Από την πολύ καλή συγγραφέα Άννα Γαλανού , στην
παρουσίαση του βιβλίου της «Τρείς Φωτιές» , άκουσα την εκ πείρας άποψη της για το πώς γεννιέται (γίνεται) ένα
βιβλίο , πεζού ή έμμετρου λόγου . Θεωρώ ότι αυτά που είπε , μπορεί να φανούν χρήσιμα στους φίλους που γράφουν και τα μεταφέρω εδώ
Το
εργαστήρι του συγγραφέα
Πολλές φορές με ρωτούν
φίλοι, αλλά επί το πλείστον αναγνώστες, που βρίσκω τις ιστορίες που γράφω, αν
είναι αληθινές, ή αν είναι εξ’ ολοκλήρου φανταστικές. Επίσης με ρωτούν πόσο
δύσκολο είναι για κάποιον που έχει μια ιστορία να τη μεταφέρει στο χαρτί και να
την κάνει βιβλίο.
Νομίζω είναι κατάλληλη
η ώρα για να μπορέσω να απαντήσω, μιας και αυτό το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια
σας είναι το τρίτο μου μυθιστόρημα που εκδίδεται, όμως παράλληλα έχω μια
αξιόλογη εμπειρία, καθόσον έχω βραβευτεί σε θεατρικό έργο, σε διήγημα, ποίηση
και δοκίμιο.. Καθένα στο χρόνο του, στην ώρα του και στην εποχή του…
Όλα ξεκινούν από το παραμύθι, τη μυθοπλασία και τη φαντασία.
Τρία ουσιαστικά που όσο κι αν μοιάζουν δεν είναι ίδια, ούτε έχουν το ίδιο
νόημα, ούτε παράγουν το ίδιο αποτέλεσμα. Για να γίνει όμως ένα βιβλίο,
χρειάζονται και τα τρία. Είτε μυθιστόρημα είναι αυτό, είτε δοκίμιο, είτε ιστορικό,
είτε λαογραφικό, είτε αφηγηματικό, αν δεν υπάρχουν τα τρία αυτά ουσιαστικά που
να δένουν μεταξύ τους, βιβλίο δεν μπορεί να υπάρξει.
Να εξηγήσω λοιπόν τα
χαρακτηριστικά του καθενός, για να μπορέσετε εύκολα να καταλάβετε τι θέλω να
πω. Απευθύνομαι ταυτόχρονα και σε όσους από σας έχουν μια ιστορία στο μυαλό
τους και θα ήθελαν να την γράψουν. Τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο από αυτό. Ούτε
μπορείς όσο καλά και να κατέχεις την Ελληνική γλώσσα να ξυπνήσεις ένα πρωί και
να αρχίσεις να γράφεις επειδή ίσως θεωρείς ότι θα σε καθοδηγήσει η ίδια η έμπνευση της ιστορίας που έχεις στο νου σου.
Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Το
παραμύθι:
Στο χαοτικό κόσμο της
σκέψης, υπάρχουν εικόνες που κρατάμε κλειδωμένες από τα μικράτα μας. Είναι ο
τρόπος που αντιληφθήκαμε κάποτε, πριν ακόμα μάθουμε να διαβάζουμε, τα παραμύθια
που μας έλεγαν κι αργότερα αυτά που διαβάσαμε εμείς οι ίδιοι. Αν το σκεφτούμε
καλά, ίσως κάποιοι από σας μπορέσουν και θυμηθούν ότι από τότε είχαν απορίες
και ερωτήματα για το κάθε παραμύθι που άκουγαν. Άλλοι τα έθεταν για τους τα
εξηγήσει κάποιος, κι άλλοι όχι. Οι δεύτεροι προτιμούσαν να τα σκεφτούν μόνοι
τους, να φοβηθούν ή να χαρούν πάντα με τις απαντήσεις που οι ίδιοι ήθελαν να
δώσουν και το τέλος αν δεν τους άρεσε όπως ήταν, το διαμόρφωναν στο μυαλό τους
κατά το δοκούν.
Αναφέρομαι λοιπόν σ’
αυτούς, κι όχι στους άλλους που ρωτούσαν συνεχώς το πώς και το γιατί, τις
περισσότερες φορές επιφανειακά, αφού το παραμύθι αποτελούσε μόνο τη ανάγκη ν’
ασχοληθεί κάποιος μαζί τους και αμέσως την επόμενη μέρα το ξέχναγαν.
Η αναβίωση του
παραμυθιού λοιπόν, είναι το πρώτο συγγραφικό βήμα, γίνεται άθελα μας, αφού για
μια ιστορία που δεν μας ανήκει, δίνουμε τη δική μας διάσταση, και στη συνέχεια
και το δικό μας τέλος. Άτομα που δεν διάβασαν παραμύθια, ή που δεν τους άρεσαν
τα παραμύθια, κατά τη γνώμη μου μπορούν μεν να εκτιμήσουν ένα καλό ή όχι
βιβλίο, όμως να γράψουν είναι αδύνατο.
Μυθοπλασία:
Τι σημαίνει αυτό; Κυριολεκτικά, ο ορισμός της λέξης είναι η
επινόηση της ιστορίας. Τι σημαίνει όμως επί της ουσίας; Είναι ο κορμός του
βιβλίου, η δομή του. Χωρίς μυθοπλασία, κανένα βιβλίο, όσο και ειδικό να
χαρακτηρίζεται δεν μπορεί να σταθεί σωστά. Εδώ παρεμβάλλεται η γραφίδα του
συγγραφέα, η προσωπική του σφραγίδα, είτε γράφει ιστορία, είτε διήγημα είτε
νουβέλα. Είναι το πλέον δύσκολο στη σύλληψη, είναι το πιο επίπονο, ακόμα και για την κατανομή της ιστορίας. Εδώ
δεν υπάρχουν θέσφατα, ούτε και μαγικές συνταγές. Μπορεί να έχεις μια πολλή
όμορφη και ξεχωριστή ιστορία να πεις και να μην ξέρεις να την πλάσεις, να τη
κάνεις να στέκεται σωστά στα πόδια της. Διαβάζουμε τέτοιες, που δημιουργούν
σύγχυση και από τη δέκατη κιόλας σελίδα, ψάχνεις τους ήρωες στις προηγούμενες.
Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει το χάρισμα, που αμφιβάλλω αν μπορεί να διδαχθεί.
Είναι αυτό που λέει ο λαός, ή τόχεις ή δεν τόχεις!
Υπάρχει ακόμα κάτι που
δεν είναι τεχνικό, και αφορά το συγγραφέα. Πόσο πιστεύει την ιστορία του, τους
ήρωες του. Πόσο τους αγαπά, πόσο αληθινά τους ζει πριν ξεκινήσει να τους
περιγράφει! Μπορούν να τον κάνουν να κλάψει, να θυμώσει, να μην κοιμηθεί ή να
στριφογυρίζουν στο μυαλό του μέχρι να ολοκληρώσει τις σελίδες που πρέπει. Η
ανεπανάληπτη και μοναδική Λιλή Ζωγράφου, έγραψε ένα βιβλίο μόνο 112 σελίδες …
το ξέρετε οι περισσότεροι. ‘’Η αγάπη άργησε μια μέρα’’… θυμηθείτε τα αισθήματα,
το πόνο, την εξελικτική συνέχεια και τη δομή του βιβλίου. Αναφέρομαι σ’ αυτό
γιατί είναι πασίγνωστο. Υπάρχουν πολλά τέτοια, που ο συγγραφέας μπορεί να τελειώνει
την ιστορία του είτε σε 100 αλλά ακόμα και σε 1000 σελίδες. Αυτό όμως πρέπει να
το ζητήσουν οι ήρωες του… κι όχι να πιάνουμε κάτι από τα μαλλιά, για να κάνουμε
ένα τόμο!
Φαντασία:
Χωρίς φαντασία δεν
μπορείς ούτε ένα σωστό καφέ να φτιάξεις, πόσο μάλλον να γράψεις, να περιγράψεις
και να κάνεις τους αναγνώστες σου να ταξιδέψουν. Το τελευταίο αυτό
χαρακτηριστικό, έχει πολλά στοιχεία από δυο προηγούμενα. Μια ταξιδιάρα ψυχή
μπορεί να δει την άσπρη πέτρα σαν διαμαντόπετρα, ένα κύμα σαν χάδι κι ένα
χαμόγελο σαν υπόσχεση ζωής. Η φαντασία του συγγραφέα είναι το πλέον ουσιαστικό
χαρακτηριστικό, που αφορά και το προσωπικό του ύφος. Θα παίξει με το μυαλό των
αναγνωστών του, θα πονέσει με τα αισθήματα των ηρώων του, θα βάλει εμπόδια
μπροστά τους και στη συνέχεια θα δημιουργήσει τον από μηχανής Θεό. Η φαντασία
είναι αυτή που όλους τους λυτρώνει στο τέλος, και ήρωες και αναγνώστες.
Θα αναφέρω ένα μικρό
παράδειγμα που συμπεριλαμβάνει αυτούς τους τρεις άξονες., για να μπορέσετε να
καταλάβετε τι ακριβώς εννοώ. Θα πω κάτι τελείως φανταστικό που ξεφεύγει από
συναισθήματα.
Περιγράφει π.χ ο
συγγραφέας τη σκηνή από ένα άνθρωπο που ξυπνά απότομα.
Φανταστείτε στη θέση
του αυτού του ανθρώπου… όποιον ήρωα θέλετε.
Πρώτο
στοιχείο: Το παραμύθι. Πάντα ο κεντρικός ήρωας, θυμίζει κάποιον που
ξέρετε από το παρελθόν. Είτε ήταν βασιλιάς, είτε βάτραχος, είτε δράκος, είτε
νεράιδα, είτε σταχτοπούτα, πάντα ο κεντρικός η οι κεντρικοί ήρωες του βιβλίου σας
θυμίζουν κάποιον.
Δεύτερο
στοιχείο: Μυθοπλασία. Πάνω στον ήρωα στήνεται το μυθιστόρημα,
αυτός είναι ο καμβάς και οι βελονιές που τον γεμίζουν είναι όσοι τον
περιβάλλουν, είναι οι αντιήρωες, τα γεγονότα και η πλοκή της ιστορίας. Πάνω σ’
αυτόν ή σ’ αυτούς αν είναι περισσότεροι, στήνεται το βιβλίο.
Τρίτο
στοιχείο: Φαντασία. Το φανταστικό της ιστορίας είναι τα
απρόοπτα και η αγωνία που σελίδα με τη σελίδα αναπτύσσει ο συγγραφέας. Αυτή η
αγωνία που αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης σ’ ένα δυνατό βιβλίο, είναι η φαντασία
του συγγραφέα, και τις περισσότερες φορές
το παιχνίδι αυτό δεν το κάνει μόνο με τους αναγνώστες του, αλλά και με
τον ίδιο τον εαυτό του. Ξέρετε πόσες φορές κάνω ‘’καζούρα’’ μόνο και μόνο για
να γελάσω, για να ξεφύγω… από το δραματικό μέρος του βιβλίου ή πόσες επίσης
επίτηδες καθυστερώ την κορύφωση της λύσης; Πάρα πολλές!
Υπάρχουν επίσης δυο
παράμετροι που οφείλω να αναφέρω.
-
Αληθινές
ιστορίες
-
Συναισθήματα
Δεν αλλάζει τίποτα από
τα παραπάνω αν η ιστορία που περιγράφουμε στο βιβλίο μας είναι αληθινή. Αν την πούμε όπως την
ακούσαμε, αλίμονο μας. Δεν μπορούμε να έχουμε βιβλίο, παρά μόνο ένα κείμενο
αφήγησης. Υπάρχουν πολλά τέτοια, όπως υπάρχουν και αντίστοιχα βιωματικά. Κάποια
αποτελούν διαμάντια στη λογοτεχνία, και άλλα είναι μόνο για να υλοποιήσουμε
συμβόλαια. Μπορείτε και τα ξεχωρίζετε όλοι. Δεν θέλω λοιπόν να σταθώ σ’ αυτά,
ούτε και σε κείνα που μονότονα επαναλαμβάνονται... Προσωπικά σέβομαι το κάθε βιβλίο, όμως για
μένα η ιστορία πρέπει να βασίζεται πάνω στις παραπάνω δομές. Αν λοιπόν μια
βιωματική ή μια αληθινή ιστορία που μας είπαν, είναι γραμμένη πάνω στα
χαρακτηριστικά που ανέφερα, θεωρώ ότι μπορεί να γίνει ένα πολύ σπουδαίο βιβλίο.
Συναισθήματα:
Ο μεγάλος κίνδυνος, θα μπορούσε να έχει την επικεφαλίδα αυτή. Να εξηγήσω.
Πολλές φορές γράφοντας ο συγγραφέας χάνει το μέτρο. Δεν μπορεί κανένας από μας
να αποφύγει να βάλει προσωπικές του αναφορές και συναισθήματα μέσα στα βιβλία
του. Πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μας καθώς γράφουμε υπάρχει ένα ‘’εμείς πως θα νοιώθαμε αν αντιμετωπίζαμε
κάτι τέτοιο;’’ Είναι λογικό να συμβαίνει, αφού εμείς δημιουργούμε τις
ιστορίες και τους ήρωες. Τους βάζουμε λοιπόν σε μια διαδικασία να ζήσουν, τους
ζωντανεύουμε, τους δίνουμε πνοή και υπόσταση, και με τον ίδιο τρόπο τους
κάνουμε να αισθάνονται. Η ισορροπία είναι το παν εδώ. Η υπερβολή, που δεν
μπορεί να την αποφύγει εύκολα κανείς, πρέπει να εξισορροπείται αμέσως στο
επόμενο κεφάλαιο, δημιουργώντας άλλα συναισθήματα. Γιατί διαφορετικά το βιβλίο
θα αποτελείται από σπουδαίες περιγραφές και γεγονότα, όμως ο αναγνώστης δεν θα
συμμετέχει στο ελάχιστο ούτε στο πόνο, ούτε στο θάνατο, ούτε στον έρωτα… Υπάρχει
βέβαια και η άλλη όψη όπου κυριαρχούν πάθη, χαρές, λύπες, αγάπες και ηδονές και
δεν μπορείς να βρεις στο τέλος τον ειρμό, ώστε να κάνεις τη σύνθεση.
Έτσι λοιπόν η ισορροπία
και η αρμονία είναι το παν. Το μέτρο, και οι περιγραφές, να δένονται σωστά με
τα αισθήματα.
Προσωπικά
τώρα
Δεν θα μπορούσα να μη
μιλήσω για μένα. Πρωτίστως οι θεωρίες πρέπει να εφαρμόζονται απ’ αυτόν που τις
υποστηρίζει.
Γράφω από οκτώ ετών. Με
πλήρη επίγνωση, με μετριοφροσύνη και χωρίς καμιά έπαρση σας ομολογώ ότι πάντα
μέσα μου πίστευα ότι είμαι συγγραφέας. Είχα αυτή τη τρέλα, να φτιάχνω πράγματα
στο μυαλό μου και να τα γράφω … Ξεκίνησα ακόμα με μολύβι, πριν καν πιάσω στυλό…
Βλέπω μια εικόνα ενός
ανθρώπου που μου τσιγκλά τον εγκέφαλο κι αμέσως τον τοποθετώ σαν ήρωα σε μια δική
μου φανταστική ιστορία. Την φτιάχνω εκείνη τη στιγμή. Δεν κρατώ σημειώσεις, ασφαλώς
δεν φτιάχνω τη δομή του βιβλίου, δεν ξεχωρίζω κεφάλαια ή περιγράφω συναισθήματα,
όμως έχω το θέμα. Τα υπόλοιπα όλα γιγαντώνονται σιγά σιγά μέσα μου. Ακολουθώ
κατά γράμμα τις ‘’παραπάνω οδηγίες’’ που σας είπα. Αυτό γίνεται ακούσια και
μηχανικά. Επίσης δεν με επηρεάζουν εξωτερικά και άψυχα πράγματα… δηλ. μια
παραλία δεν με εμπνέει να γράψω, ούτε αν είναι βροχερή η μέρα, ούτε αν περπατώ
σ’ ένα χαλί από φύλλα. Μαζεύω τις εικόνες και τα συναισθήματα που τις
περιβάλλουν και τις χρησιμοποιώ σαν συμπλήρωμα στις ιστορίες μου. Με
ενδιαφέρουν πρωτίστως οι άνθρωποι, τα πρόσωπά τους, οι γκριμάτσες και το γέλιο
τους… δίνω μεγάλη σημασία σ’ αυτό. Πόσο αληθινοί είναι.
‘’Οι
Τρεις φωτιές’’
Πέρυσι, αρχές
Σεπτεμβρίου κι ενώ ήμουνα σε μια σχεδόν άδεια παραλία των Αθηνών, ξαφνικά στις
διπλανές πολυθρόνες ήρθε μια οικογένεια
με τρία παιδιά. Αγόρια, σαν σποράκια το ένα ίσα λίγους πόντους ψηλότερο
από το άλλο. Η μητέρα τους ήταν ντυμένη λες κι είχε βγει μέσα από φιγουρίνι του
’60. Φόρεμα μαύρο, ίσιο κοφτό, όχι θαλάσσης, με κοντά μαύρα μαλλιά και ψαθάκι
και γυαλιά πεταλούδας. Καθώς τα ετοίμαζε για τη θάλασσα, ο πατέρας αδιάφορος
κάπνιζε λίγο παρά πέρα. Έβλεπα τα παιδιά, σοβαρά, σχεδόν αμίλητα να περιμένουν
να τελειώσει η μαμά με το λάδι, τα μπρατσάκια και τις συμβουλές για να παίξουν
ήσυχα χωρίς να ενοχλούν... Ποιόν; στην θάλασσα δεν υπήρχε κανείς… Όταν
τέλειωσαν, ανέβηκαν σαν μικροί κύριοι
επάνω στη ξύλινη περπατησιά της πλαζ και προχώρησαν σαν στρατιωτάκια το ένα
πίσω από το άλλο προς τη θάλασσα.
Αυτό ήταν… χάθηκα μέσα
στις σκέψεις της ιστορίας που άρχισε να θεριεύει στο μυαλό μου. Άρχισε να
γράφεται το βιβλίο κεφάλαιο κεφάλαιο εκεί στη θάλασσα. Μέχρι να επιστρέψω στο
σπίτι το είχα σχεδόν όλο. Έμενε να δουλέψω την ιστορία του, να πλάσω τους
χαρακτήρες και να βρω το κρυμμένο μυστικό του… Να στήσω το παραμύθι.
Δεν ήταν καθόλου
εύκολο. Τρία αδέλφια, ξεκινούν από την ίδια αφετηρία και σκορπίζονται σε διαφορετικά
σημεία του κόσμου αμέσως μόλις τελειώνουν το σχολείο. Τρεις αλλιώτικοι
χαρακτήρες, που έχουν ένα κοινό γνώρισμα. Την απελπισία της απαξίωσης που
νοιώθουν μέσα στο σπίτι τους.
Όλα τα πρόσωπα παίρνουν
τη θέση τους πάνω στο καμβά αυτής της ιστορίας. Ο κάθε ήρωας αποτελεί και μια
ξεχωριστή ενότητα, μιας και παρακολουθούμε πλέον πορείες ζωής. Ο Ιάκωβος, ο
Μάριος, ο Αργύρης.
Τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες,
με εκ διαμέτρου αντίθετους στόχους και επιδιώξεις, υψώνουν ανυπέρβλητα τείχη με
τη φυγή τους και δημιουργούν καταστάσεις παγίδες, στη ζωή τους.
Συναισθηματικές, επαγγελματικές και προσωπικές. Ο σταυρός που κουβαλά ο καθένας
τους είναι διαφορετικός. Άλλωστε πώς θα μπορούσε να ήταν ίδιος, όταν κοντά
είκοσι χρόνια ή κάτι λιγότερο κάνουν να συναντηθούν και πάλι όλοι μαζί.
Το βιβλίο ξεκινά στο
Παρίσι, πηγαίνει στην Ιρλανδία, στη Νέα Υόρκη, στην Αθήνα, στο Ρέθυμνο και στη
Πελοπόννησο.
Έχει τη χάρη του μη
στατικού… και λέω χάρη γιατί θα εισπράξετε αυτό το ταξίδι των τριών τους με
αγωνία, θυμό, δάκρυα και ανακούφιση…
Το τέλος είναι καλό,
όμως δεν έχει και τόση σημασία αυτό. Πάντα δικαιώνω τους ήρωες μου, πάντα
παίρνουν αυτό που τους αξίζει. Έτσι για μένα η λύτρωση είτε με θετική είτε με αρνητική
έκβαση αποτελεί πάντα ‘’το καλό τέλος’’.
Όμως σημασία για μένα δεν
έχει παρά μόνο το ταξίδι…
Αυτό έχει να κάνει και
με το πώς αντιλαμβάνομαι εγώ τη ζωή.
Άννα Γαλανού
1 σχόλιο:
Ευχαριστώ πολύ τον κ. Λεωνίδα Ορφανιδάκη για την αναφορά του στο κείμενο μου με τίτλο Το εργαστήρι του συγγραφέα.
Άννα Γαλανού
Δημοσίευση σχολίου