Το διήγημά του «Δάκρυ στο φίδι» που δημοσιεύουμε αξίζει να διαβαστεί:
Πατώντας μες στ” αγκάθια, στ” άγρια χόρτα, προχωρούσανε σιωπηλοί, σκεφτικοί με κουρασμένο βήμα. Γύρω τους η φύση είχε στολιστεί, φορούσε τη φορεσιά τής εορτής και οι μυρουδιές των λουλουδιών, των άγριων λουλουδιών, γεμίζανε τον αέρα. Κάποτε κοράκι περνούσε με κρωγμό δυνατό από πάνω τους, και τότε σήκωναν το κεφάλι και το κοίταζαν που έφευγε με φτερουγιές μεγάλες, το κοίταζαν ώσπου χανότανε στου γαλάζιου ουρανού το βάθος.
Μέλισσες, σφήγκες, μύγες χρυσές, μαύρες μεγάλες, τρέχανε, γυρίζανε μέσα στα χαντάκια, μ΄ ένα αρμονικό βουητό, τρέχανε πάνω στα λουλούδια τα κίτρινα, τα τριανταφυλλιά, στις παπαρούνες, που πολλές, πλήθος, φύτρωναν εκεί, και κουνιόντουσαν στο σιγαλό αεράκι που φυσούσε.
Και κανένα σύννεφο στον ουρανό. Ο ήλιος λαμπερός εφώτιζε και ησυχία απλωνόταν, που μέσα σ΄ αυτή ανάδευε το βουητό τής μέλισσας, των εντόμων.
-Να το νταμάρι! το βλέπετε; είπε ο ένας και στάθηκε δείχνοντας ένα λόφο κοκκινωπό μακριά. Εκεί τον φύλαξα. Α, ρε, μανία που τον είχα!… Εκεί πίσω, εκεί τον βάρεσα!… Έγινε καλά όμως!… Το σκυλί!… Α, αν τον πετύχω τώρα, καμιά φορά, δεν πιστεύω να ξαναγίνει!…
-Διπλός ο κόπος γίνεται, Λούκαρή μου, όταν η δουλειά δε γίνει σωστή! του είπε ο δεύτερος με κούνημα του κεφαλιού και σταματώντας, για να δέσει το άσπρο μακρύ ζουνάρι του, που είχε λυθεί και κρεμόταν.
-Έχεις δίκαιο, έτσι είναι!… Μα δε μου λέτε, δεν καθόμαστε να ξαποστάσουμε λίγο σ΄ αυτή την ελιά;
-Ακούς λέει!…
Ο τρίτος άρχισε να βλαστημά κι έσκυψε πιάνοντας το πόδι του.
-Τι έπαθες, μωρέ Κούρη;
-Ένα αγκάθι, Σακίδα μου, εν΄ αγκάθι, τ΄ άτιμο, σα μαχαίρι!…
Και κάθισε κάτω, έβγαλε το παπούτσι του, ένα παλιό λαστιχένιο, κατατρύπιο.
Αυτοί προχωρήσανε για την ελιά, όπου σε λίγο έφτασε και ο Κούρης.
Κρότος σιδηρόδρομου ήρθε ίσαμε κει, έπειτα έφυγε, όπως, όταν φυσά άνεμος, φεύγει κουλουριαστά, στριφογυρίζοντας καπνός, που βγαίνει από καπνοδόχο εργοστασίου.
Πάλι είχανε μείνει σιωπηλοί.
Χελιδόνια περνούσανε γρήγορα, οι σφήγκες, οι μέλισσες βούιζαν… Ένας χτύπος ερχόταν από το λόφο, ένας χτύπος σίδερου, που κτυπά πέτρα.
-Είναι το νταμάρι! τους είχε πει ο Λούκαρης.
Ο Σακίδας έψαχνε την τσέπη του
-Τι γυρεύεις;
-Καπνό!… αν έχει τίποτα τρίμματα!… Μπα!… έκανε κοιτάζοντας την τσέπη του, που αναποδογύρισε.
-Ψίχουλα είναι τα περισσότερα!…
Έγινε σιωπή! Ο κρότος του λοστού, που χτυπούσε την πέτρα, ακουγόταν κανονικός.
Σε λίγο μίλησε ο Κούρης:
-Μωρέ, για βάλτε το και κείνο με το νου σας, που μας είπε κείνη η γυναικούλα στην παραγκούλα! Βάλτε με το νου σας!…
-Α, έκανε ο Σακίδας, για σπουδαίο το “χεις; Αυτά γίνονται κάθε μέρα! Στο φτωχό δε δίνουνε καμιά αξία, καμιά!… Αν και ο φτωχός, να σας το πω, έχει πιο πιο πολύ αξία απ΄ τους πλούσιους! Αυτό μπορώ να σας τ΄ αποδείξω, τώρα δα, αν θέλετε!… Για σκεφτείτε λίγο το παιδί πώς γεννιέται! Για βάλτε το, ντε, με το νου σας! Πώς γεννιέται;… Γεννιέται άφκιαχτο ακόμα, δε μοιάζει με το κατσίκι, με το αρνί!… Αλλά το παιδί είναι ένα πράγμα άφκιαχτο και το πλάθει ύστερα η μάνα! Σα να ΄χω δίκαιο λίγο ε; Βάλτε λοιπόν με το νου σας τη φτωχειά!… Τι τυραννία τραβά!…Να ξενυχτά να το κουνά, να το σκουπίζει και να το πλένει και να πλένει και ολόκληρο το σπίτι!… Α, το μωρό δεν έχει ύπνο, α, το μωρό ξερνά, α, το σπουρίζει, και άλλα, άλλα!… Βάσανα και βάσανα! Αμ΄ ώσπου να πάρει τα πόδια του; Ασ΄τα!… Απ΄ την άλλη μεριά παρ΄ την πλούσια. Γεννά, ε; το παιδί θα το πάρει η παραμάνα! Θα της κοιτάξουνε και το γάλα!… Η πλούσια κοιμάται σα να την είχε πιάσει μόνο η κοιλιά της και της πέρασε! Το παιδί το σέρνει η παραμάνα. Αλλά μην κι αυτή τυραννιέται; Άμα μαγαριστεί το παιδί, πετά τα μαγαρισμένα!… Άλλη δούλα τα παίρνει και τα πλένει!… Βλέπετε λοιπόν, πως ο φτωχός είναι πιο ιερός από τον πλούσιο;
-Μα πού τα έμαθες αυτά, στο Θεό σου, μωρέ Σακίδα; ρώτησε ο Κούρης, άμα ο Σακίδας σταμάτησε να λέει.
Αυτός τον κοίταξε με χαμόγελο:
-Πού τα ΄μαθα, ρε Κούρη; Στο πανεπιστήμιο, που μας είχανε κλεισμένους!…
Ο Κούρης έσπρωξε το σκούφο του κι έξυσε το κεφάλι του.
-Εγώ δεν ξέρω ποιος είναι ιερός και ποιος δεν είναι, μουρμούρισε ο Λούκαρης, εγώ ξέρω πώς όλοι είναι κακοί!.. Για μένα είναι το ίδιο όλοι!… Αν δεν ήταν ο κόσμος κακός, δε θα ΄μπαινα στη φυλακή και δε θα ήμουνα ό,τι είμαι τώρα! που δε θα γλιτώσω και πάλι να χωθώ μέσα. Αυτό ξέρω γω! Όλοι είναι κακοί, κακοί!…
-Άλλο λέω γω! Έκανε να πει ο Σακίδας.
-Ξέρω τι λες εσύ, αλλά ξέρω και τι λέω γω!… Αν δεν ήταν ο κόσμος κακός, αν δε με πείραζε, δε θα ΄μπαινα στη φυλακή!… Θα ΄χα κι εγώ μια καλύβα, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου…
Έγινε σιωπή. Ο κρότος του λοστού είχε είχε πάψει. Το βουητό των εντόμων, που γυρίζανε στ΄ άγρια λουλούδια κει κοντά τους, ακουγόταν και φωνές σπουργιτιών.
-Μωρέ, διψώ! έκανε σε λίγο ο Σακίδας.
-Κι εγώ! είπε ο Κούρης.
-Μα πού στο διάολο να βρούμε νερό;
-Να, εκεί, τους είπε ο Λούκαρης, δείχνοντας το λόφο, εκεί στο νταμάρι κάτω έχει πηγάδι!
Αυτοί σηκωθήκανε:
-Δε θά ΄ρθεις;
-Δε διψώ!… Αντίστε!… Γρήγορα λιγάκι!… Ο Λούκαρης τους κοίταξε, που φεύγανε, έπειτα για λίγο έγειρε και ξαπλώθηκε.
- -Κοίταξε το γαλανό χρώμα τ΄ ουρανού, τα πουλιά, τα χελιδόνια, που περνούσαν όλο κελάδημα, και αργά και πού κανένα κοράκι. Και δε σκεφτόταν τίποτα, ή κάποτε κάποια σκέψη ελαφριά φαινότανε στο νου του κι έσβηνε αμέσως, όπως σε κατακάθαρο ουρανό λίγος καπνός.
Ξαφνικά πετάχτηκε και κάθισε.
Πέρα λίγο απ΄ αυτόν, σε μια μεριά μισοκυκλωμένη από χόρτα, ένα φίδι είχε κουλουριαστεί και λιαζότανε με το κεφάλι σα γάτα, ή σκυλί, βαλμένο κάτω…
Τινάχτηκε. Αλλά και το φίδι ορθώθηκε, σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και ανοιγόκλεινε το στόμα του με τα μυτερά στριφτά δόντια…
Χωρίς να το σκεφτεί το χτύπημα με με το καυσόξυλο, που είχε για ραβδί, το χτύπησε με δύναμη… Το φίδι έμεινε ακίνητο.
Το τράβηξε έξω. Ήταν αστρίτης αρκετά μεγάλος.
-Γιατί να το σκοτώσω; είπε, αφού στάθηκε, για λίγο, και το κοίταξε. Τι μου έκανε;… Είχε καθίσει να λιαστεί, να ευχαριστηθεί τον ήλιο!… Όλος ο κόσμος το κυνηγά!…
Είδε το φίδι να κουνιέται και να φέρνει κοντά την ουρά του και να μένει πάλι ακίνητο.
Λύπη μεγάλη του ήρθε:
-Δεν έκανα καλά να το σκοτώσω, όχι!… είπε πάλι. Όλος ο κόσμος το κυνηγά!… Δεν έκανα
καλά!… Και είχε καθίσει να λιαστεί, να ευχαριστηθεί τον ήλιο!…
Και δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και πέσανε πάνω στο σκοτωμένο φίδι.

Ελάχιστα βιογραφικά (Γεννημένος το 1872, πέθανε στις 27 Μαρτίου 1958, έχοντας αφήσει ένα πλούσιο λογοτεχνικό έργο και έχοντας δώσει ως κομμουνιστής τη δική του συνεισφορά στον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση. Τα διηγήματα του Δημοσθένη Βουτυρά αντλούν τα θέματά τους από τη ζωή των φτωχών και καταφρονεμένων, και από τις σελίδες που έγραψε πηγάζει μια βαθιά αίσθηση ανθρωπιάς και αγάπης για τη ζωή. Ακόμη και όταν πρόκειται για τη ζωή ενός αστρίτη!)  Πηγή  Εκδοχή  http://ekdohi.gr/