Τσι
τσικουδιάς η μυρωδιά κοντά σου Κρήτη μ’ έφερε
κιαι βρίσκομαι να πορπατώ στα ίδια καντiρίμια
ομπρός μου ο γέρος γάιδαρος με φόρτωμα σταφύλια
κι οπίσω (ν)του να ανησυχώ να μην ξεσομαρίσει ,
φοβούμαι και τη μπουμπουρέ μη (ν) πά (ει) να τη (ν μ) πατήσει
Κι αδειάζομε το φόρτωμα μέσα στα πατητήρια
κιαι παίρνομε το γιυρισμό στα ιδία καντηρίμια
και τζίρητα ο γάιδαρος σαν φτάνει στο αμπέλι
λες κιαι το ξαναφόρτωμα τον έκαμε κοπέλι .
Ακούω γιέλια κιαι χαρές μέσα εις τσι κουρμούλες
θώρω κοφίνια στσι δέσιες στσι κεφαλές σακούλες
καλάθια αναμάσκαλα ν’αδειαζουν στο ορδίνι
κιαι το μικιό μου αδελφό μέσα εις το κοφίνι .
Η μυρωδιά τσι κουκουδιάς μούρχεται στα ρουθούνια
κόβω κλαδιά τσι λυγαριάς να κάμω τα μπαστουνιά
για να λυγιίζω κουκουδιές τα κούκουδα να φτάνω
να ξεμακραίνει ο γάιδαρος να τζιρητω να φτάνω .
Στο πατητήρι ατζοπατώ ανάμεσα στσι σφίγκιες
να τρέχει ο μούστος ο γλυκιός μέσα εις το βροχιό
κιαι έρχομαι κι ακουμπώ στου βαρελιού τσι ντούγιες
π’ ούλης αυτής τσι λουτρουγιάς βγάζει μουρμουρητό.
Σ` ένα σωρό τα τσίκουδα κι απάνω τους πλακούρες ,
σαν ίδρως π` απ` τα κούτελα τρέχει μες στο λιοπύρι
όμοιες στραγγίζουν κι απ` αυτά οι ύστερες σταγόνες
και όταν στάζει η τσικουδιά μες το θολό ποτήρι
μου ζωγραφίζει πρωινό μ’ αγνάντια τ’ Ακρωτήρι .
κιαι βρίσκομαι να πορπατώ στα ίδια καντiρίμια
ομπρός μου ο γέρος γάιδαρος με φόρτωμα σταφύλια
κι οπίσω (ν)του να ανησυχώ να μην ξεσομαρίσει ,
φοβούμαι και τη μπουμπουρέ μη (ν) πά (ει) να τη (ν μ) πατήσει
Κι αδειάζομε το φόρτωμα μέσα στα πατητήρια
κιαι παίρνομε το γιυρισμό στα ιδία καντηρίμια
και τζίρητα ο γάιδαρος σαν φτάνει στο αμπέλι
λες κιαι το ξαναφόρτωμα τον έκαμε κοπέλι .
Ακούω γιέλια κιαι χαρές μέσα εις τσι κουρμούλες
θώρω κοφίνια στσι δέσιες στσι κεφαλές σακούλες
καλάθια αναμάσκαλα ν’αδειαζουν στο ορδίνι
κιαι το μικιό μου αδελφό μέσα εις το κοφίνι .
Η μυρωδιά τσι κουκουδιάς μούρχεται στα ρουθούνια
κόβω κλαδιά τσι λυγαριάς να κάμω τα μπαστουνιά
για να λυγιίζω κουκουδιές τα κούκουδα να φτάνω
να ξεμακραίνει ο γάιδαρος να τζιρητω να φτάνω .
Στο πατητήρι ατζοπατώ ανάμεσα στσι σφίγκιες
να τρέχει ο μούστος ο γλυκιός μέσα εις το βροχιό
κιαι έρχομαι κι ακουμπώ στου βαρελιού τσι ντούγιες
π’ ούλης αυτής τσι λουτρουγιάς βγάζει μουρμουρητό.
Σ` ένα σωρό τα τσίκουδα κι απάνω τους πλακούρες ,
σαν ίδρως π` απ` τα κούτελα τρέχει μες στο λιοπύρι
όμοιες στραγγίζουν κι απ` αυτά οι ύστερες σταγόνες
και όταν στάζει η τσικουδιά μες το θολό ποτήρι
μου ζωγραφίζει πρωινό μ’ αγνάντια τ’ Ακρωτήρι .
Τηλέμαχος Ορφανουδάκης
Γλωσσάρι :
Γλωσσάρι ιδιωματισμών (του κειμένου) της επαρχίας του
Αποκόρωνα Χανιών μέχρι το πρώτο μισό του 20ου αιώνα . Χανιώτες είναι η γλώσσα ΤΣΗ γιαγιά σας .
Πορπατώ = περπατώ
Καντιρίμια ,
καντιρίμη = λιθόστρωτο
Μπούμπουρας =
μεγάλη χόντρη σφήκα (μπουμπουρέ = σφηκοφωλιά )
Τζίρητα= τρέχει
Κουρμούλες =
οι μικροί κορμοί του αμπελιού
Ορδίνι από ορδή
(η) = άτακτο πλήθος (κοφινιών
στην περίπτωση μας)
Κουκουδιά =
Θαμνώδες είδος αγριοφιστικιάς
Ατζοπατώ = βαρύ
βήμα σημειωτόν
Βροχιός ή
δοχιός = Κατασκευή πρώτης υποδοχής του βρόχινου νερού πριν την στέρνα ή του
μούστου πριν το βαρέλι . Συχνά πελεκημένη
σε βράχο (γούρνα) .
Τσι =στις
Ντούγιες = Οι
καμπύλες σανίδες που με τα τσέρκια φτιάχνουν το βαρέλι .
Λουτρουγιάς
=Λειτουργίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου