Translate

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

ΠΑΤΑΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Στείλετε στο leonidasorf@gmail.com ένα κομμάτι από κάθε νέα έκδοση σας και θα το αναρτώ .

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

Ο Μέγας Ιεροεξεταστής . (Από το έργο του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι «Αδελφοί Καρμαζοφ»


Ο Μέγας Ιεροεξεταστής .

............................................


Μιλά ο Ιβάν Καραμάζωφ στον αδερφό του Αλιόσα

Τὸ ποίημά μου ἔχει τοῦτο τὸν τίτλο! «Ὁ Μέγας Ἱεροεξαταστής» εἶναι ἀνόητο, μὰ θέλω νὰ σοῦ τὸ πῶ. (Ἀναφέρεται πρὸς τὸν ἀδελφό του Ἀλιόσα)

– Μιὰ εἰσαγωγὴ εἶναι ὡστόσο ἀπαραίτητη ἀπὸ φιλολογικῆς πλευρᾶς. Ἡ δράση ἐξελίσσεται στὸν 16ο αἰῶνα. Ξέρεις πὼς ἐκείνη τὴν ἐποχὴ συνήθιζαν νὰ παρεμβάλλουν στὰ ποιήματα οὐράνιες δυνάμεις. Δὲ μιλῶ γιὰ τὸν Ντάντε. Στὴ Γαλλία οἱ κληρικοὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων, κι οἱ καλόγεροι ἔδιναν παραστάσεις βγάζοντας στὴ σκηνὴ τὴ Μαντόνα, ἄγγελους κι ἅγιους, τὸ Χριστό, καὶ τὸ Θεό. Βέβαια αὐτὰ ἦταν θεάματα ὅλο ἀφέλεια καὶ πρωτογονισμό. Στὴν «Παναγία τῶν Παρισίων» τοῦ Βικτὸρ Οὐγκὼ πρὸς τιμὴν τῆς γέννησης τοῦ διαδόχου του θρόνου, τὴν ἐποχὴ τοῦ Λουδοβίκου ΧΙου, στὸ Παρίσι, ὁ λαὸς προσκαλοῦνταν νὰ παρακολουθήσει μία παράσταση διδακτική, ὁλότελα δωρεάν: «Τὴν Καλὴ Κρίση τῆς Παναγιωτάτης καὶ Κεχαριτωμένης Παρθένου Μαρίας. «Σ᾿ αὐτὸ τὸ «Μυστήριο» ἡ Παναγία ἐμφανιζόταν αὐτοπροσώπως καὶ πρόφερε τὴν καλὴ κρίση της. Σ᾿ ἐμᾶς, ἐδῶ στὴ Μόσχα, πρὶν ἀπ᾿ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Πέτρου, ἔδιναν ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ παραστάσεις τέτοιου εἴδους, ποὺ τὶς δανείζοντας προπάντων ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἐξάλλου κυκλοφοροῦσαν ἕνα πλῆθος ἀφηγήματα, ποιήματα, ὅπου φιγουράριζαν ἀνάλογα μὲ τὴν περίσταση καὶ τὶς ἀνάγκες, ἅγιοι κι ἄγγελοι, μιὰ ὁλόκληρη στρατιά. Στὰ μοναστήρια μας πάλι, μετάφραζαν, ἀντέγραφαν τοῦτα τὰ ποιήματα, ἔγραφαν ἀκόμη καὶ καινούργια κι ὅλ᾿ αὐτὰ κάτω ἀπὸ τὴν Ταταρικὴ κατοχή. Λόγου χάρη, ὑπάρχει ἕνα τέτοιο μικρὸ μοναστηριακό, ἂς ποῦμε, ποίημα, ποὺ χωρὶς ἀμφιβολία τὄχουν μεταφράσει ἀπὸ τὰ ἑλληνικά: «Ἡ Παρθένος ὁμιλεῖ πρὸς τοὺς κολασμένους», μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχουν Δαντικὴ δύναμη. Ἡ Παρθένος ἐπισκέπτεται τὴν Κόλαση, καθογηγούμενη ἀπὸ τὸν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ. Βλέπει τοὺς κολασμένους καὶ τὰ βασανιστήριά τους. Ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ὑπάρχει καὶ μία πολὺ ἐνδιαφέρουσα κατηγορία ἁμαρτωλῶν, ποὺ βρίσκονταν σὲ μία λίμνη φωτιᾶς. Μερικοὶ βουλίαζαν σ᾿ αὐτὴ τὴ λίμνη καὶ δὲν ξαναφαίνονταν πιά· «αὐτοὶ ξεχάστηκαν κι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεό», ἔκφραση ποὺ κρύβει βαθύτητα, καὶ ζωντάνια μοναδική. Ἡ Παρθένος συγκινημένη, πέφτει γονατιστὴ μπρὸς στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ ζητᾷ χάρη γιὰ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ εἶδε στὴν Κόλαση, χωρὶς ἐξαίρεση… Ὁ διάλογος μὲ τὸ Θεὸ ἔχει πολὺ ἐνδιαφέρον. Τὸν ἱκετεύει, ἐπιμένει, κι ὅταν ὁ Θεὸς τῆς δείχνει τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ γιοῦ της, ποὺ εἶναι τρυπημένα ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ τὴ ρωτᾷ: «Πῶς θὰ μποροῦσα νὰ συγχωρήσω τοὺς δημίους του»; – ἐκείνη διατάσσει ὅλους τοὺς ἁγίους κι ὅλους τοὺς μάρτυρες, κι ὅλους τοὺς ἀγγέλους νὰ πέσουν στὰ γόνατα μαζί της καὶ νὰ παρακαλέσουν νὰ δοθεῖ χάρη σ᾿ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς χωρὶς ἐξαίρεση. Τελικὰ πετυχαίνει νὰ σταματήσουν τὰ βασανιστήρια, κάθε χρόνο ἀπ᾿ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ὡς τὴν Πεντηκοστή, κι οἱ κολασμένοι ἀπὸ τὰ ἔγκατα εὐχαριστοῦν τὸ Θεὸ καὶ φωνάζουν: «Κύριε! Ἡ τιμωρία μας εἶναι δίκαιη! «Ἔ, λοιπόν, τὸ μικρό μου ποίημα, θἆταν κάπως ἔτσι, ἂν εἶχε γραφτεῖ ἐκείνη τὴν ἐποχή. Ἐμφανίζεται ὁ Θεός, δὲ λέει τίποτα παρὰ μόνο περνᾷ πάνω ἀπ᾿ τὴ σκηνή. Δεκαπέντε αἰῶνες ἔχουν κυλήσει ἀπὸ τότε ποὺ ὑποσχέθηκε νὰ ξαναγυρίσει στὴ βασιλεία Του, ἀπὸ τότε ποὺ ὁ προφήτης του ἔγραψε: « Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης οὐδεὶς γιγνώσκει οὐδὲ οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν εἰμὴ μόνον ὁ Πατὴρ ἐμοῦ», σύμφωνα μὲ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴ γῆ. Κι ἡ ἀνθρωπότητα τὸν περιμένει μὲ τὴν ἴδια τὴν ἀλλοτινὴ πίστη, μιὰ πίστη πιὸ φλογερὴ ἀκόμη, γιατί δεκαπέντε αἰῶνες ἔχουν περάσει ἀπὸ τότε ποὺ οἱ οὐρανοὶ ἔπαψαν νὰ προσφέρουν ἐγγυήσεις στὸν ἄνθρωπο:

«Πίστευε ὅσα ἡ καρδιὰ σοῦ λέει
ἐγγύηση ἄλλη ὁ Οὐρανὸς δὲ δίνει»

«Εἶν᾿ ἀλήθεια πὼς πολλὰ θαύματα γίνηκαν τότε: «ἅγιοι γιάτρευαν τὸν κόσμο, ἡ Βασίλισα τῶν Οὐρανῶν κατέβαινε κι ἐπισκεπτόταν ὁρισμένους δίκαιους, ἂν δώσουμε πίστη στὸ «βίο» τους. Μὰ ὁ διάβολος δὲν κοιμᾶται· ἡ Ἀνθρωπότητα ἄρχισε συχνὰ ν᾿ ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν αὐθεντικότητα αὐτῶν τῶν θαυμάτων. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ γεννιέται στὴ Γερμανία μιὰ τρομακτικὴ αἵρεση ποὺ ἀρνιέται τὰ θαύματα. «Καὶ ἔπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀστὴρ μέγας καιόμενος ὡς λαμπὰς (ἡ Ἐκκλησία προφανῶς!) καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὸ τρίτον τῶν ποταμῶν καὶ ἐπὶ τὰς πηγᾶς τῶν ὑδάτων καὶ κατέστησε ταῦτα πικρὰ «Ἡ πίστη τῶν πιστῶν ὅμως διπλασιάσθηκε. Τὰ δάκρυα τῆς ἀνθρωπότητας ὑψώθηκαν πρὸς ἐκεῖνον ὅπως ἄλλοτε… Ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσους αἰῶνες, ἡ ἀνθρωπότητα παρακαλεῖ μὲ πάθος καὶ φλόγα: «Κύριε καὶ Θεέ μου πρόσελθε!», ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσους αἰῶνες, φωνάζει στὸ Θεὸ νὰ θελήσει μέσα στὴν ἀπέραντη ἐλεημοσύνη του, νὰ προστρέξει κοντὰ στοὺς πιστούς του. Πρίν, εἶχε κιόλας ἐπισκεφθεῖ τοὺς δίκαιους, τοὺς μάρτυρες, τοὺς ἅγιους ἀναχωρητές, ὅπως ἀναφέρουν οἱ βιογράφοι τους. Σ᾿ ἐμᾶς, ὁ Τιοῦτσεφ ποὺ πίστευε βαθιὰ στὴν ἀλήθεια τῶν λόγων του, διακήρυξε ὅτι:

«Καταπονημένος ἀπ᾿ τοῦ σταυροῦ τὸ βάρος
ὁ βασιλιὰς τῶν Οὐρανῶν, μὲ τοῦ ταπεινοῦ τὸ θάρρος ᾖρθε,
πατρική μου γῆ, νὰ σὲ διασχίσει
κι ὁλόκληρη ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη νὰ σ᾿ εὐλογήσει».

Μὰ νὰ ποὺ θέλησε νὰ παρουσιαστεῖ γιὰ μία στιγμὴ τουλάχιστο στὸν ταπεινωμένο κι᾿ ἐξαθλιωμένο λαό, στὸ λαὸ ποὺ σερνόταν μέσα στὴν ἁμαρτία, μὰ ποὺ τὸν ἀγαποῦσε μ᾿ ἀφέλεια. Ἡ δράση λοιπὸν ἐξελίσσεται στὴν Ἱσπανία, στὴ Σεβίλλη, στὴν πιὸ τρομερὴ ἐποχὴ τῆς Ἱερᾶς Ἐξέτασης, ὅταν κάθε μέρα ἄναβαν φωτιὲς κι ἔκαιγαν ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ κι ὅπου:

«Σ᾿ ὑπέροχες λαμπαδιαστὲς φωτιὲς
ἔκαιγαν τὶς τρομερὲς αἱρετικές»

«Ὤ, μὰ δὲν ἦταν ἔτσι ποὺ ὑποσχέθηκε νὰ ξαναγυρίσει, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, μὲ τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, σ᾿ ὅλη του τὴν οὐράνια δόξα, ξαφνικά, «καθὼς ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως δυσμῶν». Ὄχι, θέλησε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὰ παιδιά του στὸν ἴδιο τὸν τόπο, ὅπου ἔκαιγαν οἱ φωτιὲς γιὰ τοὺς αἱρετικούς. Μέσα στὴν ἀπέραντη ἐλεημοσύνη του, ξαναγυρίζει κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὴ μορφὴ ποὺ εἶχε κατὰ τὴ διάρκεια τῶν τριῶν χρόνων τῆς δημόσιας ζωῆς του. Νἄτον ποὺ κατεβαίνει τοὺς ἠλιολουσμένους δρόμους αὐτῆς τῆς μεσογειακῆς πόλης, ὅπου ἀκριβῶς τὴν παραμονή, μπροστὰ στὸ βασιλιά, τοὺς αὐλικούς, τοὺς ἱππότες, τοὺς καρδινάλιους, καὶ τὶς πιὸ χαριτωμένες κυρίες τῆς Αὐλῆς, ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστὴς ἔβαλε νὰ κάψουν μία ἑκατοστὴ αἱρετικοὺς «Ad Majorem Dei Gloriam». Ἐμφανίζεται ἀθόρυβα, χωρὶς νὰ τὸν προσέξει κανένας καί- πρᾶγμα παράξενο- ὅλοι τὸν ἀναγνωρίζουν. Αὐτὸ θὰ γινόταν ἕν᾿ ἀπὸ τὰ καλύτερα κομμάτια τοῦ ποιήματός μου, χωρὶς βέβαια νὰ κάτσω νὰ ἐξηγήσω τὸ λόγο. Ὁ λαὸς σὰ νὰ τὸν τραβοῦσε μία ἀκατανίκητη δύναμη, ὅλοι μαζεύονται στὸ πέρασμά του καὶ τὸν ἀκολουθοῦν. Σιωπηλός, περνᾷ καταμεσὶς τοῦ πλήθους, μ᾿ ἕνα χαμόγελο ἀπέραντης συμπάθειας. Ἡ καρδιά του πλημμυρίζει ἀπὸ ἀγάπη, τὰ μάτια του ἀντανακλοῦν τὴ Γνώση, τὸ Φῶς, τὴ Δύναμη, ποὺ φωτίζουν καὶ ξυπνοῦν τὴν ἀγάπη στὶς καρδιές, τοὺς ἁπλώνει τὰ χέρια, τοὺς εὐλογεῖ, μιὰ ἀρετὴ ἐξυγίανσης βγαίνει ἀπ᾿ τὴν κάθε ἐπαφὴ μαζί του κι᾿ ἀκόμη ἀπ᾿ τὰ φορέματά του. Ἕνας γέρος, τυφλὸς ἀπ᾿ τὰ παιδικά του χρόνια φωνάζει μέσ᾿ ἀπὸ τὸ πλῆθος: «Κύριε θεράπευσέ με καὶ θὰ δῶ». Ὁ λαὸς χύνει δάκρυα χαρᾶς καὶ φιλᾷ τὸ χῶμα ὅπου πατᾷ. Ἀπ᾿ τὰ μάτια τοῦ γέρου πέφτει ἕνα φλούδι κι ἐκεῖνος βλέπει. Τὰ παιδιὰ σκορπίζουν λουλούδια στὸ πέρασμά του καὶ φωνάζουν «Ὡσαννά!» Ἐκεῖνος, φωνάζουν. Εἶναι Ἐκεῖνος! δὲν μπορεῖ παρὰ νἆναι Ἐκεῖνος. Σταματᾷ στὴν πλατεῖα τῆς Μητρόπολης τῆς Σεβίλλης τὴ στιγμὴ ποὺ φέρνουν ἕνα μικρὸ ἄσπρο φέρετρο, ὅπου ἀναπαύεται ἡ ἑφτάχρονη μοναχοκόρη κάποιου προύχοντα. Ἡ νεκρὴ εἶναι σκεπασμένη μὲ λουλούδια. «Θ᾿ ἀναστήσει τὸ παιδί σου», φωνάζουν ἀπ᾿ τὸ πλῆθος, κι ἡ μητέρα κλαίει. Ὁ παπὰς ποὺ προχωρεῖ μπρὸς ἀπ᾿ τὸ φέρετρο, κοιτάζει μ᾿ ἕνα ὕφος συγχυσμένο καὶ ζαρώνει τὰ φρύδια. Ξαφνικά, μιὰ φωνὴ ἀντηχεῖ, ἡ μητέρα ρίχνεται στὰ πόδια του: «Ἂν εἶσαι Ἐσύ, ἀνάστησε τὸ παιδί μου!» καὶ τοῦ ἁπλώνει τὰ χέρια της. Ἡ πομπὴ σταματᾷ, ἀφήνουν τὸ φέρετρο πάνω στὶς πέτρες τῆς πλατείας. Τὸ κοιτάζει μὲ οἶκτο, τὸ στόμα του προφέρει γιὰ μία φορὰ ἀκόμη: «Ταλιθὰ κούμμι, καὶ ἡ κόρη ἐγείρεται». Ἡ νεκρὴ σηκώνεται, κάθεται καὶ κοιτάζει γύρω της μὲ ὕφος κατάπληκτο, χαμογελαστή. Κρατεῖ ἀκόμη στὰ χέρια της τὸ μπουκέτο μὲ τ᾿ ἄσπρα τριαντάφυλλα, ποὺ συνηθίζουν νὰ δίνουν στοὺς νεκρούς. Μέσα στὸ πλῆθος, ὅλοι ἔχουν ταραχτεῖ, φωνάζουν, κλαῖνε. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ περνᾷ ἀπὸ τὴν πλατεῖα ὁ καρδινάλιος Μέγας Ἱεροεξεταστής. Εἶν᾿ ἕνας ψηλὸς γέρος, σχεδὸν αἰωνόβιος, μὲ στεγνὸ πρόσωπο, μάτια χωμένα στὶς κόγχες, μὰ ποὺ μέσα του λάμπει ἀκόμη μιὰ σπίθα. Δὲ φορεῖ πιὰ ἐκείνη τὴν περίλαμπρη στολή, ποὺ τὸν ἔκανε νὰ ξεχωρίζει χτὲς μέσα στὸ πλῆθος, τὴν ὥρα ποὺ ἔκαιγαν τοὺς ἐχθροὺς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας· ἔχει ξαναβάλει τὸ παλιό, ἀσκητικό του ράσο. Οἱ βοηθοί του κι ὁ Μέγας Σκευοφύλακας τὸν ἀκολουθοῦν ἀπὸ ἀπόσταση, ὅλο σεβασμό. Σταματᾷ πλάι στὸ πλῆθος καὶ κοιτάζει ἀπὸ μακριά. Τὰ εἶδε ὅλα, τὸ φέρετρο ἀκουμπισμένο μπροστά Του, τὴν ἀνάσταση τοῦ κοριτσιοῦ, καὶ τὸ πρόσωπό του σκοτεινιάζει… Ζαρώνει τὰ πυκνά του φρύδια καὶ στὰ μάτια του ἀστράφτει μία τρομερὴ φλόγα. Τὸν δείχνει μὲ τὸ δάχτυλο καὶ διατάζει τοὺς φρουρούς του νὰ τὸν πιάσουν. Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ δύναμή του καὶ ὁ λαὸς τόσο συνηθισμένος νὰ τὸν ὑπακούει, ποὺ ὅλοι παραμερίζουν, ὑπακούουν τρέμοντας· μέσα σε μία θανάσιμη σιωπή, οἱ χωροφύλακες τὸν πιάνουν καὶ τὸν φέρνουν μπροστά του. Σὰν ἕνας ἄνθρωπος ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος γονατίζει μπρὸς στὸ Μεγάλο Ἱεροεξεταστὴ ποὺ σηκώνει τὸ χέρι του καὶ τὸν εὐλογεῖ κι ὕστερα χωρὶς νὰ πεῖ μία λέξη ἐξακολουθεῖ τὸ δρόμο του. Ὁδηγοῦν τὸν Κρατούμενο στὸ θλιβερὸ καὶ παλιὸ κτίριο τῆς Ἁγίας Σκεύης, καὶ τὸν κλείνουν ἐκεῖ, σ᾿ ἕνα μικρὸ ὑπόγειο κελλί. Ἡ ἡμέρα περνᾷ κι ἔρχεται ἡ νύχτα, μιὰ νύχτα Σεβιλλιάνικη ζεστὴ κι ἀποπνικτική. Ὁ ἀγέρας εἶναι πλημμυρισμένος ἀπ᾿ τὶς μυρωδιὲς ποὺ ξεχύνουν οἱ ροδοδάφνες καὶ οἱ πορτοκαλλιές. Μέσα στὰ σκοτάδια, ἡ σιδερένια πόρτα τοῦ κελλιοῦ ἀνοίγει, καὶ παρουσιάζεται ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστὴς μ᾿ ἕνα δαυλὸ στὸ χέρι. Σταματᾷ στὸ σκαλοπάτι, παρατηρεῖ γιὰ πολλὴν ὥρα τὴν Ἁγία Μορφή, τελικὰ πλησιάζει, ἀκουμπᾷ τὴ δᾴδα πάνω στὸ τραπέζι καὶ τοῦ λέει: «Ἐσύ; Εἶσαι Ἐσύ;» Μὴν παίρνοντας ἀπάντηση προσθέτει γρήγορα: «Μὴ λὲς τίποτα, πάψε. Ἄλλωστε τί θὰ μποροῦσες νὰ πεῖς; Τὰ ξέρω ὅλα πολὺ καλά. Καὶ δὲν ἔχεις τὸ δικαίωμα νὰ προσθέσεις οὔτε μία λέξη στὰ ὅσα εἶπες ἄλλοτε. Γιατί ᾖρθες νὰ μᾶς ἀναστατώσεις; Γιατί, ναί, μᾶς ἀναστατώνεις, καὶ τὸ ξέρεις πολὺ καλά. Ἀλλὰ ξέρεις τί θὰ συμβεῖ αὔριο; Ἀγνοῶ ποιὸς εἶσαι κι οὔτε θέλω νὰ τὸ ξέρω: εἶσ᾿ Ἐσὺ ἢ μόνο τὸ ὁμοίωμά Σου; Ὅμως αὔριο θὰ σὲ καταδικάσω καὶ θὰ καεῖς στὴν πυρά, ὅπως ὁ χειρότερος τῶν ἁμαρτωλῶν, κι αὐτὸς ὁ ἴδιος λαὸς ποὺ σοῦ φιλοῦσε τὰ πόδια, θὰ ξεχυθεῖ αὔριο, μόλις δώσω τὸ σύνθημα, γιὰ νὰ βάλει φωτιὰ στὸ σωρὸ μὲ τὰ ξύλα. Τὸ ξέρεις; Ἴσως – προσθέτει ὁ γέρος μὲ τὰ μάτια καρφωμένα πάνω στὸν κρατούμενό του, συλλογισμένος.

– Δὲν καταλαβαίνω καὶ πολὺ καλὰ τί θὲς νὰ πεῖς Ἰβάν, ἀντέτεινε ὁ Ἀλιόσα, ποὺ ὅλη τούτη τὴν ὥρα ἄκουγε σιωπηλός. Μήπως εἶναι μία φαντασίωση τοῦ γέρου, ἕνα λάθος, ποὺ τὸν ἐντυπωσιάζει καὶ τὸν τρομάζει;

– Παραδέξου αὐτὸ τὸν τελευταῖο συλλογισμό, λέει ὁ Ἰβὰν γελώντας, ἀφοῦ ὁ σύγχρονος ρεαλισμὸς σ᾿ ἔκανε μέχρι αὐτοῦ τοῦ βαθμοῦ ἀνίκανο ν᾿ ἀντιληφθεῖς τὸ ὑπερφυσικό. Ἂς γίνει ὅμως ὅπως τὸ θές. Εἶν᾿ ἀλήθεια, ὁ Ἱεροεξεταστής μου πάνω ἀπὸ ἐνενήντα χρονῶν πιά, μπορεῖ σ᾿ αὐτὴ τὴν ἡλικία νἄχει ἀρχίσει νὰ χάνει τὸ μυαλό του. Τέλος μπορεῖ καὶ νἆναι ἕν᾿ ἁπλὸ παραλήρημα, ἡ ὀνειροπόληση μιανοῦ γέρου ποὺ βρίσκεται στὰ τελευταῖα του, ποὺ ἡ φαντασία του ἔχει ἐξαφθεῖ ἀπὸ τὶς τελευταῖες ὁμαδικὲς ἐκτελέσεις στὴν πυρά. Ἀλλά, ὅραμα ἢ φαντασίωση, τί μᾶς ἐνδιαφέρει; Αὐτὸ ποὺ πρέπει μονάχα νὰ σημειώσουμε εἶναι ὅτι ὁ Ἱεροεξεταστὴς ἀποκαλύπτει ἐπιτέλους τὴ σκέψη του, ἀποκαλύπτει ὅλα ὅσα εἶχε σκοτώσει μέσα του κατὰ τὴν διάρκεια τῆς σταδιοδρομίας του.

– Κι ὁ Κρατούμενος δὲ λέει τίποτα; Περιορίζεται μονάχα νὰ τὸν κοιτάζει;

Πραγματικά. Δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτ᾿ ἄλλο παρὰ νὰ σωπαίνει. Ὁ ἴδιος ὁ γέρος τοῦ παρατηρεῖ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ προσθέσει τίποτα στὰ παλιά του λόγια. Αὐτὸ εἶναι ἴσως τὸ πιὸ χαρακτηριστικὸ στοιχεῖο τοῦ ρωμαιοκαθολικισμοῦ, κατὰ τὴν ταπεινή μου γνώμη: «Ὅλα μεταβιβάζονται ἀπὸ σένα στὸν Πάπα· ὅλα λοιπὸν ἐξαρτιοῦνται πιὰ ἀπὸ τὸν Πάπα. Ἔτσι μὴν ἔρχεσαι νὰ μᾶς ἐνοχλεῖς πρὶν τὴν ὥρα σου, τουλάχιστον». Αὐτὴ εἶν᾿ ἡ θεωρία τους, ἡ θεωρία ἔστω μόνο τῶν Ἰησουϊτῶν. Τὴν βρῆκαν στὰ θεολογικά τους κείμενα. «Ἔχεις τὸ δικαίωμα νὰ μᾶς ἀποκαλύψεις ἂς εἶναι καὶ ἕν᾿ ἀπὸ τὰ μυστικὰ τοῦ κόσμου ἀπ᾿ ὅπου ἔρχεσαι;» ρωτᾷ ὁ γέρος, κι ἀπαντᾷ ὁ ἴδιος: «Ὄχι, δὲν ἔχεις τὸ δικαίωμα· γιατὶ τούτη ἡ ἀποκάλυψη θἀρχόταν νὰ προστεθεῖ στὴν προηγούμενη, καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο θ᾿ ἀφαιροῦσες ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἐλευθερία ποὺ τὴν ὑπερασπίσθηκε τόσο πάνω σὲ τούτη τὴ γῆ. Ὅλες οἱ νεώτερες ἀποκαλύψεις θὰ ἔβλαπταν τὴν ἐλευθερία τῆς πίστης, γιατὶ θὰ ἐμφανίζονταν σὰν ὀφειλόμενες σὲ θαῦμα· ὅμως, ἐσὺ ὁ ἴδιος πρὶν ἀπὸ δεκαπέντε αἰῶνες ἔβαζες πάνω ἀπ᾿ ὅλα τούτη τὴν ἐλευθερία τῆς πίστης. Δὲν εἶπες τάχα τόσες φορές: «Θέλω νὰ σᾶς καταστήσω ἐλεύθερους!» Ἔ, λοιπόν! Τοὺς εἶδες τοὺς «ἐλεύθερους» ἀνθρώπους – προσθέτει ὁ γέρος μὲ σαρκαστικὸ τόνο. Ναί, ὅλο αὐτὸ μᾶς στοίχισε πολὺ ἀκριβά- ἐξακολούθησε κοιτάζοντάς τον μ᾿ αὐστηρότητα -μὰ ἐπιτέλους τελειώσαμε τοῦτο τὸ ἔργο στ᾿ ὄνομά σου. Μᾶς χρειάσθηκαν δικαπέντε αἰῶνες σκληρῆς δουλειᾶς, γιὰ νὰ ἐγκαθιδρύσουμε τὴν ἐλευθερία· μὰ τώρα πιὰ ἔγινε, καὶ καλά. Δὲν τὸ πιστεύεις; Μὲ κοιτάζεις μάλιστα μὲ τρυφερότητα, χωρὶς οὔτε νὰ καταδεχτεῖς ν᾿ ἀγανακτήσεις; Μὰ ξέρετε ὅτι οἱ ἄνθρωποι ποτὲ ἄλλοτε δὲν πίστεψαν τὸν ἑαυτό τους πιὸ λεύτερο ὅσο τώρα, κι ὡστόσο, ἡ ἐλευθερία τους εἶν᾿ ἐκείνη, ποὺ ἔρχονται νὰ τὴν καταθέσουν ταπεινὰ στὰ πόδια μας. Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι τὸ ἔργο μας, γιὰ νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια· αὐτὴ εἶν᾿ ἡ ἐλευθερία ποὺ ὀνειρεύτηκες;»

– Πάλι δὲ καταλαβαίνω, τὸν σταμάτησε ὁ Ἀλιόσα. Τὸν κορόιδευε δηλαδή, τὸν εἰρωνευόταν;

– Καθόλου! Καυχιόταν πὼς αὐτὸς κι οἱ δικοί του μπόρεσαν νὰ καταπιέσουν τὴν ἐλευθερία, μέσα στὸ σχέδιό του νὰ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους εὐτυχισμένους. «Γιατὶ τώρα γιὰ πρώτη φορὰ (μιλᾷ φυσικὰ γιὰ τὴν Ἱερὰ Ἐξέταση), μποροῦμε νὰ σκεφτοῦμε πάνω στὴν εὐτυχία τῶν ἀνθρώπων. Φυσικὰ ἐκεῖνοι ἐπαναστάτησαν· μήπως ὅμως οἱ ἐπαναστατημένοι μποροῦν ποτὲ νὰ εἶναι εὐτυχισμένοι; Ἤσουν πληροφορημένος γιὰ ὅλ᾿ αὐτὰ -συνεχίζει ὁ γέρος- τὰ συμβούλια δὲ σοῦ λείπουν, ἀλλὰ δὲ λογάριασες τίποτα, δὲ σκέφτηκες τὸ μοναδικὸ μέσο γιὰ νὰ γίνουν οἱ ἄνθρωποι εὐτυχισμένοι· εὐτυχῶς ποὺ φεύγοντας ἀνάθεσες σ᾿ ἐμᾶς τὸ ἔργο, μᾶς τὸ ὑποσχέθηκες, μᾶς παραχώρησες ἐπίσημα τὸ δικαίωμα νὰ λύνουμε καὶ νὰ δένουμε· τώρα, δὲν πιστεύω νὰ σκέφτηκες νὰ μᾶς τὸ ἀφαιρέσεις; Γιὰ ποιὸ λόγο λοιπὸν ᾖρθες νὰ μᾶς ἀναστατώσεις;»

– Τί σημαίνει αὐτό: «Οἱ πληροφορίες καὶ τὰ συμβούλια δὲ σοὔλειψαν ;» ρώτησε ὁ Ἀλιόσα.

– Μὰ αὐτὸ εἶναι τὸ βασικὸ τῆς ὁμιλίας τοῦ γέρου: «Τὸ Πνεῦμα, τὸ τρομερὸ καὶ βαθύ, τὸ Πνεῦμα τῆς καταστροφῆς καὶ τοῦ μηδενισμοῦ -συνεχίζει- σοῦ μίλησε στὴν ἔρημο, κι οἱ Γραφὲς ἀναφέρουν ὅτι «σ᾿ ἔβαλε σὲ πειρασμό». Εἶν᾿ ἀλήθεια αὐτό; Καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε τίποτα πιὸ διεισδυτικό, ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ σοῦ εἶπε στὰ τρία ἐκεῖνα ἐρωτήματα ἤ, γιὰ νὰ μιλήσουμε ὅπως οἱ Γραφές- στοὺς τρεῖς «πειρασμοὺς» ποὺ ἀπέκρουσες; Ἂν πραγματικὰ σημειώθηκε ποτὲ πάνω στὴ γῆ ἕνα θαῦμα αὐθεντικό, ποὺ νὰ τὄόμαθε ὅλος ὁ κόσμος, ἔγινε κείνη τὴν ἡμέρα τῶν τριῶν ἐρωτήσεων. Καὶ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι διατυπώθηκαν αὐτὰ τὰ τρία ἐρωτήματα ἀποτελεῖ ἕνα θαῦμα. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι τὰ σβήνουμε μέσ᾿ ἀπὸ τὶς Γραφές, κι ὅτι πρέπει νὰ τ᾿ ἀποκαταστήσουμε, νὰ τὰ φανταστοῦμε πάλι γιὰ νὰ τὰ τοποθετήσουμε ἐκεῖ, καὶ συγκεντρώνουμε γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ ὅλους τοὺς σοφοὺς τῆς γῆς, πολιτικούς, δεσποτάδες, διανοούμενους, φιλοσόφους, ποιητές, λέγοντάς τους: σκεφτεῖτε καὶ συντάξετε πάλι τρία ἐρωτήματα ποὺ ὄχι μόνο ν᾿ ἀντιστοιχοῦν στὴ σημασία τοῦ γεγονότος, μὰ ἀκόμη καὶ νὰ ἐκφράζουν σὲ τρεῖς φάσεις ὅλη τη μελλοντικὴ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, πιστεύεις ὅτι αὐτὸς ὁ Ἄρειος Πάγος, τῆς ἀνθρώπινης σοφίας θὰ μποροῦσε νὰ φανταστεῖ τίποτα τὸ ἴδιο δυνατὸ καὶ τὸ ἴδιο βαθύ, μὲ τὰ τρία ἐρωτήματα ποὺ σοῦ πρότεινε τότε τὸ ἰσχυρὸ Πνεῦμα; Αὐτὰ τὰ τρία ἐρωτήματα ἀποδείχνουν ἀπὸ μόνα τους ὅτι ἔχουμε νὰ κάνουμε μ᾿ ἕνα Πνεῦμα αἰώνιο κι ἀπόλυτο, κι ὄχι μ᾿ ἕνα διαβατάρικο πνεῦμα ὅπως τὸ ἀνθρώπινο. Γιατὶ περικλείνουν μέσα τους καὶ προλέγουν ταυτόχρονα ὅλη τὴν κατοπινὴ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας· εἶναι οἱ τρεῖς μορφὲς ὅπου ἀποκρυσταλλώνονται ὅλες οἱ ἀντιθέσεις, οἱ ἀξεδιάλυτες τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Τότε δὲν μπορούσαμε νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε αὐτό, γιατί τὸ μέλλον δὲν εἶχε ἀποκαλυφθεῖ, μὰ τώρα ποὺ κύλησαν δεκαπέντε αἰῶνες, βλέπουμε πὼς ὅλα εἶχαν προβλεφθεῖ σ᾿ αὐτὰ τὰ τρία ἐρωτήματα καὶ πραγματοποιήθηκαν σὲ σημεῖο ποὺ νἆναι ἀδύνατο νὰ προσθέσεις ἢ ν᾿ ἀφαιρέσεις μία λέξη.

«Ἀποφάσισε λοιπὸν ἀπὸ μόνος σου, ποιὸς εἶχε δίκιο: ἐσύ, ἢ ἐκεῖνος ποὺ σὲ ρώτησε; Θυμήσου τὸ πρῶτο ἐρώτημα, τὴν ἔννοια ἔστω κι ὄχι τὴν ἐπιφάνεια: Θὲς νὰ πᾶς στὸν κόσμο μ᾿ ἄδεια χέρια καὶ νὰ κηρύξεις μίαν ἐλευθερία ποὺ τοὺς κάνει ἀνόητους καὶ ποὺ ἡ φυσική τους ἀχαριστία τοὺς ἐμποδίζει νὰ καταλάβουν, μιὰ ἐλευθερία ποὺ τὴν φοβοῦνται, γιατὶ δὲν ὑπάρχει καὶ δὲ θὰ ὑπάρξει ποτὲ τίποτα πιὸ ἀνυπόφορο γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὴν κοινωνία, ἀπὸ τούτη τὴν ἐλευθερία! Βλέπεις αὐτὲς τὶς πέτρες στὴν ἄνυδρη ἔρημο; Μετάλλαξέ τις σὲ ψωμιὰ κι ὁ κόσμος θὰ τρέξει νὰ πέσει στὰ πόδια σου, ὅμοια σὰν ἕνα κοπάδι πειθαρχημένο κι ὅλο εὐγνωμοσύνη, τρέμοντας ὡστόσο μὴ τυχὸν χάσουν τὴν προστασία σου καὶ πάψουν νἄχουν ψωμί.

«Μὰ δὲ θέλησες νὰ στερήσεις τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾿ τὴν ἐλευθερία του, κι ἀρνήθηκες, κρίνοντας πὼς ἡ ἐλευθερία ἦταν κάτι ἀσυμβίβαστο μὲ τὴν ὑποταγὴ ποὺ ἀγοράζεται μὲ ψωμιά. Ἀποφάνθηκες πῶς ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ «μόνο με ἄρτον», μὰ ξέρεις ὅτι στ᾿ ὄνομα τοῦ γήινου αὐτοῦ ἄρτου, τὸ πνεῦμα τῆς Γῆς θὰ ἐξεγερθεῖ ἐναντίον σου, θ᾿ ἀγωνιστεῖ καὶ θὰ σὲ νικήσει, ὅτι ὅλοι τὸ ἀκολουθοῦν φωνάζοντας: «Ποιὸς μοιάζει μ᾿ αὐτὸ τὸ ζῷο ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴ φωτιὰ τ᾿ οὐρανοῦ;» Αἰῶνες θὰ περάσουν κι ἡ ἀνθρωπότητα θὰ διακηρύσσει μὲ τὸ στόμα τῶν σοφῶν καὶ τῶν συνετῶν της ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἐγκλήματα καὶ κατὰ συνέπεια, δὲν ὑπάρχουν κι ἁμαρτήματα· ὅτι δὲν ὑπάρχουν παρὰ μόνο πεινασμένοι. «Θρέψε τους πρῶτα κι ὕστερα ν᾿ ἀπαιτεῖς ἀπ᾿ αὐτοὺς νἆναι «ἐνάρετοι». Νὰ τὶ θὰ γράψουν στὸ λάβαρο τῆς ἐπανάστασής τους, ποὺ θὰ ἐπιτεθεῖ στὸ ναό σου. Στὴ θέση του ἕνα καινούργιο οἰκοδόμημα θὰ ὑψωθεῖ, ἕνας νέος πύργος τῆς Βαβέλ, ποὺ θὰ παραμείνει δίχως ἀμφιβολία ἀτέλειωτος, ὅπως κι ὁ πρῶτος ἐκεῖνος· ἀλλὰ θὰ μποροῦσες νὰ γλυτώσεις τοὺς ἀνθρώπους ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν δοκιμασία, κι ἀπὸ χιλιόχρονα βάσανα. Γιατί θὰ ξανάρθουν νὰ μᾶς βροῦν ἀφοῦ θἄχουν κοπιάσει χίλια χρόνια νὰ χτίσουν τὸν πύργο τους! Θὰ μᾶς ἀναζητήσουν κάτω ἀπ᾿ τὴ γῆ, ὅπως ἄλλοτε, μέσα στὶς κατακόμβες ὅπου θἄμαστε κρυμένοι (θὰ μᾶς βασανίσουν πάλι) καὶ θὰ κραυγάσουν: «Δῶστε μας νὰ φᾶμε γιατί αὐτοὶ ποὺ μᾶς ὑποσχέθηκαν τὴ φωτιὰ τ᾿ οὐρανοῦ δὲ μᾶς τὴν ἔδωσαν». Τότε θ᾿ ἀποτελειώσουμε ἐμεῖς τὸν πύργο τους, γιατί δὲ χρειάζεται γιὰ κάτι τέτοιο παρὰ μόνο ἡ τροφή, καὶ θὰ τοὺς θρέψουμε, ὑποτίθεται στ᾿ ὄνομά σου, θὰ τοὺς κάνουμε νὰ τὸ πιστέψουν τουλάχιστο. Χωρὶς ἐμᾶς θἆναι γιὰ πάντα τοὺς πεινασμένοι. Καμιὰ γνώση δὲ θὰ τοὺς δώσει ψωμί, ὅσο θὰ μένουν ἐλεύθεροι ἀλλὰ θὰ καταλήξουν νὰ τὴν καταθέσουν στὰ πόδια μας τούτη τὴν ἐλευθερία τους, λέγοντας: «Ὑποτάξετέ μας, κάνετέ μας δούλους, μὰ δῶστε μας νὰ φᾶμε». Θὰ καταλάβουν ἐπιτέλους πὼς ἡ ἐλευθερία δὲ μπορεῖ νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὸ ψωμὶ τῆς γῆς ποὺ εἶναι στὴ διάθεσή τους, γιατί πότε δὲ θὰ μπορέσουν νὰ τὸ μοιράσουν μεταξύ τους! Θὰ πεισθοῦν ἀκόμη γιὰ τὴν ἀνικανότητά τους νἆναι ἐλεύθεροι, ὄντας ἀδύναμοι, ξεστρατισμένοι, μηδαμινοὶ κι ἐπαναστατημένοι. Τοὺς ὑποσχέθηκες τὸν οὐράνιον ἄρτον· ἀλλὰ μπορεῖ κάτι τέτοιο, ὅσο δυνατὸ κ ἂν εἶναι σὰν χτύπημα, νὰ συγκριθεῖ μ᾿ αὐτὸ τῆς γῆς, στὰ μάτια τῆς ἀδύναμης καὶ ξεστρατισμένης τῆς αἰώνια ἀχάριστης ἀνθρώπινης ράτσας; Χιλιάδες καὶ δεκάδες χιλιάδων ψυχὲς θὰ σὲ ἀκολουθήσουν ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ ψωμιοῦ, μὰ τί θὰ γίνουν τὰ ἑκατομμύρια κι οἱ χιλιάδες ποῦ δὲν ἔχουνε τὸ θάρρος νὰ προτιμήσουν τὸν ἄρτο τ᾿ οὐρανοῦ ἀπ᾿ τὸν ἄρτον τῆς γῆς; Δὲν θἄφτανες στὸ σημεῖο νὰ διαλέξεις τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς δυνατούς, ποῦ σ᾿ αὐτοὺς οἱ ἄλλοι, τὸ ἀναρίθμητο πλῆθος, ποῦ εἶναι ἀδύναμο μὰ ποῦ σ᾿ ἀγαπᾷ, θὰ χρησίμευε σὰν ἐκμεταλλεύσιμο ὑλικό; Μᾶς εἶναι τὸ ἴδιο ἀγαπητὰ καὶ τ᾿ ἀδύναμα πλάσματα. Παρόλο ποὺ εἶναι ξεστρατισμένοι κι ἐπαναστατημένοι θὰ γίνουν πειθαρχικοὶ τελικά. Θὰ ξαφνιαστοῦν καὶ θὰ μᾶς πιστέψουν γιὰ θεοὺς μία ποὺ καταδεχτήκαμε νὰ μποῦμε ἐπικεφαλῆς τους, γιὰ νὰ τὰ καταφέρουμε ἔτσι ποὺ ἡ ἐλευθερία ποὺ τοὺς τρόμαζε νὰ ξαναγυρίσει ἀπ᾿ ἄλλο δρόμο, κι ἀκόμη γιατί καταδεχτήκαμε νὰ βασιλέψουμε πάνω τους, τόσο ποὺ στὸ τέλος θ᾿ ἀρχίσουν πραγματικὰ νὰ φοβοῦνται νἆναι ἐλεύθεροι. Ἀλλὰ ἐμεῖς θὰ τοὺς λέμε πὼς εἴμαστε ὑποτακτικοί σου, ὅτι βασιλεύουμε μόνο στ᾿ ὄνομά σου. Θὰ τοὺς ξεγελάσουμε πάλι, μιὰ καὶ δὲν πρόκειται νὰ σ᾿ ἀφήσουμε νὰ τοὺς ξαναπλησιάσεις. Κι εἶναι τούτη ἡ ἀγυρτεία ποὺ θὰ γίνει τὸ βασανιστήριό μας, γιατί θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ψέματα. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο νόημα τοῦ ἐρωτήματος ποὺ σοὔκαναν στὴν ἔρημο, καὶ νά, ποὺ ἀποδιώχτηκες στ᾿ ὄνομα αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας ποὺ τὴν τοποθετοῦσες πάνω ἀπ᾿ ὅλα. Ὡστόσο αὐτὴ εἶναι ποὺ κρύβει ὅλο τὸ μυστικό του κόσμου. Γιατί ἂν δεχόσουν νὰ κάνεις αὐτὸ τὸ θαῦμα τῶν ψωμιῶν θἆχες κατασιγάσει τὴν πανανθρώπινη ἀγωνία -ἀτόμων καὶ ὁμάδων- δηλαδὴ θἄδινες ἀπάντηση στὸ ἀγωνιακὸ ἐρώτημα: «μπροστὰ σὲ ποιὸν πρέπει νὰ ὑποκλιθοῦμε;» Γιατί δὲν ὑπάρχει γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀπομένει ἐλεύθερος, ἔγνοια πιὸ μόνιμη, πιὸ ἀγωνιώδης, ἀπ᾿ τὴν ἀναζήτηση ἑνὸς πλάσματος γιὰ νὰ τὸ προσκυνήσουν. Ἀλλά, ὁ ἐλεύθερος ἄνθρωπος δὲ θέλει νὰ ὑποκύψει παρὰ μόνο μπροστὰ σὲ κάποιον μὲ ἀναμφισβήτητη ἀξία καὶ δύναμη, ποὺ ὅλοι νὰ τὸν σέβονται, μὲ μιὰ παγκόσμια συγκατάθεση. Αὐτὰ τὰ δυστυχισμένα πλάσματα βασανίζονται ἀποζητώντας μιὰ λατρεία, ποὺ νὰ ἑνώνει ὄχι μόνο τους ἀδύναμους, καὶ μικροὺς πιστούς, ἀλλὰ ποὺ σ᾿ αὐτὴν νὰ μετέχουν ὅλοι μαζύ, ἑνωμένοι ἀπ᾿ τὴν ἴδια πίστη. Αὐτὴ ἡ ἀνάγκη τῆς κοινότητας μέσα στὴ λατρεία, εἶναι τὸ οὐσιαστικώτερο βασανιστήριο τοῦ κάθε ἀτόμου καὶ τῆς ἀνθρωπότητας ὁλόκληρης, ἀπὸ τὴν πανάρχαια ἐποχή… Γιὰ νὰ πραγματοποιήσουν αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἀλληλοεξοντώνονται μὲ τὴ ρομφαῖα. Οἱ λαοὶ δημιούργησαν θεοὺς καὶ τοὺς ἔβαλαν ν᾿ ἀντιμάχονται ὁ ἕνας τὸν ἄλλο: «Ἀρνηθεῖτε τοὺς θεούς σας καὶ πιστέψτε στοὺς δικούς μας, ἀλλιώτικα δυστυχία σ᾿ ἐσᾶς καὶ στοῦ θεούς σας!» Κι ἔτσι θὰ γίνεται ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, ἀκόμη κι ὅταν οἱ θεοὶ θἄχουν ἐξαφανιστεῖ· οἱ ἄνθρωποι θὰ γονατίζουν μπρὸς στὰ εἴδωλα. Δὲν ἀγνοοῦσες, δὲν ἦταν δυνατὸ ν᾿ ἀγνοεῖς αὐτὸ τὸ βασικὸ μυστικὸ τῆς ἀνθρώπινης φύσης, κι ὡστόσο ἀπόδιωξες τὸ μοναδικὸ ἀκατανίκητο λάβαρο ποὺ σοῦ προσφέρθηκε καὶ ποὺ ἀναμφισβήτητα θἆχε τυλίξει ὅλους του ἀνθρώπους μέσα του καὶ θὰ τοὺς ἔκανε νὰ κλίνουν τὸ κεφάλι μπρός σου, τὸ λάβαρο τοῦ γήινου ψωμιοῦ· τὸ ἀπώθησες στ᾿ ὄνομα τοῦ οὐράνιου ἄρτου καὶ τῆς ἐλευθερίας! Νὰ τί ἔκανες κατόπι στ᾿ ὄνομα πάντα τῆς ἐλευθερίας! Δὲν ὑπάρχει στὸ ξαναλέω, πιὸ ἀγωνιακὴ ἀνάγκη γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾿ τὸ νὰ βρεῖ, ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα, ἕνα πλάσμα ποὺ νὰ τοῦ παραδώσει αὐτὴ τὴν ἐλευθερία, ποὺ ὁ δυστυχισμένος κουβαλᾷ στὴ ράχη του ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ τῆς γέννησής του. Ἀλλὰ γιὰ νὰ διαθέσεις κατάλληλη τὴν ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων, πρέπει νὰ τοὺς προσφέρεις τὴν ἀνάπαυση τῆς συνείδησης. Τὸ ψωμὶ θὰ σοῦ ἐξασφάλιζε τὴν ἐπιτυχία· ὁ ἄνθρωπος ὑποκύπτει μπροστὰ σ᾿ αὐτὸν ποὺ δίνει αὐτὸ τὸ ψωμί, γιατί πρόκειται γιὰ κάτι χεροπιαστό, μὰ ὅταν κάποιος ἄλλος θελήσει νὰ γίνει κύριος τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης, θὰ παρατήσει ἀκόμη καὶ τὸν ἄρτον σου, κατὰ μέρος γιὰ νὰ προσφέρει αὐτὸ ποὺ κατακτᾷ τούτη τὴν ἀνθρώπινη συνείδηση. Πάνω σ᾿ αὐτὸ εἶχες δίκιο, γιατί τὸ μυστικὸ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης συνίσταται ὄχι μόνο στὸ νὰ ζήσει, μὰ καὶ στὸ νἅβρει ἕνα κίνητρο γιὰ τούτη τὴ ζωή. Χωρὶς μία ξεκάθαρη ἰδέα γιὰ τὸ σκοπὸ τῆς ὕπαρξης, ὁ ἄνθρωπος προτιμᾷ νὰ τ᾿ ἀρνηθεῖ ὅλα, ἔστω κι ἂν ἔχει ὅσο ψωμὶ θέλει γύρω του -θὰ προτιμήσει νὰ καταστραφεῖ, παρὰ νὰ μείνει στὴ γῆ. Μὰ τί ἀπόγινε; Ἀντὶ νὰ πάρεις στὰ χέρια σου τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία θέλησες νὰ τὴν ἐξαπλώσεις; Ξέχασες λοιπὸν ὅτι ὁ ἄνθρωπος προτιμᾷ τὴν ἡσυχία του κι ἀκόμη τὸ θάνατο, ἀπ᾿ τὴν ἐλευθερία νὰ ξεχωρίζει τὸ Καλὸ ἀπ᾿ τὸ Κακό; Δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ γοητευτικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾿ τὸ νὰ τὸν ἀφήνεις ἀσύδοτο, μὰ κι ἀκόμη τίποτα πιὸ ἐπίπονο. Κι ἀντὶ γιὰ σταθερὲς ἀρχὲς ποὺ θἆχαν καθησυχάσει γιὰ πάντα τὴν ἀνθρώπινη συνείδηση, διάλεξες ἀόριστα νοήματα, παράξενα κι αἰνιγματικά, τὸ κάθε τί ποὺ ξεπερνᾷ τὴ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, κι ἐνέργησες κατὰ ἕνα τρόπο σὰ νὰ μὴν ἀγαποῦσες τὴν ἀνθρωπότητα, ἐσύ, ποὺ ᾖρθες νὰ δώσεις τὴ ζωή σου γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων! Μεγάλωσες τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία ἀντὶ νὰ τὴν περιορίσεις, κι ἐπέβαλες γιὰ πάντα στὸ ἠθικὸ ἄτομο τὰ βασανιστήρια αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας. Θέλησες νὰ σ᾿ ἀγαποῦν ἐλεύθερα, νὰ σ᾿ ἀκολουθήσουν ἐθελοντικὰ οἱ ἄνθρωποι γοητευμένοι ἀπὸ σένα. Ἀντὶ γιὰ τὸν σκληρό, παλαιὸ νόμο, ὁ ἄνθρωπος δὲ θἆχε τώρα παρὰ νὰ ξεχωρίσει μ᾿ ἐλεύθερη καρδιὰ τὸ Καλὸ ἀπ᾿ τὸ Κακό, χωρὶς ἄλλο ὁδηγὸ ἔξω ἀπ᾿ τὴν εἰκόνα σου -μὰ δὲν πρόβλεψες ὅτι τελικὰ θ᾿ ἀπωθοῦσε καὶ θὰ περιφρονοῦσε, ἀμφισβητώντας τὴν εἰκόνα σου, ἔχοντας κουραστεῖ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τρομερὸ φορτίο: τὴν ἀλήθεια νὰ διαλέξουν; Θὰ φωνάξουν τελικὰ πὼς ἡ ἀλήθεια δὲ βρισκόταν σ᾿ ἐσένα, γιατί ἀλλιώτικα δὲ θὰ τοὺς ἄφηνες μέσα σὲ μιὰ τέτοια ἀγωνιώδικη ἀβεβαιότητα, μὲ τόσες ἀγωνίες κι ἀξεδιάλυτα προβλήματα. Προετοίμασες ἔτσι τὴν καταστροφὴ τῆς βασιλείας σου· μὴν κατηγορεῖς λοιπὸν κανένα γι᾿ αὐτὴ τὴν καταστροφή. Ὡστόσο ἦταν αὐτὸ ποὺ σοῦ πρότειναν; Ὑπάρχουν τρεῖς δυνάμεις, οἱ μόνες ποὺ μποροῦν νὰ ὑποδουλώσουν γιὰ πάντα τὴ συνείδηση αὐτῶν τῶν ἀδυνάμων ἐπαναστατημένων, εἶναι: τὸ θαῦμα, τὸ μυστήριο, ἡ αὐταρχικότητα! Τ᾿ ἀπώθησες καὶ τὰ τρία αὐτά, δίνοντας ἔτσι ἕνα παράδειγμα.
Τὸ τρομερὸ καὶ βαθὺ Πνεῦμα, σὲ εἶχε συμπαρασύρει μέσα στὸ Ναὸ καὶ σοῦ εἶχε πεῖ: «Θὲς νὰ ξέρεις ἂν εἶσαι γιὸς τοῦ Θεοῦ; Πέσε κάτω ἀπὸ δῶ ψηλά, γιατί εἶναι γραμμένο πὼς οἱ ἄγγελοι θὰ σὲ συγκρατήσουν καὶ θὰ σὲ στηρίξουν, δὲ θὰ τραυματιστεῖς καθόλου, καὶ τότε θὰ ξέρεις ἂν εἶσαι γιὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ θ᾿ ἀποδείξεις ἔτσι τὴν πίστη στὸν Πατέρα σου». Μὰ ἀπόδιωξες καὶ τούτη τὴν πρόταση, δὲν ὅρμησες νὰ πέσεις κάτω. Ἔδειξες τότε μιὰ ὑπέροχη περηφάνεια, ὁλότελα θεία, μὰ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ράτσα ἀδύναμη κι ἐπαναστατημένη, δὲν εἶναι θεοί! Ἤξερες πῶς κάνοντας ἕνα βῆμα, μιὰ χειρονομία γιὰ νὰ ὁρμήσεις, θὰ ἐνοχλοῦσες τὸν Κύριο καὶ θἄχανες τὴν πίστη σου σ᾿ Αὐτόν. Μὰ ὑπάρχουν πολλοὶ σὰν κι ἐσένα; Μποροῦσες νὰ παραδεχτεῖς ἔστω καὶ γιὰ μία στιγμὴ ὅτι οἱ ἄνθρωποι θἆχαν τὴ δύναμη ν᾿ ἀντέξουν σ᾿ ἕνα παρόμοιο πειρασμὸ; Εἶναι τάχα μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση ν᾿ ἀποδιώχνει τὸ θαῦμα, καὶ στὶς σοβαρὲς στιγμὲς τῆς ζωῆς μπροστὰ σὲ βασικὰ κι ἐπίμονα προβλήματα, νὰ διατηρεῖ τὴν ἐλεύθερη κρίση τῆς καρδιᾶς; Ὤ! Ἤξερες πὼς ἡ σταθερότητά σου θ᾿ ἀναφερόταν στὶς Γραφές, θὰ ἐπιζοῦσε μέσα στοὺς αἰῶνες, θἄφτανε ὡς τὶς πιὸ μακρινὲς περιοχές, κι ἔλπισες πῶς ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμά σου, ὁ ἄνθρωπος θὰ περιοριζόταν στὸ Θεὸ χωρὶς νὰ προσφεύγει στὸ θαῦμα. Μὰ ἀγνοοῦσες ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπωθεῖ τὸ Θεὸ ταυτόχρονα μὲ τὸ θαῦμα, γιατὶ εἶναι προπάντων τὸ θαῦμα ποὺ ἀποζητᾷ. Καὶ καθὼς δὲν ξέρει πῶς νὰ κάνει συγκεντρώνεται πάλι στὸν ἑαυτό του, καταφεύγει στοὺς δικούς του, ὑποκλίνεται στὰ θαύματα κάποιου μάγου, στὰ μαγικὰ κόλπα μιᾶς μάγισσας, στὸν ὅποιο ἐπαναστατημένο ἢ αἱρετικό. Δὲν κατέβηκες ἀπὸ τὸ σταυρὸ ὅταν σὲ κορόιδευαν, κι ὅταν σοῦ φώναζαν μ᾿ ἀπόγνωση: «Κατέβα ἀπὸ τὸ σταυρὸ καὶ θὰ σὲ πιστέψουμε». Δὲν τὸ ἔκανες, γιατί δὲ θέλησες πάλι νὰ ὑποδουλώσεις τὸν ἄνθρωπο μ᾿ ἕνα θαῦμα, ἐπιθυμοῦσες μία πίστη ποὺ θἆταν ἐλεύθερη καὶ δὲ θὰ ἐμπνεόταν ἀπὸ θαύματα. Σοῦ χρειαζόταν μία ἐλεύθερη ἀγάπη, κι ὄχι ἡ δουλικὴ συμπεριφορὰ τοῦ τρομοκρατημένου σκλάβου. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀκόμη ἡ ἰδέα ποὺ εἶχες γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἦταν πολὺ ἀνώτερη, γιατὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι σκλάβοι, ἔστω κι ἂν δημιουργοῦν ἐπαναστατικὲς ἰδέες. Δὲς μονάχος σου καὶ κρῖνε, τί ἔγινε ὕστερ᾿ ἀπὸ δεκαπέντε ἐπαναστατημένους αἰῶνες, ποιὸς ἀνυψώθηκε ὡς ἐσένα; Σοῦ τὸ καταγγέλω: ὁ ἄνθρωπος εἶναι πιὸ ἀδύναμος καὶ πιὸ χυδαῖος, ἀπ᾿ ὅσο πίστεψες ποτέ. Μπορεῖ, εἶναι δυνατὸ ποτὲ νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἕνας ἄνθρωπος, ὅπως ἐσύ; Ἡ μεγάλη ἐκτίμηση ποὺ ἔτρεφες γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀδίκησε τὸν οἶκτο ποὺ ἔπρεπε νὰ νιώσεις γι᾿ αὐτόν. Ζήτησες πολλὰ ἀπ᾿ τοὺς ἄνθρωπους, ἐσὺ προπάντων ποὺ τοὺς ἀγάπησες περισσότερο κι ἀπ᾿ τὸν ἑαυτό σου! Ἂν τοὺς ἐκτιμοῦσες λιγώτερο, θὰ τοὺς εἶχες ἐπιβάλει ἕνα ἐλαφρότερο φορτίο, ποὺ νὰ ἀναλογεῖ περισσότερο στὴν ἀγάπη σου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κουρασμένος κι ἀδύναμος. Τί σημασία ἔχει τώρα ἂν ἐπαναστατοῦν παντοῦ ἐνάντια στὴν ἐξουσία μας, κι ἂν εἶναι περήφανοι γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐξέγερση; Εἶναι κάτι ἀνόλογο μὲ τὴν ἀλαζονεία νεαρῶν σπουδαστῶν ποὺ ἐστασίασαν κι ἔδιωξαν τὸ δάσκαλό τους. Ἀλλὰ τούτη ἡ ἐπιπολαιότητα τῶν χαμινιῶν θὰ πάρει τέλος καὶ θὰ τοὺς στοιχίσει ἀκριβά. Θὰ γκρεμίσουν τοὺς ναοὺς καὶ θὰ πλημμυρίσουν τὴ γῆ στὸ αἷμα· ἀλλὰ θὰ καταλάβουν ἐπιτέλους αὐτὰ τ᾿ ἀνόητα παιδιά, πὼς δὲν εἶναι παρὰ κάτι ἀδύναμοι στασιαστές, ἀνίκανοι νὰ ἐπαναστατοῦν γιὰ πολύ. Θὰ χύσουν ἀνόητα δάκρυα καὶ θὰ καταλάβουν ὅτι ὁ Δημιουργὸς κάνοντάς τους ἔτσι ἐπαναστάτες, θέλησε νὰ τοὺς κοροϊδέψει, σίγουρα. Θὰ τὸ φωνάξουν μ᾿ ἀπελπισία κι αὐτὴ ἡ βλαστήμια θὰ τοὺς κάνει ἀκόμη πιὸ δυστυχισμένους, γιατὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν ἀνέχεται τούτη τὴ βλαστήμια, καὶ καταλήγει νὰ παίρνει τὴν ἐκδίκησή της. Ἔτσι, ἡ ἀγωνία, ἡ ταραχή, ἡ δυστυχία εἶναι τὸ μοιράδι τῶν ἀνθρώπων, ὓστερ᾿ ἀπὸ τὰ μαρτύρια ποὺ δοκίμασες γιὰ νὰ τοὺς ἀπελευθερώσεις! Ὁ φωτισμένος προφήτης σου εἶπε, μέσα στὸ συμβολικὸ ὅραμά του, ὅτι εἶδε ὅλους ὅσοι παίρνουν μέρος στὴν πρώτη ἀνάσταση καὶ τοὺς ἀριθμεῖ σὲ δώδεκα χιλιάδες ἀπ᾿ τὴν κάθε φυλή. Γιὰ νἆναι ὅμως τόσο πολλοί, ἔπρεπε νἆναι περισσότερο ἀπὸ ἄνθρωποι, ἔπρεπε νἆναι θεοί. Ὑπόφεραν τὸ σταυρό σου, καὶ τὴ ζωὴ μέσα στὴν ἔρημο, τρώγοντας ἀκρίδες κι ἄγρια χόρτα· βέβαια, μπορεῖ νἆσαι περήφανος γι᾿ αὐτὰ τὰ παιδιὰ τῆς ἐλευθεριᾶς, γιὰ τούτη τὴν ἐλεύθερη ἀγάπη, γιὰ τὴν ὑπέρτατη θυσία τους στ᾿ ὄνομά σου. Ἀλλὰ θυμήσου, δὲν ἦταν παρὰ μερικὲς δεκάδες χιλιάδες κι ὅλοι τους σχεδὸν θεοί, οἱ ὑπόλοιποι ὅμως; Εἶναι ἀπὸ λάθος τους αὐτῶν τῶν ἄλλων, τῶν ἀδύναμων, ἂν δὲν μπόρεσαν νὰ ὑποφέρουν τὰ μαρτύρια τῶν δυνατῶν; Ἡ ἀδυναμία τῆς ψυχῆς φταίει τάχα ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ κρατήσει μέσα της τόσο τρομερὰ δῶρα; Δὲν ᾖρθες στ᾿ ἀλήθεια γιὰ τοὺς ἐκλεκτούς; Τότε, αὐτὸ εἶναι ἕνα μαρτύριο, ἀκατανόητο γιὰ μᾶς, καὶ θἄχαμε τὸ δικαίωμα νὰ τὸ κηρύξουμε στοὺς ἀνθρώπους, νὰ τοὺς διδάξουμε πὼς δὲν πρόκειται γιὰ καμιὰ ἐλεύθερη ἀπόφαση μέσ᾿ ἀπὸ τὴν καρδιά, οὔτε γιὰ τὴν ἀγάπη, ἀλλὰ γιὰ ἕνα μυστήριο ποὺ ὀφείλουν νὰ ὑποταχτοῦν σ᾿ αὐτὸ τυφλά, ἀκόμη καὶ ἐνάντια στὴ θέληση ἢ στὴν συνείδησή τους. Αὐτὸ ἀκριβῶς κάναμε κι ἐμεῖς. Διορθώσαμε τὸ ἔργο σου στηρίζοντας τὸ πάνω στὸ «θαῦμα, στὸ «μυστήριο» καὶ στὴν «κυριαρχία». Κι οἱ ἄνθρωποι χαίρονται νὰ ξαναγεννηθοῦν σὰν ἕνα κοπάδι καὶ ν᾿ ἀπαλλαγοῦν ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ μοιραῖο δῶρο ποὺ τοὺς προκαλοῦσε τόσα βάσανα. Εἴχαμε δίκιο ποὺ ἐνεργήσαμε ἔτσι; Πές μου! Δὲ σημαίνει ὅτι ἀγαπᾷς τὴν ἀνθρωπότητα, ὅταν καταλαβαίνεις τὶς ἀδυναμίες της, ὅταν ξαλαφρώνεις τὸ φορτίο της μὲ τὴν ἀγάπη, ὅταν ἀνέχεσαι ἀκόμη καὶ τὴν ἁμαρτία στὸν ἀδύναμο χαρακτῆρα, φτάνει τούτη ἡ ἁμαρτία νὰ γίνεται μὲ τὴν ἄδειά μας; Γιατί λοιπὸν νἄρθεις καὶ νὰ ἐμποδίσεις τὸ ἔργο μας; Γιατί κάθεσαι ἔτσι σιωπηλὸς καὶ μὲ κοιτάζεις μὲ τὸ τρυφερὸ καὶ διαπεραστικὸ αὐτὸ βλέμμα; Ἐξαφανίσου καλύτερα, δὲν τὴ θέλω τὴν ἀγάπη σου, γιατί οὔτε κι ἐγὼ σ᾿ ἀγαπῶ. Γιατί νὰ τὸ κρύψω; Ξέρω σὲ ποιὸν μιλῶ, ξέρεις ὅλ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔχω νὰ σοῦ πῶ, τὸ βλέπω μέσα στὰ μάτια σου. Τάχα εἶναι στὸ χέρι μου νὰ σοῦ κρύψω τὸ μυστικό μας; Ἴσως νἄθελες νὰ τ᾿ ἀκούσεις ἀπ᾿ τὸ στόμα μου, ὁρίστε ποὺ σοῦ τὄπα. Δὲν εἴμασταν μαζί σου ἀλλὰ μ᾿ Ἐκεῖνον ποὺ πέρασε ἐδῶ καὶ πολὺν καιρὸ ἀπὸ τούτη τὴ γῆ. Εἶν᾿ ἀκριβῶς ὀχτὼ αἰῶνες ποὺ πήραμε ἀπ᾿ Αὐτὸν τοῦτο τὸ δῶρο, τὸ τελευταῖο ποὺ ἐσὺ ἀπόδιωξες μ᾿ ἀγανάκτηση, ὅταν σου ἔδειχνε ὅλα τὰ βασίλεια πάνω στὴ γῆ, δεχτήκαμε τὴ Ρώμη καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ Καίσαρα, κι ἀνακηρυχτήκαμε οἱ μοναδικοὶ βασιλιάδες τῆς γῆς, παρόλο ποὺ ὡς τώρα δὲν εἴχαμε ποτὲ τὸν καιρὸ ν᾿ ἀποτελειώσουμε τὸ ἔργο μας. Ἀλλὰ ποιανοῦ εἶναι τὸ λάθος; Ὤ! ἡ ὑπόθεση αὐτὴ δὲ βρίσκεται παρὰ μόνο στὴν ἀρχή, θέλει πολὺν καιρὸ γιὰ νὰ τελειώσει ἀκόμη, κι ἡ γῆ θὰ χρειαστεῖ πολλὰ νὰ ὑποφέρει ὡς τότε, ἀλλὰ ἐμεῖς θὰ φτάσουμε στὸ σκοπό μας, θὰ γίνουμε Καίσαρες καὶ τότε θὰ συλλογιστοῦμε καὶ τὴν παγκόσμια εὐτυχία.

«Ὡστόσο, θὰ μποροῦσες τότε νἆχες πάρει τὸ σπαθὶ τοῦ Καίσαρα. Γιατί τ᾿ ἀπόδιωξες αὐτὸ τὸ τελευταῖο δῶρο; Ἀκολουθώντας ἐκείνη τὴν τελευταία συμβουλὴ τοῦ παντοδύναμου Πνεύματος, θὰ μποροῦσες νὰ πραγματοποιήσεις τὸ κάθε τί ποὺ ζητοῦν οἱ ἄνθρωποι στὴ ζωή, καὶ πάνω σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ: νὰ γίνεις ἕνας ἀφέντης ποὺ μπρός του νὰ προσκυνοῦν, ἕνας φύλακας τῆς συνείδησής τους, καὶ τὸ μέσο ποὺ θὰ τοὺς ἀνάγκαζε νὰ ἑνωθοῦν τελικὰ μονοιασμένοι σὲ μία κοινότητα μυρμηγκιῶν, γιατὶ ἡ ἀνάγκη γιὰ παγκόσμια ἕνωση εἶναι τὸ τρίτο καὶ τὸ τελευταῖο βασανιστήριο τῆς ἀνθρώπινης φυλῆς. Ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε πάντα τὴν τάση, στὸ σύνολό της, νὰ ὀργανωθεῖ σὲ μία παγκόσμια βάση. Ὑπάρχουν μεγάλοι λαοὶ μέσα στὴν Ἱστορία μὰ στὸ μέτρο ποὺ ἀνυψώθηκαν ὑπόφεραν πιότερο, δοκιμάζοντας πιὸ ἰσχυρὰ ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους τὴν ἀνάγκη τούτη γιὰ παγκόσμια ἕνωση. Οἱ μεγάλοι κατακτητές, οἱ Ταμερλάνοι κι οἱ Τζέγκις Χάν, ποὺ πέρασαν πάνω ἀπ᾿ τὴ γῆ σὰν τὴν καταιγίδα, ἐνσάρκωναν κι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιοῦν τούτη τὴν τάση τῶν λαῶν πρὸς τὴν ἑνότητα. Ἂν εἶχες δεχτεῖ τὴν πορφύρα τοῦ Καίσαρα, θὰ μποροῦσες νὰ δημιουργήσεις τὶς βάσεις γιὰ μία παγκόσμια αὐτοκρατορία καὶ νὰ φέρεις τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο. Γιατί ποιὸς ἄλλος εἶναι προορισμένος νὰ κυβερνήσει τοὺς ἀνθρώπους παρὰ ὅποιος κυβερνᾷ τὴ συνείδησή τους κι ἀκούει τὸν πόνο τους; Ἐμεῖς πήραμε τὸ σκῆπτρο τοῦ Καίσαρα, καὶ κάνοντας τὸ αὐτὸ σ᾿ ἐγκαταλείψαμε γιὰ ν᾿ ἀκολουθήσουμε Ἐκεῖνον. Ὤ, θ᾿ ἀκολουθήσουν ἀκόμη αἰῶνες πνευματικῆς λγοκρισίας, μάταιας γνώσης κι ἀνθρωποφαγίας, γιατί μόνο ἔτσι θὰ καταλήξουν, ἀφοῦ θὰ οἰκοδομήσουν τὸν Πύργο τῆς Βαβέλ τους, χωρὶς ἐμᾶς, νὰ φτάσουν σ᾿ ἐμᾶς. Ἀλλὰ τότε τὸ ζῷο θἄρθει σ᾿ ἐμᾶς μπουσουλίζοντας, θὰ γλύψει τὰ πόδια μας, θὰ τὰ ποτίσει μ᾿ αἷμα καὶ δάκρυα. Κι ἐμεῖς θὰ σκαρφαλώσουμε πάνω του, θὰ ὑψώσουμε στὸν ἀγέρα τὸ κύπελλο ποὺ πάνω του θἆναι γραμμένη ἡ λέξη: «Μυστήριο!» Τότε μόνο ἡ γαλήνη κι ἡ εὐτυχία θὰ βασιλέψουν πάνω στοὺς ἀνθρώπους. Εἶσαι περήφανος γιὰ τοὺς ἐκλεκτούς σου, ἀλλὰ δὲν πρόκειται παρὰ γιὰ λίγους διαλεχτούς, ἐνῷ ἐμεῖς θὰ δώσουμε τὴ γαλήνη σ᾿ ὅλους. Ἄλλωστε ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἰσχυρούς, ποὺ προορίζονται νὰ γίνουν ἐκλεκτοί, πόσοι δὲν ἔχουν κουραστεῖ ἐπιτέλους νὰ περιμένουν, πόσοι δὲν πρόσφεραν καὶ θὰ προσφέρουν ἀκόμη ἀλλοῦ τὴ δύναμη τοῦ πνεύματός τους καὶ τὴ φλόγα τῆς καρδιᾶς τους, πόσοι δὲ θὰ καταλήξουν νὰ ἐπαναστατήσουν ἐναντίον σου στ᾿ ὄνομα τῆς ἐλευθερίας! Ὅμως ἐσὺ τοὺς τὴν ἔδωσες. Ἐνῷ ἐμεῖς θὰ τοὺς κάνουμε ὅλους εὐτυχισμένους, οἱ ἐπαναστάσεις κι οἱ σφαγές, ποὺ συνοδεύουν ἀξεχώριστα τὴν ἐλευθερία, θὰ σταματήσουν. Ὤ, θὰ τοὺς πείσουμε ὅτι δὲ θἆναι πραγματικὰ ἐλεύθεροι παρὰ μόνο ἂν παραιτηθοῦν ἀπ᾿ τὴν ἐλευθερία τους γιὰ χάρη μας. Ἔ, λοιπόν, θὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια ἢ θἄχουμε πεῖ ψέμματα; Θὰ πεισθοῦν κι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ὅτι μιλοῦμε τὴν ἀλήθεια, γιατὶ θὰ θυμηθοῦν σὲ ποιὰ δουλεία, σὲ ποιὰ ἀναταραχὴ τοὺς εἶχε βυθίσει ἡ δική σου ἐλευθερία. Ἡ ἀνεξαρτησία, ἡ ἐλεύθερη σκέψη, ἡ ἐπιστήμη θὰ τοὺς ἔχουν παρασύρει σ᾿ ἕνα τέτοιο λαβύρινθο, θὰ τοὺς φέρουν μπρὸς σὲ τόσα ἀνεξήγητα θαύματα κι αἰνίγματα, ποὺ ἄλλοι, ἔξαλλοι ἐπαναστάτες θὰ καταστρέψουν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους, κι ἄλλοι ἐπαναστάτες κι αὐτοί, μὰ ἀδύναμοι, δειλοί, τρελλοὶ κι ἐξαθλιωμένοι, θὰ συρθοῦν στὰ πόδια μας φωνάζοντας: «Ναί, εἴχατε δίκιο, ἐσεῖς μόνο ξέρετε τὸ μυστικὸ καὶ σ᾿ ἐσᾶς ξαναγυρίζουμε· σῶστε μας ἀπ᾿ τὸν ἑαυτό μας!» Χωρὶς ἀμφιβολία, ὅταν θὰ πάρουν ἀπὸ μᾶς τὸ ψωμί, θὰ δοῦν βέβαια ὅτι τοὺς παίρνουμε τὸ δικό τους, ποὺ τὸ κέρδισαν μὲ τὸν ἴδιο τὸν κόπο τους, γιὰ νὰ τοὺς τὸ ξαναμοιράσουμε δίχως θαύματα, θὰ δοῦν ὅτι δὲ μεταλλάξαμε τὶς πέτρες σὲ ψωμιά, ἀλλ᾿ αὐτὸ ποὺ θὰ τοὺς εὐχαριστήσει περισσότερο κι ἀπ᾿ τὸ ψωμὶ τὸ ἴδιο, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι θὰ τὸ παίρνουν ἀπὸ τὰ χέρια μας! Γιατί θὰ θυμηθοῦν ὅτι παλιότερα, ἀκόμη καὶ τὸ ἴδιο τὸ ψωμί, ὁ καρπὸς τῆς δουλειᾶς τους, μετάλλαζε σὲ πέτρα μέσα στὰ χέρια τους, ἐνῷ ὅταν ξαναγυρίσουν κοντά μας, οἱ πέτρες θὰ μοιάζουν μὲ ψωμί. Θὰ καταλάβουν τὴν ἀξία τῆς ὁριστικῆς ὑποταγῆς. Ὅσο οἱ ἄνθρωποι δὲ θὰ μποροῦν νὰ τὰ καταλαβαίνουν ὅλ᾿ αὐτά, θἆναι δυστυχισμένοι. Ποιὸς ἔχει βάλει τὸ χέρι τοῦ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ τούτη ἡ ἀκατανοησία; Πές μου! Ποιὸς μοίρασε τὸ κοπάδι καὶ τὸ σκόρπισε σ᾿ ἄγνωστους δρόμους; Μὰ τὸ κοπάδι θὰ ξανασυγκροτηθεῖ, θαξαναβρεῖ τὴν ὑπακοή, κι αὐτὸ θἆναι πιὰ γιὰ πάντα. Τότε θὰ τοὺς προσφέρουμε μία ἤρεμη καὶ ταπεινὴ εὐτυχία, μιὰ εὐτυχία προσαρμοσμένη στὰ μέτρα τῶν ἀδύναμων πλασμάτων, τέτοιων ποὺ εἶναι. Θὰ τοὺς πείσουμε τέλος νὰ μὴν περηφανεύουνται, γιατὶ ἤσουν ἐσύ, ποὺ ἀνυψώνοντάς τους, τοὺς τὸ δίδαξες κι αὐτό· ἐμεῖς θὰ τοὺς ἀποδείξουμε ὅτι εἶναι ταπεινοὶ κι ἄχρηστα παιδιά, θλιβερὰ πλάσματα, μὰ πὼς ἡ παιδιάστικη εὐτυχία εἶναι πιὸ προσιτή. Θὰ γίνουν ντροπαλοί, δὲ θὰ θένε νὰ μᾶς χάσουν ἀπ᾿ τὰ μάτια τους, καὶ θὰ σφίγγονται πάνω μας μὲ τρόμο σὰν τὰ τρυφερὰ κλωσσοπούλια κάτω ἀπ᾿ τὰ φτερὰ τῆς κότας. Θὰ δοκιμάζουν μίαν ὅλο φόβο κατάπληξη, καὶ θἆναι περήφανοι γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐνεργητικότητα καὶ τὴν ἐξυπνάδα, ποὺ ἐμεῖς θὰ τοὺς ἐπιτρέπουμε νὰ παρουσιάζουν ὅλοι αὐτοί, μέσ᾿ ἀπὸ τὸ ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν ἐπαναστατημένων. Ἡ ὀργή μας θὰ τοὺς κάνει νὰ τρέμουν, ἡ ντροπὴ κι ἡ δειλία θὰ τοὺς πλημμυρίζει, τὰ μάτια τους θὰ πάρουν μία θρηνητικὴ ἔκφραση σὰν τῶν γυναικῶν καὶ τῶν παιδιῶν· μά, σ᾿ ἕνα νόημά μας, θὰ περνοῦν τὸ ἴδιο εὔκολα στὴ χαρὰ καὶ στὸ γέλιο, σὰν ξένοιαστα παιδιά. Βέβαια, θὰ τοὺς ὑποχρεώνουμε νὰ δουλεύουν, μὰ τὶς ὦρες τῆς σχόλης τους, θὰ ὀργανώσουμε τὴ ζωή τους ἔτσι ποὺ νὰ μοιάζει σὰν παιχνίδι, μὲ τραγούδια, μὲ χορωδίες, μ᾿ ἀθῴους χορούς. Ὤ, ναί! Θὰ τοὺς ἐπιτρέπουμε ἀκόμη καὶ ν᾿ ἁμαρτάνουν, γιατί εἶν᾿ ἀδύναμοι, κι ἐξαιτίας αὐτοῦ εἶναι ποὺ θὰ μᾶς ἀγαποῦν σὰν παιδιά. Θὰ τοὺς ποῦμε πὼς τὸ κάθε ἁμάρτημα θὰ ἐξαγοράζεται, ἂν ἔγινε μὲ τὴν ἄδειά μας· ἀπὸ ἀγάπη εἶναι ποὺ θὰ τοὺς ἐπιτρέπουμε ν᾿ ἁμαρτάνουν, καὶ θὰ παίρνουμε τὴ θλίψη καὶ τὸ βάρος πάνω μας. Θὰ μᾶς εὐλογοῦν σὰν εὐεργέτες ποὺ φορτωνόμαστε τὰ ἁμαρτήματά τους, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δὲ θἄχουν πιὰ μυστικὰ ἀπὸ μᾶς. Ἀνάλογα μὲ τὸ βαθμὸ τῆς ὑπακοῆς τους, θὰ τοὺς ἐπιτρέπουμε ἢ θὰ τοὺς ἀπαγορεύουμε νὰ ζοῦν μὲ τὶς γυναῖκες τους, ἢ μὲ τὶς ἐρωμένες τους, νἄχουν παιδιὰ ἢ νὰ μὴ ἔχουν, κι αὐτοὶ θὰ μᾶς ἀκοῦνε μὲ χαρά. Θὰ μᾶς παραδίνουν τὰ πιὸ πολύτιμα μυστικὰ τῆς συνείδησής τους, θὰ λύνουμε ὅλα τὰ προβλήματά τους, καὶ θὰ δέχονται τὴν ἀπόφασή μας μὲ ξενοιασιά, γιατί θὰ τοὺς βγάζει ἀπ᾿ τὴ μεγάλη ἔγνοια νὰ διαλέξουν ἀπὸ μόνοι τους ἐλεύθερα. Κι ὅλοι τους θἆναι εὐτυχισμένοι, ἑκατομμύρια πλάσματα, ἔξω ἀπὸ καμιὰ ἑκατοστὴ χιλιάδες, τοὺς διευθυντές τους, ἔξω ἀπὸ μᾶς, ποὺ θὰ ξέρουμε τὰ μυστικά τους. Οἱ εὐτυχισμένοι θ᾿ ἀριθμοῦνται κατὰ δεκάδες χιλιάδες, κατὰ μυριάδες καὶ δὲ θὰ ὑπάρχουν παρὰ ἑκατὸ χιλιάδες μάρτυρες, ποὺ θὰ ξέρουν τὴν καταραμένη διάκριση ἀνάμεσα στὸ Καλὸ καὶ στὸ Κακό. Θὰ πεθάνουν εἰρηνικά, θὰ σβήσουν γλυκὰ στ᾿ ὄνομά σου, καὶ στὸ ὑπερπέραν δὲ θὰ βροῦν παρὰ τὸ θάνατο. Θὰ φυλάξουμε ὅμως τὸ μυστικό· θὰ τοὺς λικνίσουμε, ναί, θὰ τοὺς νανουρίσουμε, γιὰ τὴν εὐτυχία τους, μὲ μίαν αἰώνια ἀνταμοιβὴ στὸν οὐρανό. Γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλη ζωή, κάτι τέτοιο βέβαια δὲν εἶναι καμωμένο γιὰ πλάσματα σὰν κι αὐτά. Προφητεύουν ὅτι θὰ ξαναγυρίσεις γιὰ νὰ νικήσεις πάλι, περιτριγυρισμένος ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτούς σου, τοὺς πανίσχυρους καὶ περήφανους· θὰ ποῦν ὅτι δὲ θἄχουν σωθεῖ παρὰ μόνο ἐκεῖνοι ἀπὸ μόνοι τους, ἐνῷ ἐμεῖς θἄχουμε σώσει ὅλο τὸν κόσμο. Ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ πόρνη ἀνεβασμένη πάνω στὸ ζῷο καὶ κρατώντας στὰ χέρια της τὸ «κύπελλο τοῦ μυστηρίου» θἆναι ἀτιμασμένη, ὅτι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἐπαναστατήσουν πάλι, ὅτι θὰ ξεσχίσουν τὴν προρφύρα της καὶ θὰ καταβροχθίζουν τὸ «ἀκάθαρτο». Θὰ σηκωθῶ τότε καὶ θὰ δείξω τὶς μυριάδες τοὺς εὐτυχισμένους, ποὺ δὲ γνώρισαν τὸ ἁμάρτημα. Κι ἐμεῖς, ἐμεῖς ποὺ πήραμε ἀπάνω μας τὰ λάθη τους, γιὰ τὴν εὐτυχία τους, θ᾿ ἀνορθωθοῦμε μπροστά του καὶ θὰ ποῦμε: «Δὲ σὲ φοβόμαστε καθόλου· κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο βρεθήκαμε στὴν ἔρημο, ζήσαμε μ᾿ ἀκρίδες καὶ μέλι· κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο εὐλογήσαμε τὴν ἐλευθερία ποὺ παραχώρησες στοὺς ἀνθρώπους, κι ἑτοιμαστήκαμε νἄμαστε ἀνάμεσα στοὺς ἐκλεκτούς σου, στοὺς ἰσχυροὺς καὶ στοὺς περήφανους, καὶ νὰ καοῦμε «γιὰ νὰ συμπληρώσουμε τὸν ἀριθμό». Ἀλλὰ συνήρθαμε καὶ δὲ θελήσαμε νὰ ὑπηρετήσουμε μία παράλογη ἰδέα. Ξαναγυρίζουμε γιὰ νὰ ἑνωθοῦμε μ᾿ αὐτοὺς ποὺ διόρθωσαν τὸ λάθος σου. Ἐγκαταλείψαμε τοὺς περήφανους καὶ γυρίσαμε κοντὰ στοὺς ταπεινούς, γιὰ νὰ φτιάξουμε τὴν εὐτυχία τους». Στὸ ξαναλέω, αὔριο, σ᾿ ἕνα νόημά μου, ὅλο αὐτὸ τὸ πειθαρχημένο κοπάδι θὰ φέρει ἀναμμένα κάρβουνα γιὰ τὴν πυρά, ὅπου θὰ σ᾿ ἀνεβάσουμε γιὰ νὰ μὴν ἐμποδίσεις τὸ ἔργο μας. Γιατί ἂν κάποιος ἀξίζει πιότερο ἀπ᾿ ὅλους νὰ καεῖ, αὐτὸς εἶσ᾿ ἐσύ. Αὔριο θὰ σὲ κάψω. Ἐλέχθη.

Ὁ Ἰβὰν σώπασε. Εἶχε ξανάψει μιλώντας, κι ὅταν τέλειωσε ἕνα χαμόγελο φάνηκε στὰ χείλια του.

Ὁ Ἀλιόσα ἄκουγε σιωπηλά, μὲ μίαν ὑπέρτατη συγκίνηση. Πολλὲς φορὲς θέλησε νὰ διακόψει τὸν ἀδερφό του, μὰ συγκρατήθηκε.

– Μὰ…. εἶν᾿ ἀνόητο! φώναξε καὶ γίνηκε κατακόκκινος. Τὸ ποίημά σου εἶν᾿ ἕνας ὕμνος στὸν Ἰησοῦ, κι ὄχι κατηγόρια … ὅπως τὄθελες. Ποιὸς θὰ πιστέψει ὅλ᾿ αὐτὰ ποὺ λὲς γιὰ τὴν ἐλευθερία; Γιατί, τάχα ἔτσι τὴν καταλαβαίνουμε τὴν ἐλευθερία; Ἢ μήπως τέτοια εἶν᾿ ἡ ἀντίληψη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας; Αὐτὰ ὅλα τἄκανε ἡ Ρώμη κι ἀκόμη ὄχι ὁλόκληρη μὰ τὰ χειρότερα στοιχεῖα της, ἀνάμεσα στὸν Καθολικισμό, οἱ ἱεροεξεταστές, οἱ Ἰησουΐτες!.. Δὲν ὑπάρχει φανταστικὸ πρόσωπο σὰν τὸν ἱεροεξεταστή σου. Ποιὰ εἶναι τ᾿ ἁμαρτήματα τοῦ πλαϊνοῦ μας ποὺ φορτωνόμαστε; Ποιοὶ εἶν᾿ αὐτοὶ ποὺ συντηροῦν τὸ μυστήριο, ποῦ φορτώνονται μὲ τὸ ἀνάθεμα γιὰ τὴν εὐτυχία τῆς ἀνθρωπότητας; Ποῦ τὸ ξανάδες κάτι τέτοιο; Τοὺς ξέρουμε δὰ τοὺς Ἰησουΐτες, λένε πολὺ ἄσχημα πράγματα, ἀλλὰ μοιάζουν καθόλου μ᾿ αὐτοὺς ποῦ περιγράφεις ἐσύ; Καθόλου! …Εἶναι ἁπλούστατα ἡ ρωμαιοκαθολικὴ στρατιά, τὸ ὄργανο τῆς μελλοντικῆς κυριαρχίας τοῦ κόσμου, μ᾿ ἕναν αὐτοκράτορα, τὸν Ποντίφηκα, ἐπικεφαλῆς… Νά, ποιὸ εἶναι τὸ ἰδανικό τους. Δὲν ὑπάρχει σ᾿ ὅλο αὐτὸ κανένα μυστήριο, καμιὰ ὑπέρτατη θλίψη… ἡ δίψα γιὰ ἐξουσία, ἡ χυδαία συναλλαγὴ πάνω στὰ βρώμικα ἐπίγεια ἀγαθά… ἕνα εἶδος μελλοντικῆς ὑποδούλωσης, ὅπου ἐκεῖνοι θἆναι οἱ μεγαλογαιοκτήμονες… κι αὐτὸ εἶν᾿ ὅλο. Μπορεῖ ἴσως καὶ νὰ μὴν πιστεύουν στὸ Θεό, μὰ ὁ ἱεροεξεταστής σου δὲν εἶναι παρὰ ἕνα κατασκεύασμα…

– Στάσου, στάσου! λέει γελώντας ὁ Ἰβάν. Πόσο ξάναψες μ᾿ ὅλη τούτη τὴν ἱστορία. Κατασκεύασμα εἶπες, ἔ; Ναί, μπορεῖ, φυσικά. Ὅμως πιστεύεις στ᾿ ἀλήθεια ὅτι ὁλόκληρο τὸ κίνημα τοῦ Καθολικισμοῦ, κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες δὲν ἐμπνέεται παρὰ μόνο ἀπὸ τούτη τὴ δίψα γιὰ τὴν ἐξουσία, ὅτι δὲν ἔχει κατὰ νοῦ παρὰ μόνο τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ; Μήπως ὁ πάτερ-Παΐσιος σοῦ τὸ διδάσκει αὐτά;

– Ὄχι, ὄχι, τὸ ἀντίθετο. Ὁ πάτερ-Παΐσιος μίλησε κάποτε μὲ τὸ πνεῦμα τὸ δικό σου… μὰ δὲν ἦταν διόλου τὸ ἴδιο πρᾶγμα.

– Ἄ, ἄ, νά, μιὰ πολύτιμη πληροφοία, παρόλο τό: «δὲν ἦταν διόλου τὸ ἴδιο πρᾶγμα», ποὺ λές. Ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο τότε οἱ Ἰησουΐτες κι οἱ ἱεροεξεταστὲς θὰ ἑνώνονταν, μόνο γιὰ τὴν ἐπίγεια εὐτυχία; Δὲ θὰ μπορούσαμε νὰ βροῦμε ἀνάμεσά τους κι ἕναν μάρτυρα, ποὺ νἄχει παρασυρθεῖ ἀπ᾿ τὸν εὐγενικὸ πόνο καὶ ποὺ ν᾿ ἀγαπᾷ τὴν ἀνθρωπότητα; Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὰ τὰ διψασμένα γιὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ πλάσματα, ὑπάρχει ἕνα μόνο σὰν αὐτὸ τὸ γερο-ἱεροεξεταστή, ποὺ ἔζησε μ᾿ ἀκρίδες καὶ μέλι στὴν ἔρημο καὶ ποὺ πάθιασε γιὰ νὰ λυτρωθεῖ ἀπ᾿ τὶς αἰσθήσεις του καὶ νὰ γίνει ἐλεύθερος, γιὰ νὰ φτάσει ὡς τὴν τελειότητα· ὡστόσο, πάντα του ἀγάπησε τὴν ἀνθρωπότητα. Ξαφνικά, βλέπει καθαρά, καταλαβαίνει πὼς εἶναι πολὺ μέτρια εὐτυχία νὰ πετύχεις τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία, ὅταν χιλιάδες ἀνθρώπινα πλάματα παραμένουν πάντα ἀχάριστα, πολὺ ἀδύναμα γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουν αὐτὴ τὴν ἐλευθερία, ὅτι αὐτοὶ οἱ φτηνοὶ ἐπαναστατημένοι δὲ θὰ μπορέσουν ποτὲ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸν κύκλο τους, κι ὅτι δὲν εἶναι παρὰ γιὰ κάτι τέτοια κοτόπουλα ποὺ ὁ μεγάλος ἰδεαλιστὴς ὀνειρεύτηκε τὴν ἁρμονία του. Κι ἀφοῦ τὰ κατάλαβε αὐτὰ ὁ ἱεροεξεταστής μου, στρέφεται πίσω καὶ ἐντάσσεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Πνεύματος. Εἶναι λοιπὸν ἀδύνατο νὰ συμβεῖ κάτι τέτοιο;

– Σὲ ποιὸν νὰ ἐνταχθεῖ, σὲ ποιοὺς ἀνθρώπους τοῦ Πνεύματος; φωνάζει ὁ Ἀλιόσα σχεδὸν ἐνοχλημένος. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν κανένα πνεῦμα, δὲν ξέρουν οὔτε ἀπὸ μυστήρια, οὔτε ἀπὸ μυστικά… Ὁ ἀθεϊσμός, νά, ποιὸ εἶναι τὸ μυστικό τους! Ὁ ἱεροεξεταστής σου δὲν πιστεύει στὸ Θεό.

– Ἄ, καὶ τί σημασία ἔχει αὐτό; Τὸ μάντεψες ἐπιτέλους. Αὐτὸ εἶναι μάλιστα, αὐτὸ εἶν᾿ ὅλο κι ὅλο τὸ μυστικό, ἀλλὰ δὲν εἶναι κι αὐτὸς ἕνας πόνος, μιὰ ἀγωνία, γιὰ ἕναν ἄνθρωπο σὰν κι αὐτόν, ποὺ θυσίασε τὴ ζωή του στὸ ἰδανικό του, μέσα στὴν ἔρημο καὶ δὲν ἔπαψε ν᾿ ἀγαπᾷ τὴν ἀνθρωπότητα; Στὴ δύση τῶν ἡμερῶν του πείθεται ξεκάθαρα ὅτι μόνες οἱ συμβουλὲς τοῦ μεγάλου καὶ τρομεροῦ πνεύματος, θὰ μποροῦσαν νὰ καταστήσουν ὑποφερτὴ τὴν ὕπαρξη τῶν χυδαίων ἐπαναστατημένων, αὐτῶν τῶν «ἐκτρωτικῶν πλασμάτων, ποὺ δημιουργήθηκαν ἀπὸ ξεγέλασμα». Καταλαβαίνει ὅτι πρέπει ν᾿ ἀκούσει τὸ βαθυστόχαστο πνεῦμα, αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἐρήμωσης καὶ τοῦ θανάτου, καὶ πὼς γιὰ νὰ τὸ κάνει, πρέπει νὰ προσεταιριστεῖ τὴν ἀπάτη καὶ τὸ ψέμα, νὰ ὁδηγήσει ἐσκεμμένα τοὺς ἀνθρώπους στὸ θάνατο καὶ τὴν ἐρήμωση, μὰ ἐπιδέξια, μὰ ξεγελώντας τους σ᾿ ὅλο τὸ δρόμο, γιὰ νὰ τοὺς κρύψει ἐκεῖνο ποὺ τοὺς περιμένει στὸ τέλος, καὶ γιὰ νἄχουν αὐτὰ τὰ θλιβερὰ πλάσματα μία ψευδαίσθηση εὐτυχίας. Πρόσεξε καὶ τοῦτο: ἡ ἀπάτη γίνεται στ᾿ ὄνομα Ἐκείνου ποὺ ὁ γέρος τὸν πίστεψε φλογερά, σ᾿ ὅλη του τὴ ζωή! Δὲν εἶν᾿ αὐτὸ μιὰ δυστυχία; Κι ἂν ὑπάρχει, ἔστω κι ἕνα παρόμοιο πλάσμα, ἐπικεφαλῆς αὐτῆς τῆς στρατιᾶς ποὺ εἶναι «λαίμαργη γιὰ ἐξουσία ἀπέναντι στὰ χυδαῖα ἀγαθά», αὐτὸ τάχα δὲν εἶν᾿ ἀρκετὸ γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ μία τραγῳδία; Ἀκόμη περισσότερο, εἶν᾿ ἀρκετὸς ἕνας τέτοιος ἡγέτης, γιὰ νὰ ἐνσαρκώσει τὴν ἀληθινὴ κατευθυντήρια ἰδέα τοῦ ρωμαϊκοῦ καθολικισμοῦ, μὲ τὶς στρατιές του καὶ τοὺς Ἰησουΐτες του, τὴν ὑπέρτατη ἰδέα. Σοῦ τὸ δηλώνω, ἔχω πεισθεῖ ἀπόλυτα ὅτι αὐτὸς ὁ μοναδικὸς τύπος δὲν παράλειψε ποτὲ νὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἦταν ἐπικεφαλῆς τοῦ κινήματος. Ποιὸς ξέρει μπορεῖ νὰ ὑπῆρξαν καὶ μερικοὶ τέτοιοι ἀκόμη κι ἀνάμεσα στοὺς ποντίφηκες. Ποιὸς μπορεῖ νὰ ξέρει; Ἴσως τοῦτος ὁ καταραμένος γέρος, ποὺ ἀγαπᾷ μὲ τόσο πεῖσμα τὴν ἀνθρωπότητα, μὲ τὸν τρόπο του βέβαια, νὰ ὑπάρχει ἀκόμη καὶ τώρα σὲ πολλὰ ἀντίτυπα, κι αὐτὸ ὄχι τυχαῖα, ἀλλὰ μὲ τὴ μορφὴ μιᾶς συμμαχίας, μιᾶς μυστικῆς ἐταιρίας, ποὺ ὀργανώθηκε ἐδῶ καὶ πολὺν καιρό, γιὰ νὰ φυλάξει τὸ μυστήριο, νὰ τὸ σκορπίσει ἀνάμεσα στοὺς δυστυχισμένους καὶ στοὺς ἀδύναμους γιὰ νὰ τοὺς κάνει εὐτυχισμένους. Σίγουρα θὰ πρέπει νἆναι ἔτσι, γιατί εἶναι μοιραῖο νἆναι. Φαντάζομαι ἀκόμη ὅτι οἱ «φραμασόνοι» ἔχουν κι αὐτοὶ ἕν᾿ ἀνάλογο μυστήριο στὴ βάση τῆς θεωρίας τους, καὶ γιὰ τοῦτο οἱ Καθολικοὶ τοὺς μισοῦν τόσο πολύ, βλέπουν σ᾿ αὐτοὺς ἕναν ἀντίπαλο, τὴ διάχυση τῆς μοναδικῆς ἰδέας, ἐνῷ θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει ἕνα μόνο κοπάδι μ᾿ ἕνα μοναδικὸ πάστορα. Ἄλλωστε, ὑπερασπιζόμενος τὶς σκέψεις μου, ἔχω τὸ ὕφος κάποιου δημιουργοῦ, ποὺ δὲν ἀνέχεται τὴν κριτική, αὐτὸ ἔπαθα στὸ τέλος… Μά, ἀρκετὰ πάνω στὸ πρόβλημα, φτάνει.

– Ἴσως κι ἐσὺ ὁ ἴδιος νἆσαι μασόνος, ἄφησε ξαφνικὰ νὰ τοῦ ξεφύγει ὁ Ἀλιόσα. Δὲν πιστεύεις στὸ Θεὸ πρόσθεσε μὲ μία βαθιὰ θλίψη. Τοῦ φάνηκε μάλιστα πὼς ὁ ἀδερφός του τὸν κοίταζε κοροϊδευτικά, καὶ πρόσθεσε:

– Πῶς τελειώνει ὅμως τὸ ποίημά σου; Ἢ μήπως αὐτὸ εἶν᾿ ὅλο;

Ὁ Ἀλιόσα λέγοντας τούτη τὴν τελευταία φράση κράτησε χαμηλωμένα τὰ μάτια του.

– Ὄχι, νά, πῶς θἄθελα νὰ τὸ τελειώσω: ὁ ἱεροεξεταστὴς σωπαίνει, περιμένει μία στιγμὴ τὴν ἀπάντηση τοῦ Κρατούμενου. Ἡ σιωπή του, τὸν βαραίνει. Ὁ Κρατούμενος τὸν ἄκουγε ὅλη τὴν ὥρα ἔχοντας καρφωμένη πάνω του τὴ διαπεραστικὴ κι ἤρεμη ματιά του, φανερὰ ἀποφασισμένος νὰ μὴν τοῦ ἀπαντήσει. Ὁ γέρος θἄθελε νὰ τοῦ πεῖ κάτι, ἔστω κι ἂν ἦταν λόγια πικρὰ καὶ σκληρά. Ξαφνικὰ ὁ Κρατούμενος πλησιάζει ἤρεμα καὶ σιωπηλὸς τὸ γέρο καὶ τοῦ φιλᾷ τ᾿ ἄχρωμα χείλια του. Αὐτὴ ἦταν ὅλη κι ὅλη ἡ ἀπάντησή του. Ὁ γέρος τινάζεται, τὰ χείλια του τρέμουν· πάει στὴν πόρτα, τὴν ἀνοίγει καὶ τοῦ λέει: «Φύγε καὶ νὰ μὴν ξαναγυρίσεις πιά… ποτὲ πιά!» Καὶ τὸν ἀφήνει νὰ φύγει μέσα στὰ σκοτάδια τῆς πόλης. Ὁ Κρατούμενος φεύγει.


Τ απόσπασμα είναι από  το Feltor's Blog .

Δεν υπάρχουν σχόλια: