ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Όταν περνούν οι
γερανοί
Άνοιξε το παράθυρό
σου
Ν’ ακούσεις το
κάλεσμά τους.
Κι ίσως πειστείς να
τους ακολουθήσεις
Στο μακρινό ταξίδι
τους στις χώρες του βορά.
Σ’ εκείνο το παλιό
ξύλινο μπαούλο
Με τις ξεθωριασμένες
ζωγραφιές,
Μαζί με τ’
ασπρόρουχα, έχεις διπλωμένο
Ένα ταξίδι απ’ τον
καιρό της νιότης σου.
Μην αμελήσεις να το
κοιτάξεις,
Είναι καιρός να τ’
αποφασίσεις.
ΕΠΑΙΖΕ
Έπαιζε αδέξια μ’ ένα χρωματιστό βιβλίο
Όπως τα παιδιά που
δεν έμαθαν ακόμα
Να διαβάζουν, ούτε να
ονομάζουν τα χρώματα.
Άκουγε ένα τραγούδι
που δε γράφτηκε ακόμα,
Έβλεπε την κόκκινη
γλάστρα στην αυλή της
Και θυμόταν τον
άνθρωπο με το γαρύφαλλο.
Μετρούσε τις
αγριόχηνες που κωπηλατούσαν
Στο γκρίζο ουρανό και
σκεφτόταν
Το Βλαδιβοστόκ του
Ορέστη Λάσκου
Κι ας μην ήξερε κατά
που πέφτει στο χάρτη.
ΕΚΑΝΕΣ ΛΑΘΟΣ
Είναι φθινόπωρο και η
βροχή
Μουσκεύει τα μαλλιά
σου,
Γέρνει τα χρυσάνθεμα
στον κήπο σου.
Ήτανε λάθος που
βγήκες στη βροχή
Χωρίς ομπρέλα.
Μ’ όλο που πήρες τον
καιρό απ’ το δελτίο
Έκανες του κεφαλιού
σου.
Ο,ΤΙ ΕΙΧΑΜΕ ΝΑ
ΠΟΥΜΕ
Ό,τι είχαμε να πούμε
το είπαμε.
Τώρα είναι καιρός να
κλείσουμε τα παράθυρα
Ερμητικά και ν’
αντικρίσουμε τη ζωή κατάματα
Χωρίς φόβο και πάθος.
Να δούμε τι έφταιξε
και μείναμε στα μισά
Του δρόμου αγκαλιά με
κάτι ξέφτια ονείρων
Απραγματοποίητων, με
κάτι σακατεμένες μνήμες
Που μας ακολουθούν
σαν το κουτσό σκυλί
Τριποδίζοντας.
ΖΩΓΡΑΦΙΑ
Να βάλεις μπλε πολύ
στη ζωγραφιά
Ζωντανή τη θάλασσα να
κάνεις.
Δελφίνια να πηδούν
στο ηλιόγερμα
Και γλάρους να
χορεύουν στον αγέρα
Μ’ ανοιχτές
φτερούγες.
Μακριά απ’ το κύμα τ’
άγριο
Να σέρνεται η σιωπή
στην άμμο.
Τη βάρκα μου χωρίς
κουπιά να ταξιδεύει
Στ’ ανοιχτά. Κι εγώ να φεύγω μακριά
Χωρίς εσένα.
ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΑΣ
Πολλοί απ’ τους
φίλους μας χάθηκαν
Από καιρό.
Η μνήμη, τους έψαλε
τρισάγιο.
Κι όμως ζουν και
στενάζουν
Κάτω απ’ τη βαριά
ταφόπλακα.
Θέλουν να βγούν, να
μας αποχαιρετήσουν.
Έτσι που έφυγαν στα
μουλωχτά
Ωσάν δραπέτες από τη
ζωή μας
Είναι ασυγχώρητοι
ΕΠΑΙΞΕΣ ΠΟΛΥ
Έπαιξες πολύ με το
φως της μέρας
Και η νύχτα σου
αρνήθηκε τον ύπνο.
Τώρα η αυγή σαν ένα
χρυσόψαρο
Ροδίζει τη στέρνα που
κολύμπησε
Το φεγγάρι.
ΟΣΟ ΠΕΡΝΟΥΝ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Όσο περνούν τα
χρόνια, ερημώνουν οι δρόμοι,
Αδειάζουν οι
γειτονιές.
Οι φίλοι μας φεύγουν ένας-
ένας,
Μας αποχαιρετούν βουβά.
Τα παιδιά δεν παίζουν
πετροπόλεμο,
Τα πήραν μαζί τους οι
μεγάλοι στις πόλεις.
Ορφάνεψαν από φωνές
οι αλάνες
Και τα δέντρα δεν
αντέχουν τον καρπό τους.
Εκλιπαρούν τους
περαστικούς να τα ξαλαφρώσουν
Ωσάν τις ετοιμόγεννες
που φτάσαν στον καιρό τους.
ΧΑΘΗΚΑΝ ΟΛΟΙ
Χάθηκαν όλοι!
Το ΄χα πει κι άλλη
φορά
Κι όχι πως με νοιάζει
πια,
Αφού κι εγώ τον ίδιο
δρόμο
Θ’ ακολουθήσω όπου
να’ ναι.
Όμως είναι σκληρό να
είσαι μόνος.
Στο δρόμο να περνούν
οι νέοι γελαστοί,
Να παίζουν τα παιδιά
αμέριμνα στα πάρκα,
Άνθρωποι να
πορεύονται αγκαλιά
Με τις πλάνες τους,
Τυφλοί να οδηγούν
τυφλούς,
Η ζωή να τρέχει, να
τρέχει
Και συ να είσαι
μόνος!
ΟΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ
Στους χαμηλούς λόφους
ανεβαίνουν πολλοί,
Στις ράχες των βουνών
πορεύονται αρκετοί.
Στις άπατες
βουνοκορφές φτάνουν οι εκλεκτοί.
ΤΙ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ
Χθες βράδυ, ώρα
περασμένη
Μου τηλεφώνησε η
Μύρινα μια παλιά αμαρτία.
Με θυμάσαι, είπε και
η φωνή της έτρεμε
Σαν ένα μακρινό
αστέρι που τρεμοπαίζει
Στην νύχτα πριν
σβήσει.
Έγιναν τόσα από τότε
που έφυγες!
Θυμάσαι τη Χριστίνα
που μας διάβαζε το ωροσκόπιο;
Δεν υπάρχει πια και ο
γέρο Φαύνος που έγραφε
Στίχους, πέθανε μια
παγωμένη νύχτα άστεγος.
Η Βασούλα έμεινε
μετανάστης στο Γκρατς,
Τι απόφαση κι αυτή να
πεθάνει στα ξένα.
Κι εγώ, μη θαρρείς,
άλλαξα πολύ. Το βλέπω
Στον καθρέφτη,
άσπρισα. Θα ΄χεις ασπρίσει
Και συ φαντάζομαι.
Σε φιλώ, αν μου
επιτρέπει. Καληνύχτα.
ΤΟ ΦΟΡΤΙΟ
Χρόνια τους κουβαλώ
στη μνήμη μου.
Τι απεχθές φορτίο!
Τώρα όλοι τους
έφυγαν. Χάθηκαν ένας-ένας.
Ο τελευταίος πνίγηκε
αναπάντεχα
Σε μια ξαφνική
νεροποντή.
Τον πήρε τ’ άγριο
κύμα, μου είπαν.
Τα μαλλιά του
βρέθηκαν μπλεγμένα
Σ’ ένα ξεριζωμένο
σκίνο.
Υπάρχει θεία δίκη.
ΟΙ ΔΥΟ ΣΚΛΑΒΕΣ
Περιφέρεται στους
δρόμους της πόλης
Τραβώντας φωτογραφίες
της στιγμής.
Ύστερα κάθεται σ’ ένα
απόμερο παγκάκι
Και προσπαθεί να τις
βάλει σε τάξη,
Να ιεραρχήσει τη
σπουδαιότητά τους.
Το παρόν και το
μέλλον μας σκέφτεται,
Καθορίζουν αυτές οι
φωτογραφίες.
Νέοι άνθρωποι σκύβουν
απελπισμένοι
Στην άβυσσο που
ανοίγουν οι δυο παλάμες τους.
Ένα κορίτσι κάθεται
περίλυπο στο άγαλμα
Της Κύπρου στην οδό
Τοσίτσα.
Ακουμπά το μαραμένο
του μάγουλο
Στο κρύο μάρμαρο και
κλαίει.
Και οι δυο τους είναι
δεμένες πισθάγκωνα
Με της σκλαβιάς τις
αλυσίδες.
ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
Από το λόφο του
Υμηττού
Ένα σμήνος πουλιών
Κατεβαίνει στην κήπο σου.
Ζευγαρώνει στους
κλώνους της λεύκας,
Μαθαίνει στους
περαστικούς
Το τραγούδι του
έρωτα.
ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ
Στο νεανικό σου
πρόσωπο
Θα γράψω μία
προφητεία.
Και μη μου πεις πως
ξέρεις
Τι θα πω.
Η νιότη σου θα
περάσει,
Η ομορφιά σου θα
μείνει
Σ’ ένα χάρτινο
προσωπείο
Να θυμίζει πως το
κάλλος
Είναι αιώνιο!
ΘΕΛΕΙ ΠΡΟΣΟΧΗ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Κάθε φορά που έφευγα
από το σπίτι
Η μάνα μου μ’ έπαιρνε
στην αγκαλιά της
Και με συμβούλευε.
Να προσέχεις παιδάκι
μου, μου ψιθύριζε γλυκά
Στ’ αυτί μου και μου
άνοιγε την πόρτα στο δρόμο,
-Θέλει προσοχή η
ελευθερία παιδί μου.
ΜΟΝΟΣ
Είχε μέρες να βγει
από το σπίτι
Κι ούτε του χτύπησε
κανείς την πόρτα.
Πάλι θα περάσει μόνος
τη νύχτα
Τρέμοντας το φόβο των
ληστών.
Η σύντροφός του έχει
καιρό που έφυγε
Και δεν ξαναγύρισε
στο σπίτι.
Άφησε ωστόσο το
είδωλό της
Στον καθρέφτη του σαλονιού.
Όμως απόψε με τη
διακοπή του ηλεκτρικού
Έσβησε κι αυτό.
Η ΛΗΣΤΕΙΑ
Μπήκαν χωρίς να
χτυπήσουν την πόρτα.
Δεν είδε το πρόσωπό
τους, φορούσαν
Μαύρες κουκούλες.
Καθίστε, τους είπε
ψύχραιμα, εκεί…..
Και τους έδειξε ένα
τριμμένο καναπέ.
Πήρε δυο ποτήρια, συν
ένα το δικό του.
Τα γέμισε με ουίσκι
και κάθισε
Αντίκρυ τους. Ήταν πολύ μόνος απόψε.
Έβγαλε από τον κόρφο
του ένα μικρό
Κομπόδεμα. –Αυτά έχω, είπε.
Το πήραν σιωπηλοί και
σα μετανοιωμένοι.
-Από ανάγκη, του
είπαν, φεύγοντας.
Τ’ ΟΝΕΙΡΟ
Όλη τη νύχτα
μοιράζονταν το ίδιο όνειρο.
Το πρωί δυσκολεύτηκαν
να κάνουν
Τη διαίρεση πρόσθεση
και χώρισαν.
ΑΝΩΝΥΜΙΑ
Χρόνια ζω σ’ αυτή την
πολύβουη πόλη.
Κανείς δε με ρώτησε
ποιος είμαι κι ούτε
Ενδιαφέρθηκε να μάθει
το όνομά μου.
Κανείς δεν κάθισε
δίπλα μου
Να συνομιλήσει μαζί
μου, να μ’ ακούσει.
Ίσως του πω κάτι που
δεν ξέρει
Κι είναι αυτό που
χρόνια αναζητά
Και δεν του το έμαθε
κανείς.
Ο ΜΟΝΟΧΕΙΡΑΣ
Ήταν ατύχημα.
Τι να λέμε για
λεπτομέρειες τώρα;
Εξάλλου έγιναν όλα
τόσο ξαφνικά.
Κανείς δεν το
περίμενε.
Ο ίδιος απέφευγε να
μιλά γι’ αυτό,
Ούτε δέχτηκε ένα
ψεύτικο χέρι
Που δε μπορεί ν’
αγκαλιάσει.
ΠΟΛΕΜΙΚΟ
Όλη τη νύχτα κάπνιζε.
Στο τασάκι υπήρχε το
αδιαχώρητο.
Άνοιξε το παράθυρο ν’
αναπνεύσει,
Αισθανόταν ένα βρόγχο
στο λαιμό του.
Από τον κινηματογράφο
της γειτονιάς
Ακούγονταν
πυροβολισμοί, φωνές τρόμου.
Πάλι πολεμικό
ανέβασε, σκέφτηκε.
Έκλεισε και
προσπάθησε να κοιμηθεί.
Το πρωί είδε στο αντικρινό
πεζοδρόμιο
Πλήθος κόσμου. Κάποιοι άναβαν κεριά
Μέσα σε μια λίμνη
αίμα.
Δε ρώτησε. Βιαζόταν να χτυπήσει κάρτα.
Στο γραφείο έμαθε για
τη ληστεία στην
Τράπεζα και το φόνο
των αστυνομικών.
ΤΑ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ
Του άρεσε ν’ αφήνει
στα γραφτά του μεγάλα
Περιθώρια. Όλο και κάτι θα θυμηθώ, έλεγε,
Να συμπληρώσω πριν
φτάσω στο τέλος.
Περνούσαν οι μέρες,
τα χρόνια, τα περιθώρια
Πλήθαιναν. Καινούργια άνοιγαν στις επόμενες
Σελίδες. Τα παλιά έμεναν άδεια σαν πεινασμένα
Ανοιχτά στόματα που
περιμένουν την τροφή τους.
Κι όταν ύστερα από
χρόνια προσπάθησε
Να τα γεμίσει, ήταν
αργά. Δε θυμόταν τίποτα.
Η μνήμη τον είχε
εγκαταλείψει.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Μου χρωστάς ένα
ποίημα.
Ξέρω πως το κρατάς
σφιχτά στην παλάμη σου.
Άφησέ το να
φτερουγίσει ελεύθερο σαν το
Μικρό σπουργίτι στη
στέγη μου, να χτίσει τη
Φωλιά του στο δέντρο
της αυλής μου.
Άφησέ το να πιει το
φως του ήλιου στο χρυσό
Τάσι της αυγής,
να νανουρίσει τα πρωινά μου
Όνειρα με το τραγούδι
της αγάπης.
Ο ΟΒΟΛΟΣ
Για φαντάσου!
Να έχεις κάνει τόσα
όνειρα,
Να έχεις περάσει μια
ολόκληρη ζωή
Βραδυπορώντας
αδικαιολόγητα.
Κι ένα πρωινό να
πρέπει να βιαστείς
Για ένα ταξίδι που
δεν αποφάσισες εσύ,
Χωρίς αποσκευές και
να σου λείπει
Ο οβολός που ξόδεψες
απερίσκεπτα.
ΜΟΝΑΧΙΚΗ
Μοναχική ωσάν μια
γέρικη βάρκα
Στην ερημική ακρογιαλιά,
Γερνάς
μετρώντας τα χρόνια σου
ΠΑΛΙΑΤΖΗΣ
Ξύπνησε νωρίς. Όλη τη νύχτα έβλεπε εφιάλτες.
Τράβηξε την κουρτίνα
κι άνοιξε το παράθυρο,
Να δει την πρωινή
κίνηση του δρόμου, ν’ ακούσει
Φωνές, βήματα
περαστικών.
Ένα τυραννισμένο
φορτηγάκι φρέναρε μπροστά
Στην πόρτα της. Απ’ το μεγάφωνο ξεχύθηκε η βραχνή φωνή
Του γύφτου.
‘’Παλιατζής! Όλα τα παλιά
αγοράζω!’’
Έκλεισε βιαστικά το
παράθυρο και τράβηξε
Την κουρτίνα
πανικόβλητη.
ΟΙ ΜΑΡΓΑΡΙΤΕΣ
Μπήκε στην κάμαρά της
με μιαν αγκαλιά λευκές
Μαργαρίτες. Τις έβαλε προσεχτικά στο μεγάλο
Κρυστάλλινο βάζο με
αισθητική φροντίδα και
Κάθισε στη βελούδινη
αγκαλιά της πολυθρόνας
Του σαλονιού της να
τις μιλά.
Και σαν δεν πήρε
απόκριση, άρχισε μια-μια να
Τις μαδά. Δε μπορεί κάποια απ’ αυτές θα της
Έλεγε την
αλήθεια. Την αγαπά ή δεν την αγαπά;
Είχε πάψει από καιρό
να εμπιστεύεται
Τις χαρτορίχτρες και
τους αστρολόγους.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Το ποίημα είναι ένας
πύργος
Με πολλά παράθυρα,
εξώστες
Και κρυφές
πολεμίστρες.
Ο ποιητής βιγλάτορας
πολεμιστής.
Ο ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ
Τις Κυριακές έπαιρνε
τον ηλεκτρικό και κατέβαινε
Στο Μοναστηράκι. Αγόραζε ό,τι παλιό του άρεσε:
Δίσκους φωνογράφου,
χωρίς ελπίδα να τους ακούσει,
Κόκκινες
παλιομοδίτικες γραβάτες και αμερικάνικα
Χακί παντελόνια του
Β’ Παγκοσμίου πολέμου, καμπαρντινέ.
Ωστόσο η αδυναμία του
ήταν τα ρολόγια τσέπης.
Φυσικά δεν εξαιρούσε
τα παλιά κουρδιστά ξυπνητήρια.
Κάθε βράδυ τα ρύθμιζε
να τον ξυπνούν νωρίς.
Όμως εκείνο το
μοιραίο πρωινό δεν ξύπνησε.
Τόσα ρολόγια, τόσα
ξυπνητήρια και να μη χτυπήσει ένα!
Τι ατυχία!
ΣΤΟ ΖΑΠΠΕΙΟ
Κάθεται μόνος στο
παγκάκι του κήπου.
Προσπαθεί να θυμηθεί
πως βρέθηκε στο Ζάππειο.
Μπροστά του περνούν
άνθρωποι κάθε ηλικίας,
Στα πόδια του παίζουν
αμέριμνα μικρά παιδιά,
Τιτιβίζουν στα δέντρα
πουλιά. Είναι άνοιξη.
Ένα κορίτσι κάθεται
δίπλα του, σχεδόν ακουμπά
Απάνω του. Του χαμογελά.
Δεν ξέρει να ονομάσει
Αυτό που νιώθει. Το κορίτσι εξακολουθεί να του
Χαμογελά. Ο κήπος είναι ολάνθιστος. Κόβει ένα
Άσπρο
τριαντάφυλλο. Κάνει να του το δώσει.
Ξύπνα παππού του λέει
μια φωνή. Είναι ώρα να
Γυρίσεις στο σπίτι.
ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΣΤΕΙΑ
Μετά τη ληστεία
ένιωσε άδειος
Σα να γκρεμίστηκε
μέσα του ο κόσμος όλος.
Τα πήραν όλα κι
έφυγαν χωρίς ενοχές.
Και περίεργο, από
΄κείνη τη νύχτα έπαψε
Να φοβάται τους
ληστές. Τι άλλο να του πάρουν.
Τώρα κοιμάται
ξένοιαστος τα βράδια.
Δε χρειάζεται να κλειδώνει
τις πόρτες,
Ν’ ασφαλίσει τα
παράθυρα σχολαστικά
Και να λύνει το σκύλο
στην αυλή του.
ΠΡΩΙΝΟ
Στο πρωινό φως μ’
αργές κινήσεις
Η μάνα ετοιμάζει το
πρωινό μας.
Κανείς δε μιλά. Όλοι περιμένουν.
Κανείς δε σκέφτεται
να σφουγγίσει
Τον ιδρώτα απ’ το
χλωμό μέτωπό της,
Να φιλήσει τα λιγνά
δάχτυλά της
Που τρέμουν από την
κούραση.
ΤΟ ΦΤΕΡΟ
Σήμερα ο πατέρας
έφερε στο σπίτι
Ένα πολύχρωμο φτερό
από την ουρά
Ενός παγωνιού. Τ’ ακούμπησε προσεχτικά
Στο λίκνο της μικρής
αδερφής μας.
Και γέμισε το σπίτι
με χρώματα
Και μικρά παιδικά
δαχτυλιδάκια.
ΦΕΤΟΣ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ
Φέτος το χειμώνα
μείναμε πάλι χωρίς φωτιά.
Όλοι κυκλοφορούν
στους δρόμους με βαριά
Πανωφόρια και στα
παγωμένα σπίτια τυλίγονται
Με μάλλινες κουβέρτες
και πολύχρωμα χράμια.
Πιστεύουν πως μ’ αυτό
τον τρόπο θα νικήσουν
Τη βαρυχειμωνιά που
τους ζώνει από παντού.
Όμως το κρύο έχει
περάσει βαθιά μέσα τους.
Και πάγωσε την ελπίδα
που θερμαίνει την ψυχή.
ΚΑΤΑΦΥΓΗ
Δεν ήθελα να σε
τρομάξω,
Αλλά η νύχτα ήταν
τόσο σκοτεινή!
Και το δικό σου
παράθυρο
Ήταν το μόνο που
φώτιζε.
ΒΡΕΧΕΙ
Βρέχει και ο ήλιος
παραφυλάει
Κρυμμένος πίσω από
ένα μαύρο σύννεφο.
Όταν πάψει το σύννεφο
να βρέχει
Και σωπάσουν τ’ άγρια
μπουμπουνητά,
Θα πλέξει τις ακτίνες
του σ’ ένα
Πολύχρωμο ειρηνοφόρο
ουράνιο τόξο
Ν’ αγκαλιάσει τον
τρομαγμένο κόσμο.
ΓΥΡΙΣΑΜΕ
Γυρίσαμε ύστερα από
χρόνια
Στο παλιό μας σπίτι.
Χτυπήσαμε και
περιμέναμε
Να μας ανοίξουν.
Άδικος κόπος. Αφού εμείς είμαστε
Οι τελευταίοι του
ένοικοι.
ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΕΣ
Η Παναγιώτα, η Ζωή
και η Μελπομένη
Γειτόνισσες απ’ τα
παλιά,
Έχουν χαθεί από καιρό
στη γειτονιά.
Η πρώτη έφυγε στο
Βέλγιο μετανάστις
Η δεύτερη, θυμάμαι
πότιζε τα καλοκαίρια
Τα περιβόλια και τα
ζωντανά της.
Και η Τρίτη έπιανε
κουβέντα στο πηγάδι
Με άλλες γυναίκες που
αγαπούσαν
Τα κουτσομπολιά.
Οι τρεις γειτόνισσες
και άλλες τόσες
Έχουν αφήσει γεια στη
γειτονιά.
ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Σ’ αυτή τη γειτονιά
με τ’ άδεια σπίτια
Και τις ξέφραγες
αυλές, ζούσαν άνθρωποι
Που τους έλεγαν
γείτονες.
Κάθε πρωί, έβλεπες
άνοιγαν πόρτες και
Παράθυρα, έφευγαν
άντρες στη δουλειά,
Κορίτσια
τραγουδούσαν.
Έπαιζαν ξένοιαστα
ξιπόλητα παιδιά,
Σκυλιά κουνούσαν την
ουρά τους φιλικά
Και σου έγλυφαν τα
χέρια.
Σ’ αυτή τη ρημαγμένη
γειτονιά
είχαν αποστηθίσει δυο
πολύ σπουδαίες λέξεις
που τις έλεγαν στο
δρόμο μεταξύ τους.
‘’ Καλημέρα –
Καληνύχτα.’’
Ο ΔΡΟΜΟΣ
Τώρα ο δρόμος άνοιξε
Και η γέφυρα είναι
ακίνδυνη.
Μπορείς να περάσεις
άφοβα.
Μη σε τρομάζει το
άγνωστο.
Έχω φωτίσει το τοπίο
με ποιήματα
Και ζωγραφιές με
θαλασσινά χρώματα.
Εικόνες καλοκαιρινές
Που πάντα σε
συγκινούσαν.
Στη γνώριμή σου ακτή
να σπάει
Το κύμα απαλά έχω
βάλει.
Και στη χρυσή
αμμουδιά κορίτσια
Γνώριμα και αγόρια
γελαστά
Που η μνήμη στοργικά
τα φύλαξε
Σ’ αυτό το ποίημα.
Ο ΘΥΜΟΣ
Σ’ αδίκησαν.
Χειροδίκησες.
Στη δίκη σου
Ένας αγράμματος θυμός
Συνηγορεί υπέρ σου.
ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Όταν οι ιστορίες
ενηλικιώνονται
Πρέπει να γράφονται,
προτού γεράσουν
Και χάσουν τη μνήμη
τους.
ΤΡΑΓΩΔΙΑ
Η ζωή του ήταν μια
μικρή τραγωδία
Που τους ρόλους της
ενσάρκωνε ο ίδιος
Και σκηνοθετούσε η
ειμαρμένη.
Τα κουστούμια δεν τον
ενδιέφεραν.
Ήταν και θέμα
οικονομίας.
Σε μια εποχή λιτότητας
όλα μετρούν.
Και τις μάσκες που
ήταν υποχρεωμένος
Ν’ αλλάζει πολύ συχνά, τις αντικατέστησε
Με τις ανάλογες
γκριμάτσες του προσώπου.
Και ήταν το δικό του
θεατρικό
Που παίχτηκε χωρίς
θεατές και στο φινάλε
Δεν ακούστηκαν
χειροκροτήματα.
Ο ΑΡΜΟΔΙΟΣ
Με οδήγησαν σ’ ένα
μισοσκότεινο διάδρομο.
Εδώ σ’ αυτή τη
σφαλιστή πόρτα, μου είπαν,
Θα περιμένεις να σε
δεχτεί ο αρμόδιος.
Στάθηκα προσηλωμένος
με το βλέμμα
Στο μπρούτζινο
καρτελάκι και περίμενα.
Θα με δεχτεί ανυπερθέτως
σκέφτηκα,
Η υπόθεσή μου είναι
σοβαρή και επείγουσα.
Δίπλα μου περνούν μια
σειρά ποδηλάτες,
Με γρήγορες
ορθοπεταλιές και χάνονται
Στο βάθος του
διαδρόμου. Είναι από το γύρο
Της Αθήνας και
βιάζονται να τερματίσουν.
Περνούν οι ώρες, οι
μέρες, η πόρτα μένει
Σφαλιστή κι εγώ να
περιμένω.
Αν είχα τουλάχιστον
ένα ποδήλατο,
Θα μπορούσα να τρέξω
στο γύρο της Αθήνας,
Έστω και χωρίς κάσκα
ποδηλάτη.
ΑΚΟΥ
Άκου! Μην πεις τίποτα στα παιδιά
Για εξώσεις και
πλειστηριασμούς.
Πες τους πως για λίγο
καιρό θα πάμε
Στο σπίτι της γιαγιάς
στη θάλασσα.
Εκεί είναι
όμορφα. Μπορεί και να μείνουμε.
Αν μας αρέσει φυσικά,
να τους πεις.
Ας μη το μάθουν ακόμα
πως χάσαμε
Το σπίτι μας.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1.
Ό,τι
είχαμε να πούμε
2.
Ζωγραφιά
3.
Έπαιζε
4.
Έκανες λάθος
5.
Το ταξίδι
6.
Οι φίλοι
μας
7.
Έπαιξες
πολύ
8.
Όσο
περνούν τα χρόνια
9.
Χάθηκαν
όλοι
10. Οι εκλεκτοί
11. Τι σου είναι η ζωή
12. Το φορτίο
13. Οι δυο σκλάβες
14. Τα πουλιά
15. Το κάλλος
16. Θέλει προσοχή η ελευθερία
17. Μόνος
18. Η ληστεία
19. Τ’ όνειρο
20. Ανωνυμία
21. Ο μονόχειρας
22. Πολεμικό
23. Τα περιθώρια
24. Το ποίημα
25. Ο οβολός
26. Μοναχική
27. Παλιατζής
28. Οι μαργαρίτες
29. Το ποίημα και ο ποιητής
30. Ο συλλέκτης
31. Στο Ζάππειο
32. Μετά τη ληστεία
33. Πρωινό
34. Το φτερό
35. Φέτος το χειμώνα
36. Καταφυγή
37. Βρέχει
38. Γυρίσαμε
39. Οι γειτόνισσες
40. Σαν παραμύθι
41. Ο δρόμος
42. Ο θυμός
43. Οι ιστορίες
44. Τραγωδία
45. Ο αρμόδιος
46. Άκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου