Ποιήματα
Το
τελευταίο Καλοκαίρι
Τα πρώτα
σύννεφα, οι πρώτες
ψιχάλες, τα πρώτα
ρίγη.
Τα γυμνά
δέντρα. Η ρυτιδωμένη
θάλασσα
και τα κλειστά παράθυρα
με βάζουν σε
σκέψεις.
Τούτο το
καλοκαίρι μπορεί να
είναι το τελευταίο.
Μην ετοιμάζεις
το θερμόμετρο, δεν έχω
πυρετό.
Σου μίλησα
έτσι, μόνο και
μόνο, για να
νιώσω,
τη δροσερή
σου παλάμη, στο ζεστό μου
μέτωπο.
Ο ποιητής
Ούτε και σήμερα
ο ταχυδρόμος μας
έφερε γράμμα.
Νύχτωσε. Σήκωσε
αγέρα δυνατό κι’ ο
ποιητής
φοβισμένος απ’
το πολύ μαύρο
της νύχτας
σταμάτησε να
διαβάζει τα καινούρια
ποιήματα.
Έχει πολλές
αρετές, όμως με συγκινεί περισσότερο
ο λόγος
του ο καλός,
για σένα, για
μένα, για όλους.
Μάλιστα ο
συνθέτης, μελοποίησε ένα
του ποίημα.
Δεν άρεσε
σε κανένα. Κι’ όμως
το τραγουδάνε όλοι.
Σα να γυρίζουν
Εμείς αλλιώς
ονειρευτήκαμε την πόλη
μας.
Με δρόμους
μεγάλους, με πλατείες
μεγάλες,
με ποτάμια,
με γεφύρια, με
πάρκα κι’ αγάλματα.
Τώρα όλα
τούτα τα όμορφα
σχέδια
κιτρινίζουν σε
κάποια συρτάρια. Οι
γυναίκες
κλείσανε τα
παράθυρα. Ανάψανε τα
τζάκια.
Οι άντρες
καπνίζουν χωρίς να
μιλάνε.
Ώρα που
σχολάει το γήπεδο.
Οι νικημένοι
περνάνε σκυφτοί, αμίλητοι, με
τα χέρια στις
τσέπες,
θλιμμένοι, σα
να γυρίζουν από
κηδεία.
Ξοδεύεσαι
Στον ίδιο
δρόμο, στην ίδια
γειτονιά, στο ίδιο
σπίτι,
χρόνια πριν
σε γνωρίσω και
χρόνια μετά,
αδύνατη, χλωμή,
φοβισμένη. Στην αυλή
σου
το δέντρο
ξερό, οι γλάστρες
χωρίς λουλούδια.
Σα να
μην πέρασε η
άνοιξη κι’ ο ήλιος
από εδώ.
Ελένη σε
τούτο τον τόπο
ξοδεύεσαι σα μετανάστης
Δεν είσαι
Εσύ, δεν
είσαι το λουλούδι
της μίας εποχής.
Εσύ μάτια
μου ανθίζεις όλο το χρόνο
κι’ όλο το
χρόνο, μεθώ με τ’
άρωμά σου.
Πάντα λείπεις
Παλιόκαιρος σήμερα
και είπα να μη βγω.
Σε πήρα
στο τηλέφωνο, μια
και δυο φορές.
Και τις
δύο έλειπες.
Πάντα λείπεις.
Σα να
μη σε θέλει
το σπίτι σου.
Σα να
μη σε χωράει
το σπίτι σου.
Το μόνο βέβαιο
Αραιώνουν σιγά – σιγά
οι φίλοι μας.
Υποχωρούν, όπως
τα νερά της
πλημμύρας.
Όλα ρευστά
και αμφισβητούμενα. Ετοιμόρροπα.
Το μόνο βέβαιο πως οι φίλοι μας λιγοστεύουν.
Γέμισαν οι
κολόνες με αγγελτήρια
κηδειών.
Τα γράμματα
έρχονται και πάνε
με τη μαύρη
ταινία.
Δεν ήθελα
να στο πω.
Όμως απόψε
κάποιος ανέβηκε
κρυφά στο μπαλκόνι.
Μας έκλεψε τη σημαία και
την τσάντα με
τα λαχεία.
Οι αμαρτίες
Μιλώ για
τις αμαρτίες που
ήθελα παιδί να
κάμω
Και δεν
τις έκαμα.
Μιλώ για
τις αμαρτίες που
έπρεπε να κάμω
Και δεν
τις έκαμα.
Τις νύχτες
τις φέρνω συχνά
στη σκέψη μου
Και μετανιώνω.
Τις φέρνω
συχνά στη σκέψη
μου
Και δεν
με πιάνει ύπνος.
Ο πυγμάχος
Τούτος ο
πυγμάχος, ο πεσμένος
στο καναβάτσο
που ακούει
ακίνητος το μέτρημα
του διαιτητή
και ξαφνικά
σηκώνεται να συνεχίσει
τον αγώνα
μπορεί την
επόμενη φορά να μην τα
καταφέρει.
Μην κλαις.
Δεν ήθελα να
σε τρομάξω. Άκου,
κάποιος σε
καλεί στο κινητό.
Θα ’ναι για καλό.
Μίλα του, ποιος ξέρει,
μπορεί να κινδυνεύει.
Η πόρτα
Ελένη όταν
έγειρες δίπλα μου
και μου μιλούσες
η πόρτα
που χρόνια έμενε
κλειστή, άνοιξε.
Και τώρα
ανοίγει και κλείνει
όπως το κύμα
που πάει
κι’ έρχεται και ποτέ
δεν σταματάει.
Ακινητούν τα
νησιά μας και η θάλασσα.
Οι γλάροι
προσεύχονται στο δικό
τους Θεό
και κάποιες
φωτογραφίες τραβηγμένες στην
παραλία,
δείχνουν εσένα
με το ένα
σου χέρι υψωμένο,
να χαιρετάς
κάτι που φεύγει.
Δεν ξέρω,
ίσως να
καλωσορίζεις κάτι που
έρχεται.
Τα
χειροκροτήματα
Απόψε ο
λευκός καπνός της
καμινάδας
μας ταξιδεύει
στο δικό μας νησί, την
Ιθάκη.
Η Πηνελόπη
θωπεύει το υφαντό
της και περιμένει.
Η παραλία
γέμισε με ξένους
τουρίστες.
Το βιβλίο
με τις ζωγραφιές
στην καρέκλα.
κι’ ο ποιητής
στην αυλή, διαβάζει
ποιήματα.
Οι γέροι
στο πεζούλι τον
ακούνε με δυσκολία.
Κι’ όμως στο
τέλος όλοι τον
χειροκροτούν.
Δεν ξέρω
Δεν ξέρω
πως έγινε και
μέσα σε λίγες
ώρες
τα χάσαμε
όλα και φτάσαμε
στην απόγνωση.
Μόνοι μας
τώρα και στα
σύνορα της σιωπής
ψάχνουμε δικαιολογίες
για να μην κλάψουμε.
Διαβάζω και
πάλι το τελευταίο
σου γράμμα.
Στη δεύτερη
σελίδα σε ανταμώνω.
Σε αγγίζω.
Πλαγιάζω δίπλα
σου. Εσύ κοιμάσαι.
Βυθίζω το
χέρι μου στα λυτά μαλλιά
σου.
Θωπεύω το
κορμί σου και
μιλάω με τα
όνειρά σου.
Διάρρηξη
Έψαχναν όλη
τη νύχτα με
αναμμένους φακούς.
Αδειάσανε τις
ντουλάπες, τα μπαούλα.
Ακόμη
και τη
στάχτη στο τζάκι
σκαλίσανε. Όχι,
το βιβλίο
με τα ποιήματα
δεν το πειράξανε.
Το πρωί
έφυγαν αφήνοντας πίσω
τους
άδεια συρτάρια
και σπασμένες κλειδαριές.
Φεύγω. Τα
λέμε άλλη φορά.
Βιάζομαι,
να προλάβω
τον κλειδαρά προτού
κλείσει.
Βιάζομαι, οι
καινούριοι διαρρήκτες που θα
’ρθουν,
να μη
βρούνε τόση ακαταστασία
στο σπίτι μας.
Καλοκαίρι
Καλοκαίρι. Οι μέρες ζεστές.
Η θάλασσα μακριά.
Τα τζιτζίκια
και οι εργάτες
στο καινούριο νταμάρι
δεν μας αφήνουν στιγμή
να ησυχάσουμε.
Ο ταχυδρόμος
πέρασε χωρίς να
μας αφήσει γράμμα.
Έτσι λοιπόν
φτάσαμε σε τούτη
τη σκληρή μέρα
που δεν έχει τίποτα
πια για να
μας δώσει
κι’ εμείς δεν
έχομε τίποτα για να μας
πάρει.
Ας φυσούσε
τουλάχιστον λιγάκι μαΐστρος
απόψε.
Κοίτα: ο
κορμός του ευκάλυπτου
είναι γεμάτος
με καρδιές
και ονόματα αγοριών
και κοριτσιών.
Ή τώρα, ή ποτέ
Ο θάνατος
μας περιμένει έξω
από την πόρτα.
Άσ’ τους να
λένε. Δεν τον
φοβάμαι. Και σήμερα
θα κατέβω
μονάχος μου στην
παραλία.
Κοίτα: το
πλοίο μπαίνει σφυρίζοντας
στο λιμάνι.
Άλλοι έρχονται,
άλλοι φεύγουν. Εσύ
μένεις
και κάνεις
πως χαίρεσαι την
πρωινή λιακάδα.
Ποιον προσπαθείς
να ξεγελάσεις Ελένη,
Το ταξίδι
που ονειρεύεσαι και
δική μου επιθυμία.
Αν το
αποφασίσεις κατέβα πρωί
στο λιμάνι.
Το πλοίο
μας φωνάζει. Η
θάλασσα μας φωνάζει.
Ο χρόνος τελειώνει.
Λοιπόν, ή τώρα,
ή ποτέ .
Δε με ξεγελάς.
Λυγάς όπως
το δέντρο. Δεν
πέφτεις, δε σπάζεις.
Τα νερά
της βροχής υποχωρούν.
Δεν τ’ ακολουθείς.
Σταυρώνεις τα
χέρια σου στο
στήθος. Δεν μιλάς.
Πορεύομαι με λίγη ξηρά τροφή
και πολύ αγάπη
σφυρίζοντας το σκοπό που
κάποτε σου άρεσε
πολύ.
Κοιτάζω το
ανοιχτό παράθυρο και
περιμένω.
Το ξέρω
πως με βλέπεις.
Δε με ξεγελάς.
Έλα.
Αναγνώριση
Αυτός ο
γελαστός άνθρωπος, ο
συγκρατημένος,
που πλούτισε
τον κόσμο με
ζωγραφιές και ποιήματα
δοκίμασε και
σήμερα ν’ ανέβει τη
μεγάλη σκάλα.
Δεν τα
κατάφερε. Κατέβηκε πολύ
κουρασμένος
και στηρίχτηκε
σ’ ένα μικρό ανθισμένο
λουλούδι
κι’ από εκεί
κοίταξε τον κόσμο
σα να τον
έβλεπε
για πρώτη
και τελευταία φορά.
Δάκρυσε.
Αυτός δεν
είναι από τα
μέρη μας, είπανε
κάποιοι
και γυρίσανε
την κουβέντα σε
άλλα θέματα.
Μας περιμένουν
Υπάρχουν τα
πεύκα , τ’ αμπέλια, τα κυπαρίσσια.
Η σκαμμένη
γης που ευωδιάζει.
Τα βουνά
και κάποια
κομμάτια γαλάζιου ουρανού.
Υπάρχει το
μικρό ανθοπωλείο της
γειτονιάς
και τα
πουλιά που τραγουδάνε
τις νύχτες
για σένα, για μένα και τον
κύριο που ξενυχτάει
περιμένοντας να
χτυπήσει το τηλέφωνο.
Ανάβω το
φως και ξεφυλλίζω
το λεύκωμα.
Οι φωτογραφίες
όλες τραβηγμένες το
καλοκαίρι.
Η θάλασσα,
η βάρκα, οι
γλάροι, οι ευκάλυπτοι.
Όλα στη
θέση τους. Μας
περιμένουν και φέτος.
Τότε
Τότε ήταν
αλλιώς τα πράγματα.
Υπήρχε ιεραρχία,
τάξη και σεβασμός.
Καθόμουνα στη
παραλία και δίπλα
μου εσύ.
Μου μιλούσες
και σταματούσε το
κύμα,
να σε
ακούω καλύτερα. Τα
παιδιά το παιχνίδι
τους,
να σε
ακούω καλύτερα. Σε
κοιτούσα
και σταματούσε
ο χρόνος, τα
πλοία, ο άνεμος.
Τώρα, μόνος
στην ίδια πέτρα.
Το κύμα δεν
σωπαίνει.
Τα παιδιά
τρέχουν με φωνές
πίσω από τα
τσέρκια.
Οι ώρες
τρέχουν, τα ενοίκια,
τα γραμμάτια. Όλα.
Και λείπεις
εσύ, να πεις
δυο κουβέντες, να
σταματήσουν.
Τετράστιχο
Από τότε
που με φίλησες
στο στόμα
- πέρασε χρόνος
πολύς κι’ ίσως δεν το θυμάσαι –
Η ζωή
μου άλλαξε. Έγινε
πλουσιότερη.
Τα χείλη
μου ευωδιάζουν βασιλικό
και τριαντάφυλλο.
Από τα μάτια
σου
Άστρα και
άστρα φωτίζουν απόψε
το στερέωμα.
Φωτίζουν το
δρόμο που με
βγάζει στο σπίτι
σου.
Από τα
μάτια σου στάζει
και σήμερα η
θάλασσα.
Το κουδούνι
Το κουδούνι
που ακούγεται είναι
το δικό μας.
Άνοιξε.
Θα ’ναι το παιδί
που μας φέρνει
την εφημερίδα.
Η ποιήτρια
Συνάντησα και
σήμερα την καλή
μας ποιήτρια.
Η αυγή
ροδίζει τα μάγουλά
της. Δεν μιλάει.
Μονάχα γράφει.
Κοιτάζει τα δέντρα,
τα πουλιά,
την κίνηση
του δρόμου και
συνέχεια γράφει.
Η καρδιά
της όπως η
θάλασσα. Απέραντη.
Χωρίς σύνορα
και χωράει όλο
τον κόσμο.
Έκλεισε το
τετράδιο και βγήκε
να περπατήσει.
Ένα σύννεφο
χρυσό τη συνοδεύει
κι’ ένα μικρό
χελιδόνι στον
ώμο της, την
αφήνει να το
πηγαίνει.
Ακριβώς όπως
η θάλασσα τη
φιάλη με τα μηνύματα
«Δούναι
και λαβείν»
Αφορμή το ποίημα
του Μιχάλη Δελησάββα
με τον ίδιο
τίτλο.
Πέρασαν τα
καλά χρόνια για
τους ποιητές
που σουλατσάριζαν
στην αυλή του
βασιλιά
γράφοντας και
απαγγέλλοντας ποιήματα
για ένα
πιάτο φαγητό και
μια φέτα ψωμί.
Τώρα αλλιώς
μετράνε τη ζωή
και το έργο
τους.
Πόσα δίνουν
και πόσα παίρνουν.
Πόσα χρωστάνε
και πόσα
τους οφείλουν. Πόσα
εισπράττουν
και πόσα
ξοδεύουν κι’ αλίμονο αν
ο ισολογισμός
κλείσει με
ζημιές. Μαύρο φίδι
που τους έφαγε.
Έτσι μας
φοβέριζε και η
μητέρα μας, όταν
της κλέβαμε
το γλυκό που
έκρυβε στο μπαούλο.
Ωστόσο και
το γλυκό το
τρώγαμε και φίδι
δεν μας δάγκωσε.
Το τέλος
Σήμερα που
δεν άνοιξε το
παράθυρο
και δε
βγήκε στο μπαλκόνι
να καπνίσει,
παραβιάσανε την
πόρτα και τον
βρήκανε νεκρό.
Στο κομοδίνο υπήρχε
ένα ποτήρι γεμάτο
νερό
και δίπλα
ένα χάπι τυλιγμένο
σε χαρτοπετσέτα.
Η λάμπα
αναμμένη και φώτιζε
το τραπέζι,
τις πέντε
καρέκλες και το βιβλίο με
τα ποιήματα.
Όχι, δεν
ήταν του Καβάφη.
Μάλλον του Δελησάββα
θα ήταν.
Δεν ξέρω, μπορεί
και του Μαυριώτη.
Οι ενοικιαστές
που έμεινα στο
διπλανό διαμέρισμα
έφυγαν, χωρίς
να πληρώσουν κοινόχρηστα
και νοίκι.
Δεν κατοικείται
Το πρωί που ανοίγει
το δικό του παράθυρο
το βλέμμα
του σταματάει για
ώρες πολλές
στο απέναντι
με την άσπρη μεγάλη κουρτίνα.
Από εκεί μια γυναίκα
τον είχε κοιτάξει.
Του χαμογέλασε. Δεν του
μίλησε. Τώρα
το παράθυρο
δεν φωτίζεται και στο σπίτι
δεν μπαίνει
και δεν βγαίνει
κανένας.
Δεν κατοικείται.
Γέροντας πια και
κάθε πρωί
κατεβαίνει στον
κήπο και πιάνει
κουβέντα
με το
πρώτο λουλούδι, με
το πρώτο σπουργίτι
κι’ όλο κρυφοκοιτάζει
προς το κλειστό
παράθυρο.
Τα μικρά αντικείμενα
Όλα τα
μικρά αντικείμενα τ’ απλωμένα
στο τραπέζι
και τ’ άλλα
που βρίσκονται στα
ψηλότερα ράφια
έχουνε γίνει
οι καλύτεροι φίλοι
του. Τον εμπιστεύονται.
Αυτός κάθεται
ανάμεσά τους χωρίς
να μιλάει.
Ανάβει ένα
τσιγάρο. Τα θωπεύει.
Τους τραγουδάει.
Αν μπορούσε
θα τους χόρευε
κιόλας.
Στο βάθος
διακρίνεται η ανυποψίαστη
θάλασσα,
η βάρκα,
ο βαρκάρης και
το κορίτσι με την κιθάρα.
Το φεγγάρι
τους κλείνει το
μάτι με νόημα.
Σα να με
βλέπεις
Μεγάλωσε η
ποίηση και δεν
χωράει στα βιβλία.
Μην απορείς
αν κάποτε με
βλέπεις να μη
γράφω.
Να κάθομαι
δίπλα σου και
να σωπαίνω.
Τα βράδια
κοιμάσαι στα λουλουδάτα
σεντόνια
κι’ εγώ ψάχνω
όλη τη νύχτα
το νέο τραγούδι,
τον καινούριο
τρόπο έκφρασης, τη νέα γραφή.
Θέλω το
πρωί να σε
ξαφνιάσω. Να με
κοιτάς.
σα να
με βλέπεις και
με ακούς για
πρώτη φορά.
Ώρα απογεύματος
Στην ποιήτρια
Ελένη Μουζάκη – Μπουρίτσα
Απόγευμα. Η
θεία Κατίνα κάθεται
στο κατώφλι.
Δε γνέθει.
Κοιτάζει τα χρώματα
του δειλινού.
Απέναντι ο
ναός της αγίας
Σοφίας. Στα σκαλιά
ο τυφλός
με το ακορντεόν
και στο μικρό
πάρκο
τα παιδιά
τρέχουν, φωνάζουν, παίζουν.
Λοιπόν
καμία δικαιολογία
για να είμαστε
λυπημένοι απόψε.
Μα ξέρεις,
εγώ. Ναι, ξέρω.
Ας το. Μη
συνεχίζεις.
Άναψε το
τσιγάρο και απόλαυσε
το ηλιοβασίλεμα.
Άνοιξε το
βιβλίο και διάβασέ
μας ένα σου ποίημα.
Κοίτα: ένα
σπουργίτι σου χτυπάει
το τζάμι.
Άνοιξέ του.
Υποδοχή
Αυτοί που
γύρισαν όλοι δικοί
μας.
Λιγάκι γερασμένοι
βέβαια, αλλά δικοί
μας.
Με τις
βαλίτσες στο χέρι
ανεβαίνουν τη σκάλα.
Η πόρτα
ανοιχτή, οι αγκαλιές
μας ανοιχτές.
Τα δάκρυα
σαν τη βρύση
που συνέχεια στάζει.
Μας έλειψαν.
Και δεν χορταίνουμε
να τους βλέπουμε,
να τους
ακούμε, να τους
μιλάμε. Τα κυπαρίσσια
κατέβηκαν στη
θάλασσα να ξεδιψάσουν.
Τα παιδιά
στην μικρή
μας αυλή και
φωνάζουν Κι’ όμως κανένας
δε βγήκε να τα
μαλώσει. Να τους
πει μια κουβέντα.
Επίμονος άνθρωπος
Επίμονος άνθρωπος.
Δεν καταθέτει τα
όπλα.
Κάποτε μια
γυναίκα τον κοίταξε,
του χαμογέλασε.
Δεν την
πίστεψε. Δεν θέλω
βοήθεια από κανένα.
Μόνος μου, φώναξε, θ’ ανέβω
στην κερασιά
και κρυμμένος
στην πυκνή φυλλωσιά
θ’ ακούω
το πουλί
που τραγουδάει για
όλους μας.
Ο Μάης
γέμισε το λόφο με
χαμομήλια.
Το ποίημα
με μια παπαρούνα
στο στόμα
διασχίζει τη
λεωφόρο. Ο άνεμος
ακούραστος
παίζει με
το φουστάνι σου,
με τα μαλλιά
σου. Παίζει
με τα
νεύρα μου και
δεν θα τον
αντέξω για πολύ.
Ελένη
Καλοκαίρι. Ιούλιος
μήνας και ζέστη
πολύ.
Το κορίτσι
με το άσπρο
φόρεμα στην αυλή,
λουσμένη στο
φως. Ελένη παίζεις
με τη φωτιά.
Τόσο φως
γύρω σου και
πάνω σου, δεν
αντέχεται.
Η πυρκαγιά
έκαψε το δάσος.
Έκαψε τον τόπο.
Και δεν υπάρχει δέντρο
να καθίσεις στον
ίσκιο του.
Και δεν
υπάρχει δρόμος να
περπατήσεις τα βράδια.
Ελένη σε
κοιτάζω και ακούω
τα λόγια σου.
Οι λέξεις
σου ανθισμένες κερασιές
και πέτρες ποταμίσιες.
Τα μάτια
σου γεμάτα σχέδια
και χρώματα του
δειλινού.
Στο τεντωμένο σχοινί
Περπατώ στο
τεντωμένο σχοινί και δεν με
νοιάζει
αν από
κάτω βρίσκεται ο
νερόλακκος με τα
φίδια.
Το ξέρω
πως με βλέπεις
και προσπαθώ να σε κάμω
έστω και
για μια φορά,
να με ζηλέψεις
λίγο.
Αν βγεις
να κλείσεις την
πόρτα καλά. Και
πρόσεχε.
Στο δρόμο παραφυλάνε
διαρρήκτες και
ληστές.
Δεν ήξερε
Όλα τα
ποτάμια κατεβαίνουν στη
θάλασσα
και στη
θάλασσα χάνονται.
Και οι
δρόμοι. Φώναζε η
Ελένη. Και οι
δρόμοι.
Δεν ήξερε
η δόλια πως
οι δρόμοι σταματάνε
στην άκρη της
θάλασσας και προχώρησε
μόνη της
μέχρι που
σιγά – σιγά τη σκέπασε
η θάλασσα.
Μέχρι που
σιγά - σιγά
χάθηκε - κι’ ας
μην ήτανε ποτάμι -
στη θάλασσα.
Τα παιδιά
Κάποιος μέσα
στη νύχτα, μας
χτύπησε το ρόπτρο.
Μη φοβάσαι.
Τίποτα παιδιά θα
περάσανε.
Το ’χουν κάνει
κι’ άλλες φορές.
Μην τα
μαλώνεις. Παιδιά είναι
και παίζουν.
Κοίτα: το
φεγγάρι κατέβηκε στη
βεράντα μας.
Θέλει να
μπει στο δωμάτιο.
Άνοιξε το παράθυρο
και μίλα
του, όπως μιλάς
το πρωί με
τα σπουργίτια.
Μην εμπιστεύεσαι
Μη δίνεις
πίστη στα λόγια
του. Δεν ξέρει
τι λέει.
Έχω μάθει
από πηγή αξιόπιστη
πως τώρα πια
ούτε ο
άνεμος εμπιστεύεται
να ταξιδέψει
με τη βάρκα
του ποιητή.
Αν λοιπόν
αποφασίσεις κάποιο ταξίδι
προτίμησε να
πας με άλλο
μέσο, από στεριά.
Οι δρόμοι
Θ’ αφανίσω όλους
τους δρόμους μικρούς
και μεγάλους
που περνάνε
από σένα και το σπίτι
σου.
Να μη
μπορείς να φεύγεις
και να χάνεσαι.
Όσες φορές
ήρθα να σε
βρω εσύ απουσίαζες.
Μίλα μου
Όσο μένεις
δίπλα μου και
για όσο καιρό
θα ζω
μη σταματάς
στιγμή να μου
μιλάς
και μόνο
με τη γλώσσα
την Ελληνική.
Για να
μη νιώθω μόνος
μου στο σπίτι.
Για να
μη νιώθω ξένος
στην πατρίδα μου.
Δεν ωφελεί
Δεν ωφελεί
να μετράς πόσες
φορές σε αρνήθηκαν
και πόσες
εσύ τους αρνήθηκες.
Κόπος χαμένος.
Κοίταξε, το
πλοίο κατάφωτο μπαίνει
στο λιμάνι.
Το παράθυρο
στο απέναντι σπίτι
ανοιγμένο
στο θαύμα
του κόσμου. Ένα
κορίτσι στη βεράντα
κι’ ένα πουλί,
τις νύχτες τραγουδάνε
και για σένα.
Το τραπέζι
δίπλα στη θάλασσα
το κράτησα για
μας.
Σε περιμένω.
Μην το ξεχάσεις,
απόψε έχει πανσέληνο.
Επιστροφή
Βαδίζει αργά.
Κάποτε φοβισμένος κοιτάζει
πίσω.
Δείχνει σα
να μην ξέρει
που βρίσκεται,
που θέλει
να πάει. Σα να
’χασε το
δρόμο. Κάθεται.
Με τις δυο παλάμες
κρατάει το κεφάλι
του.
Θυμάται το
σπίτι του, τα
φωτεινά τοπία,
τα δέντρα,
τα πουλιά και
στο βάθος τη
θάλασσα.
Σηκώθηκε αποφασισμένος. Θα
γυρίσω πίσω είπε.
Κι’ ένα πλήθος
αγγέλων τον χειροκροτεί.
Στη μέση
του δρόμου παράτησε
τη φθαρμένη βαλίτσα.
Ξηρασία
Πέτρες που
καίνε κι’ αγκάθια πολλά.
Ξηρασία.
Ούτε πηγές,
ούτε ποτάμια και
τα πουλιά φευγάτα.
Εγώ κρατάω
το μαγικό ραβδί
φώναξε ο Πέτρος.
Θα το
χτυπήσω στη γη
και θ’ αναβλύσει νερό.
Το χτύπησε.
Τίποτα. Φόρεσε το
πουκάμισο κι’ έφυγε.
Από το
βάθος ακούγεται η φωνή του
μανάβη.
Καρπούζια, ροδάκινα σταφύλια,
πεπόνια.
Ένα σύννεφο
μας κοιτάζει λυπημένο.
Οι γριές
με αναμμένα
τα φανάρια βγήκαν
στο δρόμο
και φωναχτά
προσεύχονται για λίγη
βροχή.
Ενοχλείτε
Κόσμος πολύς
περνάει στο δρόμο.
Φασαρία μεγάλη.
Ευκαιρία να
σου σφυρίξω δυνατά
και να βγεις.
Μη φοβηθείς
τη βροχή. Αγόρασα
καινούρια ομπρέλα.
Όσο και
να λείπουν οι
λέξεις σε κάποια
ποιήματα,
θα βρω
τον τρόπο και
το θάρρος να σου
μιλήσω.
«Σε μένα
μιλάτε κύριε;» «Όχι. Κάτι
δικά μου λέω.»
«Ποιο
σιγά παρακαλώ. Ποιο
σιγά, ενοχλείτε».
Κάποια βράδια
Είναι και
κάποια βράδια που σε βλέπω
στον ύπνο μου
Αδύνατη και
μικρή σαν πεταλούδα
Κι’ άλλες φορές
δυνατή και σαν
ανεμοστρόβιλο.
Έτοιμη να
σηκώσεις το σπίτι.
Μαζί του και
μένα.
Προτίμηση
Χίλιες φορές
το κορμί
μου να το
κάψει η αγάπη
σου
παρά να
πεθάνω σαν τη
χελώνα,
γυρισμένη ανάποδα
στη μέση του
δρόμου.
Σήμερα
Χτες βροχή. Τα
στάσιμα νερά. Η
βαλτωμένη μας ζωή.
Σήμερα η
ανθισμένη πασχαλιά. Ο
έρωτας, το φως.
Το χέρι
μου πέρασε τη
νύχτα πάνω στην
καρδιά σου.
Το χέρι
σου στο μέτωπό
μου να μετράει
τον πυρετό.
Σήμερα το
πρώτο κύμα έσπασε
το φράγμα της
σιωπής
Και τα
φιλιά μου χορεύουν
ελεύθερα στο κορμί
σου.
Θυμάμαι
Κοιτάζοντας παλιές
ξεθωριασμένες φωτογραφίες,
θυμάμαι τους
βραδινούς περιπάτους στο
δάσος
που κάηκε και μαζί του οι ξύλινοι φράχτες
που προστάτευαν
τα περιβόλια. Ωστόσο,
το τελευταίο
φιλί σου αιωρείται
ακόμη στο χρόνο
όπως η
απαλή βροχή, στα
τέλη του Σεπτέμβρη
κι’ όπως το άρωμα
των γιασεμιών τις
βραδινές ώρες.
Μνήμη που
δεν την έκαψε
η πυρκαγιά του
θέρους.
Μνήμη, το
σταθερό σημείο του
κόσμου.
Κοιτάζοντας
τα μάτια σου
Ο ήλιος,
το φως, η
θάλασσα, τα βράχια,
οι Κυριακές,
οι βραδινοί περίπατοι,
οι άνθρωποι
που αγάπησαν και
πρόδωσαν.
Η αρχή,
το τέλος. Ο
λόγος, ο αντίλογος.
Ο καλύτερος
χρόνος λοιπόν, ο
καλύτερος τόπος
να ζήσουμε
εδώ, χωρίς μνήμες,
χωρίς ηλικία.
Δεν ζητώ και δεν
θέλω να μάθω
περισσότερα.
Κοιτάζοντας τα μάτια σου, τα είδα
όλα.
Κοιτάζοντας τα
μάτια σου, τα
γνώρισα όλα.
Οι άγιοι χωρίς
φωτοστέφανο
Είσαι ένας
άγιος χωρίς φωτοστέφανο
του είπε.
Και τάχυνε
το βήμα της. Κι’
εκείνος,
πέρασε τη
νύχτα σκυμμένος στο
μικρό τραπέζι,
ζωγραφίζοντας αγίους
χωρίς το φωτοστέφανο.
Το πρωί
δεν άρεσαν σε
κανένα. Ούτε και
στον ίδιο.
Δε χωράμε
Από εδώ
περνάει ο δρόμος
και γίνεται φασαρία.
Η θάλασσα,
τα παιδιά, ο
άνεμος, δεν ησυχάζουν.
Οι λέξεις
έγιναν λόγος, μα
δεν τον ακούει
κανένας.
Ο λόγος
έγινε κόσμος και
περπατάει στο σκοτάδι.
Κύριε σώσε
τις λέξεις, το
λόγο και τον
κόσμο
και δώσε
μας την ευχή
σου για ένα
καλό ταξίδι.
Στο λιθόστρωτο
περπατάει μόνη της η Μαρία.
Φοράει ψάθινο
καπέλο. Δε μας
χαιρετάει.
Εδώ κατοικούνε
οι γλάροι Μαρία.
Είναι ο τόπος
τους
και πρέπει
να φύγομε. Δε
μας θέλουν. Δε
χωράμε.
Στο Σινεμά
Εκείνη έδειχνε
γυναίκα αργυραμοιβού.
Ο διπλανός
της καλοντυμένος και
ψαρομάλλης.
Μιλούσανε σιγά,
σχεδόν από μέσα
τους.
Τα τελευταία
του λόγια ακούστηκαν
καθαρά.
Εδώ δίπλα
υπάρχει καθαρό ξενοδοχείο,
μόλις σβήσουνε
τα φώτα να
φύγουμε.
Όταν άρχισε
το δεύτερο μέρος
της ταινίας
εκείνος έφυγε
πρώτος. Ακολούθησε η
κυρία.
Δεν ξαναγύρισαν.
Τώρα που το
σκέφτομαι.
Ο κύριος
με διευθυντής πορνείου
έμοιαζε
Τα γράμματα
Τα γράμματα
που μας έστειλες
όλα ανοιγμένα.
Και κάποιες
λέξεις που δεν
άρεσαν σβησμένες.
Όταν έρθεις
θα τα διαβάσουμε
μαζί και να
δούμε
τι ήταν
εκείνο που τους
ενόχλησε τόσο πολύ.
Υποψιάζομαι τα
ορθογραφικά σου λάθη
θα ήταν.
Από μικρή
δεν τα πήγαινες
καλά με την
ορθογραφία.
Η δασκάλα
όλο μηδενικά σου
έβαζε στο τετράδιο.
Κι’ απορώ πως
χώρεσαν στη μικρή
σου τσάντα
τόσα πολλά
και πως τα
σήκωνε η παιδική
σου πλάτη.
Ο
γείτονας
Σπαταλήσαμε χρόνο
πολύ και άφθονο
χρήμα
Αποκτήσαμε γνώση
και μάθαμε τα
ονόματα
των πλανητών,
των σοφών, των
αγίων
και μόνο
το όνομα του
γείτονα δε μάθαμε.
Μπήκαμε σε
μουσεία, σε πλούσιες
αίθουσες
και μόνο
το σπίτι του
γείτονα δεν καταδεχτήκαμε.
Άρρωστος στο
νοσοκομείο και δίπλα
ο άγνωστος.
Τον ρώτησα
τ’ όνομά του. Φώναζέ
με γείτονα είπε
κι’ εγώ θα
καταλάβω. Γείτονα τ’ ακούς ; Γείτονα .
Μην ελπίζεις
Μάζεψε τα
ρούχα που άπλωσες
στο σχοινί.
Σε λίγο
έρχεται βροχή. Θα
πλημμυρίσομε.
Αν σκέπτεσαι
να βγεις, καλύτερα
να το αναβάλλεις
και μην
ανοίγεις και κλείνεις
συνέχεια την πόρτα.
Κανένας δεν είναι να
μας έρθει απόψε.
Και σιγά – σιγά
πρέπει να το
πάρεις απόφαση
να μην
ελπίζεις σε επισκέψεις,
να μην περιμένεις.
Άλλωστε κι’ εμείς
ανήμποροι για τέτοιες
εξόδους.
Το παράπονο
Ο Λεωνίδας
με την παρέα
του ταξίδεψε στην
επαρχία.
Γνώρισε καινούριους
τόπους, είδε ποτάμια,
γεφύρια
και μίλησε
με ανθρώπους απλούς,
καλοσυνάτους.
Επέστρεψε με
την καρδιά του
γεμάτη με ποίηση.
Ωστόσο τα
δικά μας ποιήματα
δεν τα διάβασε.
Περπάτησε σε
στενά μονοπάτια. Φωτογράφισε
λουλούδια άγρια
που δεν ξέρει
τ’ όνομά τους
και κάποια
επιγραφή που δεν
είναι επιγραφή.
Γύρισε ευτυχής
με τα στήθη
του γεμάτα Ελλάδα.
Αν διάβαζε
όμως και λίγη
ποίηση δική μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου