ΕΛΛΑΣ - Οι Έλληνες :
Σημαντικές από καθαρά ιστορική πλευρά , πληροφορίες για την Ελλάδα και τους Έλληνες δίδει συνοπτικά ο Θουκυδίδης στην αρχή της ιστορίας του Πελοποννησιακού πολέμου ."Πελοποννησιακός Πόλεμος " του Θουκυδίδη σε μετάφραση Ελ. Βενιζέλου .(πηγή Μικρός Απόπλους ).
Στο απόσπασμα του Προοίμιον (μέχρι τα Αίτια του Πελοποννησιακού πολέμου 1 - 23 ) βρήκα πληροφορίες και γνώσεις περί των Ελλήνων και της Ελλάδος που θέλησα να τις μεταφέρω στο ΠΑΤΑΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ , προς χάριν των αναγνωστών του .
Στο απόσπασμα του Προοίμιον (μέχρι τα Αίτια του Πελοποννησιακού πολέμου 1 - 23 ) βρήκα πληροφορίες και γνώσεις περί των Ελλήνων και της Ελλάδος που θέλησα να τις μεταφέρω στο ΠΑΤΑΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ , προς χάριν των αναγνωστών του .
Αίτια και αφορμαί του πολέμου
Θουκυδίδης 1* , ο Αθηναίος, έγραψε την ιστορίαν του πολέμου μεταξύ των Πελοποννησίων και των Αθηναίων. Την συγγραφήν αυτού ήρχισεν ευθύς εξ αρχής της εκρήξεώς του, διότι προείδεν ότι θ' απέβαινε μεγάλος και περισσότερον αξιομνημόνευτος από κάθε προηγούμενον πόλεμον, και εσυμπέραινε τούτο από το γεγονός ότι αμφότερα τα Κράτη κατήρχοντο εις αυτόν, ενώ ευρίσκοντο εις την ακμήν της παντός είδους στρατιωτικής δυνάμεώς των, και ότι έβλεπε τους λοιπούς Έλληνας είτε τασσόμενους αμέσως, είτε διανοουμένους τουλάχιστον να ταχθούν προς το εν ή το άλλο μέρος. Η κίνησις αυτή ετάραξε τωόντι βαθύτατα την Ελλάδα, και μέρος υπό τους βαρβάρους και σχεδόν τον κόσμον όλον. Τα προγενέστερα γεγονότα και τα έτι παλαιότερα δεν δύνανται να εξακριβωθούν σαφώς, ένεκα της παρόδου πολλού χρόνου. Αλλά από τεκμήρια, τα οποία, ωθών την έρευνάν μου μέχρι του απωτάτου παρελθόντος, κρίνω αξιόπιστα, άγομαι να πιστεύσω ότι δεν υπήρξαν μεγάλα, ούτε υπό πολεμικήν, ούτε υπό άλλην έποψιν.
2. ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΙΣ
Αι μεταναστεύσεις Διότι είναι προφανές ότι η χώρα που καλείται σήμερον2* Ελλάς δεν ήτο μονίμως κατοικημένη εξ αρχής, αλλ' εγίνοντο εις το παρελθόν συχναί μεταναστεύσεις και οι κάτοικοι χωρίς πολλάς δυσκολίας εγκατέλειπαν τας εστίας των, εξαναγκαζόμενοι εις τούτο από νέους πολυαριθμοτέρους εκάστοτε εποίκους. Καθόσον ούτε το εμπόριον, όπως σήμερον διεξάγεται, υπήρχε τότε, ούτε ασφαλής διά ξηράς ή διά θαλάσσης συγκοινωνία, και καθένας εξεμεταλλεύετο το έδαφος, το οποιον είχε υπό την κατοχήν του, τόσον μόνον όσον ήρκει διά την συντήρησίν του. Ούτε πλούτον έσώρευαν, ούτε την γην εφύτευαν, τόσον μάλλον καθόσον αι εγκαταστάσεις των δεν ήσαν ωχυρωμέναι και ως εκ τούτου εφοβούντο μήπως από στιγμής εις στιγμήν άλλοι επιδρομείς επέλθουν και τους αφαιρέσουν κάθε τι που έχουν. Επειδή, εξ άλλου, επίστευαν ότι οπουδήποτε ημπορούν να εξασφαλίσουν την αναγκαίαν καθημερινήν τροφήν, εμετανάστευαν όχι απροθύμως και δι' αυτό δεν ήσαν ισχυροί ούτε κατά το μέγεθος των πόλεων, ούτε κατά την πολεμικήν γενικώς παρασκευήν. Αλλά τα ευφορώτερα προ πάντων διαμερίσματα υπέκειντο εις διηνεκείς μεταβολάς των κατοίκων - όπως, λόγου χάριν, αι επαρχίαι, αι οποίαι σήμερον ονομάζονται Θεσσαλία και Βοιωτία, και το μεγαλύτερον μέρος της Πελοποννήσου, εκτός της Αρκαδίας, και από την άλλην Ελλάδα τα καλύτερα μέρη. Διότι η ευφορία της γης έφερεν αύξησιν της δυνάμεως ωρισμένων προσώπων, η οποία επροκάλει εμφυλίους σπαραγμούς, από τους οποίους τα διαμερίσματα αυτά εφθείροντο τόσον μάλλον, καθόσον ήσαν περισσότερον εκτεθειμένα εις εξωτερικάς επιδρομάς. Η Αττική, εν πάση περιπτώσει,λόγω του ότι το έδαφός της είναι ισχνόν και πτωχόν, υπήρξεν ανέκαθεν απηλλαγμένη από στάσεις και διά τον λόγον αυτόν διετήρησε πάντοτε τους ιδίους κατοίκους. Και έχομεν εδώ απόδειξιν του ισχυρισμού μου ότι, λόγω της μεταναστεύσεως, τα άλλα μέρη της Ελλάδος δεν ηυξήθησαν εις πληθυσμόν όπως η Αττική. Διότι οι δυνατώτεροι από εκείνους, όσοι, ένεκα εξωτερικών πολέμων ή εσωτερικών στάσεων εξεδιώκοντο από την άλλην Ελλάδα, κατέφευγαν εις τας Αθήνας ως εις τόπον ασφαλή, και, πολιτογραφούμενοι, κατέστησαν την πόλιν, ευθύς από τους παλαιότατους χρόνους, ακόμη πλέον πολυάνθρωπον, εις τρόπον ώστε επειδή η Αττική απέβη ανεπαρκής διά τον πληθυσμόν της πόλεως οι Αθηναίοι απέστειλαν αποικίας εις την Ιωνίαν.
3. ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΕΛΛΑΣ
Την αδυναμίαν, άλλωστε, των παλαιών καιρών μου φαίνεται ότι αποδεικνύει και το γεγονός προ πάντων ότι πριν από τα Τρωικά τίποτε δεν επεχείρησεν από κοινού η Ελλάς. Νομίζω μάλιστα ότι το όνομα αυτό ούτε είχε δοθή ακόμη εις όλην την χώραν, ούτε καν υπήρχε προ του Έλληνος, υιού του Δευκαλίωνος, αλλά τα διάφορα φύλα, και εις μεγαλυτέραν έκτασιν το Πελασγικόν, έδιδαν το όνομά των εις τα υπ' αυτών κατοικούμενα διαμερίσματα. Αλλ' από την εποχήν που ο Έλλην και οι υιοί του απέβησαν ισχυροί εις την Φθιώτιδα, και την βοήθειάν των επεκαλούντο οι κάτοικοι των άλλων πόλεων, τα διάφορα φύλα, συνεπεία της επικοινωνίας αυτής, ωνομάζοντο ήδη επί μάλλον και μάλλον Έλληνες, μολονότι πολύς επέρασε καιρός πριν το όνομα τούτο ημπορέση να επικράτηση γενικώς. Την καλυτέραν απόδειξιν παρέχει ο Όμηρος. Διότι, μολονότι έζησε πολύ ύστερον και από τα Τρωικά, πουθενά δεν ωνόμασε με το όνομα αυτό όλους, ούτε άλλους εκτός εκείνων που ηκολούθησαν τον Αχιλλέα από την Φθιώτιδα, οι οποίοι ήσαν και οι πρώτοι Έλληνες, αλλ' αποκαλεί αυτούς εις τα ποιήματά του γενικώς Δαναούς και Αργείους και Αχαιούς. Ούτε βαρβάρους, άλλωστε, μνημονεύει διά τον λόγον, ως νομίζω, ότι ούτε οι Έλληνες είχαν ακόμη διακριθή διά κοινού αντιθέτου ονόματος. Οπωσδήποτε τα διάφορα ελληνικά φύλα, επί των οποίων το όνομα των Ελλήνων, λόγω κοινότητος της γλώσσης, εξηπλώνετο διαδοχικώς από μίαν περιφέρειαν εις άλλην, έως ότου επεξετάθη ακολούθως επί του συνόλου των, δεν έκαμαν καμμίαν κοινήν επιχείρησιν πριν από τα Τρωικά, ένεκα αδυναμίας και ελλείψεως αμοιβαίας επικοινωνίας. Άλλωστε, και την εκστρατείαν ακόμη κατά της Τροίας τότε μόνον επεχείρησαν από κοινού, όταν είχαν ήδη αποκτήσει αξιόλογον εμπειρίαν της θαλάσσης.
4. ΜΙΝΩΣ και Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ
Ο Μίνως και η πειρατεία . Ο Μίνως, εξ όσων κατά παράδοσιν γνωρίζομεν, πρώτος απέκτησε πολεμικόν ναυτικόν, και εκυριάρχησεν επί του μεγαλυτέρου μέρους της θαλάσσης, η οποία ονομάζεται σήμερον Ελληνική. Κατακτήσας τας Κυκλάδας νήσους, ίδρυσεν αποικίας εις τας περισσοτέρας από αυτάς, αφού εξεδίωξε τους Κάρας και εγκατέστησε τους υιούς του ως κυβερνήτας. Ως εκ τούτου και την πειρατείαν φυσικά κατεδίωκεν όσον ημπορούσεν από την θάλασσαν αυτήν, διά να περιέρχωνται εις αυτόν ασφαλέστερον τα εισοδήματα των νήσων.
5. Διότι εις την παλαιάν εποχήν οι Έλληνες, και όσοι από τους βαρβάρους εκατοικούσαν είτε τα ηπειρωτικά παράλια, είτε νήσους, όταν ήρχισαν να επικοινωνούν μεταξύ των συχνότερον δια θαλάσσης, επεδόθησαν εις την πειρατείαν υπό την αρχηγίαν ανδρών εκ των δυνατωτάτων, οι οποίοι ωθούντο εις τούτο και από τον πόθον του προσωπικού κέρδους και από την ανάγκην όπως επαρκούν εις την συντήρησιν των απορωτέρων οπαδών των. Και επιτιθέμενοι κατά πόλεων ατειχίστων και αποτελουμένων από άθροισμα κωμών, τας διήρπαζαν και εντεύθεν επορίζοντο κυρίως τα προς το ζην, διότι το έργον τούτο δεν έφερεν εντροπήν, αλλ' επέσυρε τουναντίον και κάποιαν δόξαν. Τον ισχυρισμόν μου τούτον αποδεικνύει όχι μόνον η μέχρι σήμερον συνεχιζομένη δράσις των κατοίκων της Στερεάς, οι οποίοι σεμνύνονται δια τα πειρατικά των κατορθώματα, αλλά και οι παλαιοί ποιηταί, εις τους στίχους των οποίων απευθύνεται πάντοτε στερεότυπος προς τους καταπλέοντας η ερώτησις εάν είναι πειραταί, καθόσον ούτε οι ερωτώμενοι εθεώρουν το έργον τούτο ανάξιον δια τους εαυτούς των, ούτε οι τυχόν απευθύνοντες την ερώτησιν αυτήν υβριστικήν. Και επί της Στερεάς, άλλωστε, ελήστευαν οι μεν τους δε. Και μέχρι
σήμερον διατηρείται η συνήθεια αυτή της κατά κώμας οικήσεως και της διαρπαγής εις πολλά μέρη της Ελλάδος, όπως εις την χώραν των Οζολών Λοκρών, την Αιτωλίαν, την Ακαρνανίαν και τας παρακειμένας λοιπάς ηπειρωτικάς περιφερείας. Και η συνήθεια προς τούτοις της οπλοφορίας έχει διατηρηθή μεταξύ των πληθυσμών αυτών από την εποχήν της παλαιάς ληστείας.
6. Η ΟΠΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Διότι όλοι οι Έλληνες ωπλοφόρουν λόγω του ότι αι κατά κώμας διεσπαρμένοι εγκαταστάσεις των ήσαν ανοχύρωτοι και αι προς αλλήλους συγκοινωνίαι επισφαλείς και ούτως εσυνήθισαν να διαιτώνται, φέροντες όπλα όπως οι βάρβαροι. Το γεγονός άλλωστε, ότι εις τα διαμερίσματα αυτά της Ελλάδος διατηρείται ακόμη ο τρόπος αυτός της διαίτης, είναι τεκμήριον ότι η συνήθεια αυτή επεκράτει άλλοτε γενικώς. Οι Αθηναίοι, εξ άλλου, υπήρξαν μεταξύ των πρώτων, οι οποίοι, αφού παρήτησαν την οπλοφορίαν, ηκολούθησαν δίαιταν μάλλον αβίαστον και ετράπησαν εις την τρυφηλότητα. Και από τους πλέον ηλικιωμένους μεταξύ των, οι πλούσιοι, ένεκα του αβροδιαίτου αυτών, μόλις εσχάτως έπαυσαν να φορούν λινούς χιτώνας και να συμπλέκουν επί της κεφαλής την κόμην των εις κρώβυλον διά χρυσής πόρπης, εχούσης το σχήμα τέττιγος. Ως εκ τούτου, άλλωστε, και ο ιματισμός αυτός επεκράτησεν επί πολύ μεταξύ των πλέον ηλικιωμένων Ιώνων, λόγω της φυλετικής προς τους Αθηναίους συγγενείας. Εξ άλλου, οι Λακεδαιμόνιοι πρώτοι μετεχειρίσθησαν την απλουστέραν ενδυμασίαν, η οποία σήμερον συνηθίζεται, και συγχρόνως η δίαιτα των ευπορωτέρων αφωμοιώθη γενικώς, όσον ήτο δυνατόν, προς την του κοινού λαού. Πρώτοι ωσαύτως κατά τους αθλητικούς αγώνας, αποβάλλοντες τα ενδύματά των, παρουσιάζοντο γυμνοί και ηλείφοντο με έλαιον. Αλλά παλαιότερον, ακόμη και εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, οι αθληταί, όταν ηγωνίζοντο, έφεραν διαζώματα περί τα αιδοία, και η συνήθεια αυτή διετηρείτο μέχρι προ ολίγων ετών και διατηρείται, ακόμη και σήμερον εις μερικούς βαρβάρους και ιδίως Ασιάτας, όπου οι αγωνιζόμενοι δια τα έπαθλα πυγμής και πάλης φέρουν διαζώματα. Αλλά θα ημπορούσε κανείς ν' αποδείξη ότι και πολλάς άλλας συνήθειας είχαν οι παλαιοί Έλληνες, ομοίας με τας συνηθείας των σημερινών βαρβάρων.
7. ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ
Από τας πόλεις, εξ άλλου, όσαι συνωκίσθησαν εις μεταγενεστέρους χρόνους, όταν η ναυσιπλοΐα είχεν ήδη γίνει ασφαλεστέρα και συνεπώς είχαν αφθονίαν πλούτου, εκτίζοντο επάνω εις τα παράλια και οι ισθμοί κατελαμβάνοντο και απεχωρίζοντο με τείχος από το επίλοιπον έδαφος, χάριν του εμπορίου και της αμύνης εκάστης πόλεως εναντίον των γειτόνων της. Αλλ' αι παλαιαί πόλεις, ένεκα της πειρατείας, η οποία επί πολύν χρόνον επεκράτησε, συνωκίσθησαν εις μεγαλυτέραν από την θάλασσαν απόστασιν, όπου και διατηρούνται μέχρι σήμερον. Διότι οι πειραταί δεν ελήστευαν μόνον οι μεν τους δε, αλλά και εκείνους, οι οποίοι, χωρίς να είναι ναυτικοί, κατώκουν τα παράλια.
8. Αλλ' ακόμη περισσότερον επεδίδοντο εις την πειρατείαν οι νησιώται Κάρες3* και Φοίνικες, οι οποίοι είχαν κατοικήσει τας περισσοτέρας από τας νήσους, όπως τεκμαίρεται από το γεγονός ότι, όταν οι Αθηναίοι, διαρκούντος του πολέμου, προέβησαν εις τον καθαρμόν της Δήλου, εσήκωσαν όλους τους νεκρούς και τα φέρετρα όσων είχαν αποθάνει εις την νήσον, περισσότεροι από τους μισούς θαμμένους ευρέθησαν ότι ήσαν Κάρες και ανεγνωρίσθησαν ως τοιούτοι και από το είδος του οπλισμού, ο οποίος είχε συνταφή με αυτούς, και από τον τρόπον της ταφής, ο οποίος και σήμερον συνηθίζεται μεταξύ των. Αλλ' αφότου συνεκροτήθη το πολεμικόν ναυτικόν του Μίνωος, αι δια θαλάσσης συγκοινωνίαι έγιναν ασφαλέστεροι, αφ' ενός μεν διότι οι κακοποιοί των νήσων αυτών εξεδιώχθησαν υπ' αυτού, κατά την εποχήν ακριβώς που προέβη εις εποικισμόν των περισσοτέρων, εξ αλλού δε διότι οι κάτοικοι των παραλίων ήρχισαν ήδη ν' αποκτούν μεγαλυτέρας περιουσίας και να έχουν μονιμωτέραν κατοικίαν, και μερικοί μάλιστα, όπως ήτο φυσικόν δι' ανθρώπους, των οποίων ηύξανε καθημερινώς ο πλούτος, και με τείχη περιέβαλλαν τας πόλεις των. Διότι, ένεκα του γενικού πόθου του κέρδους και οι ασθενέστεροι ηνείχοντο την εξάρτησιν από τους ισχυροτέρους και οι δυνατώτεροι, διαθέτοντες πλούτον, καθίστων υπηκόους των τας υποδεεστέρας πόλεις. Και μόνον βραδύτερον, όταν είχαν ήδη έτι μάλλον προαχθή εις την κατάστασιν αυτήν, εξεστράτευσαν κατά της Τροίας.
9. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΜΥΚΗΝΑΙ ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ο Τρωϊκός πόλεμος Και ο Αγαμέμνων, ως φρονώ, κατώρθωσε να συγκεντρώση την ναυτικήν εκστρατείαν εναντίον της Τροίας, διά τον λόγον ότι υπερείχε κατά την δύναμιν από τους άλλους ηγεμόνας, και όχι τόσον διότι οι μνηστήρες της Ελένης, των οποίων υπήρξεν αρχιστράτηγος, είχαν δεσμευθή με τους όρκους που τους επέβαλεν ο Τυνδάρεως. Και όσοι, άλλωστε, από τους Πελοποννησίους παρέλαβαν από τους προγενεστέρους τας ασφαλεστέρας παραδόσεις διηγούνται ότι ο Πέλοψ απέκτησεν αρχικώς δύναμιν λόγω του μεγάλου πλούτου, με τον οποίον ήλθεν από την Ασίαν εις χώραν, της οποίας ο πληθυσμός ήτο πτωχός, και διά τούτο κατώρθωσε, μολονότι ξένος, να δώση εις αυτήν το όνομά του, και ότι ακόμη καλυτέρα τύχη επερίμενε τους απογόνους του μετά τον θάνατον του εγγονού του Ευρυσθέως, βασιλέως των Μυκηνών, ο οποίος εφονεύθη από τους Ηρακλείδας εις την Αττικήν. Καθόσον, όταν ούτος εξεστράτευσεν εκεί, ενεπιστεύθη την αντιβασιλείαν των Μυκηνών, λόγω συγγενείας, εις τον αδελφόν της μητρός του Ατρέα (ο οποίος κατά την εποχήν εκείνην ήτο εξωρισμένος από τον πατέρα του Πέλοπα διά τον φόνον του Χρυσίππου). Και επειδή ο Ευρυσθεύς δεν επέστρεψε πλέον, ο Ατρεύς, ο οποίος άλλωστε εθεωρείτο ανήρ πλουσιώτατος και είχε κολακεύσει το πλήθος, ανέλαβε την βασιλείαν των Μυκηνών και γενικώς των μερών, επί των οποίων εξετείνετο η αρχή του Ευρυσθέως, συμφώνως άλλωστε με την επιθυμίαν αυτών των Μυκηναίων, οι οποίοι επί πλέον εφοβούντο τους Ηρακλείδας. Και έτσι ο οίκος του Πέλοπος έγινεν ισχυρότερος από τον οίκον του Περσέως. Τα δύο αυτά σκήπτρα αφού ήνωσεν εις χείρας του ο Αγαμέμνων, υιός του Ατρέως, και έγινε συγχρόνως ισχυρότερος από τους άλλους κατά την ναυτικήν δύναμιν, κατώρθωσεν, όπως
εγώ νομίζω, να συγκέντρωση την εκστρατείαν, διότι οι ηγεμόνες τον ηκολούθησαν, όχι κατά χάριν, αλλ' από φόβον. Διότι εις την εκστρατείαν προσήλθεν έχων ο ίδιος τα περισσότερα πλοία και συγχρόνως εφωδίασε με τοιαύτα τους Αρκάδας, εάν η περί τούτου μαρτυρία του Ομήρου πρέπη να ληφθή υπ' όψιν. Και εις τους στίχους, άλλωστε, όπου ομιλεί περί της διαδοχής του σκήπτρου, αναφέρει περί αυτού ο Όμηρος ότι εβασίλευσεν εις πολλάς νήσους καί ολόκληρον το Άργος. Εν τούτοις, εάν δεν είχεν αξιόλογον ναυτικήν δύναμιν, δεν θα ημπορούσε με τον στρατόν της ξηράς να βασιλεύη εις νήσους, εκτός των εγγύς της παραλίας κειμένων, αι οποίαι όμως δεν ημπορούσαν να είναι πολλαί. Και από την εστρατείαν άλλωστε αυτήν πρέπει να εικάζωμεν περί της σημασίας των προγενεστέρων.
10. Το ότι αι Μυκήναι ήσαν μικραί, η κάθε άλλη πόλις του τότε καιρού φαίνεται σήμερον ασήμαντος, δεν είναι αποχρών λόγος όπως αρνηθή κανείς να πιστεύση ότι η κατά της Τροίας εκστρατεία υπήρξεν όσον μεγάλη λέγεται από τους ποιητάς και παριστάνεται από την παράδοσιν. Διότι, εάν η πόλις των Λακεδαιμονίων ήθελεν ερημωθή και δεν απέμεναν παρά οι ναοί και τα θεμέλια των άλλων οικοδομημάτων, οι μεταγενέστεροι, μετά πάροδον πολλού χρόνου, νομίζω, δεν θα επίστευαν ότι η δύναμίς της υπήρξεν ανάλογος προς την φήμην της. Και, εν τούτοις, οι Λακεδαιμόνιοι όχι μόνον εξουσιάζουν αμέσως τα δύο πέμπτα της Πελοποννήσου, αλλά και έχουν την αρχηγίαν του υπολοίπου αυτής και πολλών συμμάχων εκτός αυτής. Εφόσον, εν τούτοις, η πόλις της Σπάρτης ούτε ένα συνοικισμόν απετέλεσε ποτέ, ούτε πολυτελείς ναούς και οικοδομάς έκτισεν, αλλά κατοικείται κατά κώμας, σύμφωνα με την παλαιάν συνήθειαν της Ελλάδος, η δύναμίς της θα εφαίνετο υποδεεστέρα της πραγματικής. Ενώ, εάν η πόλις των Αθηνών επάθαινεν ομοίαν συμφοράν, η δύναμίς της, κρινομένη από την απλήν εξωτερικήν εμφάνισιν, θα εφαίνετο, νομίζω, διπλασία της πραγματικής. Δεν είναι λοιπόν ορθόν να είμεθα δύσπιστοι, ούτε ν' αποβλέπωμεν εις την εξωτερικήν εμφάνισιν των πόλεων μάλλον παρά εις την δύναμίν των, αλλά πρέπει να θεωρούμεν ότι η εκστρατεία υπήρξε μεν μεγαλύτερα από τας προηγουμένας, υπολείπεται όμως των σημερινών, εάν πρέπη να πιστεύσωμεν και εδώ τα ποιήματα του Ομήρου. Διότι, μολονότι είναι φυσικόν να υποθέσωμεν ότι ούτος ως ποιητής μεγαλοποιεί δια της φαντασίας του την εκστρατείαν όμως και πάλιν φαίνεται αυτή υποδεεστέρα. Καθόσον, από τα χίλια διακόσια πλοία, που έλαβαν μέρος εις την εκστρατείαν, περιγράφει τα μεν των Βοιωτών ως έχοντα εκατόν είκοσι άνδρας έκαστον, τα δε του Φιλοκτήτου πενήντα, μνημονεύων ούτως, ως πιστεύω, τα μεγαλύτερα και τα μικρότερα πλοία. Εν πάση περιπτώσει, δεν μνημονεύει άλλου μεγέθους πλοία εις τον κατάλογόν του. Ότι, εξ άλλου, όλοι οι άνδρες του πληρώματος ήσαν κωπηλάται συγχρόνως και μάχιμοι, αναφέρει εν σχέσει προς τα πλοία του Φιλοκτήτου, όταν παριστάνη όλους τους κωπηλάτας ως τοξότας. Επιβάται, εξ άλλου, εκτός των βασιλέων και των κυριωτάτων εκ των εν τέλει, δεν είναι πιθανόν να επέβαιναν εις τα πλοία πολλοί, λόγω ιδίως ότι έμελλαν να διαπλεύσουν το πέλαγος μετά του πολεμικού υλικού εντός πλοίων τα οποία δεν είχαν καν κατάστρωμα, αλλά ήσαν κατεσκευασμένα κατά τον παλαιόν τρόπον, προσομοιάζοντα μάλλον προς τα πειρατικά. Εάν λοιπόν λάβωμεν τον μέσον όρον μεταξύ των μεγαλυτέρων και μικροτέρων πλοίων, οι εκστρατεύοντες δεν φαίνεται να ήσαν πολλοί, λαμβανομένου υπ' όψιν ότι ούτοι προήρχοντο από όλα συγχρόνως τα μέρη της Ελλάδος.
11. ΣΤΗΝ ΤΡΟΙΑ
Αιτία τούτου ήτο όχι τόσον η ολιγανθρωπία όσον η αχρηματία. Διότι, ένεκα ελλείψεως επαρκών τροφίμων, εξεστράτευσαν με περιωρισμένην δύναμιν στρατού και τόσην μόνον, όσην ήλπιζαν ότι ημπορούσε να διατρέφεται από την χώραν, διαρκούντος του πολέμου. Αφού, άλλωστε, μετά την άφιξίν των ενίκησαν εις την πρώτην μάχην (ότι δε ενίκησαν αποδεικνύεται εκ του ότι εν εναντία περιπτώσει δεν θα ηδύναντο να περιχαρακώσουν το στρατόπεδόν των), ούτε τότε φαίνεται να μετεχειρίσθησαν ολόκληρον την δύναμίν των, αλλ' ένεκα ανεπαρκείας τροφίμων επεδόθησαν εις καλλιέργειαν της Χερσονήσου και εις την διαρπαγήν. Και συνέπεια της διασποράς αυτής των δυνάμεων των ήτο, ότι οι Τρώες ημπόρεσαν ευκολώτερον να παρατείνουν την κατ' αυτών αντίστασίν των επί του ανοικτού πεδίου, επί δέκα όλα έτη, ως γνωστόν, καθόσον ήσαν ισόπαλοι προς τους εκάστοτε υπολειπόμενους επί τόπου. Ενώ εάν ήρχοντο φέροντες άφθονα τρόφιμα και, αντί να επιδίδωνται εις την γεωργίαν και την διαρπαγήν, διεξήγαν τον πόλεμον άνευ διακοπής, θα κατώρθωναν διά της υπεροχής των εις τας εκ παρατάξεως μάχας να κυριεύσουν την Τροίαν, αφού και διεσπαρμένοι όπως ήσαν, και με μέρος μόνον του στρατού των εκάστοτε διαθέσιμον, αντείχαν. Εάν, εξ άλλου, επολιορκούσαν κανονικώς την Τροίαν, στρατοπεδεύοντες προ αυτής, θα την εκυρίευαν ταχύτερον και ακοπώτερον. Αλλ' ένεκα αχρηματίας και τα προ των Τρωικών υπήρξαν ασήμαντα και αυτή, εξ άλλου, η κατά της Τροίας εκστρατεία, μολονότι υπήρξεν ονομαστοτέρα από τας προηγουμένας, αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων ότι ήτο υποδεεστέρα της φήμης της και της παραδόσεως, η οποία επικρατεί περί αυτής σήμερον χάρις εις τους ποιητάς.
Αιτία τούτου ήτο όχι τόσον η ολιγανθρωπία όσον η αχρηματία. Διότι, ένεκα ελλείψεως επαρκών τροφίμων, εξεστράτευσαν με περιωρισμένην δύναμιν στρατού και τόσην μόνον, όσην ήλπιζαν ότι ημπορούσε να διατρέφεται από την χώραν, διαρκούντος του πολέμου. Αφού, άλλωστε, μετά την άφιξίν των ενίκησαν εις την πρώτην μάχην (ότι δε ενίκησαν αποδεικνύεται εκ του ότι εν εναντία περιπτώσει δεν θα ηδύναντο να περιχαρακώσουν το στρατόπεδόν των), ούτε τότε φαίνεται να μετεχειρίσθησαν ολόκληρον την δύναμίν των, αλλ' ένεκα ανεπαρκείας τροφίμων επεδόθησαν εις καλλιέργειαν της Χερσονήσου και εις την διαρπαγήν. Και συνέπεια της διασποράς αυτής των δυνάμεων των ήτο, ότι οι Τρώες ημπόρεσαν ευκολώτερον να παρατείνουν την κατ' αυτών αντίστασίν των επί του ανοικτού πεδίου, επί δέκα όλα έτη, ως γνωστόν, καθόσον ήσαν ισόπαλοι προς τους εκάστοτε υπολειπόμενους επί τόπου. Ενώ εάν ήρχοντο φέροντες άφθονα τρόφιμα και, αντί να επιδίδωνται εις την γεωργίαν και την διαρπαγήν, διεξήγαν τον πόλεμον άνευ διακοπής, θα κατώρθωναν διά της υπεροχής των εις τας εκ παρατάξεως μάχας να κυριεύσουν την Τροίαν, αφού και διεσπαρμένοι όπως ήσαν, και με μέρος μόνον του στρατού των εκάστοτε διαθέσιμον, αντείχαν. Εάν, εξ άλλου, επολιορκούσαν κανονικώς την Τροίαν, στρατοπεδεύοντες προ αυτής, θα την εκυρίευαν ταχύτερον και ακοπώτερον. Αλλ' ένεκα αχρηματίας και τα προ των Τρωικών υπήρξαν ασήμαντα και αυτή, εξ άλλου, η κατά της Τροίας εκστρατεία, μολονότι υπήρξεν ονομαστοτέρα από τας προηγουμένας, αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων ότι ήτο υποδεεστέρα της φήμης της και της παραδόσεως, η οποία επικρατεί περί αυτής σήμερον χάρις εις τους ποιητάς.
12.
Αι μετά τα Τρωικά μεταναστεύσεις Καθόσον και μετά τα Τρωικά ακόμη αι μεταναστεύσεις και νέαι εγκαταστάσεις εξηκολούθησαν εις την Ελλάδα, εις τρόπον ώστε δι' έλλειψιν ησυχίας, δεν ημπόρεσεν αύτη να αναπτυχθή. Τωόντι, η μεγάλη βραδύτης της επιστροφής των Ελλήνων από την Τροίαν είχε προκαλέσει πολλάς πολιτικάς μεταβολάς, καθ' όσον συχναί στάσεις εγίνοντο εις τας πόλεις και όσοι συνεπεία αυτών εξωρίζοντο ίδρυαν νέας τοιαύτας. Και οι σημερινοί Βοιωτοί, εκδιωχθέντες το εξηκοστόν έτος μετά την άλωσιν της Τροίας υπό των Θεσσαλών από την Άρνην, εγκατεστάθησαν εις την χώραν, η οποία σήμερον καλείται Βοιωτία, ενώ πρότερον εκαλείτο Καδμηΐς (μέρος, άλλωστε, αυτών ήτο ήδη εγκατεστημένον από πριν εκεί, και από αυτούς προήρχοντο οι Βοιωτοί που έλαβαν μέρος εις την εκστρατείαν κατά της Τροίας). Και οι Δωριείς με τους Ηρακλείδας κατέλαβαν την Πελοπόννησον το ογδοηκοστόν έτος. Ως εκ τούτου, μόλις μετά παρέλευσιν πολλού καιρού ησύχασεν οριστικώς η Ελλάς και ο πληθυσμός της έπαυσεν υποκείμενος εις βιαίας μετακινήσεις, οπότε και ήρχισε ν' αποστέλλη αποικίας. Και οι μεν Αθηναίοι απώκισαν τας Ιωνικάς πόλεις της Μικράς Ασίας και τας περισσοτέρας νήσους του Αιγαίου πελάγους, οι δε Πελοποννήσιοι το πλείστον της Ιταλίας και Σικελίας και μερικά άλλα μέρη της λοιπής Ελλάδος. Όλαι αυταί άλλωστε αι αποικίαι ιδρύθησαν μετά τα Τρωικά.
13. ΤΑ ΝΑΥΤΙΚΑ της ΕΛΛΑΔΟΣ
Αι ισχυρότεραι ναυτικαί δυνάμεις Αλλ' εφόσον η Ελλάς εγίνετο ισχυρότερα, και η αύξησις του πλούτου ταχύτερα παρά πριν, εις τας πόλεις, των οποίων αι πρόσοδοι ηύξαναν, εγκαθιδρύοντο ως επί το πλείστον τυραννίδες, ενώ πρότερον ήσαν κληρονομικαί βασιλείαι με περιωρισμένα προνόμια. Και ναυτικά εξήρτυαν οι Έλληνες και εις την θάλασσαν επεδίδοντο περισσότερον. Λέγεται, άλλωστε, ότι οι Κορίνθιοι πρώτοι απεδέχθησαν σχεδόν εξ ολοκλήρου τον σημερινόν τρόπον της κατασκευής των πλοίων και της διοικήσεως του ναυτικού και ότι αι πρώται ελληνικαί τριήρεις εναυπηγήθησαν εις την Κόρινθον. Και φαίνεται ότι ο Αμεινοκλής, Κορίνθιος ναυπηγός, κατεσκεύασε τέσσαρα πολεμικά πλοία διά την Σάμον, όπου μετέβη τριακόσια περίπου έτη προ του τέλους του παρόντος πολέμου. Και η παλαιοτάτη γνωστή ναυμαχία έγινε μεταξύ Κορινθίων και Κερκυραίων διακόσια εξήντα έτη προ της ιδίας χρονολογίας. Διότι η Κόρινθος, κειμένη επί του Ισθμού, ήτο εκ παλαιότατων ήδη χρόνων κέντρον εμπορίου, και καθόσον οι Έλληνες το πάλαι, και οι εντός της Πελοποννήσου και οι εκτός αυτής, επικοινωνούντες προς αλλήλους διά ξηράς μάλλον ή διά θαλάσσης, διήρχοντο διά του εδάφους των Κορινθίων, ο πλούτος της ήτο ανέκαθεν πηγή δυνάμεως, ως αποδεικνύεται από τους παλαιούς ποιητάς, οι οποίοι την πόλιν επωνόμασαν "αφνειόν", ήτοι πλουσίαν. Και όταν η ναυσιπλοΐα έγινε συχνοτέρα μεταξύ των Ελλήνων, οι Κορίνθιοι απέκτησαν τον πολεμικόν στόλον των και κατεδίωκαν την πειρατείαν, παρέχοντες δε κέντρον εμπορίου κατά γην και κατά θάλασσαν, προήγαγαν την πόλιν διά των αυξηθέντων εισοδημάτων της εις μεγάλην δύναμιν. Και oι Ίωνες επίσης απέκτησαν βραδύτερον σημαντικόν στόλον επί Κύρου, του πρώτου βασιλέως των Περσών, και του υιού του Καμβύσου, και πολεμούντες κατά του Κύρου εκυριάρχησαν επί τίνα χρόνον της θαλάσσης, η οποία εκτείνεται πλησίον των ακτών των. Και ο Πολυκράτης, τύραννος της Σάμου επί της εποχής του Καμβύσου, έχων ισχυρόν στόλον, υπέταξε και άλλας από τας νήσους και κυριεύσας την Ρήνειαν την αφιέρωσεν εις τον Δήλιον Απόλλωνα. Ενώ, εξ άλλου, οι Φωκαείς, καθ' ον χρόνον απώκιζαν την Μασσαλίαν, ναυμαχήσαντες προς τους Καρχηδονίους, τους ενίκησαν.
14. Αυτά τωόντι υπήρξαν τα ισχυρότατα ναυτικά της Ελλάδος. Αλλά μολονότι συνεκροτήθησαν κατόπιν από πολλάς γενεάς των Τρωικών, βέβαιον είναι ότι και αυτά ακόμη απετελούντο από πεντηκοντόρους και μακρά πλοία, όπως και τα της εποχής του Τρωικού πολέμου, ολίγας δε μόνον τριήρεις περιελάμβαναν. Ολίγον μόνον προ των Περσικών πολέμων και του θανάτου του Δαρείου, ο οποίος διεδέχθη τον Καμβύσην, οι τύραννοι της Σικελίας και οι Κερκυραίοι απέκτησαν τριήρεις εις σημαντικόν αριθμόν. Και αυτά είναι τα τελευταία προ της εκστρατείας του Ξέρξου αξιόλογα ναυτικά, τα οποία συνεκροτήθησαν εις την Ελλάδα. Διότι οι Αιγινήται και οι Αθηναίοι και κάθε τυχόν άλλη ναυτική δύναμις είχαν ασημάντους στόλους, και τούτους κατά το πλείστον αποτελούμενους από πεντηκοντόρους. Και μόνον βραδύτερον έπεισεν ο Θεμιστοκλής τους Αθηναίους, ενώ ευρίσκοντο ήδη εις πόλεμον προς τους Αιγινήτας και ανεμένετο ο βάρβαρος, να κατασκευάσουν τα πολεμικά πλοία, με τα οποία και εναυμάχησαν εις την Σαλαμίνα. Και τα πλοία άλλωστε αυτά δεν είχαν ακόμη κατάστρωμα καθ' όλον το μήκος των.
15. Τοιαύτα λοιπόν υπήρξαν τα ναυτικά των Ελλήνων και τα παλαιά και τα νεώτερα. Οπωσδήποτε, όσοι έστρεψαν την προσοχήν και δραστηριότητα των εις αυτά, απέκτησαν σημαντικήν δύναμιν, όχι μόνον διά της αυξήσεως των εισοδημάτων των, αλλά και διά της επεκτάσεως της κυριαρχίας των επί άλλων. Διότι, πλέοντες κατά των νήσων, όσαι ιδίως δεν είχαν χώραν επαρκή, ήρχισαν να τας καθυποτάσσουν. Κατά ξηράν, όμως, κανείς πόλεμος δεν έγινε, τοιούτος, τουλάχιστον, από τον οποίον να προέλθη σημαντική αύξησις δυνάμεως, αλλ' όλοι όσοι τυχόν έγιναν, ήσαν πόλεμοι μεταξύ ομόρων, ενώ εκστρατείαι εις ξένας και μακρυνάς χώρας χάριν κατακτήσεως άλλων δεν επεχείρουν οι Έλληνες. Διότι ούτε με τα ισχυρότερα κράτη ετάσσοντο ως υπήκοοι, ούτε, εξ άλλου, ηνώνοντο εθελουσίως ως ίσοι προς κοινήν εκστρατείαν, αλλ' οι πόλεμοί των ήσαν μάλλον πόλεμοι μεμονωμένως διεξαγόμενοι από ένα γείτονα εναντίον του άλλου. Πόλεμος, εις τον οποίον οι λοιποί Έλληνες διαιρεθέντες ετάχθησαν ως σύμμαχοι του ενός η του άλλου, υπήρξε κυρίως ο πόλεμος που έγινε πάλαι ποτέ μεταξύ Χαλκιδέων και Ερετριέων.
16. Ανάδειξις των Αθηνών και της Σπάρτης
Διάφορα, εν τούτοις, κωλύματα επήλθαν που παρημπόδισαν την ανάπτυξιν των διαφόρων Ελληνικών πόλεων. Και οι Ίωνες είχαν φθάσει εις μεγάλην ακμήν, όταν ο Κύρος και το Περσικόν βασίλειον, αφού κατέλυσαν την αρχήν του Κροίσου και υπέταξαν όλην την εντεύθεν του Άλυος ποταμού μέχρι της θαλάσσης χώραν, εξεστράτευσαν κατ' αυτών και υπεδούλωσαν τας επί της στερεάς Ιωνικάς πόλεις. Και ο Δαρείος βραδύτερον, όταν επεκράτει κατά θάλασσαν διά του φοινικικού στόλου, υπέταξε και τας νήσους.
17. ΟΙ ΤΥΡΑΝΝΟΙ (ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΑ)
Οι τύραννοι, εξ άλλου, όσοι εκυβέρνων Ελληνικάς πόλεις, αποβλέποντες μόνον εις την προαγωγήν του συμφέροντος των, την προσωπικήν των δηλαδή ασφάλειαν και την μεγέθυνσιν του οίκου των, ηκολούθουν κατά την διοίκησίν των πολιτικήν, αποσκοπούσαν εις την όσον το δυνατόν μεγαλυτέραν εξασφάλισιν των κτήσεων των, και διά τούτο τίποτε το αξιόλογον δεν έγινεν από αυτούς, εκτός ατομικών επιτυχιών εναντίον γειτόνων. Εξαιρώ βέβαια τους τυράννους της Σικελίας, οι όποιοι έφθασαν εις μεγίστην δύναμιν. Ούτως, ένεκα ποικίλων λόγων, η Ελλάς ημποδίζετο επί μακρόν χρόνον να επιχειρήση από κοινού κάτι το αξιόλογον και εκάστη των πόλεων αυτής κατ' ιδίαν ηναγκάζετο να είναι ατολμοτέρα.
18. Επί τέλους, οι τύραννοι των Αθηνών και της άλλης Ελλάδος, το πλείστον της οποίας είχε διατελέσει υπό τυράννους και πριν ακόμη από την πόλιν των Αθηνών, οι περισσότεροι τουλάχιστον από αυτούς, πράγματι δε και οι τελευταίοι, εάν εξαιρέσωμεν τους της Σικελίας, κατελύθησαν υπό των Λακεδαιμονίων. Διότι η Λακεδαίμων, μολονότι, αφού εκτίσθη από τους ήδη κατοικούντας αυτήν Δωριείς, διετέλεσε σπαρασσόμενη από στάσεις περισσότερον καιρόν από κάθε άλλην πόλιν από όσας γνωρίζομεν, όμως επέτυχε να ευνομηθή από παλαιοτάτην εποχήν και διετέλεσεν αείποτε απηλλαγμένη από τυράννους. Διότι επί τετρακόσια ήδη έτη προ του τέλους του παρόντος πολέμου, ίσως και ολίγον περισσότερον χρόνον, οι Λακεδαιμόνιοι διατηρούν το ίδιον πολίτευμα, και αυτός είναι ο λόγος, ένεκα του οποίου έγιναν ισχυροί και ημπόρεσαν να ρυθμίζουν και τα των άλλων πόλεων. Ολίγον χρόνον από την κατάλυσιν των τυράννων εις την Ελλάδα, έγινε και η μάχη του Μαραθώνας μεταξύ Περσών και Αθηναίων. Δέκα άλλωστε έτη μετά την μάχην αυτήν ο βάρβαρος ήλθε πάλιν με τον μεγάλον στρατόν και στόλον του εναντίον της Ελλάδος, διά να την υποδούλωση. Και ενώπιον του επικρεμασθέντος μεγάλου κινδύνου, οι Λακεδαιμόνιοι, λόγω του ότι ήσαν το ισχυρότερον ελληνικόν κράτος, ανέλαβαν την αρχηγίαν των συμπολεμησάντων Ελλήνων, και οι Αθηναίοι, αποφασίσαντες καθ' ον χρόνον επήρχοντο οι Πέρσαι να εγκαταλείψουν την πόλιν και παραλαβόντες τα κινητά των, επεβιβάσθησαν επί των πολεμικών πλοίων και έγιναν ναυτικοί. Και αφού, διά του κοινού αγώνος, απέκρουσαν τους Πέρσας, ολίγον χρόνον ύστερον οι Έλληνες, και όσοι είχαν αποσείσει τον ζυγόν του βασιλέως, και όσοι είχαν λάβει μέρος εις τον κοινόν κατ' αυτού αγώνα, διηρέθησαν, και άλλοι μεν ετάχθησαν με τους Αθηναίους, άλλοι δε με τους Λακεδαιμονίους. Διότι τα δύο αυτά κράτη είχαν αναδειχθή ως τα ισχυρότερα, των μεν Αθηναίων επικρατούντων κατά θάλασσαν, των δε Λακεδαιμονίων κατά ξηράν. Ο εθνικός σύνδεσμος των Ελλήνων διετηρήθη ολίγον μόνον καιρόν, έπειτα όμως περιελθόντες εις διενέξεις οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι επολέμησαν με τους συμμάχους των εναντίον αλλήλων, και από τους άλλους Έλληνας, όσοι τυχόν περιήρχοντο μεταξύ των εις έριδας, ετάσσοντο του λοιπού με τον ένα ή τον άλλον εξ αυτών. Εις τρόπον ώστε, από την εποχήν των Μηδικών συνεχώς, μέχρι του παρόντος πολέμου, άλλοτε μεν συνομολογούντες ειρήνην, άλλοτε δε πολεμούντες, είτε προς αλλήλους είτε προς τους επαναστατούντας από τους συμμάχους των, παρεσκευάσθησαν καλώς διά τα πολεμικά πράγματα και έγιναν εμπειρότεροι εις αυτά, λόγω του ότι εμαθήτευσαν εις την σχολήν των κινδύνων.
19. Και οι μεν Λακεδαιμόνιοι ήσκουν την αρχηγίαν αυτών επί των συμμάχων των, όχι καθιστώντες αυτούς φόρου υποτελείς, αλλά μεριμνώντες μόνον όπως κυβερνώνται κατά πολίτευμα ολιγαρχικόν, προς το αποκλειστικόν της Σπάρτης συμφέρον. Οι Αθηναίοι όμως υπεχρέωσαν με τον καιρόν τας συμμάχους πόλεις, εκτός της Χίου και της Λέσβου, να τους παραδώσουν τα πολεμικά των πλοία, και επέβαλαν την πληρωμήν φόρου και εις όσας δεν επλήρωναν τούτον αρχικώς. Και έτσι τα ιδιαίτερα πολεμικά μέσα των Αθηνών έφθασαν να είναι ανώτερα από την δύναμιν, την οποίαν διέθετεν η ομοσπονδία των κατά την εποχήν της ακμής, όταν διετηρείτο ανόθευτος.[
Συνέχεια βιβλίου]…
(πηγή Μικρός Απόπλους )
1* Ο Θουκυδίδης (πιθ.455-399 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας ιστορικός, γνωστός για τη συγγραφή της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου. Πρόκειται για ένα κλασικό ιστορικό έργο, το πρώτο στο είδος του, που αφηγείται με τεκμηριωμένο τρόπο τα γεγονότα του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 - 404 π.Χ.), μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης. Ο Θουκυδίδης έζησε ως το τέλος του πολέμου, όπως λέει ο ίδιος στο Ε 26 της Ιστορίας, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη συγγραφή του έργου.
Το έργο του άσκησε μεγάλη επιρροή σε ιστορικούς και μελετάται ως σήμερα από πολιτικούς επιστήμονες, καθώς θεωρείται ο πατέρας του πολιτικού ρεαλισμού ως προσέγγισης στη μελέτη των διεθνών σχέσεων (πηγή ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ)
2* Ευνόητον ότι ο Θουκυδίδης εννοεί την εποχή του .
3* Με την ονομασία Κάρες φερόταν αρχαιότατος λαός στη Μικρά Ασία, που κατοικούσε ΝΔ της Ιωνίας, στην Καρία. Ο Όμηρος τους αποκαλούσε βαρβαρόφωνους .
4* Οι Φοίνικες ή Σιδώνιοι ήταν αρχαίος σημιτικός λαός που έζησε στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου στα δυτικά της Χαναάν, στην παραλιακή πεδιάδα μήκους περ. 200 χλμ και πλάτους μόλις 30 χλμ του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου