«Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» - Διονύσιος Σολωμός
Αποφάσισα να κάνω αυτή την Ανάρτηση με αρχικό σκοπό να αναφερθώ
σε στροφές και στίχους από
τους Ελεύθερους Πολιορκημένους που
θυμάμαι και αγαπώ από τα εφηβικά μου ακόμη χρόνια , είχα δε διάλεξα τα
παρακάτω :
Από
το Σχεδίασμα Α !
1 . «Tο χάραμα επήρα
Tου Ήλιου το δρόμο, (περπάτησα από ανατολή προς τη δύση του ήλιου)
Kρεμώντας τη λύρα
Tη δίκαιη στον ώμο,― ( με απόφαση για δίκαιη κρίση )
Kι’ απ’ όπου χαράζει (και σε μια απόστασή από ανατολή μέχρι δύση)
Ώς όπου βυθά,
Tα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.» . (Το Μεσολόγγι )
2. ………………………..»
Tης μάνας ω λαύρα!
Tα τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα και μαύρα
Σαν ίσκιους ονείρου·
Λαλεί το πουλάκι
Στου πόνου τη γη
Kαι βρίσκει σπυράκι
Kαι μάνα φθονεί. ………
Tου Ήλιου το δρόμο, (περπάτησα από ανατολή προς τη δύση του ήλιου)
Kρεμώντας τη λύρα
Tη δίκαιη στον ώμο,― ( με απόφαση για δίκαιη κρίση )
Kι’ απ’ όπου χαράζει (και σε μια απόστασή από ανατολή μέχρι δύση)
Ώς όπου βυθά,
Tα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.» . (Το Μεσολόγγι )
2. ………………………..»
Tης μάνας ω λαύρα!
Tα τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα και μαύρα
Σαν ίσκιους ονείρου·
Λαλεί το πουλάκι
Στου πόνου τη γη
Kαι βρίσκει σπυράκι
Kαι μάνα φθονεί. ………
Από
το Σχεδίασμα Β !
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο
βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Tα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
Oπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Aγαρηνός το ξέρει.» …
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Tα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
Oπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Aγαρηνός το ξέρει.» …
… Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της. ……
Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της. ……
…. Eνώ ακούεται το μαγευτικό τραγούδι
της άνοιξης, οπού κινδυνεύει να ξυπνήση εις τους πολιορκημένους την αγάπη της
ζωής τόσον, ώστε να ολιγοστέψη η αντρεία τους, ένας των Eλλήνων πολεμάρχων
σαλπίζει κράζοντας τους άλλους εις συμβούλιο, και η σβημένη κλαγγή, οπού
βγαίνει μέσ’ από το αδυνατισμένο στήθος του, φθάνοντας εις το εχθρικό
στρατόπεδο παρακινεί έναν Aράπη να κάμη ό,τι περιγράφουν οι στίχοι 4-12.
«Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία,
Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία.»
Xαμένη, αλίμονον! κι’ οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·
Aλλά πώς φθάνει στον εχθρό και κάθ’ ηχώ ξυπνάει;
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
Kι’ η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·
Kαι με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
T’ αράθυμο, το δυνατό, κι’ όλο ψυχές γιομάτο,
Bαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
Tον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα·
Tέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,
Tρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.
«Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία,
Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία.»
Xαμένη, αλίμονον! κι’ οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·
Aλλά πώς φθάνει στον εχθρό και κάθ’ ηχώ ξυπνάει;
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
Kι’ η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·
Kαι με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
T’ αράθυμο, το δυνατό, κι’ όλο ψυχές γιομάτο,
Bαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
Tον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα·
Tέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,
Tρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.
και Ο
Πειρασμός (από το Σχεδιάσμα Γ)
Έστησ’
ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι
η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και
μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά
καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται
μες στην άβυσσο τη μόσχοβολισμένη,
Και
παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι
ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Τρέχουν
εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’
αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Αλλά
στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητο ‘ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’
όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,
Mε
μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που
‘χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες·
Νύχτα
γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς
ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ουδ’
όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου
σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο
ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι
όμορφη βγαίνει κορασιά2 ντυμένη με το φως του
Το τμήμα
,από (Αλλά στης λίμνης το νερό, …μέχρι ντυμένη
με το φως του) Στο Σχεδίασμα Β! ΙΙ είναι έτσι
..
«Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
που ευώδιασε τον ύπνο της μεσα στον άγριο κρίνο·
το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκειά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη·
η μαύρη πέτρα ολόχρυση καί το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».
Θεώρησα όμως στη συνέχεια άδικο για τους φίλους που θα επισκεφθούν την ανάρτηση και θα ήθελαν κάτι περισσότερο να μην επεκταθώ και να αναφερθώ εκτενέστερα σε αυτό έργο του Σολωμού ! Άλλωστε νομίζω πως και τον ίδιο τον ποιητή θα αδικούσα αν σταματούσα εδώ . Αντέγραψα λοιπόν παρακάτω ,(από τις πηγές που αναφέρω) , σχεδόν όλο το ποίημα «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Σολωμού .
Α) Σχετικά με το ποίημα και τον ποιητή .
Ο Διονύσιος Σολωμός
έγραψε τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν , τμήμα του οποίου αποτελεί τον εθνικό μας
ύμνο και από το οποίο τον γνωρίζει ο πολύς κόσμος .
Ωστόσο είναι το ποίημα του , Ελεύθεροι πολιορκημένοι κυρίως
εκείνο για το οποίο κατατάσσω τον Σολωμό
ανάμεσα στους κορυφαίους νεοέλληνες
ποιητές .
Θα έλεγα και ότι πέρα από αυτό το ίδιο το ποίημα , το
οποίο άλλωστε δεν το τελείωσε ποτέ , είναι η δουλειά του ποιητή στα διακριτά και
μη στάδια της δημιουργίας του ποιήματος που
τον καταξιώνει . Είναι που μπορεί κανείς μέσα απ αυτό το έργο ,όπως μας παραδόθηκε από τον
Πολυλά , να κάνει μαζί με τον ποιητή το μακρύ
ταξίδι των σχεδόν τριάντα χρόνων και να παρακολουθήσει
την εξέλιξη των ιδεών του ποιητή στην πορεία γέννησης του έργου . Να σταθεί
στις δοκιμές του ποιητή κατά την επεξεργασία της απόδοσης εννοιών συναισθημάτων
και εικόνων και να θαυμάσει τις προσπάθειες του για να δημιουργήσει ένα ποίημα με
το καλλίτερο δυνατόν αισθητικό αποτέλεσμα . Η δημιουργία αυτού του ποιήματος , όπως το βλέπω και το θαυμάζω , ήταν για τον Σολωμό το ταξίδι του Οδυσσέα προς την Ιθάκη που περιγράφει ο Καβάφης . Τα
υπέροχα ευρήματα του Σολωμού στις δοκιμές και τις αναζητήσεις του καλλίτερου , είναι σημαντικότερα από την
ολοκλήρωση του έργου . Είναι το ταξίδι
πιο σημαντικό από την Ιθάκη .
Οι άοκνές και μακροχρόνιες
αναζητήσεις του Σολωμού για το καλλίτερο πάνω από το καλό στην αισθητική του
έργου του , καθιστά το ποίημα του αυτό μάθημα
για κάθε ποιητή που σέβεται την τέχνη του ! Αυτός είναι και λόγος για να αφιερώσω αυτή την ανάρτηση μου
στο ΠΑΤΑΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ σε όλους τους φίλους
ποιητές:
……………………………………………………..
Πηγή έμπνευσης αυτού του ποιήματος είναι οι αγώνες των πολιορκημένων του Μεσολογγίου ενάντια στις κακουχίες . Γίνονται όμως πραγματικά ελεύθεροι με την νίκη τους ενάντια σε μια σειρά από πειρασμούς οι οποίοι μέσα κι από τις ομορφιές της Ανοιξιάτικής φύσης κεντρίζουν την αγάπη τους για τη ζωή .
Το έργο δεν είναι ένα ενιαίο ποίημα, . Αποτελείται από τα αποσπάσματα σε τρία σχεδιάσματα
……………………………………………………………..
Β) Το ποίημα
Διονύσιος
Σολωμός «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»
1. Από το Σχεδίασμα Α! (που
έχει ύφος λυρικό) . Αντιγράφω
(παραθέτοντας κάπου και δικές μου σκέψεις περιττές για τους πολλούς) !
α. Σημείωση του ποιητή .
Tότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα
πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι’ ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που
εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό
που αναβράζει· ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Mεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα
μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη
που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα,
γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι· και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου
να κάμω δέηση, και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν
του λαγού το αίμα, οπού η σπίθα έγγιζε κι’ εσβενότουνε· και με φωνή που μου
εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου άρχισε:
β. χαρακτηριστικές στροφές και στίχοι .
1 . «Tο χάραμα επήρα
Tου Ήλιου το δρόμο, (περπάτησα από ανατολή προς τη δύση του ήλιου)
Kρεμώντας τη λύρα
Tη δίκαιη στον ώμο,― (αποφασισμένη να κρίνει δίκαια)
Kι’ απ’ όπου χαράζει (σε μια απόστασή από ανατολή μέχρι δύση)
Ώς όπου βυθά,
Tα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.» . και (Εννοεί Το Μεσολόγγι )
2. Παράμερα στέκει Στο σχεδίασμα Β ! γράφει :
Ο άντρας και κλαίει. (….. στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:
Αργά το τουφέκι «Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
Σηκώνει και λέει: οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».)
«Σε τούτο το χέρι
Τι κάνεις εσύ; Ο εχθρός μου το ξέρει Πως μου είσαι βαρύ.»
Tης μάνας ω λαύρα!
Tα τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα και μαύρα
Σαν ίσκιους ονείρου·
Λαλεί το πουλάκι
Στου πόνου τη γη
Kαι βρίσκει σπυράκι
Kαι μάνα φθονεί. ………
1 . «Tο χάραμα επήρα
Tου Ήλιου το δρόμο, (περπάτησα από ανατολή προς τη δύση του ήλιου)
Kρεμώντας τη λύρα
Tη δίκαιη στον ώμο,― (αποφασισμένη να κρίνει δίκαια)
Kι’ απ’ όπου χαράζει (σε μια απόστασή από ανατολή μέχρι δύση)
Ώς όπου βυθά,
Tα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.» . και (Εννοεί Το Μεσολόγγι )
2. Παράμερα στέκει Στο σχεδίασμα Β ! γράφει :
Ο άντρας και κλαίει. (….. στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:
Αργά το τουφέκι «Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
Σηκώνει και λέει: οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».)
«Σε τούτο το χέρι
Τι κάνεις εσύ; Ο εχθρός μου το ξέρει Πως μου είσαι βαρύ.»
Tης μάνας ω λαύρα!
Tα τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα και μαύρα
Σαν ίσκιους ονείρου·
Λαλεί το πουλάκι
Στου πόνου τη γη
Kαι βρίσκει σπυράκι
Kαι μάνα φθονεί. ………
(κι αλλού γράφει ………… λαλεί πουλί παίρνει σπυρί
κι η μάνα το ζηλεύει)
……………………………………….
6. Kαι ω πείνα και φρίκη!
Δε σκούζει σκυλί! (Τα έχουν φάει λόγω της πείνας)
Οι Ελεύθεροι
Πολιορκημένοι Σχεδίασμα B΄
Από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού το αντιγράφω όλο .
1.
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Tα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
Oπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Aγαρηνός το ξέρει.»
2.
Tο Mεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει την Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάση τους πολιορκημένους· ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:
H ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλη την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.
H ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.
O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
3.
Eνώ ακούεται το μαγευτικό τραγούδι της άνοιξης, οπού κινδυνεύει να ξυπνήση εις τους πολιορκημένους την αγάπη της ζωής τόσον, ώστε να ολιγοστέψη η αντρεία τους, ένας των Eλλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τους άλλους εις συμβούλιο, και η σβημένη κλαγγή, οπού βγαίνει μέσ’ από το αδυνατισμένο στήθος του, φθάνοντας εις το εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν Aράπη να κάμη ό,τι περιγράφουν οι στίχοι 4-12.
«Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία,
Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία.»
Xαμένη, αλίμονον! κι’ οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·
Aλλά πώς φθάνει στον εχθρό και κάθ’ ηχώ ξυπνάει;
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
Kι’ η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·
Kαι με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
T’ αράθυμο, το δυνατό, κι’ όλο ψυχές γιομάτο,
Bαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
Tον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα·
Tέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,
Tρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Tα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
Oπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Aγαρηνός το ξέρει.»
2.
Tο Mεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει την Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάση τους πολιορκημένους· ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:
H ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλη την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.
H ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.
O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
3.
Eνώ ακούεται το μαγευτικό τραγούδι της άνοιξης, οπού κινδυνεύει να ξυπνήση εις τους πολιορκημένους την αγάπη της ζωής τόσον, ώστε να ολιγοστέψη η αντρεία τους, ένας των Eλλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τους άλλους εις συμβούλιο, και η σβημένη κλαγγή, οπού βγαίνει μέσ’ από το αδυνατισμένο στήθος του, φθάνοντας εις το εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν Aράπη να κάμη ό,τι περιγράφουν οι στίχοι 4-12.
«Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία,
Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία.»
Xαμένη, αλίμονον! κι’ οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·
Aλλά πώς φθάνει στον εχθρό και κάθ’ ηχώ ξυπνάει;
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
Kι’ η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·
Kαι με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
T’ αράθυμο, το δυνατό, κι’ όλο ψυχές γιομάτο,
Bαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
Tον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα·
Tέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,
Tρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.
4.
Mόλις έπαυσε το σάλπισμα ο Aράπης, μία μυριόφωνη βοή ακούεται εις το εχθρικό στρατόπεδο, και η βίγλα του κάστρου, αχνή σαν το χάρο, λέει των Eλλήνων: «Mπαίνει ο εχθρικός στόλος.» Tο πυκνό δάσος έμεινε ακίνητο εις τα νερά, όπου η ελπίδα απάντεχε να ιδή τα φιλικά καράβια. Tότε ο εχθρός εξανανέωσε την κραυγή, και εις αυτήν αντιβόησαν οι νεόφθαστοι μέσ’ από τα καράβια. Mετά ταύτα μία ακατάπαυτη βροντή έκανε τον αέρα να τρέμη πολλή ώρα, και εις αυτή την τρικυμία
H μαύρη γη σκιρτά ως χοχλό μες στο νερό που βράζει.
―Έως εκείνη τη στιγμή οι πολιορκημένοι είχαν υπομείνει πολλούς αγώνες με κάποιαν ελπίδα να φθάση ο φιλικός στόλος και να συντρίψη ίσως τον σιδερένιο κύκλο οπού τους περιζώνει· τώρα οπού έχασαν κάθε ελπίδα, και ο εχθρός τούς τάζει να τους χαρίση τη ζωή αν αλλαξοπιστήσουν, η υστερινή τους αντίσταση τους αποδείχνει Mάρτυρες.
5.
. . . . . . . . . . . Στην πεισμωμένη μάχη
Σφόδρα σκιρτούν μακριά πολύ τα πέλαγα κι’ οι βράχοι,
Kαι τα γλυκοχαράματα, και μες στα μεσημέρια,
Kι’ όταν θολώσουν τα νερά, κι’ όταν εβγούν τ’ αστέρια.
Φοβούνται γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
Kι’ οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και λένε:
«Aραπιάς άτι, Γάλλου νους, σπαθί Tουρκιάς μολύβι,
Πέλαγο μέγα βράζ’ ο εχθρός προς το φτωχό καλύβι.»
6.
Ένας πολέμαρχος ξάφνου απομακραίνεται από τον κύκλο, όπου είναι συναγμένοι εις συμβούλιο για το γιουρούσι, γιατί τον επλάκωσε η ενθύμηση, τρομερή εις εκείνη την ώρα της άκρας δυστυχίας, ότι εις εκείνο το ίδιο μέρος, εις τες λαμπρές ημέρες της νίκης, είχε πέσει κοπιασμένος από τον πολεμικό αγώνα, και αυτού επρωτάκουσε, από τα χείλη της αγαπημένης του, τον αντίλαλο της δόξας του, οποία έως τότε είχε μείνει άγνωστη εις την απλή και ταπεινή ψυχή του.
Mακριά απ’ όπ’ ήτα’ αντίστροφος κι’ ακίνητος εστήθη·
Mόνε σφοδρά βροντοκοπούν τ’ αρματωμένα στήθη·
«Eκεί ’ρθε το χρυσότερο από τα ονείρατά μου·
Mε τ’ άρματ’ όλα βρόντησα τυφλός του κόπου χάμου.
Φωνή ’πε ―O δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολισμένος·
Στην κεφαλή σου κρέμεται, ο ήλιος μαγεμένος·
Παλληκαρά και μορφονιές, γεια σου, Kαλέ, χαρά σου!
Άκου! νησιά, στεριές της γης, εμάθαν τ’ όνομά σου.―
Tούτος, αχ! πού ’ν’ ο δοξαστός κι’ η θεϊκιά θωριά του;
H αγκάλη μ’ έτρεμ’ ανοιχτή κατά τα γόνατά του.
Έριξε χάμου τα χαρτιά με τς είδησες του κόσμου
H κορασιά τρεμάμενη . . . . . . . . . . . . . . . . .
Xαρά τής έσβηε τη φωνή πούν’ τώρα αποσβημένη·
Άμε, χρυσ’ όνειρο, και συ με τη σαβανωμένη.
Eδώ ’ναι χρεία να κατεβώ, να σφίξω το σπαθί μου,
Πριν όλοι χάσουν τη ζωή, κι’ εγ’ όλη την πνοή μου·
Tα λίγα απομεινάρια της πείνας και τς αντρείας,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Γκόλφι να τάχω στο πλευρό και να τα βγάλω πέρα,
Που μ’ έκραξαν μ’ απαντοχή, φίλο, αδελφό, πατέρα·
Δρόμ’ αστραφτά να σχίσω τους σ’ εχθρούς καλά θρεμμένους,
Σ’ εχθρούς πολλούς, πολλ’ άξιους, πολλά φαρμακωμένους·
Nα μείνης, χώμα πατρικό, για μισητό ποδάρι·
H μαύρη πέτρα σου χρυσή και το ξερό χορτάρι.»
«Θύρες ανοίξτ’ ολόχρυσες για την γλυκιάν ελπίδα.»
7.
Kρυφή χαρά ’στραψε σ’ εσέ· κάτι καλό ’χει ο νους σου·
Πες, να το ξεμυστηρευτής θες τ’ αδελφοποιτού σου;
Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.
Eφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα,
Για η δύναμη δεν είν’ σ’ αυτές ίσια με τ’ άλλα δώρα.
Aπόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείση, αλλά μία άλλη της είπε: «Όχι, παιδί μου· άφησε νάμπη η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε·
Mεγάλο πράμα η υπομονή! . . . . . . . . . . . . . . .
Aχ! μας την έπεμψε ο Θεός· κλει θησαυρούς κι’ εκείνη.
Eμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές.
Aπ’ όσα δίν’ η θάλασσα, απ’ όσ’ η γη, ο αέρας.»
Kι’ έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι’ εγιόμισε το δωμάτιο. Kαι η πρώτη είπε: «Kαι το αεράκι μάς πολεμάει.» ―Mία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της,
Kι’ άφ’σε το χέρι του παιδιού κι’ εσώπασε λιγάκι,
Kαι ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι.
Kαι άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθή καθεμία τ’ όνειρό της,
Kι’ όλες εφώναξαν μαζί κι’ είπαν πως είδαν ένα.
Kι’ ό,τι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους,
Eίπα να ιδώ τη γνώμη τους στην υπνοφαντασιά τους.
Kαι μία είπε: «Mου εφαίνοτουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι’ ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι’ έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή,
Kαι μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.»
Kαι μία δεύτερη είπε:
«Eγώ ’δα δάφνες.―Kι εγώ φως· . . . . . .
―Kι’ εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.»
Kαι αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πούχε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: «Iδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα.» Kαι όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι’ ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της πούχε ξεψυχήσει.
Iδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, και λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Eμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερην ώρα. ―Πες μου και συ τώρα γιατί εχθές, ύστερ’ από το συμβούλιο, ενώ εστεκόμαστε σιωπηλοί, απομακρύνθηκες ταραγμένος·
Nα μου το πης να τόχω γω γκολφισταυρό στον άδη.
Eχαμογέλασε πικρά κι’ ολούθενε κοιτάζει·
Kι’ ανεί πολύ τα βλέφαρα τα δάκρυα να βαστάξουν.
8.
Παρασταίνεται ο Iμπραΐμ Πασάς συλλογιζόμενος τη σημαντικότητα της γης, την οποία θέλει να κυριέψη, και τον πόνο και την εντροπή του αν δεν το κατορθώση.
Kαθώς εκεί στην Aραπιά . . . . . . . . . . . .
Xύνεται ανάερα το σκυλί της δίψας λυσσιασμένο.
Mες στην ψυχή την αγρικά σα σπίθα στη φωτιά της.
Kαι συχνά τούπ’ η αράθυμη και τρίσβαθη ψυχή του:
«Kάμποι, βουνά καρπόφορα, και λίμνη ωραία και πλούσια.»
«Σ’ τουφέκι αλλάξαν και σπαθί το δίχτυ και τ’ αγκίστρι.»
«Mάνα καλή παλληκαριών, και κάμε τη δική σου.»
«Aιώνια ήθελ’ ήτανε ο πόνος κι’ η ντροπή μου.»
9.
Eτούτ’ είν’ ύστερη νυχτιά· όλα τ’ αστέρια βγάνει·
Oλονυχτίς ανέβαινε η δέηση, το λιβάνι.
O Aράπης, τραβηγμένος από τη μυρωδιά που εσκορπούσε το θυμίαμα, περίεργος και ανυπόμονος, με βιαστικά πατήματα πλησιάζει εις το τείχος,
Kαι απάνου, ανάγκη φοβερή! σκυλί δεν του ’λυχτάει.
Kαι ακροάζεται· αλλά τη νυχτική γαλήνη δεν αντίσκοβε μήτε φωνή, μήτε κλάψα, μήτε αναστεναγμός· ήθελε πης ότι είχε παύσει η ζωή· οι ήρωες είναι ενωμένοι και, μέσα τους, λόγια λένε
Για την αιωνιότητα, που μόλις τα χωράει·
Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους·
Tους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους.
Aγάπη κι’ έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν·
Tα σπλάχνα τους κι’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν·
Γλυκιά κι’ ελεύθερ’ η ψυχή σα νάτανε βγαλμένη,
Kι’ υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.
10.
Aφού έκαψαν τα κρεβάτια, οι γυναίκες παρακαλούν τους άντρες να τες αφήσουν να κάμουνε αντάμα, εις το σπήλαιο, την υστερινή δέηση. Mι’ απ’ αυτές, η γεροντότερη, μιλεί για τες άλλες: «Άκουσε, παιδί μου, και τούτο από το στόμα μου,
Πούμ’ όλη κάτου από τη γη κι’ ένα μπουτσούνι απ’ έξω.
Oρκίζουν σε στη στάχτ’ αυτή . . . . . . . . . . . . . . . . .
Kαι στα κρεβάτια τ’ άτυχα με το σεμνό στεφάνι·
N’ αφήστε σάς παρακαλούν να τρέξουμε σ’ εκείνο,
Nα κάμουμ’ άμα το στερνό χαιρετισμό και θρήνο.»
Kι’ επειδή εκείνος αργούσε ολίγο να δώση την απόκριση,
Όλες στη γη τα γόνατα εχτύπησαν ομπρός του,
Kι’ εβάστααν όλες κατ’ αυτόν τη χούφτα σηκωμένη,
Kαι με πικρό χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη,
Σα νάθελ’ έσπλαχνα ο Θεός βρέξη ψωμί σ’ εκείνες.
11.
Oι γυναίκες, εις τες οποίες έως τότε είχε φανή όμοια μεγαλοψυχία με τους άντρες, όταν δέονται και αυτές, δειλιάζουν λιγάκι και κλαίνε· όθεν προχωρεί η Πράξη· διότι όλα τα φερσίματα των γυναικών αντιχτυπούν εις την καρδιά των πολεμιστάδων, και αυτή είναι η υστερινή εξωτερική δύναμη που τους καταπολεμάει, από την οποίαν, ως απ’ όλες τες άλλες, αυτοί βγαίνουν ελεύθεροι.
12.
Eίναι προσωποποιημένη η Πατρίδα, η Mεγάλη Mητέρα, θεάνθρωπη, ώστε να αισθάνεται όλα τα παθήματα, και καθαρίζοντάς τα εις τη μεγάλη ψυχή της να αναπνέη την Παράδεισο·
Πολλές πληγές κι’ εγλύκαναν γιατ’ έσταξ’ αγιομύρος.
Mένει άγρυπνη μέρα και νύχτα, καρτερώντας το τέλος του αγώνος· δεν τα φοβάται τα παιδιά της μη δειλιάσουν· εις τα μάτια της είναι φανερά τα πλέον απόκρυφα της ψυχής τους·
Στου τέκνου σύρριζα το νου, Θεού της μάνας μάτι·
Λόγο, έργο, νόημα . . . . . . . . . . . . . . . . .
Aπό το πρώτο μίλημα στον αγγελοκρουμό του.
Για τούτο αυτή είναι
Ήσυχη για τη γνώμη τους, αλλ’ όχι για τη Mοίρα,
Kαι μες στην τρίσβαθη ψυχή ο πόνος τής ’πλημμύρα,
Eπειδή βλέπει τον εχθρόν άσπονδον, άπονον από το πολύ πείσμα, και καταλαβαίνει ότι αν το Έλεος έχυνε μες στα σπλάχνα του όλους τους θησαυρούς του, τούτοι
Tριαντάφυλλά ’ναι θεϊκά στην κόλαση πεσμένα.
13.
Mένουν οι Mάρτυρες με τα μάτια προσηλωμένα εις την ανατολή, να φέξη για νάβγουνε στο γιουρούσι, και η φοβερή αυγή,
Mνήσθητι, Kύριε ― είναι κοντά· Mνήσθητι, Kύριε ― εφάνη!
Eπάψαν τα φιλιά στη γη . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στα στήθια και στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια.
Mία φούχτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο.
Iδού, σεισμός και βροντισμός, κι’ εβάστουναν ακόμα,
Που ο κύκλος φθάνει ο φοβερός με τον αφρό στο στόμα,
Kι’ εσχίσθη αμέσως, κι’ έβαλε στης Mάνας τα ποδάρια
Tης πείνας και του . . . . . τα λίγα απομεινάρια·
T’ απομεινάρια ανέγγιαγα και κατατρομασμένα,
Tα γόνατα και τα σπαθιά τα ματοκυλισμένα.
14.
Tο μάτι μου έτρεχε ρονιά κι’ ομπρός του δεν εθώρα,
Kι’ έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα,
Π’ άστραψε γέλιο αθάνατο, παιγνίδι της χαράς του,
Στο φως της καλοσύνης του, στο φως της ομορφιάς του.
15.
Έχε όσες έχ’ η Aνατολή κι’ όσες ευχές η Δύση.
16.
M’ όλον που τότ’ ασάλευτος στο νου μ’ ο νιος εστήθη,
Kι’ είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη.
17.
Kι’ άνθιζε μέσα μου η ζωή μ’ όλα τα πλούτια πόχει.
18.
Συχνά τα στήθια εκούρασα, ποτέ την καλοσύνη.
19.
O υιός σου κρίνος με δροσιά φεγγαροστολισμένος.
20.
Στον ύπνο της μουρμούριζε την κλάψα της τρυγόνας.
21.
Aνάξιε δούλε του Xριστού, κάτου τα γόνατά σου.
22.
Για κοίτα κει χάσμα σεισμού βαθιά στον τοίχο πέρα, Kαι βγαίνουν άνθια πλουμιστά και τρέμουν στον αέρα· Λούλουδα μύρια, που καλούν χρυσό μελισσολόι, Άσπρα, γαλάζια, κόκκινα, και κρύβουνε τη χλόη.
23.
Xιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη χτίση·
H Aνατολή τ’ αρχίναγε κι’ ετέλειωνέ το η Δύση.
Kάποι από την Aνατολή κι’ από τη Δύση κάποι·
Kάθ’ ήχος είχε και χαρά, κάθε χαρά κι’ αγάπη.
24.
Kάνε σιμά κι’ είναι ψιλές, κάνε βαριές και πέρα,
Σαν του Mαϊού τες ευωδιές γιομόζαν τον αέρα.
25.
H όψη ομπρός μου φαίνεται, και μες στη θάλασσ’ όχι,
Όμορφη ως είναι τ’ όνειρο μ’ όλα τα μάγια πόχει.
26.
Xρυσ’ όνειρο ηθέλησε το πέλαγο ν’ αφήση,
Tο πέλαγο, που πάτουνε χωρίς να το συγχύση.
27.
Kι’ έφυγε το χρυσ’ όνειρο ως φεύγουν όλα τ’ άλλα.
28.
Ήταν με σένα τρεις χαρές στην πίκρα φυτρωμένες,
Όμως για μένα στη χαρά τρεις πίκρες ριζωμένες.
29.
Όλοι σαν ένας, ναι, χτυπούν, όμως εσύ σαν όλους.
30.
Tου πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου,
Έστρωσ’ ο νους, κι’ ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου.
31.
Tο γλυκό σπίτι της ζωής πούχε χαρά και δόξα.
32.
Παράπονο χαμός καιρού σ’ ό,τι κανείς κι’ α χάση.
33.
Xαρά στα μάτια μου να ιδώ τα πολυαγαπημένα,
Που μόδειξε σκληρ’ όνειρο στο σάβανο κλεισμένα.
34.
. . . . . . . . . . . . . . . . Kαι μετά βίας
Tί μόστειλες, χρυσοπηγή της Παντοδυναμίας;
35.
Έστρωσ’, εδέχθ’ η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους,
Kι’ εδέχθηκε στα βάθη τους τον ουρανό κι’ εκείνους.
36.
Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.
37.
Oπούν’ ερμιά και σκοτεινιά και του θανάτου σπίτι.
38.
Tο πολιορκούμενο Mεσολόγγι έχει τριγύρου χάντακα,
Πόφαγε κόκαλο πολύ του Tούρκου και τ’ Aράπη.
39.
Xθες πρωτοχάρηκε το φως και τον γλυκόν αέρα.
40.
Πάλι μου ξίπασε τ’ αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας,
Kι’ έπλασε τ’ άστρο της νυχτός και τ’ άστρο της ημέρας.
41.
Oλίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι’ έρμο.
42.
Kι’ όπου η βουλή τους συφορά, κι’ όπου το πόδι χάρος.
43.
Σε βυθό πέφτει από βυθό ως που δεν ήταν άλλος·
Eκείθ’ εβγήκε ανίκητος.
44.
Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το χάρο.
45.
O αριθμός του εχθρού,
Tόσ’ άστρα δεν εγνώρισεν ο τρίσβαθος αιθέρας.
46.
H Eλπίδα περνάει από φριχτήν ερημία με
Tα χρυσοπράσινα φτερά γιομάτα λουλουδάκια.
47.
Xάνονται τ’ άνθη τα πολλά, πούχ’ άσπρα με τα φύλλα.
48.
Για να μου ξεμυστηρευθή τα αινίγματα τα θεία.
49.
Σ’ ελέγχ’ η πέτρα που κρατείς και κλει φωνή κι’ αυτήνη.
50.
Mες στ’ άγιο Bήμα της ψυχής.
51.
H δύναμή σου πέλαγο κι’ η θέλησή μου βράχος.
52.
Στον κόσμο τούτον χύνεται και σ’ άλλους κόσμους φθάνει.
53.
Mε φουσκωμένα τα πανιά περήφανα κι’ ωραία.
54.
Πολλοί ’ν’ οι δρόμοι πόχει ο νους.
55.
H βοή του εχθρικού στρατόπεδου παρομοιάζεται με τον άνεμο,
Oπού περνάει το πέλαγο και κόβεται στο βράχο.
56.
Kαι το τριφύλλι εχόρτασε και το περιπλοκάδι,
Kι’ εχόρευε κι’ εβέλαζε στο φουντωτό λιβάδι.
57.
Ω γη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
O Oυρανός σε προσκαλεί κι’ η Kόλαση βρυχίζει.
58.
Kαι με το ρούχο ολόμαυρο σαν του λαγού το αίμα.
59.
Kαι τες ατάραχες πνοές τες πολυαγαπημένες.
60.
Oι Έλληνες, με την ελπίδα να φθάση ο φιλικός στόλος, κοιτάζουν τον μακρινό ξάστερον ορίζοντα κι’ εύχονται
Nα θόλωνε στα μάτια τους με κάτι που προβαίνει.
61.
Kι’ επότισέ μου την ψυχή που χόρτασεν αμέσως.
Kι’ επότισέ μου την ψυχή που χόρτασεν αμέσως.
………………………………………………………………….
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ !
Το Σχεδίασμα Γ΄ : Περιλαμβάνει
15 ποιητικά αποσπάσματα και συντέθηκε από το 1844 ως
το τέλος της ζωής του Φεβρουάριο 1857
Ελεύθεροι
Πολιορκημένοι Σχεδίασμα Γ'
(Από τις Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
του Κωνσταντίνου
Μάντη)
Διονύσιος
Σολωμός «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι » Σχεδίασμα Γ'
Ο
Διονύσιος Σολωμός έχοντας δουλέψει σχεδόν 11 χρόνια (1833-1844) το Β΄ σχεδίασμα
των Ελεύθερων Πολιορκημένων, ξεκινά μια νέα επεξεργασία του ποιήματος, σε
δεκαπεντασύλλαβο στίχο ξανά, χωρίς όμως τις ομοιοκαταληξίες.
1
Μητέρα,
μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
Κι
αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
Με
λογισμό και μ’ όνειρο, τι χάρ’ έχουν τα μάτια,
Τα
μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,
Που
ξάφνου σου τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια
(Κοίτα)
με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαϊώνε!
Το
θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
Ατάραχη
σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει,
Που
μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ‘ναι κρυμμένα·
Αλλά,
Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,
Κι
ευθύς εγώ τ’ Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα
‘χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
(Η
Θεά απαντάει εις τον ποιητή και τον προστάζει να ψάλει την πολιορκία του
Μεσολογγίου).
Στο Γ΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων ο
ποιητής έχει το μοναδικό προνόμιο της επικοινωνίας με την προσωποποιημένη
Μητέρα Πατρίδα. Ο πρώτος κιόλας στίχος αποτελεί αποστροφή προς τη μητέρα
πατρίδα στην οποία ο ποιητής εκφράζει την απορία του για τη δυνατότητα και την
τιμή που του δίνεται να αντικρίσει τη θεϊκή μορφή της.
Η πατρίδα προσφωνείται μητέρα, για να τονιστεί το
ισχυρό συναισθηματικό δέσιμο που αισθάνονταν όλοι οι Έλληνες με την ελληνική γη
είτε ζούσαν στα ελάχιστα απελευθερωμένα εδάφη της είτε στα ακόμη υποδουλωμένα.
Ο ποιητής χαρακτηρίζει την πατρίδα μεγαλόψυχη,
διαπνεόμενη δηλαδή από ανωτερότητα και γενναιοδωρία, τόσο στις στιγμές του
πόνου όσο και της δόξας. Η Ελλάδα και το ελληνικό έθνος διατηρούν την
αξιοπρέπεια και το μεγαλείο της ψυχής τους σε κάθε περίσταση, ακόμη και στις
πιο δύσκολες. Τρανό παράδειγμα, άλλωστε, αποτελεί η στάση των πολιορκημένων
Μεσολογγιτών, οι οποίοι παρόλο που βρίσκονται αντιμέτωποι μ’ έναν βέβαιο θάνατο
στα χέρια του εχθρού, δεν καταδέχονται να σκεφτούν το ενδεχόμενο της παράδοσης.
Με πρωτόγνωρο ψυχικό σθένος αποφασίζουν να πεθάνουν μαχόμενοι, θυσιάζοντας κάθε
πιθανότητα επιβίωσης στο ιδανικό της ελευθερίας. Έτσι, οι απλοί άνθρωποι του
Μεσολογγίου ξεπερνούν κάθε φόβο και γίνονται ήρωες και διαχρονικά σύμβολα του
ανθρώπινου πόθου για ελευθερία και αξιοπρέπεια.
Η εμφάνιση της θεϊκής μητέρας μπροστά στον ποιητή
του προκαλεί έκπληξη καθώς αναλογίζεται πως το προνόμιο αυτής της θέασης
παρέχεται στον ίδιο κι όχι στα υπόλοιπα παιδιά της πατρίδας που με αυτοθυσία
αγωνίζονται και πολεμούν. Ο ποιητής, αν και αισθάνεται αγάπη υπέρμετρης έντασης
για την πατρίδα, δε βρίσκεται σε κάποιο πεδίο μάχης, παραμένει ένας παρατηρητής
του αγώνα, που προσδοκά με όλη τη θέρμη της καρδιάς του μιαν αίσια έκβαση και
μια γοργή απελευθέρωση των Ελλήνων. Εκείνο, επομένως, που τον διακρίνει από
τους Έλληνες που πολεμούν και θυσιάζονται για την πατρίδα, είναι η ποιητική του
ιδιότητα, το γεγονός δηλαδή πως μπορεί με το έργο του να υμνήσει και να
διασώσει στη συλλογική μνήμη την ιερή θυσία των πολιορκημένων Μεσολογγιτών.
Στον ποιητή, λοιπόν, προσφέρεται η δυνατότητα να αντικρίσει
τη μητέρα πατρίδα προκειμένου να λάβει από εκείνη το πρόσταγμα να υμνήσει την
πολιορκία του Μεσολογγίου. Έτσι, ο ποιητής αποκτά μια ξεχωριστή τιμή,
αναγνωρίζοντας ωστόσο πως οι υπόλοιποι Έλληνες ζουν διαρκώς στο κρυφό μυστήριο,
στην ιδιαίτερη δηλαδή κατάσταση ψυχής όπου κάθε τους σκέψη και κάθε τους όνειρο
προσβλέπει στην απελευθέρωση της πατρίδας τους.
Είτε συνειδητά (λογισμός) είτε ασύνειδα (όνειρο) οι
Έλληνες διακατέχονται απ’ τον ασίγαστο πόθο της ελευθερίας που κατευθύνει κάθε
τους πράξη, διακρίνονται όμως από τον ποιητή, καθώς εκείνος έχει τη δυνατότητα
με το ποιητικό του έργο να εξυμνήσει τις ηρωικές τους προσπάθειες και να τους
προσφέρει τον έπαινο που τους αρμόζει.
Η εμφάνιση της «Θεάς» πατρίδας, όπως την προσφωνεί
ο ποιητής, δίνεται με τρόπο που καθιστά σαφή την υπερκόσμια υπόσταση της θεϊκής
μορφής. Εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά στον ποιητή, χωρίς εκείνος ν’ ακούσει το
περπάτημά της ή να τη δει να τον πλησιάζει, κι αμέσως το δάσος κυκλώνει τα
πόδια της με φύλλα, με κλαδιά, όπως αυτά που δίνονται στους εκκλησιαζόμενους
την Κυριακή των Βαΐων -μια εβδομάδα πριν την Ανάσταση-, πρόκειται για κλαδιά
δάφνης, μυρτιάς ή φοίνικα.
Ο ποιητής θέλοντας ν’ αποδώσει τη γαλήνη και την
ομορφιά της θεϊκής μορφής την παρομοιάζει με τον ουρανό, που σε κάθε δεδομένη
στιγμή αποκαλύπτει κάποια μέρη της εικόνας και του κάλλους του κι άλλα τα
κρύβει. Έτσι, σαν ουρανός, τη μορφή και το κάλλος του οποίου δεν μπορεί κανείς
ν’ αντικρίσει διαμιάς, στεκόταν μπροστά στον ποιητή η θεϊκή μορφή της πατρίδας,
με τη γαλήνη και την ηρεμία που ταιριάζει σ’ όποιον έχει εμπιστοσύνη στη δύναμη
και την αξία του.
Ενδιαφέρον έχει η επιλογή του ποιητή να παρουσιάσει
το δάσος να τριγυρίζει τα πόδια της Θεάς με φύλλα των Βαΐων και της Λαμπρής,
καθώς η ηρωική έξοδος των πολιορκημένων έγινε το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων
(10 Απριλίου 1826) και η είδηση της πτώσης του Μεσολογγίου άρχισε να γίνεται
γνωστή στους υπόλοιπους Έλληνες κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας. Είναι
σα να τοποθετεί έμμεσα ο ποιητής τη συνομιλία του με τη μητέρα πατρίδα τη μέρα
της ηρωικής εξόδου, λαμβάνοντας έτσι το πρόσταγμα να ψάλει την πολιορκία του
Μεσολογγίου όταν πια έχει ολοκληρωθεί η θυσία των Μεσολογγιτών.
Ο ποιητής εντυπωσιασμένος απ’ την εμφάνιση της
θεϊκής πατρίδας αισθάνεται την ανάγκη ν’ ακούσει τη φωνή της, ώστε να τη
μοιραστεί μ’ όλον τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Ο ίδιος αντιλαμβάνεται βέβαια
πόσο σημαντικό είναι το προνόμιο που του προσφέρεται με τη θέαση της μητέρας
πατρίδας, γι’ αυτό και θέλει να μοιραστεί με τους υπόλοιπους Έλληνες την εύνοια
αυτή μεταφέροντάς τους τα λόγια της θεϊκής μορφής. Η αγάπη του, άλλωστε, για
την πατρίδα γίνεται εμφανής μέσα από έναν στίχο που τον συναντάμε και στο Β΄
Σχεδίασμα, αλλά και στον Κρητικό: «Δόξα
‘χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.»
Ο ποιητής αγαπά και δοξάζει κάθε σημείο της
πατρίδας του, ακόμη κι εκείνα που δεν έχουν την ομορφιά, που εύλογα θα
συγκινούσε κάθε άνθρωπο. Κι είναι τελικά η μεγάλη αυτή αγάπη του ποιητή για την
Ελλάδα που θα του διασφαλίσει το κάλεσμα της μητέρας πατρίδας να ψάλει την
πολιορκία του Μεσολογγίου. Έτσι, σε αντίθεση με την αρχαία παράδοση που ήθελε
τους ποιητές να ζητούν τη συνδρομή των μουσών για να ξεκινήσουν το τραγούδι
τους -Όμηρος, Ησίοδος-, ο Σολωμός βρισκόμενος σε μια κατάσταση διαρκούς
ενδιαφέροντος κι ανησυχίας για την πολύπαθη πατρίδα του, λαμβάνει το πρόσταγμα
απ’ την ίδια την Πατρίδα ως αναγνώριση για την προσήλωσή του στον ιερό αγώνα
της απελευθέρωσης,
2
Έργα
και λόγια,1 στοχασμοί, -στέκομαι και κοιτάζω-
Λουλούδια
μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το
χορτάρι,
Κι
άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι.
Εκείθε
με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο. –
Μες
στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Και
σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σα πληθύνουν,
Ξάφνου
σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
«Αραπιάς
άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο
μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι·
Κι
αλιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν·
Αθάνατη
‘σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις;»
Στην
πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τούτα ‘π’ ο ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν
γύρου τα νησιά, παρακαλούν και
κλαίνε,
Και
με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους
Ο
σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι.
Το
μίσος όμως έβγαλε και κείνο τη φωνή του:
«Ψαρού, τ’ αγκίστρι π’ άφησες, αλλού να ρίξεις
άμε.»
Μες
στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Κι
όταν θολώσουν τα νερά, κι όταν πληθύνουν τ’ άστρα,
Ξάφνου
σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
Γέρος
μακριά, π’ απίθωσε στ’ αγκίστρι τη ζωή του,
Το
πέταξε, τ’ αστόχησε, και περιτριγυρνώντας:
«Αραπιάς
άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο
μέγ’, αλίμονον! βαρεί το καλυβάκι·
Σε
λίγην ώρα ξέσκεπα τα λίγα στήθη μένουν
Αθάνατή
‘σαι, που, βροντή, ποτέ δεν ησυχάζεις;
Πανερημιά
της γνώρας μου, θέλω μ’ εμέ να κλάψεις.»
Στο
δεύτερο απόσπασμα του ποιήματος ο Σολωμός επιχειρεί ουσιαστικά να αποδώσει την
ένταση της πολεμικής δραστηριότητας που συγκλόνιζε το πολιορκούμενο Μεσολόγγι,
θέλοντας έτσι να αιτιολογήσει την ανάγκη να υμνηθεί η τραγική αυτή εμπειρία των
Μεσολογγιτών.
Στους
τρεις πρώτους στίχους μάλιστα ο ποιητής εκφράζει με μια ιδιαίτερη παρομοίωση το
μεγαλείο των πολιορκημένων, οι οποίοι παρά το γεγονός ότι είναι αντιμέτωποι με
τόσες δυσκολίες, όχι μόνο δεν υποκύπτουν στο φόβο τους, αλλά σχεδιάζουν μια
ηρωική έξοδο, που σχεδόν βέβαια θα τους φέρει σε θανάσιμο κίνδυνο, θα τους
γλιτώσει όμως απ’ τον ατιμωτικό αφανισμό λόγω της πείνας και της εξαθλίωσης.
Ο
ποιητής λοιπόν παρατηρεί τις πράξεις και τα σχέδια, του συλλογισμούς, των
πολιορκημένων, που του φαίνονται σα χιλιάδες πανέμορφα λουλούδια, όλων των
χρωμάτων. Λουλούδια που προσκαλούν με το κάλλος τους τις μέλισσες να λάβουν απ’
αυτά τη γύρη τους, πράξεις δηλαδή που στέκονται ως πηγή ζωής και
αναδημιουργίας, ως άριστα παραδείγματα για τον αγώνα των υπόλοιπων Ελλήνων.
Οι
πολιορκούμενοι γνωρίζουν πως αν παραμείνουν εγκλωβισμένοι στο Μεσολόγγι δεν
έχουν καμία ελπίδα επιβίωσης, γι’ αυτό και θα τολμήσουν μια συλλογική έξοδο που
ίσως διασφαλίσει τη σωτηρία σε όσους, ελάχιστους, κατορθώσουν να περάσουν στ’
απέναντι νησιά και στις γύρω περιοχές.
Το
Μεσολόγγι δέχεται σφοδρή επίθεση που δε σταματά ποτέ, από το ξημέρωμα έως το
μεσημέρι κι από το απόγευμα ως αργά τη νύχτα, τ’ ακρογιάλια και τα βουνά
σείονται από τους βομβαρδισμούς και τους πυροβολισμούς. Μια συντονισμένη
επίθεση από Τούρκους, Γάλλους, Αιγύπτιους και Άγγλους συγκλονίζει το
πολιορκημένο Μεσολόγγι. Όπως χαρακτηριστικά διακρίνει ο ποιητής τη συμμετοχή
κάθε εθνότητας στην πολιορκία, χρησιμοποιούνται άλογα των Αιγυπτίων, σφαίρες
των Τούρκων, κανόνια των Άγγλων και ο νους, η οργάνωση όλης της επίθεσης
γίνεται από τους Γάλλους που είχαν αναλάβει την εκπαίδευση του τουρκικού
στρατού.
Η
ένταση αυτής της επίθεσης θα δοθεί δύο φορές στο πλαίσιο του αποσπάσματος μέσα
από τη μαρτυρία ενός ξένου ναύτη κι ενός Έλληνα ψαρά. Η διπλή μαρτυρία
λειτουργεί ενισχυτικά για την αντικειμενικότητα και την αλήθεια της περιγραφής,
ενώ συνάμα παρουσιάζει με μεγαλύτερη ενάργεια τον αντίκτυπο της άγριας επίθεσης
που δεχόταν το Μεσολόγγι.
Μέσα
από τα λόγια του ξένου ναύτη βλέπουμε πως το Μεσολόγγι έμοιαζε μ’ ένα
«καλυβάκι» σε σχέση με το «πέλαγος», την πληθώρα των εχθρικών δυνάμεων που το
πολιορκούσαν. Ένας αγώνας άνισος που πολύ γρήγορα φέρνει τους πολιορκημένους
Έλληνες σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Οι ελάχιστοι πολεμιστές μένουν άοπλοι
(ξέσκεποι) απέναντι στους πάνοπλους εχθρούς τους, τη στιγμή που η επίθεση
συνεχιζόταν με ασίγαστη ένταση, κάνοντας τον ξένο ναύτη ν’ αναρωτηθεί αν η
βροντή του πολέμου είναι αθάνατη γι’ αυτό και ποτέ δεν κοπάζει.
Από
τη βιαιότητα της επίθεσης ταράζονται κι οι κάτοικοι των γύρων νησιών (των
Επτανήσων), οι οποίοι θρηνούν για την τύχη των πολιορκημένων, παρακαλούν για
χάρη τους και συνάμα δειλιάζουν μπροστά στο πλήθος των εχθρών και στο μένος με
το οποίο προσπαθούν να κάμψουν την αντίσταση των Μεσολογγιτών. Οι κάτοικοι
μάλιστα των Επτανήσων καταφεύγουν στους μεγάλους ναούς, αλλά και στα μικρά
ξωκλήσια τους για να προσευχηθούν για την τύχη των Μεσολογγιτών.
Ενώ,
δεν παύουν να υπάρχουν κι οι αντίθετες φωνές, το «μίσος» εκείνων που δε βλέπουν
θετικά την προσπάθεια των Μεσολογγιτών. Το θέμα αυτό το παρουσιάζει εκτενέστερα
ο Σολωμός στη Γυναίκα της Ζάκυθος, όπου η ηρωίδα εκφράζει με κάθε τρόπο την
απέχθειά της για τις Μεσολογγίτισσες που τολμούν να ζητήσουν βοήθεια για τους
πεινασμένους συμπατριώτες τους. Η φράση που χρησιμοποιεί ο ποιητής «Ψαρού, τ’
αγκίστρι π’ άφησες, αλλού να ρίξεις άμε», είναι χαρακτηριστική για την
απροθυμία που έδειχναν πολλοί Έλληνες στα Επτάνησα να βοηθήσουν με οποιονδήποτε
τρόπο τους Μεσολογγίτες. Στα υπό αγγλική κατοχή Επτάνησα υπήρχαν αρκετοί
Έλληνες που θεωρούσαν την ελληνική επανάσταση ως πηγή μάταιης αναστάτωσης που
ενδεχομένως θα μπορούσε να επηρεάσει και τη δική τους κατάσταση.
Τα
ίδια λόγια που ειπώθηκαν από τον ξένο ναύτη ακούγονται εκ νέου, αυτή τη φορά
απ’ το στόμα ενός Έλληνα ψαρά, που με πόνο βλέπει το Μεσολόγγι να δονείται απ’
τους συνεχείς βομβαρδισμούς. Ο ψαράς αισθανόμενος πλήρη αδυναμία να κατανοήσει
όλη αυτή την αγριότητα των εχθρών, καλεί την «πανερημιά», την απουσία, της
γνώσης του να κλάψει μαζί του. Η έκκληση αυτή του γέρου ψαρά φανερώνει την
απόγνωση που αισθάνεται κάθε άνθρωπος απέναντι στη βιαιότητα του πολέμου, όπου
μη μπορώντας να κάνει κάτι για να σταματήσει ή να αποτρέψει αυτόν τον
παραλογισμό και μη μπορώντας να καταλάβει σε τι ωφελεί αυτός ο όλεθρος, ξεσπά
σε θρήνο.
3
Δεν
τους βαραίν’ ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους
..............κι
εμπόδισμα δεν είναι
Στες
κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν.
Στο
τρίτο απόσπασμα ο ποιητής τονίζει το βαθμό στον οποίοι οι πολιορκημένοι
Μεσολογγίτες έχουν πια συνηθίσει την εμπόλεμη αυτή κατάσταση. Αντί να τους
βαραίνει ο πόλεμος, αντί να τους εμποδίζει και να τους δυσανασχετεί έχει γίνει
πια κομμάτι της ζωής τους, έχει γίνει ως ένα βαθμό ό,τι τους παρακινεί σε
δράση. Έτσι, ενώ κάποιος θα περίμενε ότι μέσα στην πόλη του Μεσολογγίου οι
κάτοικοι θα βρίσκονταν σε μια διαρκή επιβεβλημένοι αδράνεια, η ζωή μοιάζει ν’
ακολουθεί τους κανονικούς της ρυθμούς, με τις κοπέλες να τραγουδούν και τα
παιδιά να παίζουν.
4
Από
το μαύρο σύγνεφο κι από τη μαύρη πίσσα,
.............................................................
Αλλ’ ήλιος, αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
Αλλ’ ήλιος, αλλ’ αόρατος αιθέρας κοσμοφόρος
Ο στύλος φανερώνεται, με κάτου μαζωμένα
Τα
παλικάρια τα καλά, μ’ απάνου τη σημαία,
Που
μουρμουρίζει και μιλεί και το Σταυρόν απλώνει
Παντόγυρα
στον όμορφον αέρα της αντρείας,
Κι
ο ουρανός καμάρωνε, κι η γη χεροκροτούσε·
Κάθε
φωνή κινούμενη κατά το φως μιλούσε,
Κι
εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης:
«Όμορφη,
πλούσια, κι άπαρτη, και σεβαστή, κι αγία!»
Σ’
ένα από τα ωραιότερα αποσπάσματα του Γ΄ Σχεδιάσματος ο Σολωμός παρουσιάζει τους
νέους Μεσολογγίτες να στέκουν μαζί κάτω από τον στύλο στον οποίο κυματίζει η
ελληνική σημαία.
Μέσα
στη σκοτεινιά, μέσα απ’ το μαύρο σύννεφο που καλύπτει τον ουρανό εμφανίζεται
σαν ήλιος, σαν αιθέρας που φέρει όλο τον κόσμο, ο στύλος που έχει πάνω του την
ελληνική σημαία.
Ο
τρόπος με τον οποίο ο ποιητής παρουσιάζει το στύλο με την ελληνική σημαία τονίζει
τη μεγάλη αξία που αποδίδει στο σύμβολο του ελληνικού έθνους. Έτσι, ο στύλος με
τη σημαία λειτουργεί όχι μόνο ως πηγή φωτός μέσα στο σκοτάδι των δυσκολιών που
ταλανίζει τους πολιορκημένους Μεσολογγίτες, αλλά μοιάζει συνάμα μ’ έναν αόρατο
άνεμο που κρατά επάνω του ολόκληρο τον κόσμο.
Η
ελληνική σημαία δεν είναι ένα απλό σύμβολο, είναι η πεμπτουσία όλων εκείνων που
έχουν απόλυτη αξία για τους Έλληνες, είναι το σύμβολο της πατρίδας και της
θρησκείας, το σύμβολο της ελευθερίας, το σύμβολο για τον ιερό εθνικοαπελευθερωτικό
αγώνα. Γι’ αυτό κι ο ποιητής παρουσιάζει τη σημαία να μιλά σ’ όσους είναι
γύρω της και ν’ απλώνει το Σταυρό, μέσα στον αέρα της ανδρείας και της
γενναιότητας που διαπνέει το Μεσολόγγι. Ακόμη κι ο ουρανός καμάρωνε
αντικρίζοντας το ιερό αυτό σύμβολο, ακόμη κι η γη χειροκροτούσε, συμπληρώνοντας
έτσι τη συγκίνηση και την υπερηφάνεια των νέων Μεσολογγιτών που δέχονταν το
μήνυμα της ελληνικής σημαίας.
Οι
διαδοχικές προσωποποιήσεις: της σημαίας, του ουρανού και της γης, δίνουν τη
μέγιστη δυνατή παραστατικότητα στην ιδιαίτερα συγκινητική αυτή σκηνή όπου οι
νέοι του Μεσολογγίου αποτίνουν φόρο τιμής στην ελληνική σημαία και αποκαλύπτουν
ουσιαστικά τη μεγάλη αγάπη που έχουν για την πατρίδα τους. Ο λόγος για τον
οποίο αντέχουν τις πολλαπλές δοκιμασίες της πολιορκίας, δεν είναι άλλος από τον
πόθο που έχουν για την απελευθέρωση της Ελλάδας κι από τη βαθιά πίστη πως η
πατρίδα τους αξίζει κάθε δυνατή θυσία.
Τα
λόγια, άλλωστε, με τα οποία προσφωνούν το ιερό σύμβολο του ελληνικού έθνους
είναι ενδεικτικά: η σημαία είναι όμορφη -το ωραιότερο σύμβολο στα μάτια κάθε
Έλληνα που με συγκίνηση αντικρίζει τη γαλανόλευκη σημαία με το σταυρό της
χριστιανοσύνης-, πλούσια -εμπεριέχονται σ’ αυτή μια σειρά από έννοιες που
μπορούν να γεμίσουν με αγάπη κι ευδαιμονία την ψυχή κάθε Έλληνα-, άπαρτη -οι
Έλληνες κάθε στιγμή είναι έτοιμοι να δώσουν ακόμη και τη ζωή τους για να
προστατεύσουν τη σημαία της πατρίδας τους-, σεβαστή, κι αγία -η ελληνική σημαία
αποτελεί εύλογα ένα από τα ιερότερα σύμβολα του ελληνικού έθνους και κάθε
Έλληνας την αντικρίζει με το μέγιστο δυνατό σεβασμό.
΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄
5
................................................
5
................................................
6
Ο
Πειρασμός
Έστησ’
ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι
η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και
μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά
καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται
μες στην άβυσσο τη μόσχοβολισμένη,
Και
παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι
ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Τρέχουν
εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’
αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Αλλά
στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητο ‘ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’
όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,
Mε
μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που
‘χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες·
Νύχτα
γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς
ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ουδ’
όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου
σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο
ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι
όμορφη βγαίνει κορασιά2 ντυμένη με το φως του.
Στην
ενότητα αυτή, που αντίστοιχή της, με αρκετές ομοιότητες, υπάρχει και στο Β΄
Σχεδίασμα, ο ποιητής παρουσιάζει ό,τι εύλογα αποδίδει κι ο τίτλος του
αποσπάσματος, τον πειρασμό δηλαδή που συνιστά η φύση μ’ όλες τις ομορφιές της
για τους πολιορκημένους, οι οποίοι έχουν πάρει την απόφαση να θυσιάσουν τη ζωή
τους.
Οι
Μεσολογγίτες αποφάσισαν να τελέσουν την ηρωική τους έξοδο και ουσιαστικά την
ύστατη αυτοθυσία στις 10 Απρίλη, κάτι που σήμαινε πως τη στιγμή που η άνοιξη
χάριζε στη φύση όλες τις ομορφιές της, οι πολιορκημένοι Έλληνες θα έπρεπε να
βρουν τη δύναμη να απαρνηθούν τη ζωή τους. Ο πειρασμός, επομένως, που προέκυπτε
γι’ αυτούς απ’ την αναγεννημένη φύση, ήταν μια εξαιρετικά μεγάλη δοκιμασία που
όφειλαν να υπερνικήσουν προκειμένου να φτάσουν στην επίτευξη του στόχου τους.
Έτσι, πέρα από την πείνα, την εξαθλίωση και το φόβο του θανάτου, οι
Μεσολογγίτες είχαν τώρα να παλέψουν και με το ανυπέρβλητο κάλλος της φύσης που
ήταν το δίχως άλλο ένα ισχυρό κάλεσμα της ίδιας της ζωής.
Η
άνοιξη έχει κοσμήσει τη φυσικό περιβάλλον με κάθε δυνατή ομορφιά, δημιουργώντας
μια εικόνα άφατης μαγείας, ένα κάλεσμα για την απόλαυση της ζωής και μια σαφή
υπενθύμιση για την υπέρτατη αξία που έχει το δώρο της ζωής που οι Έλληνες του
Μεσολογγίου είναι τώρα έτοιμοι να το θυσιάσουν.
Ο
Απρίλης, ο μήνας της άνοιξης που φέρνει μαζί του την ανθοφορία, την ηλιοφάνεια
και το στόλισμα της φύσης, στήνει χορό με τον έρωτα, με τη φυσική αυτή δύναμη
που ενορχηστρώνει την αναγέννηση της φύσης. Παντού κυριαρχεί η ομορφιά κι η
ευδαιμονία του ανοιξιάτικου τοπίου, όπου καθετί αποπνέει θελκτικά αρώματα κι
αποτελεί μια κατάφαση της ζωής.
Μέσα
από τη σκιά που δημιουργούν τα φυτά που έχουν πια φουντώσει κρύβονται δροσιές
κι αρώματα, ακούγεται ένα πρωτάκουστο κελάιδισμα, ένα λιποθυμισμένο κελάιδισμα,
ενός νέου πουλιού που μ’ όλη τη γλύκα της πρωτόφαντης ζωής απευθύνει το ερωτικό
του κάλεσμα.
Νερά
καθαρά, γλυκά και χαριτωμένα περνούν μέσα από τα σκιώδη μέρη και παίρνουν μαζί
τους μέρος απ’ τα αρώματα των λουλουδιών, αφήνοντάς τους ως αντάλλαγμα μέρος
απ’ τη δροσιά τους. Κι έτσι όπως ξεχύνονται στο φως, δείχνοντας την καθαρότητα,
αλλά και τον πλούτο της πηγής τους, κελαρύζουν όπως θα έκαναν χαρούμενα αηδόνια
που πετούν εδώ κι εκεί.
Η
κίνηση των τρεχούμενων νερών που αλληλεπιδρούν με το τοπίο γύρω τους, βρίσκεται
σε πλήρη συσχέτιση με το γενικότερο ανάβρυσμα της ζωής στη γη, στον ουρανό αλλά
και στο κύμα.
Στον
αντίποδα των τρεχούμενων νερών βρίσκεται το νερό της λίμνης που είναι ακίνητο
και άσπρο, διαυγές, σε όλη την έκταση κι όλο το βάθος της λίμνης, το οποίο
δίνει την ευκαιρία σε μια πεταλούδα να παίξει με τον ίσκιο της πετώντας πάνω
απ’ τα ατάραχα νερά. Η πεταλούδα που είχε κοιμηθεί μέσα σ’ έναν άγριο κρίνο,
γεμίζοντας μ’ ευωδιές τον ύπνο της και τώρα χαίρεται το ανέμελο παιχνίδι με τα
ήσυχα νερά της λίμνης.
Ο
ποιητής έξαφνα με μια αποστροφή προς τον αλαφροΐσκιωτο, τον ρωτά τι είδε απόψε,
τι είδε εκείνος που δεν μπόρεσαν να δουν οι άλλοι άνθρωποι, προετοιμάζοντας
έτσι τη μαγική εμφάνιση της θεϊκής μορφής μες απ’ το φως του φεγγαριού.
Η
απάντηση του αλαφροΐσκιωτου -που δε διακρίνεται εμφανώς απ’ τα λόγια του
ποιητή- έρχεται να διευρύνει την εξαίσια εικόνα ομορφιάς που έχει ήδη
παρουσιάσει ο ποιητής, τονίζοντας πως η νύχτα που πέρασε ήταν γεμάτη θαύματα
και μάγια, μια νύχτα δηλαδή που συνοδεύτηκε από κάτι που ξεπερνά τ’ ανθρώπινα
μέτρα.
Έτσι,
την ώρα που δεν έπνεε ούτε το ελάχιστο αεράκι, ούτε τόσο όσο δημιουργούν τα
μικρά φτερά μιας μέλισσας, όταν πετά πλάι σ’ ένα λουλουδάκι, το καθρέφτισμα του
φεγγαριού, γύρω από κάτι που παρέμενε ατάραχο μες στη λίμνη, ανακατώθηκε αίφνης
και ξεπρόβαλε από εκεί μια όμορφη κοπέλα, ντυμένη με το φως του φεγγαριού.
Η
θαυμαστή εμφάνιση της «φεγγαροντυμένης», μιας θεϊκής μορφής που αποτελεί για
τον ποιητή μια ακόμη έκφανση του κάλλους της φύσης, παρ’ όλο που δε θα
παρουσιαστεί εκτενέστερα στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, θα αξιοποιηθεί από
τον ποιητή σε μια άλλη ποιητική του σύνθεση, στον Κρητικό.
7
Έρμα
‘ν’ τα μάτια, που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα.
Το
κάλεσμα του αέρα, το κάλεσμα του χρυσού αέρα της ζωής μένει χωρίς ανταπόκριση
καθώς πολλοί από τους Μεσολογγίτες έχουν πια χάσει τη ζωή τους απ’ την πείνα
και τη γενικότερη εξαθλίωση. Τα μάτια τους έτσι ένα έρμα, δεν έχουν πια ίχνος
ζωής, για να νιώσουν την ομορφιά της ζωής, για να νιώσουν τη χαρά και την
υπόσχεση ευδαιμονίας που μεταφέρει ο «χρυσός» αέρας.
9
Τα
σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν,
Κι
όσ’ άνθια θρέφει και καρπούς τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Αν
και δεν είναι σαφές ποιος διατυπώνει τα λόγια αυτά, είναι βέβαιο πως
απευθύνονται σε κάποιον από τους πολιορκημένους Μεσολογγίτες.
Το
πρόσωπο που μιλά εκφράζει τη διαρκή συναισθηματική ένταση στην οποία βρίσκεται
παρομοιάζοντας τα σπλάχνα του με την αεικίνητη θάλασσα. Ενώ συνάμα επισημαίνει
στο συνομιλητή του το πλήθος των εχθρικών αρμάτων που έχουν περικυκλώσει το
Μεσολόγγι, τα οποία είναι ισάριθμα με τ’ άνθη και τους καρπούς που έχει η γύρω
τους περιοχή.
Όπως
είναι εύλογο όσοι βίωναν τη στενή αυτή πολιορκία και βρίσκονταν αντιμέτωποι μ’ ένα
τέτοιο πλήθος εχθρών, ζούσαν σε μια διαρκή κατάσταση φόβου και εσωτερικής
έντασης, μιας κι έπρεπε να συμβιβαστούν με την ιδέα του ίδιου τους του θανάτου.
10
Φεύγω
τ’ αλόγου την ορμή και του σπαθιού τον τρόμο.
Τ'
ονείρου μάταια πιθυμιά, κι όνειρο αυτή ‘ν’ η ίδια!
Εγύρισε
η παράξενη του κόσμου ταξιδεύτρα,
Μου
‘πε με θείο χαμόγελο βρεμένο μ’ ένα δάκρυ:
Κόψ’
το νερό στη μάνα του, μπάσ’ το στο περιβόλι,
Στο
περιβόλι της ψυχής το μοσχαναθρεμμένο.
Το
πρώτο πρόσωπο που χρησιμοποιείται στο απόσπασμα αυτό δημιουργεί την αίσθηση πως
ακούμε τα λόγια του ποιητή, σα να είναι κι αυτός ένας από τους πολιορκημένους
που ζει τις ίδιες ακριβώς καταστάσεις.
Το
πρόσωπο που μιλά (είτε είναι ο ποιητής είτε κάποιος από τους Μεσολογγίτες) μας
περιγράφει τις δυσκολίες που βιώνει καθώς αναγκάζεται να αποφεύγει τον ορμητικό
καλπασμό του εχθρικού αλόγου και τον τρόμο που προκαλεί το εχθρικό σπαθί, ενώ
παράλληλα εξαιτίας των συνθηκών στις οποίες ζει μάταια επιθυμεί ακόμη και τον
ύπνο, ακόμη και την παρηγοριά ενός ονείρου. Είναι μάλιστα τόσο δύσκολο ν’
αποκοιμηθεί, ώστε η επιθυμία του να ονειρευτεί μοιάζει κι η ίδια με όνειρο.
Σ’
αυτές τις συνθήκες της ψυχικής και σωματικής κόπωσης βλέπει μπροστά του τη
θεϊκή γυναικεία μορφή, πιθανότατα του 1ου αποσπάσματος, που με συγκίνηση του ζητά
να αξιοποιήσει τις δύσκολες αυτές εμπειρίες του ως μέσο παραδειγματισμού και
εκπαίδευσης για τις ψυχές των νέων ανθρώπων.
Με
μια φράση παρμένη από την έκφραση του λαού, η θεϊκή μορφή του ζητά να «κόψει το
νερό στη μάνα του», να φτάσει στην πηγή όλων όσων βιώνει κι αντί να τ’ αφήσει
να χάνονται ανώφελα να τα διοχετεύσει στο περιβόλι της ψυχής, το
μοσχαναθρεμμένο (καλομαθημένο). Η έκκληση αυτή ενισχύει την άποψη πως αποδέκτης
των λόγων αυτών είναι ο ποιητής, καθώς μέσα από το έργο του έχει πράγματι τη δυνατότητα
να μεταδώσει ένα σημαντικό μάθημα στους νεότερους και εν γένει σ’ όσους δεν
έχουν βιώσει αντίστοιχες δυσκολίες στη ζωή τους.
Έτσι
το παράδειγμα της θυσίας των Μεσολογγιτών θα μπορέσει να λειτουργήσει ως ένα
διαχρονικό μήνυμα ηρωισμού για όλους τους Έλληνες, οι οποίοι θα δεχτούν στην
ψυχή τους τη δύναμη και το μεγαλείο εκείνων που θυσιάστηκαν με τον πιο βίαιο
τρόπο στο όνομα της ελευθερίας.
11
Μία
των γυναικών προσφεύγει εις το στοχασμό του θανάτου ως μόνη σωτηρία της με τη
χαρά την οποίαν αισθάνεται το πουλάκι,
Οπού
‘δε σκιάς παράδεισο και τηνέ χαιρετάει
Με
του φτερού το σάλαγο και με κανέναν ήχο,
εις
τη στιγμήν οπού είναι κοπιασμένο από μακρινό ταξίδι, εις τη φλόγα καλοκαιρινού
ήλιου.
Οι
δυσκολίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι πολιορκημένοι είναι το δίχως άλλο
υπεράνθρωπες, υπό την έννοια πως ζουν σε μια πόλη χωρίς καθόλου τρόφιμα,
εξαθλιωμένοι και χωρίς καμία ελπίδα να γλιτώσουν απ’ αυτό το μαρτύριο. Έτσι,
για μια από τις Μεσολογγίτισσες η σκέψη του θανάτου μοιάζει πια περισσότερο ως
σωτηρία, ως η μόνη διαφυγή από την απάνθρωπη κατάσταση στην οποία έχει
περιέλθει.
Τη
σκέψη του θανάτου μας την παρουσιάζει με μια εξαίσια παρομοίωση ο ποιητής,
παραλληλίζοντας τη χαρά που πηγάζει για τη Μεσολογγίτισσα απ’ την προσδοκία του
θανάτου με τη χαρά που αισθάνεται ένα πουλάκι, το οποίο πετάει κατάκοπο για
πολλή ώρα κάτω απ’ τον καλοκαιρινό ήλιο, τη στιγμή που βλέπει μια σκιά. Η σκιά
φαντάζει για το κουρασμένο πουλί σαν παράδεισος κι αυτό εκφράζει τον
ενθουσιασμό του χαιρετώντας τη με τη φτερούγα του
12
Και
βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
Γύρου
στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη
θρέψαν
Μ’
αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
Ακίνητες,
αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
Και
‘γγίζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα·
Γλήγορα,
στάχτη, να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.
Βασική
επιθυμία του Σολωμού ήταν να τιμήσει της γυναίκες του Μεσολογγίου, οι οποίες
επέδειξαν εξαιρετικό θάρρος και απίστευτη ψυχική δύναμη κατά τη διάρκεια της
πολιορκίας. Άντεξαν την πείνα, υπέμειναν τις κακουχίες και τις απώλειες, όπως
και οι άντρες, χωρίς ποτέ να λυγίσουν, όπως θα περίμενε κανείς πως θα
αντιδρούσαν οι γυναίκες μπροστά σε τόσο δύσκολες καταστάσεις.
Έτσι,
μέσα από τα μάτια ενός Μεσολογγίτη βλέπουμε τα παιδιά και τις αντρογυναίκες
-τις γυναίκες που επιδεικνύουν αρετές και χαρακτηριστικά που αρμόζουν κυρίως
στους άντρες- να στέκουν γύρω από μια φωτιά στην οποία έκαψαν όλα τους τα
αγαπημένα αντικείμενα, αλλά και τα σεμνά, τα τίμια κρεβάτια τους, προκειμένου
να τα γλιτώσουν απ’ τη λεηλασία που θ’ ακολουθούσε την είσοδο των εχθρών στο
Μεσολόγγι. Οι γυναίκες κοιτάζουν τη φωτιά να καίει ό,τι κάποτε αποτελούσε
σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητάς τους, να καίει ό,τι τους έδενε με τη ζωή,
χωρίς κλάματα, χωρίς καν έναν αναστεναγμό. Ατάραχες και αδιαφορώντας για τις
σπίθες της φωτιάς που πέφτουν στα ρούχα και τα μαλλιά τους, το μόνο που
περιμένουν είναι να τελειώσει η φωτιά το έργο της ώστε να γεμίσουν τις χούφτες
τους με τη στάχτη από τα υπάρχοντά τους.
Ο
συμβολισμός αυτής της φωτιάς είναι εξαιρετικής σημασίας καθώς έχοντας κάψει πια
τα αγαπημένα τους αντικείμενα επισφραγίζουν την απόφασή τους να προχωρήσουν
στην ηρωική έξοδο, που το πιθανότερο είναι πως θα τους στοιχίσει τη ζωή. Το
γεγονός, μάλιστα, ότι πλάι τους έχουν τα παιδιά τους, δείχνει πως οι γυναίκες
αυτές, οι μανάδες του Μεσολογγίου, είχαν αποφασίσει όχι μόνο να θυσιάσουν τη
δική τους ζωή, αλλά και τη ζωή των παιδιών τους.
13
Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
Δρόμο
να σχίσουν τα σπαθιά, κι ελεύθεροι να μείνου
Εκείθε
με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.
Το
13ο απόσπασμα μας φέρνει ελάχιστες στιγμές πριν την πραγματοποίηση της ηρωικής
εξόδου των Ελλήνων απ’ το Μεσολόγγι, όπου οι πολιορκημένοι είναι έτοιμοι να
ξεχυθούν στο αναρίθμητο πλήθος των εχθρικών όπλων δίνοντας την ύστατη μάχη.
Είναι
βέβαια σημαντικό να τονιστεί πως εκείνο που διεκδικούν δεν είναι το δικαίωμα να
ζήσουν, αλλά το δικαίωμα να είναι ελεύθεροι, κι αυτό θα το κερδίσουν είτε
κατορθώσουν να φτάσουν στ’ απέναντι νησιά με τους υπόλοιπους Έλληνες είτε
πέσουν μαχόμενοι. Κι εδώ ακριβώς είναι το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής, το
μεγαλείο της ελληνικής ψυχής, που θέτει την ελευθερία υψηλότερα κι από την ίδια
τη ζωή. Οι Μεσολογγίτες προτιμούν να πεθάνουν παρά να συνεχίσουν να βρίσκονται
υπό τον έλεγχο των εχθρών τους. Οι Μεσολογγίτες επιθυμούν να είναι ελεύθεροι
και τίποτε δεν μπορεί και δεν πρόκειται να τους σταματήσει απ’ το να κερδίσουν
ξανά την ελευθερία τους. Ούτε το πλήθος των εχθρών τους τρομάζει, ούτε ο φόβος
του θανάτους τους αποτρέπει, ούτε η ομορφιά της ζωής τους δελεάζει.
…….
1.
Για την ερμηνεία των στίχων 1-3 κοίταξε το εισαγωγικό σημείωμα. Ολόκληρο το απ.
2 να συσχετιστεί με το απόσπασμα 5 του Β' Σχεδιάσματος.
μητέρα: κοίταξε Σχεδ. Β', απ. 12.
τα
μάτια τούτα: τα μάτια του ποιητή.
πούλουδο: λουλούδι.
τόπι: κανόνι και η μπάλα του κανονιού
τα
νησιά: τα Επτάνησα.
το
μίσος: οι στίχοι 16-17 αναφέρονται σε ανθρώπους
που δεν είχαν συνειδητοποιήσει τη σημασία του αγώνα. … Ψαρού: η γυναίκα
του ψαρά. Εδώ (ειρωνικά) η πόλη του Μεσολογγίου, επειδή οι περισσότεροι από
τους κατοίκους της ασχολούνται με το ψάρεμα.
στύλος: το κοντάρι της σημαίας.
στύλος: το κοντάρι της σημαίας.
ανάκουοτος: πρωτάκουστος.
αλαφροΐσκιωτος: κατά τη λαϊκή πίστη, εκείνος που έχει την ιδιότητα
και την ικανότητα να βλέπει τον αόρατο κόσμο των ξωτικών, «ν' ακούει και να
βλέπει όλα μυστικά
της φύσης».
2.
Για την ερμηνεία του οράματος και το συμβολισμό της «φεγγαροντυμένης»
διατυπώθηκαν πολλές απόψεις: παρασταίνει την ομορφιά της ζωής και της φύσης,
είναι μορφή αντίστοιχη με τις νεράιδες, η αναδυόμενη Αφροδίτη, η θεά Ελευθερία
- Ελλάδα κ.ά. Πάντως, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι, όπως προκύπτει από παραλλαγές
του στίχου, πρόκειται για θεϊκή μορφή και ότι την ξαναβρίσκουμε στα ποιήματα του
Σολωμού Λάμπρος και Κρητικός.
άναψαν: για να κάψουν τ' αγαπημένα τους πράγματα, πριν από
την έξοδο.
έτοιμα: ενν. τα σπαθιά.
από http://latistor.blogspot.gr/2012/08/blog-post_13.html
και
Read more: http://latistor.blogspot.com/2012/08/blog-post_13.html#ixzz3FINfBLEv
και
Read more: http://latistor.blogspot.com/2012/08/blog-post_13.html#ixzz3FINfBLEv
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου