσο δυνατή,
μια λέξη μέσα στην καρδούλα
κάθε παιδιού, μοναδική.
μικρή, μα τόσο δυνατή,
μια λέξη μέσα στην καρδούλα
κάθε παιδιού, μοναδική.
Έρχεται η άνοιξη στα χείλη,
που την προφέρουν απαλά,
η πιο αγαπημένη φίλη,
διώχνει τα σύννεφα μακριά.
που την προφέρουν απαλά,
η πιο αγαπημένη φίλη,
διώχνει τα σύννεφα μακριά.
Και τις ημέρες και τις νύχτες,
πάντα στο πλάι, αγρυπνά,
πάντα στο πλάι, αγρυπνά,
τα δυο της μάτια οδοδείχτες,
φάροι, που φέγγουν σταθερά.
φάροι, που φέγγουν σταθερά.
Φύλακας άγγελος, που στέκει,
δίπλα στη θλίψη, στη χαρά,
πάντοτε στην καρδιά της έχει
μια προσευχή στην Παναγιά.
δίπλα στη θλίψη, στη χαρά,
πάντοτε στην καρδιά της έχει
μια προσευχή στην Παναγιά.
Να προστατεύει το παιδί της
με την πανάγια της ματιά,
συνέχεια λαχταρά η ψυχή της
να 'ναι το σπλάχνο της καλά.
με την πανάγια της ματιά,
συνέχεια λαχταρά η ψυχή της
να 'ναι το σπλάχνο της καλά.
Γιάννης Χ. Μπαλκουράνος
4 . Αχ..ρε μάνα.
Εχθές το απομεσήμερο. σε βρήκα του θανάτου.
Το γεια βάρη μου ακούστηκε, σαν έμπαινα απ την πόρτα.
Και ο κούκος Άγγλος χτύπησε, τέσσερις του Σαββάτου
Εσύ σκυφτός καθόσουνα, σαν να 'σουν μελλοθάνατος.
Μα στην βεράντα η μάνα σου, θυμάμαι κάτι έψελνε,
(τι θα γενεί τούτο παιδί ,είναι καημός αθάνατος.)
Ευθύς εγώ κατάλαβα ,το μπλέξιμο που θα βρω.
Και στην αρχή, από ένστικτο, σκέφτηκα να ξεφύγω
να ακούω δεν είχα υπομονή ,ούτε μαζί μου μαύρο.
Τότε εσύ αναχάραξες ,σαν να με εννοούσες.
Και στο δωμάτιο κοίταξες, κάπου να βρεις το βάζο.
Καθώς χαρτάκια μάτιζες ,και έξυνες τις πατούσες.
Δεν φτάνουν τόσες συμφορές, που έχω στην ζωή μου,
να μου τα κάνεις τούμπανο ,έχω και εσένα μάνα.
Τα ίδια Παντελάκη μου ,τα ίδια Παντελή μου.
Μπούκωσες μία ρουφηξιά και μου πες δίχως άλλο,
κάποιου διαβόλου είναι δουλειά, για να την σιχτιρίσω,
Την αγαπώ, αλλά θα φύγω από δω ,τα μέτρα μου θα λάβω.
Έδωσες την χαριστική βολή ,στον πρωινό καφέ σου.
Και ξαναμμένος έσβησες, ,ανόρεχτα το τσιγάρο.
Άσε εμάς της φώναξες ,και κοίτα το παρκέ σου.
Φούντωσες Μανωλάκη μου, έγινες σαν παντζάρι.
Εγώ ευθύς σου πρότεινα δεν πάμε μια βόλτα
άμα καθίσουμε εδώ ένα σακί δεν φτάνει
Εχθές το απομεσήμερο. σε βρήκα του θανάτου.
Το γεια βάρη μου ακούστηκε, σαν έμπαινα απ την πόρτα.
Και ο κούκος Άγγλος χτύπησε, τέσσερις του Σαββάτου
Εσύ σκυφτός καθόσουνα, σαν να 'σουν μελλοθάνατος.
Μα στην βεράντα η μάνα σου, θυμάμαι κάτι έψελνε,
(τι θα γενεί τούτο παιδί ,είναι καημός αθάνατος.)
Ευθύς εγώ κατάλαβα ,το μπλέξιμο που θα βρω.
Και στην αρχή, από ένστικτο, σκέφτηκα να ξεφύγω
να ακούω δεν είχα υπομονή ,ούτε μαζί μου μαύρο.
Τότε εσύ αναχάραξες ,σαν να με εννοούσες.
Και στο δωμάτιο κοίταξες, κάπου να βρεις το βάζο.
Καθώς χαρτάκια μάτιζες ,και έξυνες τις πατούσες.
Δεν φτάνουν τόσες συμφορές, που έχω στην ζωή μου,
να μου τα κάνεις τούμπανο ,έχω και εσένα μάνα.
Τα ίδια Παντελάκη μου ,τα ίδια Παντελή μου.
Μπούκωσες μία ρουφηξιά και μου πες δίχως άλλο,
κάποιου διαβόλου είναι δουλειά, για να την σιχτιρίσω,
Την αγαπώ, αλλά θα φύγω από δω ,τα μέτρα μου θα λάβω.
Έδωσες την χαριστική βολή ,στον πρωινό καφέ σου.
Και ξαναμμένος έσβησες, ,ανόρεχτα το τσιγάρο.
Άσε εμάς της φώναξες ,και κοίτα το παρκέ σου.
Φούντωσες Μανωλάκη μου, έγινες σαν παντζάρι.
Εγώ ευθύς σου πρότεινα δεν πάμε μια βόλτα
άμα καθίσουμε εδώ ένα σακί δεν φτάνει
Δημήτρης Καπετάνος
5. ΕΦΘΑΣΕ Η ΩΡΑ
Έτσι στα ξαφνικά έρχονται όλα,
μέχρι να γυρίσεις το πρόσωπο σου από την άλλη μεριά,
έρχεται μπροστά σου κάτι καινούργιο να αντιμετωπίσεις.
Έτσι στα ξαφνικά και εσύ κοιτάς, αρχίζοντας τις
σκέψεις,
να καταλάβεις προσπαθείς, να το αντέξεις.
Δεν είναι πως δεν το ήξερες, ούτε το ακούς πρώτη φορά,
μα όπως και να γίνει, άλλο είναι η δική σου πόρτα να
κτυπά.
Τότε ακριβώς είναι που αρχίζουν οι μετρήσεις,
αμάν τι έγινε τώρα, ποιος είμαι, που πάω,
τι έχω κάνει μέχρι τώρα, πόσος σωστός είμαι ή και λάθος.
Τότε είναι που η μνήμη, ενώνεται με την κρίση,
αρχίζει μια κουβέντα μεταξύ του νού και του ανθρώπου.
Όμως ο νούς είναι αμείλικτος,
σε όλα απαντάει με της ακρίβειας το δοξάρι,
βλέπεις δεν έχει συναισθήματα αυτός.
Εσύ είσαι αυτός που τις κορδέλες της καρδιάς
πλέκεις μεταξύ τους,γιατί δεν θές να δείς,
πως σε τίποτα δεν είσαι ανεπαρκής,
μα αυτό δεν το θυμάσαι.
Έτσι αρχίζει ο καβγάς, αυτός εικόνες δείχνει,
μα εσύ είσαι αυτός που την σφραγίδα βάζεις,
στης αλήθειας το σκοπό.
Τι και αν λάθη έκανες πολλά,
το μόνο να σε νοιάζει, αν είχαν σκοπό.
Άστα όλα καρδιά μου, σημασία έχει ότι είσαι εδώ,
έτσι φτερά απλώνω, στο τώρα, στο λίγο που έχει
απομείνει,
να δείξω μπορώ, της καρδιάς μου τον παλμό.
Έτσι στα ξαφνικά, φυσάει αέρας που σε κάνει
θές, δεν θές, να δείς,
αυτό που μέσα στην ψυχή σου κρύβεις.
Έτσι στα ξαφνικά θα φύγεις, μα σε ευχαριστώ
που ξύπνησες την σκέψη,
δίνοντας την ευκαιρία να σε δώ,
να αντιληφθώ, πόσο ανάγκη σε έχω,
δεν θέλω να σε αποχωριστώ !!
Θεός να γίνω θέλω για μια στιγμή,
με μαγεία φωτεινή, την αρρώστια να απαλύνω,
από τα γέρικα τα κόκαλα, τον πόνο να αφανίσω.
Πόση αγάπη θα χαθεί μάνα την ώρα που θα φύγεις
Πόση αγάπη σου χρωστώ, μάνα μου λυπάμαι.
Μάνα,
δεν είναι μόνο όταν έχεις
Μάνα,
κυρίως είναι όταν δεν έχεις
Μάνα
είναι αυτό:
<<που
παρακαλάς τα βράδια να έρθει τουλάχιστον
στα
όνειρά σου, να σου δώσει το φιλί της καληνύχτας>>
Εκείνο
το φιλί που σήκωνε τείχη προστασίας γύρω σου
και
τώρα γεμίζει δάκρυα το μαξιλάρι σου
από
μια δυνατή αίσθηση της δικής της παρουσίας.
Μετά
το ξημέρωμα δεν είναι εκεί
όσο
και να τη γυρεύεις, δεν είναι.
Έτσι
περιμένεις να έρθει πάλι η νύχτα
να
βυθιστείς στα όνειρά σου
ελπίζοντας
να τη βρεις ξανά.
Γι'
αυτό αγαπούσες πάντα τις νύχτες.
ΠΑΝΤΑ
Kallia Vouli
7 . Η Μάνα
Από μια τόση δα κλωστή,
που την ελένε λώρο,
δώθηκε σ'όλους η ζωή,
από τη μάνα δώρο.
Και η κλωστή ενισχύεται
με την πολλή αγάπη
και γίνεται χοντρό σχοινί
και γίνεται ατσάλι.
Που η μάνα πάντα το κρατά
άρρηκτο στην καρδιά της,
αμύθητη έχουν γι'αυτήν
αξία τα παιδιά της.
Ρένα Μ.Πέτρου
Από μια τόση δα κλωστή,
που την ελένε λώρο,
δώθηκε σ'όλους η ζωή,
από τη μάνα δώρο.
Και η κλωστή ενισχύεται
με την πολλή αγάπη
και γίνεται χοντρό σχοινί
και γίνεται ατσάλι.
Που η μάνα πάντα το κρατά
άρρηκτο στην καρδιά της,
αμύθητη έχουν γι'αυτήν
αξία τα παιδιά της.
Ρένα Μ.Πέτρου
8 . Το Απέσυρε ο δημιουργός του .
Την είδαν σύρματα να σφίγγει με τα χέρια,
Την είδαν σύρματα να σφίγγει με τα χέρια,
μιας φυλακής, τη σάπια την περίφραξη,
......
Δ. Μ...
9 . ΦΡΟΝΤΙΔΑ
Μεσάνυχτα στο σπίτι μου γυρνώ
άδειο κι αυτό, ίδιο με μένα
κλαίω, θρηνώ, πεινώ,
του τροχού ο κύκλος,
τα λόγια, οι πράξεις των άλλων
πονάνε την καρδιά μου.
Διψώ, το κεφάλι γυρνώ, το σώμα,
βαδίζω στη βρύση για να πιώ, να δροσιστώ,
να σβήσω τον πόνο, αυτής της μέρας.
Ξάφνου μια ζεστασιά,
ολόκληρος κόσμος απλώνεται μπροστά μου,
αγάπη ταπεινή, σιωπηλή,
φαί ζεστό, όμορφα βαλμένο
με περιμένει εκεί, από τη μάνας μου το χέρι.
Ανώφελη η μοναξιά μου.
"Απουσία Ι"
Ημητέρα δεν θάρθει απόψε
το σπίτι βουβό, δεν ανάψαμε λάμπα
Έσβησε η ακοίμητη φωτιά που ακύρωνε τα σκοτάδια
τώρα, ποιος θα μας συγκεντρώσει γύρω από το τραπέζι...
Πέτρωσε ο άγιος κόρφος, ο παρήγορος λόγος
Κι εμέις παιδιά στη νύχτα
δεν έχουμε τρόπο να τρέξουμε μέχρι του παππού πιο κάτω
για να τη φέρουμε πίσω
να στεριώσουμε και πάλι μέσα μας τον κόσμο.
( Από την συντροφιά της Τετάρτης) Μιχάλης Δελησάββας
Γ2 άλο ένα ποίημα για τη μητέρα (το τρίτο του εδώ) από το Μ. Δελησάββα !
Γ2 άλο ένα ποίημα για τη μητέρα (το τρίτο του εδώ) από το Μ. Δελησάββα !
"Μανάδες"
Έχει τόση απαντοχή το βλέμμα της...
Σε χαιρετάει στην εξώπορτα
απλώνοντας τα χέρια
Σε κάνει μαθητή
που τον ξεπροβοδάει η μάνα
Κουνάς κι εσύ το χέρι
"Αντίο"
Η τελευταία γενιά
από εκείνες που έβγαλε η ανάγκη
Η μάνα σου και η μάνα μου
....
Και περιμένουν
όλο περιμένουν...
... Γιατί ξέρουν
πως τα παιδιά σ΄αυτόν τον τόπο
φεύγουν
γίνονται δάκρυα και μνήμες
Ή μένουν, και σταυρώνονται
χίλιες φορές.
Μιχάλης Δελησάββας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου