Από δω πέρασε
ο γέροντας που
τον είπανε «τρελό»,
κάτω από ζεστά
γερτά παραθυρόφυλλα
ανασταίνοντας κάποιο
παλιό ξεχασμένο όνειρο
που τώρα καλούμαστε,
ή εμείς να
το σώσουμε,
ή εκείνο χωρίς
δισταγμό να μας
σκοτώσει.
Γίνεται δύσκολο το
παιχνίδι των παιδιών
γύρω από κρυφούς
νερόλακκους και γύρω
από τη μεγάλη
φωτιά που καίει το δάσος.
Σε κοιτούσα που
φόρτωνες το ποίημα
με λέξεις,
στην τελευταία, έτσι
ανήμπορο, δεν άντεξε
και σαν το
γέρικο δέντρο έπεσε
στη γη,
ζητώντας στο ματωμένο
ηλιοβασίλεμα
ένα θάνατο κι’ ένα
μνήμα να ησυχάσει.
Κώστας Χελμός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου