Όσοι έχουν μείνει όρθιοι, εννοείται
(αναφέρομαι βέβαια στους οίκους που εκδίδουν ποίηση). Γιατί σίγουρα δεν είναι
όσοι ήταν στο παρελθόν ούτε απολαμβάνουν την αλλοτινή τους αίγλη. Δεν είναι
εύκολο να καταλάβει κανείς τι φταίει για την αλγεινή οικονομική τους κατάσταση,
τη στιγμή που οι περισσότεροι χρεώνουν υπέρογκα ποσά για να εκδώσουν ποιητικές
συλλογές –συχνά τόσο ολιγοσέλιδες που δεν δικαιολογούν τις υψηλές χρεώσεις.
Όμως η απάντηση είναι απλή: βρέθηκαν σε αυτή την κατάσταση επειδή έχουν πάψει
να πραγματοποιούν πωλήσεις. Μπορεί οι «πελάτες» από την πλευρά των ποιητών να
είναι αρκετοί, οι αντίστοιχοι από την πλευρά των αναγνωστών, όμως, δεν είναι,
αφού –ως γνωστόν –το αναγνωστικό κοινό της ποίησης συμπεριφέρεται όπως ο
δείκτης οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, τείνει δηλ. προς το μηδέν.
Κι αφού αναγνώστες δεν υπάρχουν, τα έσοδα περιορίζονται στη μία άκρη του διαύλου επικοινωνίας που υποτίθεται πως διακονούν οι οίκοι: του διαύλου μεταξύ ποιητή και αναγνώστη, την ποιότητα του οποίου παλαιότερα εγγυούνταν μέσω της προσεκτικής επιλογής των έργων που εξέδιδαν. Δυστυχώς, η ευσυνείδητη επιλογή ποιημάτων έγινε θυσία στον βωμό της ζήτησης από την πλευρά των ποιητών: οι εκδότες υπέκυψαν στις σειρήνες των αριθμών και άρχισαν να τυπώνουν αδιακρίτως – για να απομακρύνουν διαπαντός το αναγνωστικό κοινό από την ποίηση και να χάσουν όποια έσοδα ενδεχομένως τους περίμεναν στην άλλη άκρη του διαύλου που προανέφερα.
Είναι κρίμα, γιατί οι εκδοτικοί οίκοι κανονικά υπάρχουν για να υπηρετούν όχι μόνο τους γράφοντες αλλά και τους διαβάζοντες. Το να υπηρετούν μόνο τους πρώτους και να αγνοούν το συμφέρον των δεύτερων μοιάζει λίγο με τη στρεβλή δημοκρατία που εσχάτως εφαρμόζεται από τους Ευρωπαίους εταίρους σε χώρες σαν τη δική μας ή την Κύπρο: κουρεύουν τις καταθέσεις, ληστεύουν δηλ. την κατάθεση πίστης των αναγνωστών, οδηγώντας σε ραγδαία εσωτερική υποτίμηση του ποιητικού νομίσματος – τόσο ραγδαία που τελικά η ποίηση μοιάζει να χάνει κάθε αξία.
Όχι ότι υπηρετούν ακριβώς και τους γράφοντες, βέβαια, γιατί η έλλειψη αξιολόγησης δυσαρεστεί ακόμη και τους ίδιους τους ποιητές: κανείς δεν θέλει να τον βάζουν στον ίδιο κουβά με όλους, διαμάντια και άνθρακες. Ούτε παρηγορεί, πιστεύω, το γεγονός ότι δεν είναι όλοι οι οίκοι το ίδιο ακριβοί. Ο Γαβριηλίδης είναι από τους ακριβότερους και αιτιολογεί τα υπέρογκα ποσά που χρεώνει με τη στοιχειώδη προώθηση που υπόσχεται. Οίκοι όπως ο Ηρόδοτος είναι από τους φθηνότερους, αμφίβολο όμως παραμένει το αν η αντιμετώπισή τους των ποιητικών έργων που φθάνουν στα γραφεία ή τα e-mail τους γίνεται με αμιγώς εισπρακτική διάθεση (γνωρίζω παράδειγμα οίκου, όχι τον Ηρόδοτο, που η πρώτη και μοναδική live επικοινωνία του ποιητή με τον οίκο ήταν με το Λογιστήριο) ή αν τους ενδιαφέρει καθόλου η ποιότητα του τι τυπώνουν, θα ενδιαφερθούν δηλ. για την ουσία, έστω για τα μάτια βρε παιδί μου. Λιγοστοί είναι οι οίκοι που εγγυώνται ότι τουλάχιστον θα διαβάσουν το έργο του ποιητή. Και δυστυχώς η έκδοση εκτός εμπορίου (σε απλό τυπογραφείο, χωρίς όνομα οίκου και χωρίς ISBN) θέτει τον δημιουργό εκτός κρίσης σε διαγωνισμούς όπως αυτός για το κρατικό βραβείο ποίησης.
Έστω λοιπόν ότι ο ποιητής μας τυπώνει σε κάποιον οίκο. Δεν πρέπει επ' ουδενί να πιστέψει ότι τελείωσαν επιτέλους τα βάσανά του. Διότι ακολουθεί η Οδύσσεια της προώθησης: το αν ο οίκος θα δώσει το βιβλίο του σε βιβλιοπωλεία και ποια (συνήθως μόνο αυτά με τα οποία έχει καταφέρει να μην παρεξηγηθεί), πού θα τοποθετηθεί το βιβλίο (σε εμφανές σημείο ή όχι, σε σημείο προβολής, σε βιτρίνα κλπ.), ανάλογα με το ποσόν που είναι διατεθειμένος να καταβάλει ο ποιητής (σαν να μην του έφτανε του έρμου το μπουγιουρντί της έκδοσης), αν θα γίνει παρουσίαση του βιβλίου και ποιος θα διατηρήσει το δικαίωμα της είσπραξης των πωλήσεων τη βραδιά της παρουσίασης, κλπ. κλπ.
Δεν είναι, τελικά, απίστευτα κουραστικό, αν όχι υποτιμητικό, να εκδίδει κανείς τη δουλειά του υπό τέτοιους όρους; Μερικές φορές ειλικρινά αναρωτιέμαι.
Κι αφού αναγνώστες δεν υπάρχουν, τα έσοδα περιορίζονται στη μία άκρη του διαύλου επικοινωνίας που υποτίθεται πως διακονούν οι οίκοι: του διαύλου μεταξύ ποιητή και αναγνώστη, την ποιότητα του οποίου παλαιότερα εγγυούνταν μέσω της προσεκτικής επιλογής των έργων που εξέδιδαν. Δυστυχώς, η ευσυνείδητη επιλογή ποιημάτων έγινε θυσία στον βωμό της ζήτησης από την πλευρά των ποιητών: οι εκδότες υπέκυψαν στις σειρήνες των αριθμών και άρχισαν να τυπώνουν αδιακρίτως – για να απομακρύνουν διαπαντός το αναγνωστικό κοινό από την ποίηση και να χάσουν όποια έσοδα ενδεχομένως τους περίμεναν στην άλλη άκρη του διαύλου που προανέφερα.
Είναι κρίμα, γιατί οι εκδοτικοί οίκοι κανονικά υπάρχουν για να υπηρετούν όχι μόνο τους γράφοντες αλλά και τους διαβάζοντες. Το να υπηρετούν μόνο τους πρώτους και να αγνοούν το συμφέρον των δεύτερων μοιάζει λίγο με τη στρεβλή δημοκρατία που εσχάτως εφαρμόζεται από τους Ευρωπαίους εταίρους σε χώρες σαν τη δική μας ή την Κύπρο: κουρεύουν τις καταθέσεις, ληστεύουν δηλ. την κατάθεση πίστης των αναγνωστών, οδηγώντας σε ραγδαία εσωτερική υποτίμηση του ποιητικού νομίσματος – τόσο ραγδαία που τελικά η ποίηση μοιάζει να χάνει κάθε αξία.
Όχι ότι υπηρετούν ακριβώς και τους γράφοντες, βέβαια, γιατί η έλλειψη αξιολόγησης δυσαρεστεί ακόμη και τους ίδιους τους ποιητές: κανείς δεν θέλει να τον βάζουν στον ίδιο κουβά με όλους, διαμάντια και άνθρακες. Ούτε παρηγορεί, πιστεύω, το γεγονός ότι δεν είναι όλοι οι οίκοι το ίδιο ακριβοί. Ο Γαβριηλίδης είναι από τους ακριβότερους και αιτιολογεί τα υπέρογκα ποσά που χρεώνει με τη στοιχειώδη προώθηση που υπόσχεται. Οίκοι όπως ο Ηρόδοτος είναι από τους φθηνότερους, αμφίβολο όμως παραμένει το αν η αντιμετώπισή τους των ποιητικών έργων που φθάνουν στα γραφεία ή τα e-mail τους γίνεται με αμιγώς εισπρακτική διάθεση (γνωρίζω παράδειγμα οίκου, όχι τον Ηρόδοτο, που η πρώτη και μοναδική live επικοινωνία του ποιητή με τον οίκο ήταν με το Λογιστήριο) ή αν τους ενδιαφέρει καθόλου η ποιότητα του τι τυπώνουν, θα ενδιαφερθούν δηλ. για την ουσία, έστω για τα μάτια βρε παιδί μου. Λιγοστοί είναι οι οίκοι που εγγυώνται ότι τουλάχιστον θα διαβάσουν το έργο του ποιητή. Και δυστυχώς η έκδοση εκτός εμπορίου (σε απλό τυπογραφείο, χωρίς όνομα οίκου και χωρίς ISBN) θέτει τον δημιουργό εκτός κρίσης σε διαγωνισμούς όπως αυτός για το κρατικό βραβείο ποίησης.
Έστω λοιπόν ότι ο ποιητής μας τυπώνει σε κάποιον οίκο. Δεν πρέπει επ' ουδενί να πιστέψει ότι τελείωσαν επιτέλους τα βάσανά του. Διότι ακολουθεί η Οδύσσεια της προώθησης: το αν ο οίκος θα δώσει το βιβλίο του σε βιβλιοπωλεία και ποια (συνήθως μόνο αυτά με τα οποία έχει καταφέρει να μην παρεξηγηθεί), πού θα τοποθετηθεί το βιβλίο (σε εμφανές σημείο ή όχι, σε σημείο προβολής, σε βιτρίνα κλπ.), ανάλογα με το ποσόν που είναι διατεθειμένος να καταβάλει ο ποιητής (σαν να μην του έφτανε του έρμου το μπουγιουρντί της έκδοσης), αν θα γίνει παρουσίαση του βιβλίου και ποιος θα διατηρήσει το δικαίωμα της είσπραξης των πωλήσεων τη βραδιά της παρουσίασης, κλπ. κλπ.
Δεν είναι, τελικά, απίστευτα κουραστικό, αν όχι υποτιμητικό, να εκδίδει κανείς τη δουλειά του υπό τέτοιους όρους; Μερικές φορές ειλικρινά αναρωτιέμαι.
Χ.Λ
Ήταν ένα Άρθρο της φίλης Χριστίνας Λιναρδάκη στο στίγμαΛογου
stigma.logou.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου