Translate

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

ΠΑΤΑΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Στείλετε στο leonidasorf@gmail.com ένα κομμάτι από κάθε νέα έκδοση σας και θα το αναρτώ .

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

ΜΟΛΩΧ






      Κωστής Παλαμάς




ΜΟΛΩΧ


Των Ελλήνων την πατρίδα
βάρβαροι την ατιμάζουν!
Οπου ανθοπετούσαν οι Ερωτες
παραδέρνει η νυχτερίδα.

Στη νυχτιά μας μιά πυγολαμπίδα,
των αρχαίων η μνήμη, ψευτοφέγγει
κ' είναι μιά νυχτιά που δεν τη διώχνεις,
του παντοτινού μας ήλιου αχτίδα!

Και πατρίδα και ψυχή ρουφάν
βάρβαροι από βάθη και από ύψη.
Κι όταν, μ' ένα τρίσβαθο ωχ!
των Ελλήνων θεέ, ρωτούμε σε:
«Είσ' εσύ ο ξανθός Απόλλωνας;»
Αποκρίνεσαι:-«Είμ' εγώ ο Μολώχ!»
                     
Κ. Παλαμάς

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

ΜΝΗΜΗ : "Μενέλαος Λουντέμης"


Αυτές τις μέρες (22 Ιανουαρίου 1977) σε ηλικία 65 χρονών έφυγε ο Ο Μενέλαος Λουντέμης , κατά κόσμον (Τάκης) Δημήτριος Βαλασιάδης .

Παρακάτω θα διαβάσετε μία ιστορία που ίσως αρκετοί από εσάς δεν γνωρίζετε όπως μου την έστειλε φίλος με  ηλεκτρονικό ταχυδρομείο :

Το 1956 κι αφού ήδη έχει περάσει 8 χρόνια στην εξορία, μεταφέρεται στην Αθήνα για να δικαστεί -με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας- για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και συγκεκριμένα για το διήγημα «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό».

Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του απαντά: «Ναι, είμαι ένοχος. Όχι όμως γι' αυτά που έγραψα, αλλά γι' αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι' αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι' αυτούς».

Στη συνέχεια καταθέτουν μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης. Ανάμεσά τους ο Κώστας Βάρναλης την κατάθεση του οποίου αξίζει να διαβάσει κανείς (στο βιβλίο «Η δίκη του Μενέλαου Λουντέμη», εκδόσεις ΟΛΥΜΠΙΑ - Στρουμπούκης που φοβάμαι όμως ότι είναι εξαντλημένο).

Τέλος ο Λουντέμης καλείται να απολογηθεί και κάνει μια αναδρομή στη ζωή του και περιγράφει μαζί με το δράμα το δικό του το δράμα ενός ολόκληρου λαού. Όταν φτάνει να περιγράψει το δράμα του παιδιού του όταν ο ίδιος βρισκόταν στη Μακρόνησο ο πρόεδρος παρατηρεί: «Απορώ . πώς δεν υπογράψατε μια δήλωση για να σώσετε από τη δοκιμασία εσάς και το παιδί σας.».
Και ο Λουντέμης απαντά: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ!»

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ ( βιβλιο 1ο Λόγος περί Ελευθερίας )



ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ
ΗΤΟΙ
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΜΝΗΜΕΙΩΣΗ
ΚΕΙΜΕΝΟ - ΣΧΟΛΙΑ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Γ. ΒΑΛΕΤΑΣ
ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ
Ν. Α. ΒΕΗΣ - Μ. ΣΙΓΟΥΡΟΣ
ΕΚΔΟΣΗ ΤΡΙΤΗ
ΑΘΗΝΑ
ΒΙΒΛΙΟΕΚΔΟΤΙΚΗ
1957


ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΝΟΜΑΡΧΙΑ

Ἤτοι Λόγος περὶ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Δι᾿ οὗ ἀποδεικνύεται, πόσον εἶναι καλλιωτέρα ἡ Νομαρχικὴ Διοίκησις ἀπὸ τὰς λοιπάς, ὅτι εἰς αὐτὴν μόνον φυλάττεται ἡ Ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, τί ἐστὶ Ἐλευθερία, ὁπόσων μεγάλων κατορθωμάτων εἶναι πρόξενος, ὅτι τάχιστα ἡ Ἑλλὰς πρέπει νὰ συντρίψῃ τὰς ἁλύσους της, ποῖαι ἐστάθησαν αἱ αἰτίαι ὁποὺ μέχρι τῆς σήμερον τὴν ἐφύλαξαν δούλην, καὶ ὁποῖαι εἶναι ἐκεῖναι, ὁποὺ μέλλει νὰ τὴν ἐλευθερώσωσι.
Συντεθείς τε καὶ τύποις ἐκδοθεὶς ἰδίοις
ἀναλώμασι πρὸς ὠφέλειαν τῶν Ἑλλήνων
ΠΑΡΑ
ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ
Ἐν Ἰταλίᾳ. 1806.
ΣΤΟΧΑΣΟΥ, ΚΑΙ ΑΡΚΕΙ
Ὦ Ἀναγνῶστα!
Ἐπειδὴ ὁ λόγος μου δὲν εἶναι ἄλλο, παρὰ μία διεξοδικὴ Ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Ἕλληνας· ἐπειδὴ τὰς ἀντιρρήσεις ἐκείνων ὁποὺ κατὰ συνήθειαν, καὶ χωρὶς αἰτίαν κάμνουσι, ὡς οὐδὲν κρίνω· ἐπειδὴ οἱ λεξολάτραι, καὶ ὅσοι μὲ τὸ συντακτικὸν τοῦ Γαζῆ εἰς τὸ χέρι ἤθελαν κατακρίνει τοῦτο τὸ ἐγχειρίδιον, εἰς οὐδὲν μὲ βλάπτουσι· ἐπειδὴ νομίζω ἄχρηστον νὰ ἀποκριθῶ εἰς ὅσους ἤθελαν ἐρωτήσει, διατί κράζομαι ἀνώνυμος· καὶ ἐπειδὴ τέλος πάντων προσμένω μὲ πόθον νὰ λάβω καμμίαν ὀρθὴν ἑρμηνείαν, καὶ διόρθωσιν εἰς κανένα σφάλμα μου ἀκούσιον: διὰ τοῦτο, εἰς ἄλλο τι δὲν χρησιμεύει ἡ παροῦσα μου ξεχωριστὴ Ἐπιστολή, εἰμὴ μόνον διὰ νὰ σὲ εἰδοποιήσω, ὅτι, ἀνίσως ὁμοιάζεις ἐκείνους ὁποὺ προφέρουσι τὸ ὄνομα τῆς Ἑλλάδος χωρὶς νὰ ἀναστενάζωσι, νὰ μὴν χάσῃς τὸν καιρόν σου ματαίως εἰς τὸ νὰ ἀναγνώσῃς τὸ πονημάτιόν μου τοῦτο.
Ἔρρωσο.
ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΥΜΒΟΝ
τοῦ μεγάλου καὶ ἀειμνήτου Ἕλληνος
ΡΗΓΑ
τοῦ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς Ἑλλάδος ἐσφαγιασθέντος,
χάριν εὐγνωμοσύνης ὁ συγγραφεὺς τὸ
πονημάτιον τόδε ὡς δῶρον ἀνατίθησι.
Exoriare aliquis nostris ex ossibus ultor(*)
Virg.
Εἰς ποῖον ἄλλον ἔπρεπε νὰ ἀναθέσω ἐγὼ τὸ παρόν μου πονημάτιον, ἀξιάγαστε Ἥρως, παρὰ εἰς ἐσὲ ὁποὺ ἐστάθης πρόδρομος μιᾶς ταχέας ἐλευθερώσεως τῆς κοινῆς πατρίδος μας Ἑλλάδος, καὶ ἐθυσίασες τὴν ζωήν σου δι᾿ ἀγάπην της; Δέξαι το λοιπὸν μὲ τὸ συνηθισμένον σου ἑλληνικόν, ἱλαρὸν καὶ καταδεκτικὸν βλέμμα, καὶ δέξαι το πρὸς τούτοις ὡς ἀρραβῶνα ἐκδικήσεως τοῦ λαμπροῦ αἵματός σου κατὰ τῶν τυράννων τῆς Ἑλλάδος. δὲ Ἑλλὰς ἅπασα θέλει δοξάσει διὰ παντὸς τὸ ἀθάνατον ὄνομά σου, συναριθμοῦσα αὐτὸ εἰς τὸν κατάλογον τῶν Ἐπαμεινώντων, Λεωνίδων, Θεμιστοκλέων, καὶ Θρασυβούλων.
(*) Ἀναφανῆναί τις ἐκ τῶν ὀστέων ἡμῶν ἔκδικος. Βιργ.


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ
ἤτοι Λόγος περὶ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Ἐσεῖς, ὦ ἀθάνατοι ψυχαὶ τῶν ἐλευθέρων προγόνων μου! ἐνδυναμώσατε τώρα τὸν ζῆλον μου μὲ τὰ ἡρωϊκά σας ἐντάλματα, διὰ νὰ ἐκφράσω, καθὼς πρέπει, τὰ τῆς ἐλευθερίας κάλλη εἰς τοὺς ἀπογόνους σας. Καὶ σύ, ἱερὰ Πατρίς, ἐγκαρδίωσον καὶ στερέωσον τὴν πρὸς σὲ ἀγάπην μου, μὲ τὴν ἐνθύμησιν τῶν παλαιῶν τερατουργημάτων σου, διὰ νὰ παραστήσω μὲ σαφήνειαν εἰς τὰ τέκνα σου τὰς φοβερὰς χρείας σου, καὶ νὰ ἐνθουσιάσω τὰς ἑλληνικάς των καρδίας μὲ τὸν θεῖον σου ἔρωτα.
Ναί, φιλτάτοι μου Ἕλληνες, τὸ ἐπιχείρημα εἶναι δύσκολον δι᾿ ἐμέ, ἀλλ᾿ ἡ Πατρὶς τὸ ζητεῖ, τὸ χρέος μου μὲ βιάζει, καὶ μόνον ἡ ἀλήθεια τῶν λόγων μου μοῦ προμηνύει καλὴν ἔκβασιν. Ἀντὶ ρητορικῶν φράσεων, θέλει καλλωπίσει τὸν λόγον μου ἡ διήγησις τῶν θαυμαστῶν ἔργων τῶν πάλαι Ἡρώων, ἡ μεγαλειότης δὲ τοῦ θέματος καὶ τὸ κοινὸν ὄφελος μοῦ τάζουσι τὴν παρ᾿ ἐμοῦ ποθουμένην ἀνταμοιβήν, λέγω τὴν κατάπεισιν τῶν ὁμογενῶν μου Ἑλλήνων.
Ἄμποτες, λοιπόν, νὰ ἀξιωθῶ νὰ ἀποδείξω ἐμπράκτως τὰ ὅσα, κατὰ τὸ παρόν, διὰ λόγου ἀπεφάσισα νὰ σᾶς κοινοποιήσω, τὸ ὁποῖον ἐπεύχομαι εἰς ὅλους τοὺς ἀγαπητούς μοι Ἕλληνας καὶ ὅλους τοὺς ἀληθεῖς φιλοπάτριδας.
***
Ἀναγκαῖον πρᾶγμα εἶναι εἰς ὅποιον ἀποφασίσει νὰ ἐξετάσῃ τὴν ἀλήθειαν τῶν πραγμάτων, συχνάκις νὰ δυσπιστῇ εἰς τὸν ἴδιον ἑαυτόν του, καὶ χωρὶς νὰ εἶναι εὐκολόπιστος εἰς τοὺς ἄλλους, νὰ καταπείθεται μόνον εἰς τὴν ἀναμφιβολίαν. Ὡσὰν ὁποὺ πολλάκις ἀμελῶντας τινὰς μίαν παραμικρὰν ἔρευναν, καὶ δίδοντας πίστιν εἰς ὅσα ἀκροάζεται ἀπὸ ἄλλους, εὐκόλως ἠμπορεῖ νὰ ἀπατηθῇ, καὶ τότε λαμβάνει μίαν περίληψιν ἀκατάστατον εἰς τὴν ὑπόθεσιν ὁποὺ ζητεῖ, καὶ ἐξακολούθως οὔτε αὐτὸς ἠμπορεῖ νὰ εὕρῃ τὴν ἀλήθειαν, οὔτε ἄλλοι παρ᾿ αὐτοῦ νὰ τὴν ἐννοήσωσι.
Ὅταν ὅμως ἐξετάζῃ τὴν ὑπόθεσιν μὲ προσοχήν, συγκρίνει ἀδιαφόρως τοὺς περὶ αὐτῆς ὁμιλήσαντας, ἐρευνῶντας πρὸς τούτοις τὰς αἰτίας, ὁποὺ τὸν καθένα ἐπαρακίνησαν νὰ ὁμιλήσῃ· ὅταν, λέγω, ἐκλέγει τὸ πιθανὸν ἀπὸ τὸ ἀδύνατον καὶ τὸ δύσκολον ἀπὸ τὸ ἀμφίβολον, τότε προχωρεῖ βαθμηδόν, καὶ φθάνει τέλος πάντων εἰς τὴν ἀλήθειαν, καὶ εὑρίσκει τὴν ἀνταμοιβὴν εἰς τοὺς κόπους του μὲ τὴν ἀκριβήν της ἀπόκτησιν. Τότε, λέγω, πρέπει καθεὶς νὰ καταπείθεται, καὶ ἀνοητότατος ἤθελεν εἶναι ὁ ἀκατάπειστος.
***
Πολλοί, μέχρι τῆς σήμερον, ἐστάθησαν οἱ πολυπράγμονες τῆς ἀνθρωπίνης εὐδαιμονίας, πολλὰ ὀλίγοι ὅμως διετήρησαν τοὺς προλεχθέντας κανόνας, καὶ ὀλιγότατοι ἐπέτυχον τοῦ σκοποῦ των· καὶ διὰ τοῦτο ἄλλος μὲν ἤλπισε νὰ τὴν εὕρῃ εἰς τὰ πλούτη, ἄλλος εἰς τὴν μάθησιν, ἄλλος εἰς τὴν πτωχείαν, ἄλλος εἰς τὴν φιλαυτίαν· μερικοὶ πάλιν, ἐξετάζοντες τὰ ἀνθρώπινα περιστατικά, καὶ ἀπαντοῦντες πανταχόθεν ἐμπόδια καὶ δυσκολίας, εἶπον ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι εὐτυχὴς κατ᾿ οὐδένα τρόπον· ἄλλοι δέ, ὁποὺ δὲν ἔλαβον ἐπιμέλειαν νὰ ἐρευνήσωσι ὅσον ἐχρειάζετο τὴν ὑπόθεσιν, ἀπεφάσισαν εὐθὺς εὐθύς, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι εὐτυχεῖς.
Ἀνάμεσα, λοιπόν, εἰς τοιοῦτον λαβύρινθον τοσούτων στοχασμῶν, ἄλλο, βέβαια, δὲν ἠμπορεῖ τινὰς νὰ καταλάβῃ, εἰμὴ μόνον ὅτι ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου στέκεται εἰς τὸ νὰ εἶναι εὐχαριστημένος, καὶ ἐξακολούθως, μὴν ἠμπορῶντας νὰ εἶναι κατὰ πάντα εὐχαριστημένος, οὔτε κατὰ πάντα εὐτυχὴς ἠμπορεῖ νὰ ὀνομασθῇ.
Ὅθεν, διὰ νὰ εὐτυχήσῃ ὁ ἄνθρωπος ὅσον περισσότερον εἶναι δυνατόν, πρέπει πρότερον νὰ ἐξαλείψῃ ὅσας αἰτίας τῆς δυσαρεσκείας του ἠμπορέσῃ, δηλ. νὰ ὑπακούῃ εἰς τὴν θέλησίν του. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουσιν ὅλοι τὰς αὐτὰς θελήσεις, εἶναι ἀναγκαῖον οἱ ὀλιγότεροι νὰ ὑπακούουν εἰς τὴν θέλησιν τῶν περισσοτέρων καὶ μὴν ὄντας δυνατὸν νὰ εἶναι ὅλοι εὐτυχεῖς, κἂν νὰ εἶναι οἱ περισσότεροι.
Ἡ εὐτυχία μας λοιπὸν κρέμαται ἀπὸ τὴν διοίκησιν, ἡ ὁποία ἠμπορεῖ νὰ μᾶς καταστήσῃ εὐτυχεῖς μόνον τότε, ὅταν ἀρέσκῃ τῶν περισσοτέρων. Διὰ τοῦτο ἀναγκαῖον εἶναι νὰ ἐξετάσητε μαζί μου, ἀνάμεσα εἰς τὰς τόσας διοικήσεις, ὁποὺ τὴν σήμερον ἔχουσιν οἱ ἄνθρωποι, ποία εἶναι ἡ καλλιοτέρα, τὸ ὁποῖον δὲν θέλει σᾶς φανῆ δύσκολον, ἐπειδὴ ἠξεύρετε τὸν τρόπον, ὁποὺ σᾶς προεῖπον, τῆς δοκιμῆς της. Ἀφοῦ δὲ εὕρομεν τὴν καλλιοτέραν διοίκησιν, τότε θέλομεν καταλάβει καὶ τί ἐστὶ ἐλευθερία, περὶ ἧς ὁ λόγος, καὶ πόσων ἀξίων κατορθωμάτων καὶ ἀρετῶν εἶναι πρόξενος, καὶ τέλος πάντων εἰς τί συνίσταται ἡ ὁμοιότης καὶ ἡ ὁμόνοια· ὁποὺ βεβαιωθέντες εἰς αὐτά, νὰ προσπαθήσωμεν νὰ τὰ ξαναποκτήσωμεν, καὶ νὰ ἀναλαμπρύνωμεν τὸ Γένος μας, τὸ ὁποῖον ἡ τυραννία τόσον ἠμαύρωσεν.
***
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πεπροικισμένος ἀπὸ τὴν φύσιν μὲ τὸ λογικόν, διὰ μέσου τοῦ ὁποίου συγκρίνει τὰ πράγματα ἀναμεταξύ των, καὶ προκρίνει ἀπὸ αὐτὰ ὅποιον τὸν ὠφελεῖ περισσότερον, ἔχει δὲ μίαν κλίσιν πρὸς τὸ βελτίον, ὁποὺ πάντοτε τὸν παρακινεῖ, εἰς ὁποιανδήποτε κατάστασιν ἤθελεν εἶναι, νὰ ζητῇ μίαν καλλιοτέραν· ὁ πρῶτος του λοιπὸν καὶ ἀναγκαιότερος στοχασμὸς εἶναι τὸ νὰ διαφυλάξῃ τὴν ζωήν του καὶ νὰ τὴν διαυθεντεύσῃ ὅσον ἠμπορεῖ ἀπὸ κάθε ἐναντίον.
Ἕως ὁποὺ ὁ ἄνθρωπος ἠμπόρεσε νὰ τραφῇ καὶ νὰ διαυθεντευθῇ μόνος του, ἕως τότε ἐσώθη ἡ φυσικὴ ζωή, καὶ βέβαια ἡ εὐτυχεστέρα διὰ ἡμᾶς τοὺς θνητούς. Ἀφοῦ ὅμως ὁ ἕνας ἔκραξεν πρὸς βοήθειάν του τὸν ἄλλον, τὸ φυσικὸν σύστημα ἐτελείωσεν, καὶ εὐθὺς ἤρχισεν, διὰ νὰ εἰπῶ ἔτζι, τὸ ἐλεεινὸν θέατρον τῶν ἀνθρωπίνων περιστάσεων.
Ἴσως τινὰς ἤθελεν ἐρωτήσει, πόθεν προῆλθεν ἡ ἀνάγκη, ὁποὺ ἐβίασεν τὸν ἄνθρωπον νὰ ζητήσῃ βοήθειαν παρ᾿ ἄλλου· ἀλλὰ ἤθελεν εἶναι τὸ ἴδιον νὰ ἐρωτοῦσε τινάς, διὰ ποῖον τέλος καὶ διὰ τί τὸ ὑπέρτατον Ὂν ἔκτισε τὴν οἰκουμένην. Ἡ μεγαλειτέρα ἀμάθεια εἶναι, ἀδελφοί μου, τὸ νὰ θέλῃ τινὰς νὰ μάθῃ ἐκεῖνα ὁποὺ δὲν ἠμπορεῖ νὰ καταλάβῃ. Ὅθεν, ὅποιος γνωρίζει τὰ ὅσα δὲν δύναται νὰ ἐννοήσῃ καὶ τὰ παραιτεῖ, εἶναι ὁ σοφώτερος τῶν ἀνθρώπων.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔπαυσεν, ὡς εἶπον, τὸ πρῶτον σύστημα τῶν ἀνθρώπων, εἰς τὸ ὁποῖον ἡ φύσις ἦτον ἀντὶ τῶν νόμων, ἡ γῆ ὅλη ἀντὶ τῶν πολιτειῶν, καὶ ἡ θέλησις καθενὸς ἀντὶ τῶν ἠθῶν, ἀφοῦ, λέγω, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἠθέλησεν νὰ εὐχαριστηθῇ μὲ τὴν σημερινὴν τροφήν, ἀλλ᾿ ἐζήτησε νὰ προητοιμάσῃ καὶ διὰ τὴν αὔριον, καὶ ἀφοῦ τέλος πάντων ἀπεφάσισε νὰ ζήσῃ μαζὶ μὲ ἄλλους, ἔχασε τὴν ἀληθῆ εὐτυχίαν, καὶ ἔγινε δοῦλος ὄχι μόνον τοῦ ἑαυτοῦ του, καὶ ἄλλων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἰδίων ἀψύχων πραγμάτων.
Πρώτη λοιπὸν ἐστάθη, ἡ ἀναρχία νὰ φανερωθῇ ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Εὐθὺς ὁ δυνατότερος ἄρχισε νὰ δώσῃ νόμον τοῦ ἀδυνάτου, καὶ οἱ περισσότεροι νὰ ἁρπάζωσι τὸ δίκαιον ἀπὸ τοὺς ὀλιγοτέρους: ἐκεῖ φόνοι, ἐκεῖ ἀδικίαι, ἐκεῖ τέλος πάντων μύρια ἀναγκαῖα πλημμελήματα ἕως τότε ἀγνώριστα. Εἶδεν ἡ ἀνθρωπότης τὸ καλὸν ὁποὺ ἔχασεν, ἀλλὰ δὲν τῆς ἦτον πλέον δυνατὸν νὰ τὸ ξαναποκτήσῃ, καὶ ἀναγκαίως ἐχρειάσθη νὰ βασανισθῇ ὄχι ὀλίγον καιρόν, ἕως ὁποὺ ἡ σκιὰ τοῦ θρόνου ἤρχισε νὰ ἀπομωράνῃ τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἰδοὺ ἡ μοναρχία ἐμφανίσθη, ἡ ὁποία ὡς πρόξενος καὶ γεννήτρια τῆς πολιτικῆς ἀνομοιότητος τῶν ἀνθρώπων, μετ᾿ οὐ πολλοῦ μεταβληθεῖσα εἰς τυραννίαν, ἔφερεν εἰς τὴν γῆν ὅλα τὰ κακὰ ὁποὺ ἠμποροῦσεν νὰ δοκιμάσῃ τὸ ἀνθρώπινον γένος.
Ἰδοὺ ὁ τύραννος, ὡς ἡμίθεος, νὰ δίδῃ τὸν θάνατον εἰς τοὺς ἄλλους, καὶ νὰ χαρίζῃ τὴν ζωὴν ὅσων δὲν θανατώνει. Ἰδοὺ τὰ ἐλαττώματα, ὄχι πλέον μισητά, ἀλλὰ ἐπαινετά, καὶ ἐπιθυμητά. Ἰδοὺ ἡ ἀδικία μὲ τὸ ξίφος εἰς τὴν δεξιάν, νὰ καταπατῇ τὴν ἀρετήν, καὶ νὰ διώκῃ τὴν δικαιοσύνην. Ἰδού...
Ἀλλά, τέλος πάντων, αὐτὰ τὰ ἴδια κακά, καὶ ἀνυπόφοροι δυστυχίαι ἐδίδαξαν τὴν ἀνθρωπότητα νὰ εὕρῃ μίαν διοίκησιν, εἰς τὴν ὁποίαν νὰ ἐπιτύχῃ τὴν ἀνάπαυσίν της καὶ τὴν εὐτυχίαν της· αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἐκείνη ἡ διοίκησις, ὁποὺ ἐγὼ θέλω νὰ τὴν ὀνομάσω Νομαρχίαν, ἡ ὁποία, ὅσον περισσότερον οἱ ἄνθρωποι ἀγαπῶσι τὴν εὐτυχίαν των, τόσον αὐτὴ στερεοῦται καὶ φυλάττεται ἀμετάτρεπτος, οὖσα ἡ ὑστερινὴ μεταμόρφωσις, διὰ νὰ εἰπῶ οὕτως, τῶν διαφόρων διοικήσεων, καὶ ἡ μόνη πρόξενος τῆς ἀρετῆς, τῆς ὁμοιότητος, καὶ τῆς ἐλευθερίας.
Πολλάκις βλέπομεν, νὰ μὴν ἀκολουθοῦν τὸν εἰρημένον κανόνα εἰς τὰς μεταβολάς των αἱ διοικήσεις, αὐτὸ ὅμως προέρχεται ἀπὸ διαφόρους αἰτίας, ὁποὺ τὸ παρὸν θέμα δὲν συγχωρεῖ τὴν ἐκτεταμένην των διήγησιν. Φθάνει μόνον νὰ ἠξεύρῃ καθείς, ὅτι ὁποιαδήποτε διοίκησις πρέπει νὰ εἶναι μία ἀπὸ τὰς εἰρημένας τέσσαρας, τὰς ὁποίας ὡς γενικὰς κρίνω, καὶ ὅτι ἡ ὑστερινὴ εἶναι ἡ καλλιοτέρα καὶ ἁρμοδιωτέρα πρὸς τὸ ἡμέτερον εὖ ζῆν.
Αὐτὴν λοιπὸν ἂς ἐξετάσωμεν ὅσον δυνηθῶμεν ἀκριβέστερα· καὶ βέβαια εἰς αὐτὴν θέλομεν εὕρει τὴν ἐλευθερίαν διασωσμένην, καὶ ἐξακολούθως, τὴν εἴσοδον εἰς τὴν ἀνθρωπίνην εὐδαιμονίαν. Ἡ νομαρχία, ἀδελφοί μου, εὑρίσκεται τόσον εἰς τὴν δημοκρατίαν, καθὼς καὶ εἰς τὴν ἀριστοκρατίαν, αἱ ὁποῖαι εἰς ἄλλο δὲν διαφέρουσι, εἰμὴ μόνον, ὅτι ἡ μὲν δημοκρατία κλίνει εἰς τὴν ἀναρχίαν, ἡ δὲ ἀριστοκρατία εἰς τὴν ὀλιγαρχίαν, ἡ ὁποία πολλάκις εἶναι χειροτέρα καὶ ἀπὸ τὴν ἰδίαν τυραννίαν. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ εἰς τὰς δύο αὐτὰς διοικήσεις σώζεται ἡ Ἐλευθερία, ἀδιάφορος εἶναι ἡ ἐκλογή. Ὅθεν, κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, καὶ κατὰ τὸ κλῖμα, ποτὲ μὲν προτιμᾶται ἡ μία, ποτὲ δὲ ἡ ἄλλη.
Ἀλλὰ τί ἐστὶ ἐλευθερία; Εἰς τὴν ἀναρχίαν, ὦ Ἕλληνες, ἐλεύθεροι εἶναι μόνον οἱ ἰσχυρότεροι, εἰς μὲν εἰς τὴν μοναρχίαν, οὐδεὶς δὲ εἰς τὴν τυραννίαν, καὶ ὅλοι εἰς τὴν νομαρχίαν. Ὅθεν, κατὰ μὲν τοὺς πρώτους ἡ ἐλευθερία ἄλλο δὲν εἶναι, εἰμὴ ἡ ἐκτέλεσις τῆς θελήσεως τοῦ καθενός, ἐπειδή, εὑρισκόμενοι χωρὶς νόμους, καὶ χωρὶς κριτάς, ὁ μὲν ἅρπαξ ὀνομάζει τὰς ἁρπαγάς του ἀποτέλεσμα τῆς ἐλευθερίας του, ὁμοίως δὲ καὶ ὁ ἄσωτος τὰς ἀσωτίας του, καὶ ὁ κακὸς τὰς κακίας του.
Κατὰ δὲ τοὺς δευτέρους, ὡσὰν ὁποὺ ἐπώλησαν τὴν ἐλευθερίαν τους ἑνός, ἄλλο δὲν ἐννοοῦσι μὲ αὐτὴν τὴν λέξιν, εἰμὴ τὰς προσταγὰς τοῦ κυρίου των, καὶ εἶναι μόνον ἐλεύθεροι διὰ νὰ τὸν ὑπακούωσι. Ὁ τύραννος δὲ καὶ οἱ δοῦλοι του ἀγνοοῦσι παντάπασιν τοιαύτην λέξιν, ἐπειδὴ ποτὲ δὲν τὴν ἐδοκίμασαν, διὰ νὰ ἔχουν ἰδέαν περὶ αὐτῆς.
Ὑπὸ τῆς νομαρχίας, τέλος πάντων, ἡ ἐλευθερία εὑρίσκεται εἰς ὅλους, ὡσὰν ὁποὺ ὅλοι κοινῶς τὴν ἀφιέρωσαν εἰς τοὺς νόμους, τοὺς ὁποίους διέταξαν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, καὶ ὑπακούοντάς τους καθεὶς ὑπακούει εἰς τὴν θέλησίν του, καὶ εἶναι ἐλεύθερος. Ἰδοὺ λοιπόν, ὁποὺ κατ᾿ αὐτοὺς ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ ὑπακοὴ εἰς τοὺς νόμους, καὶ ἐν ἑνὶ λόγῳ, ἄλλο δὲν εἶναι ἡ ἐλευθερία παρὰ ἡ αὐτὴ νομαρχία. Αὐτὴ εἶναι, ἀγαπητοί μου, ἐκείνη ἡ ἐλευθερία, ὁποὺ ἄλλοι μὲν ἀστοχάστως ἐνόμιζον τὴν ἀπώλειαν, ἄλλοι δὲ παραφρόνως τὴν ἀπείθειαν, καὶ ἄλλοι ἄλλως, ὡς ἡ ἀπαιδευσία ἐδίδασκε τὸν καθένα, ἄφευκτα ἀποτελέσματα τῆς δουλείας, ἡ ὁποία ἐβαρβάρωσεν τοὺς ἀνθρώπους, κατέφθειρεν τὰ ἤθη, καὶ ἐξ αἰτίας της ἡμεῖς διαφέρομεν τόσον ἀπὸ τοὺς προγόνους μας, ὁποὺ εἰς μερικοὺς φαινόμεθα ἀλλοτρίου γένους.
Φεῦ! ποῦ εἶσαι, ἐλευθερία ἱερά! ποῦ νόμοι! ποῦ νομοδόται! Ὅσον γνωρίζομεν τὴν ἀληθῆ σημασίαν σου, τόσον αὐξάνει ὁ πόθος μας εἰς τὸ νὰ σὲ ἀπολαύσωμεν. Ἐσὺ εἶσαι ἡ μήτηρ τῶν μεγάλων ἀνδρῶν, σὺ ὁ στῦλος τῆς δικαιοσύνης, σὺ ἡ πηγὴ τῆς εὐτυχίας. Ἔ, πόσον καλὸν λείπει ἐκείνων, ὁποὺ σὲ ὑστεροῦνται! Πόσον θέλουν κλαύσει ὅσοι μέχρι τοῦδε δὲν σὲ ἐγνώριζον!
Ἡμεῖς δέ, ναὶ ἱερὰ Ἐλευθερία, μὲ τοὺς ὀδόντας μας θέλομεν συντρίψει τὰς ἁλύσους μας, διὰ νὰ τρέξωμεν πρὸς ἀπάντησίν σου. Εἶναι ἀδύνατον αἱ ἑλληνικαὶ ψυχαὶ νὰ κοιμηθοῦν πλέον εἰς τὴν ληθαργίαν τῆς τυραννίας! Ὁ λαμπρὸς ἦχος τῶν ἀρμάτων των πάλιν θέλει ἀκουσθῆ πρὸς κατατρόπωσιν τῶν τυράννων των, καὶ ταχέως.
Ἀλλά, πρὶν εἰσέλθω εἰς τὴν ἐπαρίθμησιν τῶν καλῶν τῆς αὐτῆς νομαρχίας, κρίνω ἀναγκαῖον νὰ σᾶς φανερώσω τι προλαβόντως περὶ τῆς ὁμοιότητος τῶν ἀνθρώπων, καὶ τοῦτο διὰ νὰ μὴν ἀπατηθῶσιν ὅσοι ἤθελαν νομίσει νὰ εὕρωσιν εἰς αὐτὴν τὴν διοίκησιν μίαν ἀπόλυτον ὁμοιότητα.
***
Τρεῖς εἶναι λοιπὸν αἱ αἰτίαι τῆς ἀνομοιότητος τῶν ἀνθρώπων, ἀδελφοί μου, ἀγκαλὰ καὶ αὐτοὶ νὰ διαφέρωσι κατὰ πολλοὺς τρόπους. Ἡ πρώτη ἀπὸ αὐτὰς εἶναι ἡ ἰδία φύσις, ἡ ὁποία ἄλλους μὲν ἔκαμεν δυνατῆς κράσεως, καὶ ἄλλους ἀδυνάτου, ἐχάρισε μερικῶν περισσότερον πνεῦμα, καὶ ἄλλων τινῶν ὀλιγότερον, καὶ οὕτως οἱ ἄνθρωποι διαφέρουσιν ἐν πρώτοις ἀναμεταξύ των κατὰ φυσικὸν τρόπον.
Ἡ δὲ δευτέρα εἶναι ἡ ἀνατροφή, διὰ τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τὰς ἀρετὰς καὶ τὴν σοφίαν, ἤτοι τὰ καλὰ ἤθη. Ὅθεν, οἱ ἄνθρωποι διαφέρουσιν ἀκόμη καὶ κατὰ τὰ ἤθη.
Ἡ τρίτη, τέλος πάντων, εἶναι ἡ τύχη, καὶ οὕτως ὁ πτωχὸς διαφέρει ἀπὸ τὸν πλούσιον.
Ἡ ἀναρχία, λοιπόν, κατέστησε κατ᾿ ἀρχὰς τὴν ἁπλῆν φυσικὴν ἀνομοιότητα ἀνυπόφορον, καὶ ἐξακολούθως ἡ μοναρχία, καὶ μετ᾿ αὐτῆς ἡ τυραννία, ἠθέλησαν νὰ μετριάσουν ὁπωσοῦν τὴν φυσικὴν ἀνομοιότητα, καὶ αἰφνιδίως ἐπροξένησαν εἰς τὴν ἀνθρωπότητα τὴν ἀκατάστατον καὶ φοβερὰν ἀνομοιότητα τῶν ἠθῶν τε καὶ τῆς τύχης, ὁποὺ θεωρῶντας τὴν σήμερον τινὰς τοὺς ἀνθρώπους, πρέπει νὰ ἀνατριχιάζῃ ἀπὸ τοιοῦτον ἐλεεινὸν θέαμα, εὑρίσκοντας πολλὰ μεγαλειτέραν διαφορὰν ἀπὸ ἕνα ἄνθρωπον εἰς ἄλλον, παρὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον εἰς ἕνα ζῶον (1).
Ἄλλο μέσον δὲν ἦτον λοιπὸν νὰ παρηγορήσῃ τὴν ἀνθρωπότητα, εἰς τόσον κακὴν κατάστασιν εὑρισκομένην, παρὰ μία καλὴ διοίκησις, καὶ διὰ τοῦτο ἡ νομαρχία, χωρὶς νὰ θελήσῃ ματαίως νὰ κάμῃ ὅλους δυνατούς, ὅλους πεπαιδευμένους, ὅλους πλουσίους, ἢ τοὐναντίον, ἐμετρίασε μόνον μὲ τοὺς νόμους τὴν φυσικὴν ἀνομοιότητα, καὶ τόσον καλῶς ἐξίσωσε τὰς λοιπάς, ὥστε ὁποὺ ἔκαμε νὰ χαίρωνται οἱ ἄνθρωποι μίαν ἐντελῆ ὁμοιότητα, ἀγκαλὰ καὶ κατὰ φύσιν ἀνόμοιοι. Αὐτὴ ἔδωσεν εὐθὺς τόπον τῶν δυνατῶν, νὰ διαυθεντεύσουν τὴν πατρίδα των, ἐπαρηγόρησεν τοὺς ἀδυνάτους, μὲ τὸ σκῆπτρον τῆς δικαιοσύνης, ἐδίδαξε τοὺς ἀτάκτους νὰ εὕρωσι τὴν εὐτυχίαν των εἰς τὴν χρηστοήθειαν, ἐβράβευσεν τοὺς καλοηθεῖς, καὶ τέλος πάντων, χωρὶς νὰ ἐμποδίσῃ τὸ ἀκατάστατον τοῦ συμβεβηκότος, ἐτίμησε μόνον τὴν ἀξιότητα τοῦ ὑποκειμένου, καὶ οὕτως μὴ καταφρονοῦσα τὸν πτωχόν, ἀπεδίωξε ἀπὸ τὸν πλούσιον τὴν λύσσαν τῶν χρημάτων.
Καὶ ἰδού, πάραυθα, ὁ στρατιώτης νὰ γίνηται ἥρως, ὁ πολίτης νὰ κερδίζῃ τὴν ζωοτροφίαν του, χωρὶς νὰ ζημιώσῃ τὸν ἀδελφόν του, ὁ πτωχὸς νὰ μὴν βλέπῃ τὴν πτωχείαν του ὡς ἀτιμίαν, καὶ ὁ πλούσιος νὰ μὴν στοχάζεται πλέον τὰ πλούτη του ὡς ἀρετοδοχεῖον, ἀλλ᾿ ἁπαξάπαντες νὰ εὑρίσκωσι τὴν εὐχαρίστησίν των χωρὶς τὸν παραμικρὸν κόπον, καὶ νὰ εὐτυχῶσι.
Διότι, εἶναι φανερόν, ὁποὺ ὅταν ὁ ἀδύνατος δὲν βλάπτεται ἀπὸ τὸν δυνατόν, δὲν τὸν θλίβει ἡ ἀδυναμία του, ὁ πτωχὸς δέ, βλέποντας τὴν ἀδιαφορίαν τῶν λοιπῶν εἰς τὰ τυχηρὰ ἀποκτήματα, δὲν τὸν λυπεῖ ἡ ὑστέρησίς των, καὶ οὕτως ὅλοι εὑρίσκονται εὐχαριστημένοι, συνζῶσι ὅμοιοι, καὶ ἐλεύθεροι, ὡς ἀδελφοί τινες εἰς τὸν πατρικόν των οἶκον, καὶ καθὼς τοῦτοι διαυθεντεύουσι τοὺς γονεῖς των καὶ τοὺς ἀγαπῶσι, οὕτως καὶ ἐκεῖνοι χύουσι τὸ αἷμα των διὰ τὴν ἀγάπην τῆς πατρίδος των καὶ διὰ τὴν φύλαξιν τῶν νόμων των.
Οἱ νόμοι, διὰ μέσου τῶν ὁποίων εἰς τὴν νομαρχίαν χαίρονται οἱ ἄνθρωποι μίαν ἀπόλυτον πολιτικὴν ὁμοιότητα, ἀγαπητοί μου, εἶναι εἰς τὴν διοίκησιν, ὡς ἡ ψυχὴ εἰς τὸ σῶμα· αὐτοὶ δίδουσιν τὴν κίνησιν εἰς τὰ πολιτικὰ σώματα, καὶ ὁ καλὸς νομοδότης εἶναι ὁ ἀξιώτερος καὶ τιμιώτερος τῶν ἀνθρώπων.
Διὰ τῶν καλῶν νόμων ἀποκαταστῶνται χρηστὰ τὰ ἤθη τῶν πολιτῶν, καὶ ὅσον περισσότερον εἶναι καλοηθὴς ὁ λαός, τόσον εὐκολοτέρως ὑπακούονται οἱ νόμοι. Αὐτοὶ ἑνώνοσι μὲ θαυμασίαν τέχνην, τὴν μερικὴν μὲ τὴν κοινὴν ὠφέλειαν, καὶ προετοιμάζουσι τοὺς πολίτας εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ εἰς τὴν δόξαν, ἀπὸ τὴν πλέον τρυφερὰν ἡλικίαν των, διὰ μέσου μιᾶς ἀνατροφῆς, ἀληθοῦς καὶ γλυκείας.
Ἡ ἀνατροφὴ τῶν νέων εἶναι ὁ κυριώτερος στοχασμὸς τῶν νομοδότων. Ὁ θαυμασιώτερος καὶ νουνεχέστερος νομοδότης, ὁποὺ μέχρι τῆς σήμερον ἐφάνη εἰς τὸν κόσμον κατὰ πάντα τρόπον, ἐστάθη βέβαια ὁ μέγας Λυκοῦργος, ὁ ὁποῖος δὲν ἠπατήθη νὰ στοχασθῇ τοὺς ἀνθρώπους, καθὼς ἔπρεπε νὰ ἦτον, ἀλλὰ γνωρίζοντάς τους ὁποίας λογῆς εἶναι, τοὺς ἀπεκατέστησε, ὅσον ἦτον τὸ δυνατόν, καλλιοτέρους.
Ἡ ἀνατροφή, διὰ νὰ εἰπῶ οὕτως, εἶναι μία δευτέρα φύσις εἰς τὸν ἄνθρωπον, καί, διὰ τοῦτο, πρέπει νὰ ἀρχίσῃ μαζὶ μὲ τὴν ζωήν του. Ἡ Ἑλλὰς μᾶς παρασταίνει μύρια παραδείγματα τῆς καλῆς ἀνατροφῆς τῶν προγόνων μας. Τὰ γυμναστήρια ἦτον ἀνοικτὰ εἰς ὅλους, κοινῶς καὶ ἀδιαφόρως, πρὸς φωτισμὸν τῶν ὅλων.
Ἀλλὰ πῶς, ἴσως τινὰς ἤθελεν ἐρωτήσει, ἠμπορεῖ ἕνας πτωχὸς πατὴρ νὰ δώσῃ τῶν τέκνων του μίαν τοιαύτην ἀνατροφήν; Ἔ! τοιαύτη ἐρώτησις ἠξεύρω ἀπὸ ποίους θέλει ἀρχίσει. Βέβαια, οἱ τοιοῦτοι εἶναι ὑπὸ τυραννίας.
Ἂς μάθουν λοιπὸν ὅλοι οἱ πτωχοὶ πατέρες, ὅτι ὑπὸ τῆς νομαρχίας καθεὶς ἠμπορεῖ νὰ ζήσῃ καλά, καὶ χωρὶς νὰ εἶναι πλούσιος. Οἱ νόμοι προβλέπουν εἰς τοὺς μὴ ἔχοντας. Τὰ τέκνα ὅλων εἶναι τῆς πατρίδος τέκνα, καὶ αὐτὴ τὰ ἀνατρέφει, τὰ γυμνάζει, καὶ τὰ προκόπτει, διὰ τοῦτο καὶ αὐτὰ τὴν ἀγαπῶσι διὰ εὐγνωμοσύνην, καὶ διὰ τοῦτο, τέλος πάντων, προτιμᾶται αὐτὴ ἡ διοίκησις, ἡ ὁποία ὄχι μόνον δὲν ἔχει τὰ κακά, ὁποὺ φυλάττουσιν αἱ ἄλλαι, ἀλλὰ καὶ πλημμερεῖ ἀπὸ καλά, καλὰ ἐπιθυμητά, ὠφέλιμα, καὶ ἀναγκαῖα.
Ποῖος δὲν καταλαμβάνει τώρα, ἀδελφοί μου, ὅτι εἰς τὴν νομαρχίαν μόνον εὑρίσκεται ἡ εὐτυχία μας, καὶ ὅτι ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ ὁμοιότης εἶναι τὰ πρῶτα καὶ κύρια μέσα τῆς ἀνθρωπίνης εὐδαιμονίας; Βέβαια, οὐδείς. Πολλοὶ ὅμως, ἂν καὶ καταλαμβάνουσι, ὅτι καλὸν πρᾶγμα εἶναι ἡ ἐλευθερία, δὲν ἠμποροῦσι νὰ καταλάβωσι, μὲ τὴν ἰδίαν εὐκολίαν, πόσον ἀναγκαία εἶναι εἰς τὸν ἄνθρωπον. Καὶ διὰ τοῦτο, σᾶς παρακαλῶ νὰ μὲ ἀκροασθῆτε.
***
Ὁ Ζεύς, λέγει ὁ φιλόσοφος ποιητὴς Ὅμηρος, ὑστερεῖ τὸ ἥμισυ τοῦ λογικοῦ ἀπὸ ἕνα λαὸν ὑποδουλωμένον, εἰς τρόπον ὁποὺ φαίνεται φανερῶς, ὅτι ἐνόμιζεν τοὺς δούλους νὰ εἶναι μιᾶς διαφορετικῆς φύσεως, καὶ πολλὰ κατωτέρας ἱκανότητος ἀπὸ τοὺς ἐλευθέρους. Τόσον δὲ ἀναγκαίαν τὴν ἐλευθερίαν ἔκρινε εἰς τὸν ἄνθρωπον, ὁποὺ χωρὶς αὐτὴν δὲν μποροῦσε νὰ ὀνομασθῇ ἄνθρωπος.
Ἡ ἐλευθερία λοιπόν, ὦ Ἕλληνες, εἰς ἡμᾶς εἶναι, ὡς ἡ ὅρασις εἰς τοὺς ὀφθαλμούς. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἐλεύθερος, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίσῃ τὴν διαφοράν του ἀπὸ τὸν δοῦλον, καὶ ἐξακολούθως εἶναι ἀναγκαῖον πρᾶγμα εἰς τὸν δοῦλον νὰ γνωρίσῃ τὴν ἐλευθερίαν, διὰ νὰ μισήσῃ τὴν δουλείαν, καὶ νὰ τὴν ἀποστραφῇ.
Ἂς μὴν σᾶς φανῇ λοιπὸν παράξενον, ἂν ὁ σκλάβος δὲν γνωρίζει παραχρῆμα τὴν ἡδύτητα τῆς ἐλευθέρας ζωῆς. Αὐτός, ἠμπορεῖ νὰ παρομοιασθῇ εἰς ἕνα ἄρρωστον, ὁ ὁποῖος ἀποστρέφεται κάθε νόστιμον φαγητόν, ὡσὰν νὰ μὴν ἦτο πλέον συνθεμένον ἀπὸ τὰ ἴδια πράγματα, ὁποὺ πρότερον τοῦ ἤρεσκον. Ἀναγκαία λοιπὸν τοῦ εἶναι ἡ ὑγιεία.
Ἡ ἐλευθερία εἶναι περισσότερον ἀναγκαία εἰς τὸν δοῦλον, ὁποὺ ἀσθενεῖ κατὰ τὴν ψυχήν, καὶ μὴν γνωρίζοντας εἰς τί συνίσταται αὐτὴ ἡ πρόσκαιρος ζωή, ζῇ διὰ νὰ τρώγῃ, καὶ εἶναι ὡσὰν νὰ μὴν εἶναι.
Στοχασθῆτε, ἀγαπητοί μου, ὅτι, ὁποίας καταστάσεως καὶ ἂν εἶναι ὁ δοῦλος, πρέπει ἐξ ἀνάγκης νὰ εἶναι δυστυχής. Εἰ μὲν πλούσιος, φοβεῖται νὰ μὴν πτωχύνῃ, εἰ δὲ πτωχός, λυπεῖται, ὅτι νὰ μὴν εἶναι πλούσιος.
Ὁ ἐνάρετος ὑπὸ τῆς δουλείας χλευάζεται, ὁ φιλαλήθης δὲν εἰσακούεται, ἐκεῖ ἡ τιμὴ συνοδεύει μὲ τὴν πτωχείαν, ἡ ἀρετὴ μὲ τὴν ἀδιαφορίαν· ἡ δυσπιστία, ὁ φθόνος καὶ τὸ μῖσος εἶναι ἄφευκτα γεννήματα τῆς δουλείας, καὶ ἀποκαταστῶσι εἰς τὸν νοῦν τῶν δούλων τὴν ἐμπιστοσύνην, τὴν φιλίαν, καὶ αὐτὴν τὴν φιλανθρωπότητα, πάντως ἀνωφελῆ, καὶ πολλάκις ἐπιζήμια.
Πῶς λοιπόν, εἶναι δυνατὸν ὁ ταλαίπωρος δοῦλος, ὁ ὁποῖος, ἀφ᾿ οὗ ἐγεννήθη μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, ἄλλο δὲν ἔμαθε, παρὰ νὰ ὑποτάσσηται εἰς ἕναν ἄλλον, πῶς, λέγω, ἠμπορεῖ νὰ καταλάβῃ, ὅτι ἡ φύσις μᾶς ἔκαμεν ὅλους ὁμοίους, καὶ ὅτι οἱ νόμοι πρέπει νὰ βλέπωσιν ἀδιαφόρως ὅλους τοὺς πολίτας; Πῶς εἶναι δυνατὸν ἐκεῖνος ὁ σκληροτράχηλος τύραννος νὰ στοχασθῇ ποτέ, καὶ νὰ καταπεισθῇ, ὅτι ὅποιος νομίζει νὰ ἀνέβη εἰς τὸν θρόνον, διὰ νὰ γίνῃ μεγαλείτερος τῶν ἄλλων, ἀποκαταστεῖται ὑποδεέστερος;
Πῶς, τέλος πάντων, εἶναι δυνατόν, ἀγαπητοί μου, - ἔ! ταλαίπωρος ἀνθρωπότης! - πῶς εἶναι δυνατόν, λέγω, ἐκεῖνος ὁ σκλάβος, ὁποὺ πάντοτε τύπτεται, καὶ γυμνός, πεινασμένος, καὶ ἀδικημένος, ὑπακούει, ὡς οἱ βόες τῷ γεωργῷ, κατὰ χρέος καὶ κατὰ συνήθειαν, συχνάκις δὲ ὁ κύριος εἶναι ποταπότερος τοῦ δούλου, πῶς, λέγω, εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίσῃ αὐτός, ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος πρέπει νὰ εἶναι ἓν μέρος τοῦ ὅλου, καὶ ὅτι ἡ ζωή του χρησιμεύει εἰς ὅλους, καὶ ὅτι ὁ θάνατός του;... πῶς, ἐν ἑνὶ λόγῳ, νὰ ἀγαπήσῃ τὴν ἐλευθερίαν, ὄντας δοῦλος, καὶ νὰ γνωρίσῃ τὴν ἀνάγκην τῆς ἀποκτήσεώς της;
Φεῦ! αὐτὸς βέβαια, νομίζει, καὶ ἀφεύκτως νομίζει, ὅτι ἐγεννήθη σκλάβος, καὶ οὔτε τολμεῖ κἂν νὰ κακοτυχήσῃ τὴν γένναν του. Ὤ, πῶς ἤθελε μείνει ἐκστατικὸς ὁ τοιοῦτος, ἂν ἕνας ἐλεύθερος ἤθελε τοῦ εἰπεῖ: τυφλὲ καὶ ἀνόητε ἄνθρωπε, μάθε ὅτι ἡ φύσις εἶναι μία, καὶ ὅτι δὲν διαφέρει εἰς οὐδὲν ὁ τύραννός σου ἀπὸ ἐσένα. Τὰ περιστατικὰ καὶ ἡ κακὴ διοίκησις μόνον σὲ κατέστησαν τόσον διαφορετικόν, ὁποὺ σχεδόν, ὅσον διαφέρει ὁ χαλκὸς ἀπὸ τὸν ἄργυρον, τόσον καὶ σὺ διαφέρεις ἀπὸ τὸν κύριόν σου· ἄνοιξον τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ νοός σου, δύστυχε θνητέ, ἴδε ὅτι ὁ οὐρανὸς βρέχει διὰ ὅλους, ἡ γῆ βλαστάνει διὰ ὅλους, τὰ φυσικὰ χαρίσματα εἶναι κοινά, καὶ σύ, ταλαίπωρε, νὰ νομίζῃς ἕναν ἄλλον ὅμοιόν σου ὡς ἕνα θεόν, νὰ τρέμῃς ἔμπροσθέν του, καὶ νὰ τοῦ πωλήσῃς τὸ ἀξιώτερον δῶρον τῆς φύσεως, τὴν ἐλευθερίαν σου! Πῶς ἠμπορεῖς.... καὶ ἄλλα τοιαῦτα.
Τί στοχάζεσθε νὰ ἤθελε τοῦ ἀποκριθῇ ὁ σκλάβος, ὦ ἀγαπητοί; Βέβαια, ἢ ἤθελε τὸν νομίσει τρελλόν, ἢ δὲν ἤθελε καταλάβει τίποτες· καὶ πῶς ἠμποροῦσεν, ἂν διὰ μίαν στιγμὴν ἤθελε γνωρίσει τὴν ἀλήθειαν, νὰ ὑποφέρῃ τὰς ἁλύσους του; Πῶς ἦτον δυνατὸν νὰ ἰδῇ ὁ φυλακωμένος ἀνοικτὴν τὴν θύραν τῆς φυλακῆς του, καὶ νὰ μὴν φύγῃ; Ἀδύνατον, βέβαια, ἤθελεν εἶναι ἕνα παρόμοιον.
Ἰδοὺ λοιπόν, πόσον ἀναγκαία εἶναι ἡ ἐλευθερία εἰς τὸν ἄνθρωπον, διὰ νὰ γνωρίσῃ τὸ εἶναι του. Ὁ δοῦλος, ἀδελφοί μου, δὲν γίνεται ποτὲ ἐλεύθερος, ἂν δὲν γνωρίσῃ τί ἐστὶ ἐλευθερία, καὶ ὅστις ἀγνοεῖ τὴν ἐλευθερίαν, ἀγνοεῖ τὸ εἶναι του. Ὁ δοῦλος, πιστεύσατέ μοι το ἀδελφοί, ποτὲ δὲν στοχάζεται, ὅτι εἶναι ὅμοιος μὲ τὸν κύριόν του, ἀλλὰ εἶναι σχεδὸν βέβαιος, ὅτι αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι δοῦλος, καὶ ἐκεῖνος κύριος. Βαβαί!
Πῶς φλογίζεται ὅμως ἡ καρδία ἐκείνων, ὁποὺ γνωρίζουσι τὴν ἐλευθερίαν, καὶ δὲν τὴν ἔχουσι. Ἐκεῖνοι ἀληθῶς τυραννοῦνται, καὶ ἐξακολούθως ἐκεῖνοι μόνον γνωρίζουσιν ἐντελῶς τὴν ἀνάγκην τοιούτου καλοῦ. Εἰς αὐτοὺς πρέπει νὰ ἐλπίζωσιν οἱ ὑπόδουλοι λαοί, ἐπειδὴ αὐτοὶ τρόπον τινὰ μετριάζουν τὴν ἀσχημότητά των, ὡς μερικὰ κτίρια μίαν καταδαφισμένην πόλιν στολίζουσι.
Αὐτοὶ λοιπόν, ἂς διδάξουσι τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἂς καταπείσωσι μίαν φορὰν τοὺς ἀγαπητούς μου Ἕλληνας νὰ γνωρίσωσιν, ὅτι μόνη ἡ δουλεία εἶναι πρόξενος τῶν ὅσων κακῶν αὐτοὶ πάσχουσι, καὶ ἂς καταλάβουν πόσον τοὺς εἶναι ἀναγκαία ἡ ἐλευθερία, διὰ νὰ ζήσωσι ὅσον τὸ δυνατὸν εὐτυχεῖς, ἐπειδὴ χωρὶς αὐτὴν δὲν ἠμποροῦν νὰ ἔχουσι οὔτε δικαιοσύνην, οὔτε ὁμοιότητα, οὔτε ἀγάπην, καὶ ἐν ἑνὶ λόγῳ οὐδεμίαν ἀρετήν. Τοὐναντίον δέ, εἰς τὴν ἐλευθέραν ζωὴν ἡ ἀξιότης τιμᾶται, ἕκαστος συμπολίτης εὑρίσκει τὸ καλόν του εἰς τὸ καλὸν τῶν ἄλλων. Ἐκεῖ, καθεὶς εἶναι μέρος τοῦ ὅλου, ἐκεῖ ἡ ἀρετὴ δοξασμένη, ἐκεῖ ἡ ἀνδρεία γνωρισμένη, ἐκεῖ ἡ ἀγαθότης ἐνεργημένη, ἐκεῖ ἡ φιλία φυλαττομένη, ἐκεῖ ἡ τιμὴ ἀξιοτίμητος, ὁ κριτὴς ἀπροσωπόληπτος, ὁ κρινόμενος μόνος, νόμοι οἱ διαυθεντευταί, νόμοι οἱ δικασταί, ἡ ἀθωότης ἀπτόητος, ἡ τιμωρία δικαία, ἡ ἀντίμειψις κοινή, καὶ μύρια ἄλλα χρηστὰ κατορθώματα, ὁποὺ χάριν συντομίας δὲν ἀναφέρω.
Καὶ ποῖος δὲν βλέπει πόσον εἶναι ἀναγκαία ἡ ἐλευθερία; Ὁ ἐνάρετος θέλει γνωρίσει τὴν ἀνάγκην καὶ θέλει προκρίνει τὴν ἐλευθέραν ζωήν, ὁποὺ βλέπει νὰ εἶναι ἡ ἀρετὴ τιμημένη καὶ δοξασμένοι οἱ ἐνάρετοι. Ὁ γενναῖος τῇ ψυχῇ, καὶ αὐτὸς δὲν θέλει εὕρει δισταγμόν, βλέποντας τοὺς ἐλευθέρους λαοὺς νὰ αἰωνιάζωσι τὰ ὀνόματα τῶν γενναίων ἀνδρῶν, καὶ τῶν ἡρώων.
Ποῖος, ὁποιασδήποτε καταστάσεως, τέλος πάντων, δὲν θέλει γνωρίσει τὸ μέγα ὄφελος τῆς ἐλευθέρας ζωῆς; Εἰς αὐτὴν ὁ πραγματευτὴς εὑρίσκει ἀσφάλειαν εἰς τὸ ἔχειν του· ὁ τεχνίτης ἔπαινον εἰς τὰ ἔργα του καὶ ποιήματά του· ὁ ὑπανδρευμένος βεβαιότητα εἰς τὴν τιμήν του· ὁ νέος εὐρύχωρον ὁδὸν εἰς τὸ νὰ διευθύνῃ τὴν φυσικὴν κλίσιν του, καὶ νὰ δείξῃ τὴν ἀγχίνοιάν του· ὁ στρατιώτης ἔχει ἀναμφίβολον τὴν εὐεργεσίαν εἰς τὰς ἡρωϊκὰς πράξεις του· ὁ πτωχὸς δὲν φοβεῖται ἀτιμίαν, ἀλλ᾿ εὑρίσκει συμπάθειαν καὶ βοήθειαν εἰς τὰς δυστυχίας του, καὶ οὐχὶ ὕβρεις καὶ ἀνυποληψίαν· τέλος πάντων, κάθε καλὸς ἄνθρωπος βλέπει φανερὰ τὴν ἀνάγκην τῆς ἐλευθέρας ζωῆς, καὶ μόνον ὁ κακὸς θέλει προκρίνει τὴν ὑπόδουλον· αὐτὸ εἶναι φανερόν, ἀδελφοί μου, καὶ ἐσεῖς πολλὰ καλὰ πρέπει νὰ τὸ καταλάβητε.
Ὄντας φανερὸν λοιπόν, ὅτι μόνον ἡ ἐλευθερία ἀποκαταστεῖ τοὺς ἀνθρώπους ἐναρέτους, καὶ ἐμφυτεύει εἰς τὰς καρδίας ὅλων τῶν πολιτῶν τὴν ἅμιλλαν πρὸς τὸ εὖ πράττειν, διὰ τοῦτο εἰς μόνον τὰς ἐλευθέρας πολιτείας γεννῶνται τὰ μεγάλα ὑποκείμενα, καὶ ἰδοὺ τὸ πῶς ἡ ἐλευθερία εἶναι πρόξενος τῶν μεγάλων κατορθωμάτων.
Καὶ καθὼς ἓν ἄνθος εὐῶδες, ὅταν γεννᾶται ἀνάμεσα εἰς τὰ δάση, ὅπου κανεὶς δὲν τὸ βλέπει, ἢ καταβιβρώσκεται ἀπὸ τὰ θηρία, ἢ κατασήπεται ἀπὸ τὸν καιρόν, τοιούτης λογῆς ἀκολουθεῖ καὶ εἰς τὰς ὑποδουλωμένας πόλεις, εἰς τὰς ὁποίας, ὅταν εὑρίσκεται κανένα ἄξιον ὑποκείμενον, μὴν ἔχοντας τὸν τρόπον νὰ ἐμφανισθῇ, ἀποθνήσκει, χωρὶς τινὰς νὰ γνωρίσῃ τὴν ἀξιότητά του.
Διὰ τοῦτο καὶ ἡ ἱστορία παντελῶς σχεδόν, ἢ πολλὰ σπανίως μᾶς ἀναμνήει ὑποκείμενα ἄξια, ὑπὸ τῆς δουλείας, τοὐναντίον δὲ πλουσιοπαρόχως ἐξιστορεῖ μύρια ὀνόματα μεγάλων ἀνδρῶν ἐλευθέρων πολιτειῶν, ὡσὰν ὁποὺ μία ἐλευθέρα πολιτεία εἶναι πρὸς τὰ ἄξια ὑποκείμενά της, ὡς ἓν καλλιεργημένον περιβόλεον πρὸς τὰ ἄνθη του, τὰ ὁποῖα καὶ γνωρίζονται, καὶ χρησιμεύουσι, καὶ ἐπαινῶνται.
Ἀλλά, πόσας φορὰς πρέπει νὰ ἐκφωνήσω, ὅτι ἡ ἐλευθερία εἶναι ἀναγκαιοτέρα καὶ ἀπὸ τὴν ἰδίαν ὕπαρξιν εἰς τὸν ἄνθρωπον! Αὐτὴ γὰρ ἀποκαταστεῖ γλυκεῖαν τὴν ζωήν, αὐτὴ γεννᾶ διαυθεντευτὰς τῆς πατρίδος, αὐτὴ νομοδότας, αὐτὴ ἐναρέτους, αὐτὴ σοφούς, αὐτὴ τεχνίτας, καὶ αὐτὴ μόνον, τέλος πάντων, τιμᾶ τὴν ἀνθρωπότητα.
Πόσοι, ἆραγε, ἄνδρες ἄξιοι γεννῶνται εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καθὼς γεννῶνται, οὕτως καὶ ἀποθνήσκουν, μὴν ἔχοντες τὰ ἀναγκαῖα μέσα εἰς τὸ νὰ κατορθώσουν μεγάλα πράγματα (2).
Ὦ Ἕλληνες! οἱ ἐλεύθεροι λαοὶ τιμοῦσι τοὺς ἀξίους ἀνθρώπους, καὶ ζῶντας καὶ μετὰ θάνατον, ζῶντας μέν, μὲ τὸ κοινὸν σέβας, μὲ τοὺς ἀληθεῖς ἐπαίνους, μὲ γενναῖα βραβεῖα, μὲ ἐνδόξους στεφάνους, ὁποὺ προσφέρουσιν εἰς αὐτούς, θανόντας δέ, μὲ τὴν αἰώνιον μνήμην.
Εἰς τοὺς ναούς, εἰς πυραμίδας, εἰς στύλους, εὑρίσκεται ἐγκεχαραγμένον τὸ ὄνομά των, καὶ καθεὶς βλέπει πάντοτε τὸν θανόντα ἥρωα, ἢ ζωγραφισμένον, ἢ εἰς ἄγαλμα, καὶ βλέποντάς τον, εὐκόλως παρακινεῖται εἰς τὸ νὰ δουλεύσῃ πιστῶς τὴν πατρίδα του, καὶ μετὰ πάσης χαρᾶς νὰ θυσιάσῃ τὴν ζωήν του διὰ τὴν σωτηρίαν της. Κάθε συμπολίτης θεωρῶντας τὴν μορφὴν τοῦ θανόντος ἥρωος, λέγει εἰς τὸν ἑαυτόν του: ἔ! ἄμποτες νὰ ἀποκατασταθῶ καὶ ἐγὼ ἄξιος τοιαύτης δόξης, καὶ νὰ ἀθανατίσω τὸ ὄνομά μου.
Ἀλλ᾿ εἰς τὴν νομαρχίαν φθάνει μόνον ὁ πόθος πρὸς τὸ εὖ πράττειν, καὶ μύρια εἶναι τὰ μέσα τῆς ἐπιδόσεως, καὶ ἀναμφίβολα. Ποῦ νὰ εὕρῃ τινὰς τοιαύτην ἅμιλλαν ὑπὸ δουλείας; Πῶς νὰ ἀποκτήσῃ δόξαν ὁ ἐνάρετος, ἐκεῖ ὁποὺ ἡ ἀρετὴ καταφρονεῖται καὶ ἀτιμάζεται; Πρὸς ἀπόδειξιν δὲ τούτων καὶ πρὸς κατάπεισιν, παρακαλῶ τοὺς ἀναγνώστας νὰ λάβωσιν μόνον εἰς τὰς χεῖρας των τὴν ἱστορίαν τῶν προγόνων μας. Αὐτὴ εἶναι ἕνας καθρέπτης ἀψευδὴς τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Δι᾿ αὐτῆς φωτίζεται ὁ ἀμαθής, καὶ ὁ στοχαστικὸς δι᾿ αὐτῆς προβλέπει σχεδὸν τὰ μέλλοντα, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι ὅταν εὑρίσκωνται εἰς τὰς ἰδίας περιστάσεις, πάντοτε ὅλοι κάμνουσι τὰ ἴδια πράγματα.
Ἂς λάβῃ ἐπὶ χεῖρας λοιπὸν ὁ δύσπιστος τὸν ἀξιάγαστον Πλούταρχον, καὶ Ξενοφῶντα τὸν ἡδύτατον, διὰ νὰ μάθῃ πόσα ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ἠμπορεῖ νὰ πράξῃ εἰς ἐλευθέραν πολιτείαν, καὶ νὰ ἰδῇ ἐν ταὐτῷ, ὅτι ὅσα φαίνονται ἀδύνατα εἰς τοὺς δούλους, μόλις εἶναι δύσκολα εἰς τοὺς ἐλευθέρους καὶ μεγαλοψύχους ἄνδρας.
Ἡ ἱστορία, ἀδελφοί μου, πάλιν σᾶς τὸ ξαναλέγω, εἶναι τὸ εὐκολώτερον μέσον εἰς τὸ νὰ καταλάβητε πόσων μεγάλων κατορθωμάτων εἶναι πρόξενος ἡ ἐλευθερία. Αὐτή, τέλος πάντων, ἡ ἱστορία εἶναι ὁ πλέον σοφὸς διδάσκαλος εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὁποὺ ἀγαπῶσι νὰ μάθωσι τὴν ἀλήθειαν, καὶ μάλιστα οἱ νῦν Ἕλληνες, ὁποὺ τοσαύτην ἔχουσι χρείαν.
***
Ἀνάμεσα εἰς πολλὰ ἄλλα ἀποτελέσματα τῆς ἐλευθερίας, ὁποὺ θέλουσι σᾶς προξενήσει θαυμασμόν, ὦ ἀδελφοί μου, ὅταν ἀναγνώσετε τὰς νίκας τῶν προγόνων μας, καὶ συγκρίνετε τὴν ποσότητά των μὲ τὴν ποσότητα τῶν ἐχθρῶν των, βέβαια θέλετε μείνει ἔκθαμβοι, καὶ ἴσως ἴσως τινὲς θέλει ἀμφιβάλλουσι. Ἀφήνοντας λοιπὸν κατὰ μέρος τὰ ὅσα ἄλλα, ὁποὺ θέλει σᾶς φανοῦσι παράξενα, ἀγαπῶ μόνον νὰ σᾶς εἰπῶ τι προλαβόντως περὶ τοῦ πολέμου, ἀγκαλὰ καὶ νὰ μὴν εἶναι ὁ τόπος τοιαύτης ὁμιλίας εἰς τὸν παρόντα λόγον, οὔτε ἐγὼ ἱκανὸς ὅσον χρειάζεται εἰς τὸ νὰ τὴν ἐκφράσω, μ᾿ ὅλον τοῦτο ἐλπίζω νὰ μὴ σᾶς δυσαρέσῃ.
Ὁ πόλεμος ποτὲ μὲν εἶναι δίκαιος, ποτὲ δὲ ἄδικος, καὶ αὐτὸ κρίνεται ἀπὸ τὰς αἰτίας, ὁποὺ τὸν προξενοῦν. Εἶναι δίκαιος, παραδείγματος χάριν, ὅταν κινεῖται πρὸς διαυθέντευσιν τῆς ἰδίας ζωῆς καὶ ἐλευθερίας, ἄδικος δέ, ὅταν ἕνας φθονερὸς καὶ ἅρπαξ, συναθροίζοντας μαζί του, ἢ διὰ χρημάτων, ἢ διά τινων ἄλλων οὐτιδανῶν μέσων, τινὰς κακοτρόπους καὶ κακοήθεις ἄνδρας, ὁρμεῖ ἐναντίον τῶν ἰδίων του συμπατριώτων, κλέπτει, ἁρπάζει, λεηλατεύει καὶ ἀσπλάγχνως καταφθείρει τὸ πᾶν, διὰ νὰ χορτάσῃ τὴν λύσσαν τῆς φιλαργυρίας του, ἢ τῆς κενοδοξίας του.
Ἂν θελήσωμεν νὰ ἀνέβωμεν εἰς τὴν παλαιότητα τῶν ἀπελθόντων αἰώνων, καὶ νὰ ἐξετάσωμεν μὲ ἀκρίβειαν τὰ συμβεβηκότα τῶν ἀνθρώπων, θέλομεν εὕρει βέβαια τὸν πόλεμον τόσον παλαιόν, ὅσον τὴν αὐτὴν ἀνθρωπότητα, καὶ θέλομεν ἰδεῖ, ὅτι διὰ πολλοὺς αἰῶνας ἐχρησίμευσεν διὰ νόμος, ἐπειδὴ ὁ καθεὶς ἐκδικεῖτο μόνος του, καὶ οὕτως, ἀπὸ τὸν πόλεμον ἄδικον, τοῦ ὁρμήσαντος, ἐγεννήθη ὁ πόλεμος δίκαιος, τῆς διαυθεντεύσεως.
Εἶναι ὅμως ἀναντίρρητον, ὅτι, ὑποθέτοντας τρεῖς ἄνδρας τῆς αὐτῆς δυνάμεως, καὶ εἰς τὸν αὐτὸν τόπον, οἱ δύο ἐξ ἀνάγκης πρέπει νὰ νικήσουν τὸν ἕνα. Αὐτὴ ἡ ἀνάγκη λοιπὸν ἐδίδαξε εἰς τοὺς ὀλιγοτέρους μυρίους τρόπους καὶ τέχνας πρὸς διαυθέντευσίν των ἐναντίον τῶν περισσοτέρων.
Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἡ ζωὴ τῶν τεχνῶν, διὰ νὰ εἰπῶ οὕτως, εἶναι μεγάλη καταπολλά, διὰ τοῦτο καὶ ἡ νηπιότης αὐτῶν εἶναι μακρά· ὅθεν ἐχρειάσθησαν πολλοὶ αἰῶνες, ἕως τὸν καιρὸν τῶν Αἰγυπτίων, Περσῶν, καὶ τέλος πάντων τῶν ἀξίων προγόνων μας Ἑλλήνων, εἰς τὸν ὁποῖον ἡ τέχνη τῆς διαυθεντεύσεως σμικρύνουσα τὸν φόβον εἰς τοὺς ὀλιγοτέρους, καὶ αὐξάνουσα τὰς δυσκολίας εἰς τοὺς περισσοτέρους, ἐσύστησεν, τρόπον τινὰ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ της, τὴν θαυμασίαν ἐπιστήμην ἢ τέχνην τῆς τακτικῆς. Διὰ μέσον δὲ τῶν κανόνων αὐτῆς καὶ ἐνασχολήσεως μερικῶν ἀξιολόγων ὑποκειμένων ἀπεκατεστάθη τόσον ἐντελὴς εἰς τοὺς Ἕλληνας, ὁποὺ διὰ πολλοὺς αἰῶνας ἐνίκησαν ἐχθροὺς δεκαπλασίως μεγαλειτέρας ποσότητος κατὰ τὸν ἀριθμόν, καὶ ἐξακολούθως ἐτρόμασαν σχεδὸν ὅλην τὴν οἰκουμένην.
Αἱ νίκαι τῶν ὀλιγοτέρων ἐναντίον τῶν περισσοτέρων, ἠμποροῦν νὰ παρομοιασθῶσι εἰς τὰ πειράματα τῆς μηχανικῆς, εἰς τὰ ὁποῖα ἐκεῖνος ὁ θεατής, ὁποὺ ἀγνοεῖ τὰς αἰτίας, μένει ἔκθαμβος. Ποῖος ἀπὸ αὐτοὺς θέλει πιστεύσει τὸν μηχανικόν, ὁποὺ λέγει ὅτι μὲ ἓν βάρος ἕως δέκα, σηκώνει ἓν ἄλλο ὣς δέκα χιλιάδες (3); Ἀναγκαῖον, λοιπόν, εἶναι νὰ τοὺς καταπείσῃ μὲ παραδείγματα καὶ ἀποδείξεις· οὕτως καὶ εἰς τὴν τακτικήν, λέγοντας ἕνας ἀρχιστράτηγος, ὅτι οἱ δέκα πολλάκις νικοῦσι τοὺς ἑκατόν, δυσκόλως θέλουν πιστεύσει οἱ ἀγνοοῦντες τὴν αὐτὴν τέχνην· πλὴν φέροντας αὐτῶν χίλια παραδείγματα τόσον τῶν παλαιῶν, καθὼς καὶ τῶν νέων, ἀναμφιβόλως πρέπει νὰ καταπεισθῶσι (4).
Ἐγὼ ὅμως παραιτῶ τὰ περισσότερα χάριν συντομίας, μάλιστα ὁποὺ παρεμπρὸς θέλει παρησιασθῶσι διάφοροι αἰτίαι εἰς τὸ νὰ ἀποδείξω τὴν διαφορὰν τῶν ἐλευθέρων στρατευμάτων ἀπὸ τῶν ὑποδουλωμένων, καὶ μόνον τὸ παράδειγμα τοῦ Λεωνίδα θέλω ἀναφέρει, τὸ ὁποῖον ἀρκετῶς ἀποδεικνύει τὴν γενναιότητα καὶ μεγαλοψυχίαν, ὁποὺ ἡ ἐλευθέρα ζωὴ ἐμφυτεύει εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων, οὖσαι αὐταὶ αἱ δύο ἀρεταὶ ἡ πρώτη καὶ ἀναγκαιοτέρα βάσις τῆς πολεμικῆς ἐπιστήμης.
Αὐτός, λοιπόν, ὁ μέγας Λεωνίδας, εὑρισκόμενος μὲ δύο χιλιάδας εἰς τὸ στενὸν τῶν Θερμοπυλῶν, καὶ βλέποντας τὸ πλῆθος τῶν ἐχθρῶν του Περσῶν νὰ πλησιάσῃ, εὐθὺς ἀπεφάσισε νὰ θυσιασθῇ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς Ἑλλάδος πατρίδος του, καὶ οὕτως ἐκλέξας μόνον τριακοσίους Σπαρτιάτας, ἀνέπεμψεν τοὺς λοιποὺς εἰς τὰ ὀπίσω, ἔπειτα ἔστρεψεν πρὸς τοὺς τριακοσίους καὶ τοὺς εἶπεν:
«Δεῦτε, ἀδελφοί μου! ἡ ἐλευθερία τῆς πατρίδος μας κρέμαται σήμερον ἀπὸ τὴν ἀνδρείαν μας. Ἂς μὴν δειλιάσῃ τινὰς ἔμπροσθεν τόσων ἐχθρῶν· αὐτοί, ἂν εἶναι πολλοί, εἶναι ὅμως ἄνανδροι καὶ θηλυμανεῖς. Οἱ βάρβαροι θέλουν τρομάξει, ἀφοῦ ἰδοῦν τοὺς Ἕλληνας νὰ ὁρμήσουν ἐναντίον των. Ἂς ὑπάγωμεν λοιπόν. Ἡ δόξα τοιαύτης ἐπιχειρήσεως δὲν εἶναι καθημερινή, ἀλλὰ σπανίως συμβαίνει· ἂς μὴν χάσωμεν τοιαύτην τιμήν, ἂς αἰωνιάσωμεν τὰ ὀνόματά μας, καὶ ἂς εὐφημίσωμεν τὴν πατρίδα μας. Ἐγὼ ἔχω χρέος νὰ θυσιασθῶ δι᾿ αὐτήν, καὶ ἐσεῖς εἶσθε συμπατριῶται μου, οὔτε ἀλλέως ἠμπορεῖτε νὰ στοχασθῆτε, οὔτε διαφορετικῶς ἀπὸ ἐμένα. Ἡ ζωὴ τοῦ ἀληθοῦς πολίτου πρέπει νὰ τελειώνῃ ἢ διὰ τὴν ἐλευθερίαν του, ἢ μὲ τὴν ἐλευθερίαν του». Ἀλλὰ πῶς νὰ ἐκφράσω τὸν ἐνθουσιασμὸν ἐκείνου τοῦ ἥρωος, καὶ τὸν ἔνθερμον ζῆλον τῶν ἐπακολούθων αὐτοῦ; Τὰ τοιαῦτα, ὦ Ἕλληνες, δὲν γράφονται, οὔτε διηγοῦνται, ἀλλὰ μόνον αἰσθάνονται.
Ὅθεν, μόλις οἱ λοιποὶ τὸν ἄφησαν νὰ τελειώσῃ τὸν λόγον του, καὶ λαμβάνοντας καθεὶς τὰ ἴδια ἄρματα, ὁμοθυμαδὸν καὶ μὲ ἀνήκουστον ἀνδρείαν, ὥρμησαν κατὰ τῶν ἐχθρῶν των. Οὔτε ἄλλο ἔβλεπον παρὰ τὴν δόξαν τῆς νίκης, τὴν χαρὰν τῶν συμπατριώτων των, τὴν ἀνανδρίαν τῶν ἐχθρῶν των, καὶ τὴν ἀθανασίαν τοῦ ὀνόματός των. Καὶ ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ἀπέκτεινον πλῆθος βαρβάρων, καὶ φονευθέντες μὲ τὰ ἄρματα εἰς τὰς χεῖρας ἕως εἰς τὸν ὕστερον, ἡτοίμασαν εἰς τοὺς συμπατριῶτας των τὴν ἐντελῆ νίκην κατὰ τῶν ἐχθρῶν των, οἵτινες φοβηθέντες ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τόσων ὀλίγων Ἑλλήνων, μόλις ἐτόλμησαν νὰ δοκιμάσουν τὴν ἀνδρείαν τῶν λοιπῶν.
Οὕτως δὲ ἡ γενναία ἀπόφασις τοῦ ἀειμνήτου Λεωνίδα ἔγινεν πρόξενος τῆς καθολικῆς ἐλευθερίας τῆς Ἑλλάδος καὶ ἀνυποφόρου ἐντροπῆς τῶν βαρβάρων. Ὢ τῆς μεγαλοψυχίας σου, θαυμάσιε Λεωνίδα, ὢ τῆς λαμπρᾶς σου τύχης, πανολβία Ἑλλάς! Ἰδοὺ ὁ καρπὸς τῶν καθημερινῶν ἀγώνων τῶν τέκνων σου. Ἰδοὺ τὰ θαυμαστὰ ἀποτελέσματα τῶν φοβερῶν νόμων τοῦ μεγάλου Λυκούργου. Ἰδού, τέλος πάντων, ὁ σκοπὸς τῶν γυμνάσεων, διὰ μέσου τῶν ὁποίων οἱ πολῖται διὰ παντὸς εὑρίσκοντο εἰς ἕνα πόλεμον, ὁ ὁποῖος, ἀγκαλὰ καὶ πλαστός, ἐδίδασκε ὅμως μὲ μεγάλην εὐκολίαν τὰ ἀναγκαιότερα μαθήματα τῆς στρατιωτικῆς τέχνης, ἡ ὁποία ἑνωμένη μὲ τὴν μεγαλοψυχίαν ἔφερεν εἰς τέλος καὶ ἐπίτευξιν τὰ πλέον δύσκολα ἐπιχειρήματα.
Ἡ τακτικὴ εἰς τὸ στράτευμα, ὦ ἀδελφοί μου, εἶναι ὡς ἡ ψυχὴ εἰς τὸ σῶμα, καὶ εἶναι βεβαιωμένον ἀπ᾿ ὅλους τοὺς μεγάλους πολεμάρχους, ὅτι δέκα χιλιάδες στρατιῶται καλῶς γυμνασμένοι καὶ ὁδηγούμενοι ἀπὸ ἀρχιστράτηγον ἄξιον, ἠμποροῦν νὰ νικήσουν εἴκοσι χιλιάδας ἐχθρούς, καὶ περισσοτέρους τῆς ἰδίας ἀνδρείας, πλὴν ἀμοίρους τῆς τακτικῆς.
Ἡ ἐπιστήμη τῶν ἀρμάτων δὲν εἶναι, βέβαια, τόσον εὔκολος, ὅσον τινὲς ἴσως νομίζουσι, ἀλλὰ μάλιστα μία ἀπὸ τὰς πλέον δυσκολωτέρας. Ὤ, πόσον οἱ προπάτορές μας ἠγωνίζοντο, ἐκ νεαρᾶς των ἡλικίας, διὰ νὰ μάθωσιν τὴν πολεμικὴν τέχνην! Διὰ μέσου λοιπὸν αὐτῆς οἱ ὀλιγότεροι νικῶσι τοὺς περισσοτέρους, ἡ σπανιότης ὅμως τῶν μεγάλων ἀρχιστρατήγων ἀρκετῶς ἀποδεικνύει τὴν δυσκολίαν εἰς τὸ νὰ ἀποκτήσῃ τινὰς ἀξίως τοιοῦτον ὄνομα, καὶ ἀκούσατε τὴν αἰτίαν.
***
Ὁ ἀληθὴς ἀρχιστράτηγος πρέπει νὰ ἑνώσῃ εἰς πολλὰ φυσικὰ χαρίσματα πολλὰς ἀρετὰς καὶ μαθήσεις. Πρέπει, λέγω, ἐν πρώτοις νὰ ἔχῃ τὴν καρδίαν σταθερὰν καὶ ἄφοβον, διὰ νὰ μὴ δειλιάσῃ εἰς ὁποιονδήποτε κίνδυνον ἤθελεν εὑρεθῆ, καὶ νὰ μὴν ἀφήσῃ εἰς τὴν τύχην, ὅσα ἠμπορεῖ νὰ ἐκτελέσῃ ὁ ἴδιος· νὰ εἶναι ἀγχίνους, διὰ νὰ προβλέπῃ ἐν καιρῷ τῷ δέοντι τὰ ἐπιτηδεύματα καὶ βουλὰς τοῦ ἐχθροῦ· νὰ εἶναι ἄοκνος, διὰ νὰ προλαμβάνῃ κάθε εὐκαιρίαν, καὶ ἕως τὴν παραμικράν, αἱ ὁποῖαι εἰς τὸν πόλεμον συχνάκις συμβαίνουν, καὶ αἱ παραμικραὶ ἀμέλειαι, πολλάκις, προξενοῦν μεγάλας καταστροφάς.
Νὰ εἶναι δίκαιος καὶ φιλαλήθης, διὰ νὰ ἀπολαύσῃ τὸ θάρρος καὶ ἀγάπην τῶν στρατιώτων του. Πρέπει νὰ τιμᾷ καὶ νὰ βραβεύῃ τὴν ἀξιότητα, εἰς ὅποιον ὑποκείμενον ἤθελεν τὴν ἐπιτύχει, διὰ νὰ παρακινήσῃ τοιουτοτρόπως εἰς τὴν ὁδὸν τῆς δόξης καὶ τοὺς παραμικροτέρους.
Νὰ παιδεύῃ κατὰ τοὺς νόμους, καὶ ἄνευ προσωποληψίας τινὸς τὸν πταίστην, ὅποιος καὶ ἂν εἶναι, διὰ νὰ ἀποδιώξῃ τὸν πρὸς τὸ κακὸν στοχασμὸν ἀπὸ αὐτούς. Νὰ ἀκροάζεται τὰς γνώμας ὅλων, καὶ νὰ διορθώνῃ τὰ ἴδια σφάλματα, διὰ νὰ λατρεύεται, νὰ εἰπῶ οὕτως, ἀπὸ τοὺς πιστούς του στρατιῶτας (5), καὶ τέλος πάντων νὰ γνωρίζῃ τὸν τόπον τοῦ πολεμικοῦ θεάτρου, ὡς τὸ ἴδιόν του ὀσπίτιον, διὰ νὰ ἀποφεύγῃ κάθε ἔνεδραν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ νὰ ἀπατᾷ τοὺς στοχασμούς του.
Ὁ ἐντελὴς ἀρχιστράτηγος πρέπει ἀκόμη νὰ γνωρίζῃ τὴν γλῶσσαν τῶν ἐχθρῶν του, καὶ τὰς φυσικὰς κλίσεις των, νὰ γνωρίζῃ κατὰ μέρος τὸν ἀρχιστράτηγον αὐτῶν, καὶ τὴν ἀξιότητά του, ἐν ἑνὶ λόγῳ ὅλας τὰς στρατιωτικὰς γυμνάσεις, τῆς τε ἱππικῆς καὶ τοῦ πεζοῦ στρατεύματος, καὶ τοῦτο διὰ νὰ προστάζῃ ὀρθῶς, καὶ νὰ ὑπακούεται εὐθύς. Ὡσὰν ὁποὺ ὅποιος ἀρχιστράτηγος ἢ ὁποιουδήποτε ἄλλου μεγάλου ἐπαγγέλματος ἄνθρωπος, δὲν ὑπακούεται, τὰς περισσοτέρας φορὰς τὸ σφάλμα εἶναι ἐδικόν του, ἐπειδὴ ὅποιος ἠξεύρει νὰ προστάζῃ, ἀναμφιβόλως καὶ ὑπακούεται (6).
Τοιαῦται γυμνάσεις καὶ μαθήσεις, μὲ πολλὰς ἄλλας, ὁποὺ χάριν συντομίας δὲν ἀναφέρω, ἐνεργοῦντο μὲ πᾶσαν προσοχὴν καὶ τελειότητα παρὰ τῶν προγόνων μας, καὶ αὐταὶ ἐσύνθετον τὴν τέχνην τοῦ πολέμου, ἤτοι τὴν τακτικήν.
Περὶ δὲ τῶν στρατιωτῶν εἶναι ἀναγκαῖον νὰ γνωρίζουν, διὰ τῆς πράξεως, ἐντελῶς, τὴν γύμνασιν τῶν ἀρμάτων, καὶ νὰ βαδίζουν τακτικῶς, νὰ ὑπακούουν εὐθὺς εἰς τὰς προσταγὰς τῶν ἀρχηγῶν, αἱ ὁποῖαι πρέπει νὰ εἶναι ὅσον τὸ δυνατὸν βραχύλογοι.
Τέλος πάντων, πρέπει νὰ εἶναι συνηθισμένοι εἰς τὸ νὰ ὑποφέρουν κάθε κόπον, ἀλλὰ τὰ τοιαῦτα διὰ μέσον τῆς καλῆς διοικήσεως μόνον ἀποκτῶνται, καὶ μόνη ἡ ἐλευθερία εἶναι πρόξενος καὶ πρώτη αἰτία τῶν μεγάλων κατορθωμάτων.
Ἡ τακτικὴ ὅμως δὲν συνίσταται μόνον εἰς τὸ νὰ ἠξεύρῃ τινὰς πῶς νὰ πολεμήσῃ εἰς ἀνοικτὴν πεδιάδα, ἐπειδὴ ἤθελεν ἀποκατασταθῆ καθ᾿ ὅλου ἀνωφελής, ὅταν ὁ ἐχθρὸς ἤθελεν εὑρεθῆ περισφαλισμένος εἰς ἕνα κάστρον, ἢ περιφυλαγμένος μέσα εἰς δύσβατα ὄρη καὶ δάση. Ὅθεν, ἡ τακτικὴ περιέχει τὰ τοῦ πολέμου ἅπαντα, καὶ μᾶλλον τὰ περὶ τῆς διαυθεντεύσεως, εἰς τὴν ὁποίαν χρεία εἶναι ἡ τέχνη μόνη νὰ ἀναπληρώσῃ τὴν ἔλλειψιν τῆς δυνάμεως, ἢ καὶ νὰ τὴν ὑπερέβῃ.
Ἡ διαυθέντευσις εἶναι, λοιπόν, τὸ δυσκολώτερον μάθημα τῆς τακτικῆς, καὶ διὰ μέσου τῆς καλῆς διαυθεντεύσεως, συχνάκις οἱ ἑκατὸν δὲν νικῶνται ἀπὸ τοὺς χιλίους. Ἡ νίκη στέκεται, ὡς καθεὶς τὸ ἐννοεῖ, εἰς τὸ νὰ θέσῃ τινὰς ἀπέναντι τοῦ δυνατοῦ τὸ δυνατότερον, ἀλλ᾿ ἡ τέχνη μόνη διδάσκει τὸν ἀρχιστράτηγον νὰ τὰ γνωρίσῃ.
Δι᾿ ὃ τῶν ἀρμάτων ἡ ἐπιστήμη εἶναι διεξοδικωτάτη, καὶ χρειάζεται ἓν πόνημα ὄχι μικρὸν περὶ αὐτῆς, διὰ τὸ ὁποῖον οἱ νῦν Ἕλληνες μεγάλην χρείαν ἔχουσι καὶ ἄμποτες κανένας φιλογενὴς νὰ τὸ κατορθώσῃ, διὰ νὰ μάθωσιν ὅλοι, πόσον ἡ τέχνη τοῦ πολέμου εἶναι μεγάλη, καὶ νὰ κλαύσουν πικρῶς, βλέποντες τοὺς ἑτεροφύλους, οἵτινες ἐδανείσθησαν τὰς τέχνας καὶ ἐπιστήμας ἀπὸ τοὺς προγόνους μας, νὰ μᾶς καταφρονῶσι τόσον καὶ ἀψηφίζωσι. Ἀλλὰ δι᾿ ὀλίγον θέλουσι χαρῆ εἰς τὴν ἀγνωμοσύνην των, ἐλπίζω.
Ἡ διαυθέντευσις τῶν Σουλιώτων κατὰ τοῦ τῆς Ἠπείρου τυράννου, ἀρκετῶς θέλει τοὺς ἀποδείξει, ὅτι ἡ Ἑλλὰς γεννᾷ ἀκόμη Λεωνίδας καὶ Θεμιστοκλεῖς. Ὤ, πόσον θέλουν μείνει ἔκθαμβοι, ὅταν ἀναγνώσουν τὰ θαυμαστὰ κατορθώματα τοῦ μεγάλου Φώτου, ἐκείνου, λέγω, τοῦ ἥρωος τοῦ Σούλιου καὶ ὅλων τῶν Σουλιώτων, τῶν ὁποίων ἡ ἀνδρεία, ἡ μεγαλοψυχία, καὶ ὁ ζῆλος περὶ τῆς ἐλευθερίας τῆς πατρίδος των, ἀθανάτισαν τὸ ὄνομά των, καὶ ἔφερον εἰς ἀπελπισμὸν χίλιας φορὰς τὸν ἐχθρόν τους τύραννον, τὸν ἀχρειέστατον λέγω Ἀλῆ!
Ἡ Ἑλλάς, οὐχί! οὐχί! δὲν εἶναι πάντως ὑστερημένη ἀπὸ μεγάλους ἀνθρώπους· ἡ διαυθέντευσίς των διὰ δεκαπέντε χρόνους, περιέχει τοσαύτας καὶ τοιαύτας ἡρωϊκὰς πράξεις, ὥστε παράδοξον ἤθελε φανῆ καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς ἰδίους, ἂν δὲν εἴμεθα μάρτυρες αὐτόπται τῶν κατορθωμάτων των. Αὐτοὶ ἦτον μόνον χίλιοι καὶ διὰ τόσους χρόνους καθημερινῶς σχεδὸν συνεκρότουν πολέμους μετὰ τοῦ τυράννου ἐχθροῦ των, ὁ ὁποῖος, διὰ πολλὰς φοράς, ἐκινήθη ἐναντίον των μὲ ἕως δεκαπέντε χιλιάδας στρατεύματα, καὶ πάντοτε ἐνικήθη.
Ἔπρεπε, βέβαια, νὰ ἔζῃ ὁ Θουκυδίδης ἢ ὁ Ξενοφῶν, διὰ νὰ γράψῃ τὴν ἱστορίαν αὐτῶν τῶν πολέμων καὶ τὰς κακίας αὐτοῦ τοῦ αἱμοβόρου τέρατος, ὁπού, ἕως ἀπὸ τοὺς 1787 μέχρι τῆς σήμερον, δὲν ἔπαυσεν ἀπὸ τοῦ νὰ τυραννῇ τοὺς ταλαιπώρους Ἠπειρώτας καὶ Θετταλούς, σκληρῶς καὶ ἀσπλάγχνως. Αὐτός, ἀφοῦ ἥρπασε μὲ διάφορα πονηρὰ μέσα τὸ ἀνεξάρτητον κράτος τῆς Ἠπείρου καὶ Θετταλίας, καὶ γνωρίζοντας κατὰ πρᾶξιν τὰ πρὸς τὴν τυραννίαν δέοντα, ἐσκεπάσθη κατ᾿ ἀρχὰς μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς ὑποκρίσεως, καὶ οὕτως, πλανῶντας μὲ ψευδεῖς ἐπαίνους καὶ πλουσιοπάροχα ταξίματα τοὺς ἄρχοντας καὶ προεστούς, ἠπάτησεν σχεδὸν ὅλους, καὶ καθεὶς ἐνόμισε διὰ ὀλίγον καιρόν, νὰ εὑρῆκεν εἰς αὐτὸν ἡ εὔκαρπος γῆ τῆς Ἠπείρου καὶ Θετταλίας καὶ οἱ κάτοικοι αὐτῶν ἕνα διαυθεντευτὴν καὶ ἕνα πατέρα.
Ἀλλ᾿ ἀφοῦ ὁ ἄσπλαγχνος καὶ σκληρὸς τύραννος ἐστερέωσε τὴν δυναστείαν του, ἔρριψεν εὐθὺς τὴν σκέπην τῆς προσποιήσεως, καὶ παραχρῆμα ἐξατμήθη ὅλη ἡ δυσωδία τῆς τυραννίας του. Τότε οἱ Ἠπειρῶται ἄνοιξαν τοὺς ὀφθαλμούς των, ἀλλά, φεῦ! δὲν εἶδον ἄλλο, εἰμὴ τὸν φοβερὸν θρόνον τοῦ τυράννου ἐπάνω εἰς τὰς κεφαλάς των. Κεχαυνωμένοι οὖν ἀπὸ τὴν τυραννικὴν μέθην, δὲν ἀπεφάσισαν ἐν καιρῷ νὰ συντρίψουν τοσοῦτον ζυγόν· ὅθεν καὶ ηὔξησεν βαθμηδὸν καὶ ἐστερεώθη τόσον, ὥστε ὁποὺ ὁ ἴδιος τύραννος θαυμάζει διὰ τὴν ἀναισθησίαν τῶν δούλων του (7). Οὔτε εἰς τὴν γενικὴν ἱστορίαν εὑρίσκεται παρόμοιός του. Ὤ, τῆς ταλαιπωρίας σου ἀνθρωπότης! ὤ, ἀνυπόφορος ἐντροπή! ὤ, θέαμα ἐλεεινόν.
Ἀνάμεσα ὅμως εἰς τὰς τυραννικάς του ψευδεῖς δόξας, ἴσως ἐνόμιζεν ὁ ὠμότατος τύραννος νὰ εἶναι ἀνίκητος, οὔτε νὰ ἐσώζετο πλέον εἰς τὴν γῆν τῆς δυναστείας του τινάς, ὁποὺ νὰ ἤθελεν τοῦ ἐναντιωθῆ. Ἀλλ᾿ ἰδού, τῆς ἐλευθερίας τὸ ξίφος, εἰς τὴν ἰδίαν αὐτὴν γῆν, τοῦ ἀποδεικνύει τὴν φυσικὴν μικρότητα τῆς τυραννίας, καὶ τὸν ἀποκαταστεῖ ποταπότερον τοῦ ἰδίου του τυραννικοῦ ὀνόματος. Δὲν τοῦ χρησιμεύουν πλέον, αἱ συνηθισμέναι του ἀπάται, οὔτε χρήματα, οὔτε δόλοι, διὰ μέσου τῶν ὁποίων διὰ παντὸς ἐνίκησεν καὶ κατέφθειρε τοὺς ἀνάνδρους καὶ ἀνοήτους ἐχθρούς του.
Ἓν μικρὸν χωρίον, τὸ προειρημένον λέγω θαυμαστὸν Σοῦλι, ἔφερεν εἰς φῶς τὴν ἀλήθειαν, ὁποὺ οἱ ὑπὸ τῆς δουλείας ἀγνοοῦσι, ἤτοι τὴν μεγαλειότητα τῶν κατορθωμάτων τῆς ἐλευθερίας. Οἱ Σουλιῶτες, ἄνδρες συνηθισμένοι εἰς τὸν θεληματικὸν κόπον μιᾶς ἡσύχου ζωῆς, ἀνυπόδουλοι, ἐξ ἀρχῆς τῆς κατοικήσεώς των εἰς ἐκεῖνα τὰ ὑψηλὰ βουνά, ἔζουν εὐτυχεῖς μακρὰ ἀπὸ τὴν πολυτέλειαν καὶ κακοήθειαν τῶν διεφθαρμένων πολιτειῶν, ἀνδρεῖοι ὡς ἐλεύθεροι, φιλόξενοι ὡς Ἕλληνες, καὶ στρατιῶται ὡς διαυθεντευταὶ τῆς πατρίδος των. Αὐτοί, λέγω, οἱ ἥρωες, ἡ τιμὴ τῆς ὑποδουλωμένης Ἑλλάδος, καὶ βεβαία ἀρχή τε καὶ πρόξενος τῆς πλησίον ἐλευθερώσεώς της, παρακινούμενοι ἀπὸ τὸν θεῖον ἔρωτα τῆς ἐλευθερίας καὶ πατρίδος των, ἐταπείνωσαν τὴν αὐθάδειαν τοῦ τυράννου, πολεμοῦντες τον ἀδιακόπως καὶ νικοῦντες τον, καὶ οὕτως ἐδιαυθέντευσαν διὰ δεκαπέντε χρόνους τὴν πατρίδα των, μὲ ἀνήκουστον θάρρος καὶ μεγαλοψυχίαν.
Τίς ἄλλη, παρακαλῶ, ἠμποροῦσε νὰ ἦτον ἡ αἰτία, εἰμὴ ὁ ἔρως τῆς ἐλευθέρας ζωῆς; Μήπως δὲν ἦτον καὶ ἄλλα χωρία εἰς τὴν Ἤπειρον, ἄξια νὰ ἐναντιωθῶσι τοῦ τυράννου; Διατί τάχατες ὅλα κλίνουν τὸν αὐχένα; Δὲν ἦτον, ἴσως καὶ μεγαλείτερα, καὶ εἰς ἰδίαν καλὴν τοποθεσίαν, καθὼς τὸ Σοῦλι; Ἔ! φανερὰ εἶναι, ἀδελφοί μου, ἡ αἰτία: ὅσα ὑποδουλώθησαν παρ᾿ αὐτοῦ, ἦτον καὶ πρότερον ὑποδουλωμένα, καὶ μόνον ἄλλαξαν τύραννον. Τὸ Σοῦλι ὅμως, μόνον τὸ Σοῦλι, δὲν ὑποτάσσεται, ἀλλ᾿ ἀψηφεῖ τὸν τύραννον· ὅσον ἀγαπᾶ τὴν ἐλευθερίαν του, τὸν πολεμεῖ, τὸν νικᾷ, καὶ τὸν καταπατεῖ μὲ τοὺς πόδας του.
Εἰς αὐτὸ λοιπόν, ἂς στρέψουν τοὺς ὀφθαλμούς των οἱ δοῦλοι, διὰ νὰ καταπεισθοῦν εἰς τὰ τερατουργήματα τῆς ἐλευθερίας. Εἰς αὐτὸ θέλουν ἰδεῖ ἐνθουσιασμένους ἀπὸ τὸν θεῖον ἔρωτα τῆς πατρίδος, οὐ μόνον τοὺς ἄνδρας καὶ νέους, ἀλλὰ καὶ τοὺς γέροντας, καὶ τὰ παιδία καὶ αὐτὰς τὰς ἰδίας γυναῖκας. Θέλουν ἀκούσει τὴν φοβερὰν φωνὴν τῆς θαυμαστῆς Μόσχως, ἡ ὁποία, ἀνάμεσα εἰς τὸν πολεμικὸν θόρυβον, πολεμοῦσα καὶ τρέχουσα, βλέπει ἔμπροσθέν της φονευμένον τὸν υἱόν της, καὶ ἐγκαλιάζουσα μὲ ἔνθερμον ἀγάπην τὸ νεκρὸν σῶμα του: «καλότυχε, λέγει, σύ, ὦ υἱέ μου, ὁποὺ τόσον τιμίως ἀπέθανες. Τὸ ὄνομά σου ἐγράφη εἰς τὸν κατάλογον τῆς ἀθανασίας». Ἀσπάζουσα δὲ τὸ αἱματωμένον ἡρωϊκόν του πρόσωπον, χαίρεται διὰ τοιοῦτον διαυθεντευτὴν τῆς πατρίδος, ὁποὺ ἐγέννησε, καὶ λαβοῦσα τὸ ἴδιόν του σπαθί, ὁρμεῖ κατὰ τῶν δειλῶν καὶ μισθωτῶν δούλων τοῦ τυράννου, καὶ ἐκδικεῖ τὸν θάνατόν του μόνη της.
Ἂς ἰδοῦν τὸν ἄλλον ἥρωα, ὁποὺ διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς πατρίδος του παραδίδεται ἑκουσίως εἰς τὸν τύραννον διὰ ἐνέχυρον τῶν συνθήκων των μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ὕστερον ἀπ᾿ ὀλίγον καιρόν, θέλοντας ὁ ἄπιστος τύραννος νὰ τὸν ξαρματώσῃ, αὐτὸς φονεύεται μόνος του.
Καί, τέλος πάντων, βλέποντες ἓν τόσον μικρὸν χωρίον, ἀπὸ μόνον χιλίους διαυθεντευτάς, χωρίς τινα μάθησιν, οὔτε προητοιμασίαν, νὰ φυλάττεται σῶον διὰ τόσους χρόνους, ἐναντίον ἑνὸς τυράννου τόσον μεγάλου, ἂς συλλογισθοῦν προσεκτικῶς, ὁποίων μεγάλων κατορθωμάτων εἶναι πρόξενος ἡ ἐλευθερία, καὶ ἂς βεβαιωθῶσι πλέον, ὅτι μόνον τὸ ὄνομα τῆς ἐλευθερίας φθάνει, διὰ νὰ δειλιάσῃ τὰς ἀνάνδρους καρδίας ὅλων τῶν μιαρῶν τυράννων τῆς γῆς.
***
Ἔ! πόσον ἤθελε τὸ ἀποδείξει ἐμπράκτως, ὁ ἀείμνητος Ἕλλην, ὁ Ἥρως, ὁ μέγας, λέγω, καὶ θαυμαστὸς Ρήγας, ἂν μία ἀνέλπιστος προδοσία δὲν ἤθελε τὸν θανατώσει! Αὐτὸς ὁ ἀξιάγαστος ἀνὴρ ἦτον ἐστολισμένος ἀπὸ τὴν φύσιν μὲ ὅλας τὰς χάριτας τῶν μεγάλων ὑποκειμένων, εὐφυής, ἀγχίνους, καὶ ἄοκνος, ὡραῖος τῷ σώματι, καὶ ὡραιότερος τῷ πνεύματι, δίκαιος, καὶ ἐξακολούθως, ἀληθὴς φιλέλλην καὶ φιλόπατρις. Ἐξ ἀρχῆς οὖν ἐπιχειρίσθη τὸ ἐμπορικὸν ἐπάγγελμα εἰς ἀλλοτρίαν γῆν, ἀλλ᾿ ὁ θεῖος ἔρως τῆς πατρίδος του Ἑλλάδος, τὴν ὁποίαν ἔβλεπεν ὑπὸ δουλείας, τοσοῦτον ἀδίκως βασανιζομένην, μὴν συγχωρῶντας, εἰς τοιοῦτον ἄνδρα τοιαύτας μικρὰς ἀσχολίας, ἀνεβίβαζε τὰς ἐλπίδας του εἰς ἄκρον, καὶ ἕως ἀπὸ τὴν νεαρὰν ἡλικίαν του προεμελέτει κατορθώματα ἡρωϊκά, καὶ μόνον ἀνέμενε τὴν ποθουμένην εὐκαιρίαν, διὰ νὰ τὰ βάλῃ εἰς ἔργον.
Ὅθεν, γνωρίζοντας τὴν χρείαν τῆς μαθήσεως, δὲν ἔπαυσεν ἀπὸ τὸ νὰ ἀγωνισθῇ, ὡς οὐδεὶς ἄλλος, εἰς τὰς ἐπιστήμας, καὶ εἰς ὀλίγον καιρὸν ἔμαθεν ἐντελῶς τὰς χρησιμωτέρας. Τότε λοιπόν, ἤρχισε νὰ βάλλῃ θεμέλιον εἰς τὸ μεγάλον κτίριον, ὁποὺ ἡτοίμαζε. Καὶ κατ᾿ ἀρχὰς ἐσύνθεσε εἰς τὴν ἡμετέραν διάλεκτον, μὲ ἀκροτάτην σαφήνειαν, τοὺς δώδεκα Γεωγραφικοὺς Πίνακας τῆς Ἑλλάδος, καὶ διάφορα ἄλλα ἐπωφελῆ πονήματα ἔδωσεν εἰς φῶς, ἰδίοις ἀναλώμασι, πρὸς φωτισμὸν τῶν συναδελφῶν του Ἑλλήνων. Ἔπειτα δέ, συλλέγοντας τὸ ἔχειν του ὅλον, καὶ συνδρομητὰς ἐπιτυχὼν καὶ συνεργούς, ἡτοίμασε, κηδεμόνως καὶ μετὰ πάσης τῆς καλῆς τάξεως, ὅλα τὰ ἀναγκαῖα, καὶ εἰς ἀκμὴν ἔφερεν βεβαίας ἐπιδόσεως.
Ἀλλά, φεῦ, τῆς βασκάνου καὶ φθονερᾶς τύχης τῶν Ἑλλήνων! Ὅτε ὁ τῆς Ἑλλάδος ἐλευθερωτὴς ἦτον ἕτοιμος διὰ νὰ μισεύσῃ πρὸς κατατρόπωσιν τῶν τυράννων αὐτῆς, καὶ νὰ συνθλάσῃ τὰς ἁλύσους, ὁποὺ τὴν φυλάττουσιν ὑπὸ τῆς δουλείας, μὲ μίαν γενικὴν ἐπανάστασιν καὶ ἐπανόρθωσιν τῶν ταλαιπώρων συμπατριώτων του, ὅταν λέγω ὁ ἄξιος Ρήγας βλέποντας τὰ πάντα ἕτοιμα, ὡς ἐβούλετο, ἐκαλοτύχιζε τὸν ἑαυτόν του, διὰ μίαν τόσον τιμίαν καὶ μεγάλην ἐπιχείρησιν, καὶ ἐπρόσμενε νὰ ἰδῇ ὀγλήγορα ἐλευθέραν τὴν Ἑλλάδα ἅπασαν, ἐξαλειμμένον δὲ τὸ ὀθωμανικὸν κράτος· ὅταν, τέλος πάντων, σχεδὸν βέβαιος διὰ τὸ καλὸν τέλος τοῦ ἔργου του, ἐστοχάζετο εἰς τὴν μέλλουσαν εὐτυχίαν τῆς πατρίδος του, καὶ εὐφραίνετο, τότε ἕνας προδότης, ὁ οὐτιδανώτερος τῶν ἀνθρώπων, ὁ πλέον μιαρὸς σκλάβος τῆς γῆς, ἀναιτίως καὶ παραλόγως, τὸν παραδίδει εἰς χεῖρας τῶν τυράννων, καὶ ἡ Ἑλλὰς χάνει εἰς αὐτὸν ἕνα ἀντιλήπτορα καὶ σωτῆρα της.
Ἀλλ᾿ ἂν ἡ φθονερὰ τύχη ἔκλεψεν τὴν ἐλευθερίαν τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν ζωὴν τοιούτου Ἥρωος, δὲν ἠμπόρεσεν ὅμως νὰ ἐμποδίσῃ τὸν ἀναγκαῖον καὶ φοβερὸν κρότον, ὁποὺ ἡ φήμη τοιαύτης ἐπιχειρήσεως ἀνέπεμψεν εἰς τὰς ἀκοὰς τῶν Ἑλλήνων, οὔτε ἠμπόρεσε, λέγω, νὰ ἐκλείψῃ εἰς τὴν ὅρασίν των τὴν λαμπρότητα τοιούτου ἔργου. Τὸ ἀθῶον αἷμα τοῦ Ρήγα προετοίμασε τὴν ταχεῖαν ἐξάλειψιν τῶν βαρβάρων τυράννων, καὶ ὀγλήγορα θέλουσιν ἐμφανισθῆ, βέβαια, οἱ ὀπαδοί του. Τότε δὲ θέλομεν ἀποδείξει ἐμπράκτως τὴν πρὸς αὐτὸν εὐγνωμοσύνην μας, ὑψώνοντες εἰς τὸ κέντρον τῆς ἐλευθέρας Ἑλλάδος στεφάνους δόξης καὶ θριάμβους εἰς μνημόσυνον αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἀνδρός, ὡς ἀρχηγοῦ καὶ πρώτου συνεργοῦ εἰς τὴν τῆς Ἑλλάδος ἐλευθέρωσιν.
Ἴσως, τινὲς τῶν Ἑλλήνων, μὴν στοχαζόμενοι εἰς βάθος τὰ ἀνθρώπινα πράγματα, νομίζουσιν, εἰς τὸν ἑαυτόν των, ὡς μάταιον τὸν σκοπὸν αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἀνδρός. Ἀφήνοντας λοιπὸν κατὰ μέρος ὅλους ἐκείνους τοὺς δισχυρογνώμονας, οἵτινες δὲν καταπείθονται, εἰμὴ εἰς τοὺς ἰδίους των στοχασμούς, καί, ἐξακολούθως, μὴν ἐξετάζοντας τὰς ἑτέρων γνώμας, μένουν πάντοτε σταθεροὶ εἰς τὴν ἀμάθειάν των, παρακαλῶ, ὅσους τὴν ἀλήθειαν ἀγαπῶσι νὰ μάθωσι, καὶ νὰ κρίνωσι δικαίως, νὰ συλλογισθοῦν ὅτι ἡ τύχη εἰς τοιαύτας ἐπιχειρήσεις ἔχει ἄκραν δύναμιν, ὡσὰν ὁποὺ τὸ παραμικρὸν συμβὰν εἰς τὰς μεγάλας ὑποθέσεις δύναται πολλάκις νὰ ἀνατρέψῃ τὸ πᾶν, καὶ κανένα ἄλλο παράδειγμα δὲν μᾶς τὸ βεβαιοῖ περισσότερον, ὅσον τὸ θλιβερὸν συμβεβηκὸς τοῦ Ρήγα.
Αὐτὸς ὁ ἀξιάγαστος ἀνήρ, γνωρίζοντας ἀρκετῶς τὴν ποταπότητα καὶ δειλίαν τοῦ μιαροῦ συντρόφου του, τοῦ ἀχρειεστάτου, λέγω, προδότου Οἰκονόμου, μὲ τοσαύτην ἐπιμέλειαν ἔκρυψεν εἰς αὐτὸν τὰ προμελετήματά του, ὁποὺ καθόλου ὁ χυδαιότατος δὲν ὑπωψίαζεν.
Ἀλλά, φεῦ, τῆς ἀτυχίας! Ὀλίγας ἡμέρας ὕστερον ἀπὸ τὸν μισευμὸν τοῦ Ρήγα, ἔφθασεν μία γραφή του, καὶ ἔπεσεν εἰς χεῖρας αὐτοῦ τοῦ προδότου του, ὁ ὁποῖος, ἀνοίγοντάς την, ἀνέγνωσεν εἰς αὐτὴν σχεδὸν τὰ πάντα, καὶ παραχρῆμα τρέχει καὶ τὸν προδίδει.
Ἰδοὺ λοιπόν, ὁποὺ ἡ τύχη, ἤγουν μερικὰ ἀναγκαῖα συμβεβηκότα, ὁποὺ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δὲν δύναται νὰ προϊδῇ, ἀνέτρεψε καὶ ἠφάνισε ὅλα τὰ προμελετήματα καὶ κατορθώματα τοῦ μεγάλου Ρήγα, καὶ ἐξακολούθως εἶναι βέβαιον, ὅτι ὅσον ἄξιος καὶ ἂν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, δὲν ἠμπορεῖ ποτὲ νὰ προϊδῇ τὰ πάντα, μάλιστα δὲ εἰς τοιαύτας ἐπιχειρήσεις ἡ τύχη ἔχει μεγάλον μέρος, ὡς προεῖπον, καθὼς ὁ ἐσφαγιασμὸς τοῦ μεγάλου Ρήγα μᾶς τὸ βεβαιοῖ.
Ἐπειδή, ἀγκαλὰ καὶ ἡ φρόνησίς του νὰ ἐστάθη μεγάλη, ἡ καταδρομὴ τῆς τύχης μόνον ἔφθασε, νὰ ἀφανίσῃ τὸν σκοπόν του, καὶ νὰ ἀφήσῃ τὴν Ἑλλάδα μέχρι τῆς σήμερον ὑπὸ τῆς δουλείας. Ταχέως ὅμως, ἡ σάλπιγξ τῆς ἐλευθερίας θέλει ἀντιβοήσει εἰς τὴν ἑλληνικὴν γῆν, καὶ ἀφεύκτως, καθὼς κατωτέρω δειχθήσεται.
***
Ἰδοὺ λοιπὸν ὁποὺ ἀπεδείχθη, ἀγκαλὰ καὶ συντόμως, πλὴν μὲ σαφήνειαν καὶ ἀλήθειαν, τί ἐστὶ ἐλευθερία, ὁπόσον εἶναι ἀναγκαία εἰς τὴν ἀνθρώπινον εὐδαιμονίαν, καὶ ὁπόσων μεγάλων κατορθωμάτων πρόξενος. Τώρα δὲ φανερὸν ἀποκαθίσταται τὸ ἀμέτρητον χρέος, ὁποὺ ἔχουσιν οἱ ἐλεύθεροι λαοί, εἰς τὸ νὰ τὴν διαυθεντεύωσι μὲ τὸ ἴδιον αἷμα των, καὶ τοιοῦτον χρέος, ὡς προερχόμενον ἀπὸ εὐγνωμοσύνην, διὰ τοῦτο καὶ τὸ ἐκπληροῦσι παντοτινὰ καὶ μὲ ἄκραν εὐχαρίστησιν.
Ἡ εὐγνωμοσύνη, ὦ Ἕλληνες, εἶναι τόσον γλυκεῖα ἀρετή, ὁποὺ μισητότερον πρᾶγμα ἀπὸ τὸν ἀγνώμονα δὲν εἶναι εἰς τὸν κόσμον, καὶ τόσον εἶναι φυσικὴ αὐτὴ ἡ ἀρετή, διὰ νὰ εἰπῶ οὕτως, ὁποὺ τὰ ἴδια ζῶα τὴν διατηρῶσι μὲ ἄκραν ἀκρίβειαν. Εἶναι δὲ ἓν χρέος τοῦ εὐεργετηθέντος ἡ εὐγνωμοσύνη, καὶ οὕτως εὐκόλως γεννᾶται εἰς τὰς καρδίας ὅλων τῶν ἐλευθέρων ἀνδρῶν, ὡσὰν ὁποὺ μύριαι εἶναι αἱ χάριτες, ὁποὺ παρὰ τῆς πατρίδος τῆς χορηγοῦνται. Ἀλλά, διὰ νὰ καταλάβητε ὦ Ἕλληνες, εὐκολώτερα, τὴν μεγαλειότητα τοιούτου χρέους, καὶ τὴν ζέσιν μὲ τὴν ὁποίαν οἱ ἐλεύθεροι λαοὶ τὸ ἐκπληροῦσι, ἀναγκαῖον εἶναι νὰ μάθητε πρότερον τὴν ἀληθῆ σημασίαν τῆς λέξεως «Πατρίς», καὶ τότε θέλετε καταλάβει, πόσον ἀναγκαία ἐξακολούθησις εἶναι ὁ πρὸς αὐτὴν ἔρως, καὶ τὰ ἐξ αὐτοῦ παραγόμενα θαυμάσια ἔργα.
Πατρὶς εἶναι μία λέξις, διὰ τῆς ὁποίας ὅλοι κοινῶς ἐννοοῦσι τὴν γῆν, εἰς ἣν ἐγεννήθησαν, οἱ μόνον ἐλεύθεροι ὅμως δύνανται νὰ καταλάβωσι τὴν μεγάλην αὐτῆς σημασίαν, καὶ διὰ τοῦτο οἱ δοῦλοι ἀδιαφόρως προφέρουσι τοιοῦτον ὄνομα. Ὤ! πόσον διαφέρομεν ἀπὸ τοὺς προγόνους μας οἱ ταλαίπωροι! Ἐκεῖνοι, ὅταν ὤμνυον εἰς τὴν πατρίδα των, ἔτρεμον, καὶ ἐφύλαττον τοιοῦτον ὅρκον μέχρι θανάτου, ἡμεῖς δὲ οὔτε κἂν διὰ ὅρκον νομίζομεν τοιαύτην λέξιν, καὶ αὐτό, ἀδελφοί μου, προέρχεται ἀπὸ τὴν δουλείαν, ἡ ὁποία οὖσα ἀντικειμένη καθ᾿ ὅλα εἰς τὴν ἐλευθερίαν, ὅσα ἔργα εἰς τὴν μίαν δοξάζονται, εἰς τὴν ἄλλην καταφρονῶνται, καὶ ὅσα εἰς ἐκείνην πολλὰ εὐλαβοῦνται, εἰς ἐτούτην ὡς οὐδὲν λογίζονται.
Τὰ ὀνόματα, ἀγαπητοί μου, λαμβάνουν τὴν σημασίαν ἀπὸ τὴν ἰδιότητα τῶν πραγμάτων, εἰς τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται. Ὅθεν, ἂν τινὰς δὲν γνωρίζει τὸ πρᾶγμα, εἰς οὐδὲν τοῦ χρησιμεύει ἡ ὀνομασία του. Καὶ καθὼς ὁ ἐκ γενετῆς ἀόμματος, προφέροντας τὰ ὀνόματα ὅλων τῶν χρωμάτων, οὐδὲν ἐννοεῖ, ἐπειδὴ δὲν εἶδε ποτὲ τὰ χρώματα, οὕτως καὶ οἱ νῦν Ἕλληνες μὲ τὸ «Πατρὶς» ἄλλο δὲν ἐννοοῦσι, εἰμὴ τὴν γῆν εἰς τὴν ὁποίαν ἐγεννήθησαν, ἐπειδὴ τοὺς λείπει ἡ ἐλευθερία.
Ἡ λέξις «Πατρὶς» ἐρέθιζε εἰς τὴν ἐνθύμησιν τῶν προγόνων μας ὅλας τὰς ἰδέας τῶν καλῶν τῆς ἐλευθερίας, καὶ ὅλην τὴν εὐδαιμονίαν τῆς ζωῆς των (8). Καὶ διὰ τοῦτο, ὅλοι ὁμοῦ, εἰς τὴν πατρίδα των μόνον εὕρισκον τὴν εὐτυχίαν των, καὶ δι᾿ αὐτὴν μόνον ἐφύλαττον τὴν ζωήν των, τὴν ὁποίαν ἐθυσίαζον εἰς κάθε της χρείαν. Θαυμάζουν οἱ δοῦλοι, βλέποντες τοὺς ἐλευθέρους στρατιῶτας νὰ ἀψηφῶσι τοσοῦτον τὸν θάνατον, καὶ νὰ ὁρμῶσι μὲ ἀνέκφραστον θάρρος εἰς ἀπάντησίν του.
***
Δὲν μοῦ φαίνεται, λοιπόν, ἄχρηστον, νὰ σᾶς φανερώσω ἐν συντόμῳ τὰς αἰτίας, μάλιστα νομίζω, νὰ εἶναι ἀναγκαιότατον, διὰ νὰ μάθωσιν ὅσοι τὸ ἀγνοοῦσιν, ὅτι ὁ ἐλεύθερος ἀγαπᾶ τὴν ζωήν του, ὡς καὶ ὁ δοῦλος, καὶ περισσότερον. Ἂν δέ, εἰς διαυθέντευσιν τῆς πατρίδος του, μὲ τόσην ἀδιαφορίαν τὴν θυσιάζει καὶ μὲ εὐχαρίστησιν, αὐτὸ ἀκολουθεῖ μὲ τὸ νὰ ἀγαπᾶ περισσότερον τὴν πατρίδα του ἀπὸ τὴν ζωήν του, ἢ διὰ νὰ εἰπῶ καλλίτερα, μὲ τὸ νὰ μὴν ξεχωρίζῃ τὴν πατρίδα του ἀπὸ τὴν ζωήν του, τὸ ὁποῖον εἰς τοὺς δούλους δὲν εὑρίσκεται.
Ἡ ὕπαρξις, βέβαια, εἶναι κατὰ πολλὰ γλυκεῖα, καὶ ἡ ζωὴ εἶναι τὸ τιμιώτερον πρᾶγμα εἰς τὸν ἄνθρωπον. Ἀνόητος, λοιπόν, ἤθελεν εἶναι ὅποιος δὲν τὴν νομίζει τοιαύτην. Ἀλλά, πῶς τοσοῦτοι, διὰ μικρόν τι, κινδυνεύουν αὐτὴν τὴν ζωήν των, καὶ οὐκ ὀλίγοι αὐτόκτονοι ἀποκαθίστανται; Ὅθεν, εἶναι φανερόν, ὅτι ἂν καὶ ἡ ζωή, εἶναι τὸ τιμιώτερον πρᾶγμα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ εὐτυχία ὅμως καὶ τὸ καλῶς ἔχειν του εἶναι πολλὰ περισσοτέρας τιμῆς ἄξια καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἰδίαν του ζωήν.
Ἡ ὕπαρξις εὐφραίνει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζῇ εὐχαριστημένος, καὶ ὅταν χωρὶς θλίψεις καὶ βάσανα, ἀπερνᾶ τὸν καιρὸν τῆς ὑπάρξεώς του ἐλευθέρως, μὲ ἡσυχίαν, χωρὶς κυρίους οὔτε τῶν ἔργων του, οὔτε τῶν λόγων του, τέλος πάντων, ὅταν ζῇ εὐτυχής. Ἀλλ᾿ ὁποίαν ἡδύτητα ἠμπορεῖ νὰ εὕρῃ ὁ ταλαίπωρος δοῦλος εἰς αὐτὴν τὴν ζωή του, ὅταν οὔτε νὰ ὁμιλήσῃ, οὔτε κἂν νὰ στοχασθῇ ἠμπορεῖ, ὡς βούλεται;
Διὰ νὰ φυλαχθῇ ὅμως τὸ ἀνθρώπινον γένος εἰς τοσαύτας δυστυχίας, καὶ διὰ νὰ μὴν αὐτοφονευθοῦν οἱ περισσότεροι, ὄντες ὑπὸ τῆς δουλείας, τὸ ὑπέρτατον Ὂν ἐμφύτευσεν εἰς τὰς καρδίας ὅλων τῶν ἀνθρώπων μίαν κλίσιν πρὸς τὸ βελτίον, δηλαδὴ τὴν ἐλπίδα, ἐπειδὴ μοῦ φαίνεται ἀδύνατον, ὦ Ἕλληνες, νὰ ἠμποροῦσε νὰ ζήσῃ ὁ δυστυχής, καὶ μᾶλλον ὁ δοῦλος οὔτε μίαν ἡμέραν, ἂν αὐτὸ τὸ φυσικὸν δῶρον, αὐτή, λέγω, ἡ ἐλπὶς δὲν ἤθελε τὸν παρηγορῇ διηνεκῶς, καὶ δὲν ἤθελε τοῦ βαστᾶ, διὰ νὰ εἰπῶ οὕτως, τὴν θανατηφόρον μάχαιραν, τόσας φοράς, ὁσάκις ἡ δυστυχία του τὸν βιάζει, νὰ τὴν κινήσῃ ἐναντίον του.
Ὅταν ὅμως ἡ δυστυχία ὑπερβαίνῃ τὰς δυνάμεις τοῦ πάσχοντος, τότε ἡ ἐλπὶς παύει, καὶ ὁ πάσχων θανατοῦται. Μία ἀσθένεια, παραδείγματος χάριν, ἀνίατος καὶ πολυχρόνιος καὶ ἀνυπόφορος, ἀποκαταστεῖ αὐτόκτονα τὸν ἄρρωστον, καθὼς φονεύει ἕνα γεννήτορα μία βεβαία καὶ μεγάλη ἔνδεια, ἡ ὁποία ὑστερεῖ τὴν ζωοτροφίαν τῶν τέκνων του καὶ τῆς συζύγου του. Τὰ πάθη, πρὸς τούτοις, τῆς ψυχῆς, μὲ τὰ ὁποῖα εἶναι πεπροικισμένος ὁ ἄνθρωπος, ἔχουν τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ συχνάκις πολλὰ μεγαλειτέραν, ἀπὸ τὰς καθ᾿ αὑτὸ χρείας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ διὰ τοῦτο βλέπομεν πολλάκις ἕνα ἐραστὴν νὰ φονεύεται διὰ τὴν ἀπιστίαν τῆς φίλης του, καθὼς καὶ ἕνας φιλάργυρος θανατοῦται, ὅταν τοῦ κλεφθῇ ὁ θησαυρός του, καὶ οὕτως καθεξῆς.
Φανερὸν εἶναι λοιπόν, ὅτι τὰ πάθη καὶ αἱ δυστυχίαι, ὅταν αὐξάνουσι περισσότερον ἀπὸ τὰς δυνάμεις τοῦ πάσχοντος, τότε ἡ ἐλπὶς ἀφανίζεται, καὶ ἐξακολούθως ὁ πάσχων φονεύεται. Ἀλλά, τὰ πάθη καὶ αἱ φυσικαὶ κλίσεις καὶ διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων εἶναι διάφοροι καὶ πολυποίκιλοι, διὰ τοῦτο, ἄλλος μὲν τρέχει μὲ θάρρος καὶ χωρὶς φόβον ἐναντίον δέκα ἐχθρῶν, εὑρισκόμενος δὲ αὐτὸς ὁ ἴδιος εἰς ταξίδιον διὰ θαλάσσης, τρέμει εἰς κάθε παραμικρὸν αὔξημα τοῦ ἀνέμου, καὶ ὁ ναύκληρος, ἐξ ἐναντίας, ὁποὺ τόσον μεγαλοψύχως πολεμεῖ μὲ τὰς τρικυμίας, φοβεῖται νὰ ἀπαντήσῃ ἕνα ἐχθρὸν καὶ νὰ πολεμήσῃ.
Ποῖος, μὲ ἄκραν ἡσυχίαν καὶ ἀδιαφορίαν, μονομάχεται συχνά, καὶ θεωρεῖ μὲ ὄμμα ἀπτόητον τὸν θάνατόν του εἰς τὸ ἄκρον τοῦ ἀντικειμένου ἄρματος, ἀλλὰ φεύγει ἀπὸ τὸ στρατιωτικὸν σῶμα ἀπέναντι τοῦ ἐχθροῦ. Καὶ οὕτως, καθεὶς διαφέρει τοῦ ἄλλου.
Ἀνάμεσα ὅμως εἰς τὰ ἀνθρώπινα πάθη, τὸ μόνον ὁποὺ νὰ παρακινῇ ὅλους ὁμοίως, καὶ τὸ ἀνώτερον, εἶναι ἡ φιλοδοξία. Διὰ μέσον τῆς ἀληθοῦς φιλοδοξίας, ἀποκαθίστανται ἥρωες οἱ ἐλεύθεροι, τῶν ὁποίων ὅλη ἡ δόξα συνίσταται εἰς τὴν διαυθέντευσιν τῆς πατρίδος των καὶ τῆς ἐλευθερίας των.
Τῇ ἀληθείᾳ προξενεῖ θαυμασμόν, εἰς ὅποιον στοχάζεται τὰ ὅσα βλέπει νὰ ἀκολουθοῦν, καὶ τὰ ὅσα οἱ ἱστορικοὶ διηγοῦνται νὰ ἠκολούθησαν, νὰ βλέπῃ, λέγω, νὰ πολεμοῦν δοῦλοι μὲ δούλους, ἐλεύθεροι μὲ ἐλευθέρους, καὶ δοῦλοι μ᾿ ἐλευθέρους, νὰ φονεύωνται ἀλλήλων των τόσον ἀσπλάγχνως, καί, τὰς περισσοτέρας φοράς, χωρὶς μεγάλας αἰτίας. Τί, ἆραγε, νὰ τοὺς παρακινῇ εἰς αὐτὸν τὸν ἀμοιβαῖον ἀφανισμόν, ὦ Ἕλληνες;
Διὰ μὲν τοὺς ἐλευθέρους, λοιπόν, θέλει παύσει ὁ θαυμασμός σας, ἀφοῦ ἐνθυμηθῆτε τὰ ἄνω ρηθέντα περὶ αὐτῶν, ἀφοῦ, λέγω, στοχασθῆτε, ὅτι ὁ ἐλεύθερος εἶναι παρακινημένος ἀπὸ τὴν δόξαν. Αὐτὸς φονεύεται διὰ νὰ διαυθεντεύσῃ τὴν πατρίδα του, θυσιάζεται διὰ νὰ διαφυλάξῃ τοὺς νόμους του, καὶ πολεμεῖ διὰ νὰ διατηρήσῃ τὴν ἐλευθερίαν του. Ὁ ἐλεύθερος, ὦ Ἕλληνες, δὲν ἠξεύρει νὰ ζήσῃ ἀλλεωτρόπως, εἰμὴ ἐλευθέρως· λοιπόν, ἀγοράζει τὴν ζωήν του, διὰ νὰ εἰπῶ οὕτως, μὲ τὸν θάνατόν του, οὔτε κἂν ἀμφιβάλλει, ὅτι ἄνευ ἐλευθερίας εἶναι ζωὴ δι᾿ αὐτόν.
Ὁ ἐλεύθερος λαός, ὦ ἀγαπητοί μου, ἠμπορεῖ νὰ παρομοιασθῇ εἰς μίαν φαμίλιαν. Οἱ νόμοι εἰς τοὺς πολίτας εἶναι ὡς οἱ γεννήτορες εἰς τὰ ἴδιά των τέκνα, καὶ καθὼς αὐτὰ ἔλαβον ἀπὸ τὴν ἰδίαν φύσιν τὸ ἀπαραίτητον χρέος εἰς τὸ νὰ διαυθεντεύσουν τοὺς γονεῖς των, οὕτως καὶ οἱ συμπολῖται διὰ μέσον τῆς ἐλευθερίας χρέος ἔχουσι νὰ διαυθεντεύσωσι τοὺς νόμους τῆς πατρίδος των. Ἀλλὰ ποῖος δὲν διαυθεντεύει τὴν μητέρα του; Ἐγὼ νομίζω, νὰ μὴν ἀτιμάζῃ τὸ ἀνθρώπινον γένος, καὶ νὰ εὑρίσκεται ἓν τόσο μισητὸν τέρας ἐπάνω εἰς τὴν γῆν. Οὕτως λοιπόν, ἂν ὁ ἐλεύθερος διαυθεντεύῃ τὴν πατρίδα του, μὲ τὸ ἴδιόν του αἷμα, κάμνει τὸ χρέος του.
Καί, καθὼς ἄν, νυκτός, εἰσέλθουν κλέπται εἰς οἶκον τινά, τὰ δὲ τέκνα διαυθεντεύοντας τοὺς γεννήτοράς των καὶ τὴν περιουσίαν των, ἤθελαν φονευθῆ ὅλα, καθεὶς χωρὶς ποσῶς νὰ θαυμάσῃ, ἤθελεν ἐπαινέσει μόνον τὴν ἀξιότητα καὶ εὐγνωμοσύνην τῶν τέκνων, πολλὰ περισσότερον δὲν πρέπει νὰ θαυμάσῃ τινάς, ὅταν θεωρῇ τους ἐλευθέρους νὰ ὁρμῶσι κατὰ τῶν ἐχθρῶν των, διότι αὐτοὶ διαυθεντεύουσι τὴν πατρίδα των, ἀπὸ τὴν ὁποίαν πάντοτε ἀγαπήθησαν, εἰς αὐτὴν ἀνετράφησαν, ἀπὸ τοὺς νόμους της ἐδικαιώθησαν, καὶ εἰς αὐτὴν μόνον χαίρονται τὴν ἀληθῆ ἀνθρωπίνην εὐδαιμονίαν.
Πῶς ἠμπορεῖ ὁ ἐλεύθερος, ὦ Ἕλληνες, νὰ ἀκούσῃ τὸν πολεμικὸν ἦχον τῆς σάλπιγγος καὶ νὰ μείνῃ ἀκίνητος; Πῶς, λέγω, νὰ μὴν ὁρμήσῃ ὁ υἱὸς ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, ὁποὺ μέλλει νὰ φονεύσῃ τὴν μητέρα του; Ποῦ μένει τόπος τῆς φιλοζωΐας, ὅπου εἰσέρχεται ὁ θεῖος καὶ ἡρωϊκὸς ἐνθουσιασμὸς τῆς ἐλευθερίας; Ποῦ στοχάζεται τὸν θάνατον ὁ ἐλεύθερος, ὅταν βλέπῃ νὰ πλησιάζουν εἰς τὴν πατρίδα του αἱ φοβεραὶ ἁλύσοι τῆς δουλείας; Ἔ! ἀδύνατον εἶναι, ὁμογενεῖς μου ἀγαπητοί, ἀδύνατον βέβαια εἶναι νὰ περιγραφθοῦν ὅσον αἰσθάνονται, ἐκείνη ἡ μεγαλοψυχία, τὸ θάρρος, ἡ ἀνδρεία, καὶ ἡ χαρά, ὁποὺ μόνον εἰς τοὺς ἐλευθέρους φαίνονται, ὅταν ὁ ἀρχιστράτηγος κράζῃ: ἄγωμεν, συμπολῖται, κατὰ τῶν ἐχθρῶν! ἂς ὑπάγωμεν νὰ διαυθεντεύσωμεν τὴν γλυκυτάτην μας πατρίδα, ἂς δειχθῶμεν εὐγνώμονες εἰς τὰς καθημερινὰς χάριτας, ὁποὺ μὲ τὴν ἐλευθερίαν μᾶς δίδει, καὶ ἂς ἐκτελέσωμεν τὸ χρέος μας.
Ὁ πατὴρ χαίρεται, βλέποντας τὴν προθυμίαν τοῦ υἱοῦ του, εἰς τὸ νὰ λάβῃ τὰ ἅρματά του, καὶ νὰ τρέξῃ κατὰ τῶν ἐχθρῶν, ὁ νέος αἰσθάνεται εἰς τὴν καρδίαν του βαθμηδὸν νὰ αὐξάνῃ ὁ πατριωτικὸς καὶ τῆς δόξης ἔρως, θεωρῶντας τὸν πατέρα του νὰ ἡτοιμάζεται, αἱ μητέρες καὶ ἀδελφαί, μὲ ἀμίμητον ἡδονήν, βλέπουσι τὸν ἔνθερμον ζῆλον τῶν υἱῶν των καὶ ἀδελφῶν των εἰς τὸ νὰ διαυθεντεύσουν τὴν κοινὴν μητέρα των. Τὰ παιδία καὶ οἱ γέροντες, μὲ εὐχὰς καὶ φωνὰς ἀγαλλιάσεως, δεικνύουσι τὴν εὐχαρίστησίν των.
Ὤ! θέατρον εὐφροσύνης, ὢ καλότυχοι, ὁποὺ εἶναι οἱ ἐλεύθεροι! Ἐκεῖνοι οἱ θαυμαστοὶ Σπαρτιᾶτες, ὦ Ἕλληνες, εἶχον ἅμιλλαν ἀναμεταξύ των, εἰς τὸ νὰ προπορευθῶσι κατὰ τῶν ἐχθρῶν, καὶ καθεὶς ἐποθοῦσε νὰ πρωτοχύσῃ τὸ αἷμα του διὰ τὴν πατρίδα, ἐκεῖνοι λέγω οἱ ὀλίγοι, ἀλλ᾿ ἐλεύθεροι Σπαρτιᾶτες, ἔκαμαν νὰ τρομάξουν ὅλοι οἱ ἐχθροί των, καὶ ὅλα τὰ πλήθη τῶν βαρβάρων, καὶ οὕτως ἐφύλαξαν τὴν ἐλευθερίαν τους διὰ πολλοὺς αἰῶνας.
Ἐκεῖνοι οἱ ἥρωες, ὅταν ἐκπορεύοντο πρὸς ἀπάντησιν τῶν ἐχθρῶν των, αἱ ἴδιαι μητέρες ἔδιδαν αὐτῶν τὰς περικεφαλαίας, καὶ τῶν ἔλεγον, «ἢ ἐπιστρέψετε μὲ αὐτὰς εἰς τὴν κεφαλήν, ἢ ἐπάνω εἰς αὐτάς», ἐπειδὴ ἐσυνήθιζον τοὺς ἐν πολέμῳ θανόντας, νὰ φέρωσιν ἐπάνω εἰς τὰς ἰδίας των περικεφαλαίας, καὶ κανεὶς ἔτι ζῶν δὲν ἠδύνατο νὰ παραιτήσῃ τὰ ἄρματά του, διὰ τὴν ἄκραν ἀτιμίαν, ὁποὺ μία τοιαύτη δειλία ἐπροξενοῦσεν εἰς ὅποιον ἤθελε τὴν κάμει.
Τὸ κοινὸν χρέος ὑποχρεοῖ τοὺς ἐλευθέρους ἄνδρας, ἢ νὰ νικήσουν, ἢ νὰ ἀπεθάνουν. Ἀλλοίμονον, ὦ Ἕλληνες, εἰς τοὺς λιποτάκτας καὶ αὐτομόλους! Αὐτοὶ εἰς τοὺς προγόνους μας δὲν ἠμποροῦσαν πλέον νὰ χαροῦν οὐδένα ἀπὸ τὰ νόμιμα δίκαια τῶν συμπολιτῶν, αὐτοὶ ἐμισοῦντο, ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς λοιποὺς συμπατριῶτας των, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἰδίους των γεννήτορας. Οἱ συγγενεῖς των ἐντρέποντο, ὅταν ἤκουον τὰ ὀνόματά των, εἰ μὲν ἦτον ἄγαμοι, κανεὶς δὲν τοὺς ἔδιδε τὴν θυγατέρα του διὰ γυναῖκα, καὶ ἂν ἦτον ὑπανδρευμένοι, ἐβδελύττοντο ἀπὸ τὰς ἰδίας των συζύγους καὶ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἴδια τέκνα των.
Πῶς, λοιπόν, νὰ μὴν προκρίνῃ ὁ ἐλεύθερος χίλιας φορὰς καλλιότερα τὸν θάνατον, ἀπὸ μίαν τοιαύτην ἄτιμον ζωήν, καὶ νὰ φύγῃ; Μήπως τοῦ ἔμνησκεν ἴσως ἐλπίδα νὰ σμικρύνῃ τὴν ἀτιμίαν του, διὰ μέσου τῶν προγόνων του; Ἔ! τὰ τοιαῦτα οὐτιδανὰ μέσα, ὁποὺ ὑπὸ τῆς δουλείας ἀνθίζουν, ὡς οὐδὲν λογίζονται εἰς τὰς ἐλευθέρας πολιτείας, καὶ ὄχι μόνον ὁ δειλὸς ἐκατάσταινε τὸν ἑαυτόν του τόσον ἄτιμον, ἀλλὰ διεδίδετο τοιαύτη ἀτιμία καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους του, εἰς τρόπον, ὁποὺ τὰ τέκνα του τὸν ἀναθεμάτιζον καὶ ἐντρέποντο νὰ κράζωνται υἱοί του, ἕως ὁποὺ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ των, μὲ κανένα ἄξιον ἔργον, ἤθελαν ἠμπορέσει νὰ ξαναλάβουν τὴν χαμένην των δόξαν καὶ κοινὴν ὑπόληψιν. Διὰ τοῦτο λοιπὸν ὁ ἐλεύθερος, παρακινημένος ἀπὸ τὸ ἓν μέρος ἀπὸ τὴν ἀγάπην τῆς πατρίδος του καὶ ἀπὸ τὴν πρὸς αὐτὴν εὐγνωμοσύνην του, ἀπὸ τὸ ἄλλο δὲ πεφοβισμένος ἀπὸ τὴν ἄφευκτον ἀτιμίαν καὶ κοινὴν καταφρόνησιν, δὲν αἰσθάνετο ποσῶς τὰ ἀνάξια κεντήματα τῆς δειλίας, οὔτε ἐστοχάζετο κἂν εἰς τὴν ζωήν του, ἀλλὰ μόνον εἰς τὴν δόξαν τῆς νίκης καὶ εἰς τὸ χρέος τὸ πατριωτικόν.
Ἰδού, ὁποὺ παύει ὁ θαυμασμός, ὦ Ἕλληνες, ὡς πρὸς τοὺς ἐλευθέρους, ἂν μὲ τόσην ἀφθονίαν ἐκχύουσι τὸ αἷμα των. Πόσον ὅμως πρέπει νὰ θαυμάζῃ τινάς, ὅταν βλέπῃ, καὶ καθημερινῶς τὸ βλέπει, τοὺς δούλους νὰ φονεύωνται εἰς τοὺς πολέμους, χωρὶς νὰ ἠξεύρουν τὸ διατί, ἐκείνους, λέγω, τοὺς ταλαιπώρους στρατιῶτας, οἱ ὁποῖοι μὲ βίαν καὶ δυναστείαν ἁρπάζονται διὰ προσταγῆς τῶν σκληρῶν τυράννων των ἀπὸ τὰς πτωχικάς των οἰκίας, καὶ ἀκουσίως βαδίζουν εἰς ἄφευκτον ἐσφαγιασμόν, ἐκείνους τοὺς ἀθλίους, λέγω, καὶ μισθωτοὺς αἰχμαλώτους καὶ ἐπὶ ζωῆς των ἀνελευθέρους, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὴν νεότητά των μέχρι τοῦ ἐσχάτου γήρατός των τυραννοῦνται καὶ βασανίζονται, κακῶς ἐνδυμένοι, καὶ συχνῶς ραβδισμένοι, οὖσα ἡ τροφή των πολλὰ χειροτέρα ἀπὸ ἐκείνην τῶν ἰδίων ἀλόγων ζῴων, χωρὶς ποτὲ νὰ ῾λπίζουν, βεβαίως, βραβεῖα εἰς τὰ ἄξια κατορθώματά των, χωρὶς νὰ εἶναι κύριοι τοῦ ἑαυτοῦ των, ὄχι εἰς τὸ νὰ πράξουν κατὰ τὴν θέλησίν των, ἀλλ᾿ οὔτε κἂν νὰ ὁμιλήσουν, πάντοτε ὑβρισμένοι καὶ καταφρονημένοι, ὑποφέροντες μίαν ἄδικον καὶ βιαστικὴν παρθενίαν, καὶ γηράζοντες, χωρὶς νὰ ἠμποροῦν νὰ εἰποῦν ὅτι ἔζησαν.
Τόσον πλῆθος, λέγω, ταλαιπώρων θνητῶν, ὁποὺ τὰ ἄφευκτα ἐλαττώματα μιᾶς ζωῆς, παντάπασιν ὀκνηρᾶς, φθείρουν τὰ ἤθη τόσον πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι εἰς ἐλευθέραν πολιτείαν ἤθελον ἦτον οἱ τιμιώτεροι καὶ ἐνδοξότεροι πάντων, τέλος πάντων, τόσους δούλους, οἱ ὁποῖοι δὲν γνωρίζουν, οὔτε ἔχουν πατρίδα. Πότε, παραδείγματος χάριν, ὁ ἀθῶος ἐφυλάχθη ἀπὸ τοὺς νόμους; Πότε ἐτόλμησεν κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς νὰ φωνάξῃ μὲ θάρρος ἔμπροσθεν ὅλων τῶν ἐχθρῶν του: «Οὐχί! δὲν σᾶς φοβοῦμαι, ἐγὼ εἶμαι διαυθεντευμένος ἀπὸ τοὺς νόμους, οἱ ὁποῖοι θέλει σᾶς τιμωρήσουν διὰ τὴν συκοφαντίαν σας»;
Οὐδέποτε, ἀγαπητοί μου. Αὐτοὶ δὲν εἶδον κἂν τὸ πρόσωπον τοῦ κυρίου των, καὶ τρέμουσι εἰς κάθε προσταγήν του, χωρὶς νὰ γνωρίσωσι τὴν αἰτίαν. Αὐτοὶ λοιπόν, οἱ τόσον βδελυκτοὶ ἄνθρωποι, καὶ ἐνταυτῷ τόσον ἄξιοι συμπονέσεως, φονεύονται καὶ αὐτοί, καὶ ὁρμοῦσι κατὰ τῶν ἐχθρῶν. Βέβαια, μεγάλη εἶναι ἡ ἀναισθησία αὐτῶν τῶν δούλων, καὶ ὠφέλιμον εἶναι νὰ ἐρευνήσωμεν τὰς αἰτίας, διὰ νὰ μὴν θαυμάζωμεν πλέον οὔτε δι᾿ αὐτούς.
Ἀπεδείχθη ἀνωτέρω, ὅτι ὁ ἐλεύθερος ἄνθρωπος φονεύεται εἰς τὸν πόλεμον ἑκουσίως διὰ δύο ἀφορμάς, διὰ εὐγνωμοσύνην δηλαδὴ πρὸς τὴν πατρίδα του, καὶ διὰ τιμὴν καὶ δόξαν τοῦ γένους του, ἤτοι τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἀλλὰ εἰς τοὺς δούλους ἀμφότερα δὲν ἔχουν τὸν τόπον τους, ἐπειδὴ οὔτε πατρίδα, οὔτε τιμὴν ἔχουσιν οἱ ταλαίπωροι. Τὴν πατρίδα των τὴν ἐπώλησαν τῆς ἰδίας ἀτιμίας, ὁποὺ εἰς τὸν θρόνον εὑρίσκεται, καὶ ἐξακολούθως αὐτοί, ὦ Ἕλληνες, δὲν ἠμποροῦσι νὰ ἔχωσι τὴν ἀληθῆ τιμήν, ἡ ὁποία συνίσταται εἰς τὴν κύρωσιν τῶν νόμων καὶ τῶν λοιπῶν συμπολιτῶν εἰς τὰς κατὰ μέρος πράξεις τοῦ καθενός· εἰς αὐτοὺς φθάνει ἡ κύρωσις μόνο τοῦ τυράννου, διὰ νὰ καταστήσῃ χρηστὰ τὰ πλέον βδελυκτὰ ἔργα.
Ἄλλη, λοιπόν, δὲν εἶναι ἡ αἰτία, ὁποὺ τοὺς παρακινεῖ νὰ θυσιάζωνται τόσον ἀνοήτως, εἰμὴ ὁ φόβος. Ἡ φύσις, ἀδελφοί μου, ὁποὺ ἐμφύτευσεν εἰς τὰς καρδίας μας τὴν κλίσιν πρὸς τὸ βελτίον, ἤτοι τὴν ἐλπίδα, διὰ νὰ μᾶς φυλάξῃ ἀπὸ ἕνα ἄφευκτον καὶ γενικὸν ἀφανισμόν, ὡς ἄνωθεν εἶπον, μετὰ τῆς ἐλπίδος, ἡ ἰδία φύσις, διὰ νὰ μὴν μᾶς ἀποκαταστήσῃ παντάπασιν ἀναισθήτους, μᾶς ἔδωσεν τὴν ὑποψίαν πρὸς τὸ χεῖρον, ἤτοι τὸν φόβον.
Ὁ μὲν ἐλεύθερος, λοιπόν, οὔτε ἐλπίζει, οὔτε φοβεῖται εἰς τὸ ὅ,τι μέλλει νὰ πράξῃ, διότι εἶναι βέβαιος, καὶ πολλὰ βέβαιος, ὅτι, ἂν πράττῃ καλῶς, ἤτοι κατὰ τὰς νομικὰς διαταγάς, βραβεύεται, καὶ ἂν πράττῃ ἐναντίον αὐτῶν, παιδεύεται. Ἀλλ᾿ ὁ δοῦλος ἐξ ἐναντίας, ἀπὸ μίαν ὥραν εἰς ἄλλην, ἀπερνᾶ ἀπὸ μεγάλας ἐλπίδας εἰς ἄκρον φόβον, ὄντας βέβαιος καὶ αὐτός, καὶ πολλὰ βέβαιος, ὅτι ἢ καλῶς, ἢ κακῶς πράξῃ, ποτὲ μὲν βραβεύεται, ποτὲ δὲ θανατοῦται, ὡσὰν ὁποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ προϊδῇ τοῦ τυράννου τὴν θέλησιν, ἡ ὁποία μεταβάλλεται κάθε στιγμήν.
Καθὼς οὖν ἡ ἐλευθερία ἀποκαταστεῖ τὸν ἄνθρωπον γενναῖον, ἐνάρετον καὶ φιλοπάτριδα, οὕτως καὶ ἡ τυραννία τὸν ἀποκαταστεῖ οὐτιδανώτερον τῶν ἰδίων ἀλόγων ζώων, καθὼς κατωτέρω δειχθήσεται, καὶ τοσοῦτον οἱ δοῦλοι χάνουν τὸ ἀνθρώπινον λογικόν, ὁποὺ πάντοτε φοβοῦνται τὸ ὅ,τι δὲν ἠμπορεῖ νὰ τοὺς φοβίσῃ. Πλήν, ἡ ἀναισθησία των τοὺς κρύπτει τὴν ἀλήθειαν.
Ὁ τύραννος τρέμει, ἐπειδὴ αὐτὸς μόνον γνωρίζει τὴν καθαυτὸ ἀδυναμίαν μιᾶς ἀπολελυμένης ἀρχῆς, καὶ κάθε φορὰν ὁποὺ βλέπει τοὺς τυφλοὺς δούλους του, βλέπει ἐνταυτῷ τὴν βρωμερὰν ζωήν του νὰ κρέμαται ἀπὸ ἓν πτενὸν ράμα, καὶ πάντοτε λέγει εἰς τὸν ἑαυτόν του: «Ἔ! ἂν αὐτοὶ προφέρουν μίαν φορὰν τὸ ὄχι, ἡ δύναμίς μου τελειοῦται.» Πλήν, ματαίως καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτὰ τὰ τωρινὰ τέρατα φοβοῦνται, ὡσὰν ὁποὺ οἱ δοῦλοι τους εἶναι τόσον κεχαυνωμένοι καὶ πεφοβισμένοι, ὁποὺ οὔτε κἂν γνωρίζουν πὼς ὑπόκεινται.
Αὐτός, λοιπόν, ὁ φόβος, ὁ στερεώτερος στῦλος τῆς τυραννίας, αὐτός, ὦ Ἕλληνες, ὁδηγεῖ τοὺς δούλους εἰς τὸν πόλεμον. Καί, ἐπειδὴ ὅλοι οἱ δοῦλοι εἰς αὐτὸν παρομοίως ὑπόκεινται, οὕτως ὁ δεύτερος ἀκολουθεῖ τὰ βήματα τοῦ πρώτου, καὶ ὁ τρίτος τοῦ δευτέρου μέχρι τοῦ ἐσχάτου. Ὑπάγουν, πολεμοῦσι, κοπιάζουν, φονεύονται, τέλος πάντων, χωρὶς νὰ ἠξεύρουν οὔτε διατί ἐπῆγαν, οὔτε διατί δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάγουν.
Ἂν ὅμως ἡ ἀναισθησία των καὶ ὁ φόβος τοὺς φέρῃ εἰς τὸν πόλεμον, ἡ δειλία, ὡς ἀναγκαία ἐξακολούθησις τῆς δουλείας, εὐθὺς ξεσκεπάζει τὸν χαρακτῆρα των, καὶ οὕτως πάντοτε βλέπομεν πολυάριθμα στρατεύματα δούλων, ὅταν εὑρίσκουσιν ἀνθίστασιν, εἰ καὶ παραμικράν, εὐθὺς νὰ φεύγουν. Οἱ δοῦλοι δὲν κάμνουσιν ἄλλην φοράν, βέβαια, τὸ χρέος των καλλιότερα, παρὰ ὅταν φεύγουν. Καὶ διατί νὰ μὴν φύγουν οἱ ταλαίπωροι; Ἴσως διὰ τοὺς τρεῖς, ἢ τέσσαρες ὀβολούς, ὁποὺ ὁ τύραννός των τοὺς δίδει διὰ μισθόν; ἢ διὰ τὸν φόβον τῆς ἀτιμίας; Αὐτοί, καὶ νικηταὶ καὶ νικημένοι, τὸν μισθόν τους θέλουν τὸν ἔχει, καὶ νικηταὶ καὶ νικημένοι ἀτιμίαν δὲν φοβοῦνται, οὔτε τιμὴν ἔχουν. Ἢ μήπως ἔχουν, τέλος πάντων, συγγενεῖς, φίλους καὶ πατρίδα, ὁποὺ νὰ τοὺς παρακινήσουν; Αὐτοὶ οἱ δυστυχεῖς εἶναι ἀγορασμένοι ἀπὸ τὸν τύραννόν τους, ὡσὰν τόσα βόδια ἢ ἄλογα.
Φεῦ! ὦ ἀνυπόφορος ἐντροπὴ τῆς ἀνθρωπότητος! Ἕως πότε ἡ φωνὴ τῆς φιλοσοφίας θέλει λαλεῖ τὴν ἀλήθειαν ματαίως! Ἕως πότε οἱ ἄνθρωποι νὰ ἀτιμάζουν τὴν ἀνθρωπότητα! Οἱ δοῦλοι, ὦ Ἕλληνες, φυλάττουσιν εἰς τὴν φυσιογνωμίαν των τὰ χαρακτηριστικὰ σημεῖα τῆς δουλείας των, καὶ κάθε ἐλεύθερος μὲ μεγάλην εὐκολίαν γνωρίζει τὸν δοῦλον. Ἡ δειλία εἶναι τὸ πρῶτον καὶ ἄφευκτον σημεῖον εἰς αὐτούς, ἡ ὁποία αὐξάνει εἰς τὰς ἰδέας των κάθε παραμικρὸν κίνδυνον, καὶ κάθε δύσκολον ἐπιχείρημα δι᾿ αὐτοὺς εἶναι ἀδύνατον.
Διὰ τοῦτο, καὶ ὁ θαυμαστὸς τῶν Ἀθηνῶν ἀρχιστράτηγος, γνωρίζοντας νὰ εὑρίσκοντο μερικοὶ ξένοι δοῦλοι, καὶ δειλοί, ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἐλεύθερους στρατιῶτας του, καὶ μέλλοντας νὰ συγκροτήσῃ τὴν μάχην μετὰ τῶν ἐχθρῶν, ἠθέλησεν νὰ ἐβγάλῃ αὐτὰ τὰ ἐμπόδια ἀπὸ τὸ στράτευμά του, καὶ ἐπιχειρίσθη τὸν ἀκόλουθον τρόπον: «Ὅποιος ἀπὸ ἐσᾶς», τοὺς λέγει, «ὦ στρατιῶται, κατὰ τύχην ἀλησμόνησε κανένα πρᾶγμα του εἰς τὴν πόλιν, ἂς ὑπάγῃ νὰ τὸ πάρῃ, καὶ ἔπειτα ἂς ξαναγυρίσῃ», εἰς τρόπον ὁποὺ ὅλοι οἱ δειλοὶ μὲ αὐτὴν τὴν πρόφασιν ἀνεχώρησαν. Καὶ τότε αὐτὸς ἐφώναξεν: «Ἰδού, συμπολῖται μου, ὁποὺ εἴμεθα ἐλεύθεροι ἀπὸ αὐτὰ τὰ βάρη. Οἱ ἄνανδροι ἔφυγον, καὶ ἡ νίκη εἶναι βεβαία διὰ ἡμᾶς». Καθὼς καὶ ἠκολούθησεν.
Ἂν κανένας ἀρχιστράτηγος δούλων ἤθελε κάμει τοιαύτην δοκιμὴν εἰς τοὺς στρατιῶτας του, βέβαια δὲν ἤθελεν ἐκχυθῆ αἷμα μὲ τελειότητα, ὡσὰν ὁποὺ ὅλοι ἤθελαν ἐπιστρέψει εἰς τὴν πολιτείαν. Ὁ ἐλεύθερος ὅμως, ὦ Ἕλληνες, λέγει: «Ἂν ἐγὼ δὲν διαυθεντεύσω τὴν πατρίδα μου, ποῖος θέλει διαυθεντεύσει ἐμένα; Ἐγὼ εἰς αὐτὴν ἐλπίζω τὴν εὐτυχίαν μου. Ἐγὼ εἰς τὸν ναόν της ὡρκίσθην, ἐνώπιον ὅλων μου τῶν ἀδελφῶν, νὰ ἀπεθάνω δι᾿ αὐτήν, πῶς νὰ γίνω ἐπίορκος; Ἐγὼ εἰς τὴν γῆν της ἔχυσα τοὺς ἱδρῶτας μου, πῶς νὰ ἀφήσω τοὺς καρπούς της εἰς χεῖρας ἀλλοτρίων; Ἐγώ, τέλος πάντων, εἶμαι ἓν μέρος τοῦ ὅλου, πῶς νὰ τὸ ἀσχημίσω μὲ τὴν ἔλλειψίν μου; Τὸ χρέος μου εἶναι ἄπειρον πρὸς αὐτήν, οἱ φίλοι μου μὲ κράζουν, οἱ συγγενεῖς μου μὲ βιάζουν, τὰ τέκνα μου μὲ παρακαλοῦν, ἡ ἐλευθερία μ᾿ ἐγκαρδιώνει. Καὶ ἐγώ, νὰ μείνω ἀμέτοχος τῶν βραβείων, ὁποὺ τυχαίνουν εἰς τοὺς νικητάς; Νὰ χάσω ἐγὼ τὸν στέφανον τῆς δόξης διὰ δειλίαν καὶ ἄτιμον φιλοζωΐαν; Τί εἶναι, τέλος πάντων, αὐτὸς ὁ θάνατος, εἰμὴ ἡ ὑστέρησις τῆς ζωῆς; Ἀλλά, πῶς ἠμπορῶ ἐγὼ νὰ ζήσω, χωρὶς πατρίδα; Ἴσως εἶναι ἡ λύπη δι᾿ αὐτὴν τὴν ὑστέρησιν; Ἀλλ᾿ ἤθελεν εἶναι ἀνοησία, νὰ λυπῆται τινὰς διὰ ἕνα κακόν, ὁποὺ ἀκόμη δὲν ἤθελε τοῦ συνέβη, καὶ ὅταν τοῦ συμβαίνῃ ὁ θάνατος, τότε δὲν εἶναι πλέον εἰς καιρὸν νὰ λυπηθῇ. Ὅθεν, ἑκατὸν φορὰς προκρίνω νὰ ἐκχύσω τὸ αἷμα μου εἰς τὴν ὁδὸν τῆς δόξης καὶ εἰς διαυθέντευσιν τῆς πατρίδος μου, παρὰ νὰ τελειώσω τὴν ζωήν μου εἰς τὸ κρεββάτι, ὁποὺ ἀποθνήσκει τινάς, διὰ νὰ εἰπῶ οὕτως, πρὶν χάσῃ τὴν ζωήν του. Ἔ! αὐτὴ ἡ ζωή μου εἶναι ἓν δῶρον της. Ἐγὼ ἔζησα ὑποκάτω εἰς τοὺς νόμους της, ἔπια τὰ ὕδατά της, ἔφαγα τοὺς καρπούς της. Πρέπει, λοιπόν, νὰ τὴν διαυθεντεύσω, καὶ ὡς θνητός, πλὴν ἀληθὴς συμπολίτης, νὰ ἀποκαταστήσω ἐπωφελῆ καὶ τὸ ἴδιον τέλος τῆς ζωῆς μου. Ἡ νίκη, ἢ ὁ θάνατος ἂς μὲ στέψωσιν, καὶ ἂς φύγῃ μακρόθεν ἀπὸ ἐμὲ κάθε δειλὸς στοχασμός. Ναί, πατρίς μου ἱερά, ἐγὼ τρέχω πρὸς διαυθέντευσίν σου, ἄμποτες νὰ ἀποδειχθῶ εὐγνώμων εἰς τὰς χάριτάς σου καὶ νὰ συναριθμηθῶ εἰς τὸν κατάλογον τῶν διαυθεντευτῶν σου».
***
Τοιουτοτρόπως, ἀδελφοί μου, ὁμιλεῖ ὁ ἐλεύθερος, ὅταν εὑρίσκεται ἀρματωμένος πρὸς διαυθέντευσιν τῆς πατρίδος του, καὶ τοιουτοτρόπως ἐκπληροῦσιν οἱ ἐλεύθεροι τὸ χρέος των πρὸς τοὺς συμπολίτας των, πρὸς τὴν πατρίδα των, πρὸς τοὺς συγγενεῖς των, καὶ πρὸς τοὺς φίλους των. Λέγω πρὸς τοὺς φίλους των, ἐπειδὴ ἡ φιλία, ὑπὸ τῆς νομαρχίας, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ κυριώτερα μέσα τῆς ἀνθρωπίνης εὐδαιμονίας.
Ἡ τυραννία, ὦ Ἕλληνες, ἀνάμεσα εἰς τὰ τόσα καλά, ὁποὺ ὑστερεῖ τῆς ἀνθρωπότητος, κατασταίνει πρὸς τούτοις καὶ τὴν φιλίαν ἓν κτῆμα ἐπικίνδυνον. Ἡ φιλία, ἀδελφοί μου, γεννᾶται ἀπὸ τὴν ὁμοιότητα τῶν ἠθῶν τε καὶ ἰδεῶν δύο ὑποκειμένων, καὶ αὐτὸ ἀκολουθεῖ κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον, εἰς τρόπον ὁποὺ θέλοντας ὁ ἕνας ὅ,τι θέλει καὶ ὁ ἄλλος, ἀγαπῶνται ἀμοιβαίως, καὶ τοιαύτην ἀγάπην οὐδὲν μέσον εἶναι ἱκανὸν νὰ τὴν διαλύσῃ, οὔτε ἡ ἰδία τυραννία δύναται νὰ σμικρύνῃ τὴν δύναμίν της, ἀλλ᾿ ἐξεναντίας, καὶ ὁ καιρὸς καὶ ἡ ἀπουσία περισσότερον τὴν στερεοῦσι, καὶ ἀσφαλεστέραν τὴν ἀποκαθιστῶσι.
Αἱ δυστυχίαι τοῦ ἑνὸς φίλου λογιάζονται ὡς ἴδιαι παρὰ τοῦ ἄλλου, καὶ ἀμφότεροι χαίρονται εἰς τὰς ξεχωριστάς των εὐτυχίας. Ὁ ἕνας κινδυνεύει τὴν ζωήν του, διὰ νὰ ἐλευθερώσῃ ἐκείνην τοῦ φίλου του, ὁ ἄλλος ἐξοδεύει ὅλην τὴν περιουσίαν του, διὰ νὰ φυλάξῃ τὸν φίλον του, καὶ ἐν ἑνὶ λόγῳ, εἰς δύο ἀληθεῖς φίλους τὰ πάντα εἶναι κοινά, κατὰ τὸ ρητὸν τοῦ μεγάλου Πυθαγόρα.
Ὤ, πόσα παραδείγματα μᾶς παρασταίνει ἡ ἱστορία πρὸς τιμὴν τῆς φιλίας, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν ἠμπορῶ νὰ σιωπήσω τὸ ἀκόλουθον. Βασιλεύοντος Διονυσίου τοῦ Τυράννου εἰς Συρακούζην, ἐσυκοφαντήθη πρὸς αὐτὸν παρά τινος προδότου ἕνας ἐνάρετος ἄνθρωπος, ἑνωμένος μὲ τοὺς ἡδυτάτους δεσμοὺς μιᾶς εἰλικρινεστάτης φιλίας. Ὁ τύραννος οὖν, κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν ἐπὶ θρόνου καθημένων, καταδικάζει τὸν ἀθῶον εἰς θάνατον, καὶ δὲν καταδέχεται οὔτε κἂν νὰ τὸν ἰδῇ, ὄχι δὲ νὰ τὸν ἀκούσῃ. Μανθάνει ὁ ἀθῶος τὴν ἀπόφασιν, χωρὶς ἔκπληξιν, ὡσὰν ὁποὺ ἐγνώριζε, ὅτι οἱ δοῦλοι ὑπόκεινται εἰς τὸ νὰ χάσουν τὴν ζωήν των εἰς κάθε στιγμήν, καὶ κατὰ τὴν ὄρεξιν τοῦ τυράννου. Δὲν λυπεῖται δι᾿ ἄλλο τι, εἰμὴ μόνον, ὅτι ἄφηνε τὰς ὑποθέσεις του εἰς ἄκραν ἀταξίαν. Διὸ τρέχει πρὸς τὸν τύραννον, καὶ μετὰ δακρύων τὸν παρακαλεῖ, νὰ ἀναβάλῃ τὸν καιρὸν τοῦ θανάτου του διὰ ὀλίγας ἡμέρας, καὶ νὰ τοῦ δώσῃ τὴν ἄδειαν νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν πατρίδα του, διὰ νὰ διορθώσῃ τὰς ὑποθέσεις τοῦ ὀσπιτίου του, καὶ ἔπειτα μὲ ὅρκον τοῦ τάζει νὰ ξαναγυρίσῃ, διὰ νὰ λάβῃ τὸν θάνατον. Ὁ τύραννος, λοιπόν, τοῦ ἀπεκρίθη, ὅτι ἤθελε τοῦ κάμει τοιαύτην χάριν, πλὴν ὑπωψίαζε, μήπως δὲν ἤθελεν ἐπιστρέψει, καὶ διὰ τοῦτο ἂν ἤθελε τοῦ προσφέρει ἕνα ἐγγυητὴν - τὸν ὁποῖον νὰ ἤθελε θυσιάσει, ἂν αὐτὸς ἤθελε τὸν ἠπατήσει - τότε ἤθελε τοῦ δώσει τὴν ἄδειαν. Ἀκούσας δὲ ὁ φίλος του αὐτά, εὐθὺς τρέχει πρὸς τὸν τύραννον, καὶ μετὰ χαρᾶς τοῦ λέγει, δεικνύοντας τὸν ἑαυτόν του: «Ἰδοὺ ὁ ἐγγυητής του. Ἐγὼ μένω εἰς φυλακήν, ἕως εἰς τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ φίλου μου, καὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ θυσιασθῶ εἰς ἔλλειψίν του».
Τότε ὁ τύραννος ἐπροσδιώρισεν τὴν ἡμέραν, ἕως εἰς τὴν ὁποίαν ἤθελε τὸν προσμείνει, καὶ παραχρῆμα ὁ μὲν πρῶτος ἀνεχώρησεν, ὁ δ᾿ ἄλλος ἐβάλθη εἰς φυλακήν. Καθεὶς ἠμπορεῖ νὰ ἰδεασθῇ τὴν χαρὰν τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ τῆς εὐπραξίας, ὁποὺ ἀμφότεροι αἰσθάνθησαν. Ἐπῆγεν, λοιπόν, εἰς τὸ ὀσπίτιόν του καὶ μετὰ πάσης σπουδῆς ἐδιώρθωσε τὰς ὑποθέσεις του, δίδοντας δὲ τὸν ὑστερινὸν ἀσπασμὸν εἰς τὴν σύζυγόν του καὶ τέκνα του, ταχέως ἐπέστρεφεν πρὸς τὸν τύραννον, καὶ ἔφθασεν πρὶν τοῦ τέλους τῆς προσδιωρισμένης ἡμέρας. Ἀλλ᾿ ὁ τύραννος, βλέποντας τοσαύτην ἐμπιστοσύνην, τρόπον τινὰ ἐκινήθη εἰς σπλάγχνος καὶ τοὺς ἠλευθέρωσεν ἀμφοτέρους.
Ἰδού, ὦ ἀγαπητοί μου, πόσον δύναται νὰ πράξῃ ἡ φιλία, ὅταν εὑρίσκεται ὄντως ριζωμένη εἰς τὰς καρδίας δύο ὑποκειμένων. Στοχάζεσθε, ἴσως, νὰ εἶχον αὐτοὶ οἱ δύο φίλοι καρδίας δούλων; Οὐχί, ὦ Ἕλληνες! Αὐτοὶ ἐφρονοῦσαν ἐλευθέρως, καὶ μόνον ὑπόκειντο εἰς τὸν τύραννον, καθὼς τὴν σήμερον ἀκολουθεῖ εἰς τοὺς περισσοτέρους τοῦ γένους μας. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνθίσῃ τοιαύτη φιλία εἰς σκλαβωμένας καὶ δούλας ψυχάς; Οἱ δοῦλοι, ὦ Ἕλληνες, ἂν καὶ κατὰ συμβεβηκὸς συμφωνήσουν εἰς μερικὰς ἰδέας των, δὲν ἠμποροῦν ποτὲ νὰ συμφωνήσουν εἰς τὸν κυριώτερον σκοπὸν τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς εὐτυχίας των, ὡσὰν ὁποὺ καθεὶς ἀπὸ αὐτούς, εὑρισκόμενος εἰς μίαν παντοτινὴν ἀβεβαιότητα, φυλάττει καθεὶς ξεχωριστὸν τρόπον εἰς τὸ νὰ ζῇ, καὶ ἐξακολούθως προσπαθεῖ διηνεκῶς νὰ διαφθείρῃ τὴν διαγωγήν του, καὶ νὰ τὴν παρομοιάζῃ μὲ τὴν θέλησιν τοῦ τυράννου, ἐπειδὴ τὸ πᾶν κρέμαται ἀπὸ αὐτὸ τὸ βρωμερὸν τέρας.
Ὅθεν, ὅποιος εὐτυχεῖ, ἀγνοεῖ τὸ αἴτιον, καθὼς καὶ ὅποιος δυστυχεῖ. Οὐχὶ δὲ ὑπὸ τῆς νομαρχίας ἀκολουθεῖ οὕτως. Ἀλλ᾿ ἁπαξάπαντες ποθοῦσι ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πρᾶγμα, ἤγουν τὴν ἀκριβῆ διατήρησιν τῶν νόμων, ἐξ ὧν πηγάζει ἡ εὐτυχία πάντων, καὶ διὰ τοῦτο, ἂν διαφέρουσι εἰς ἄλλας των ἰδέας, εἰς τὸν ἀναγκαιότερον ὅμως σκοπὸν ὁμογνωμοῦσιν ἅπαντες. Ἂς ἐπανέλθωμεν λοιπὸν εἰς τὸ προκείμενον.
Ἔχοντες ὅλοι οἱ ἐλεύθεροι ἄνθρωποι τὴν ἰδίαν ζέσιν καὶ ἀγάπην εἰς τὴν διοίκησίν τους, ὅταν ἡ χρεία τὸ καλῇ, ὅλοι ὁμοθυμαδὸν τρέχουσι εἰς διαυθέντευσιν τῆς πατρίδος των, ἤτοι τῶν νόμων των καὶ τῆς εὐτυχίας των. Οἱ δοῦλοι δὲ εὑρισκόμενοι πάντοτε ἀσύμφωνοι, κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ διαυθεντεύσῃ τὴν πατρίδα του, ἑκουσίως καὶ μὲ πόθον, νομίζοντές την ἓν ἀλλότριον κτῆμα, καὶ διὰ τοῦτο πάντοτε νικῶνται. Εἰς αὐτούς, ἀγαπητοί μου, λείπει τὸ κυριώτερον μέσον διὰ τὴν νίκην, τοὺς λείπει, λέγω, ἡ ὁμόνοια, ἐπειδή, ὡς προεῖπον, δὲν ἔχουν ὅλοι τὸν ἴδιον σκοπόν, καὶ ἐν καιρῷ βίας, ὁ δοῦλος δὲν στοχάζεται δι᾿ ἄλλο, εἰμὴ μόνον καὶ μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν του, καὶ εἰς τὸν ἑαυτόν του μόνον εὑρίσκει καὶ πατρίδα, καὶ συγγενεῖς, καὶ φίλους, καὶ τέλος πάντων τὴν εὐτυχίαν του. Καὶ μὴν ἠμπορῶντας νὰ ἐλπίζῃ εἰς ἄλλο τι, οὔτε δι᾿ ἄλλο τι τὸν μέλει, παρὰ διὰ τὸν ἑαυτόν του, καὶ οὕτως ἀκολουθεῖ: ὅπου δοῦλοι, ἐκεῖ καὶ ἀσυμφωνία, ὅπου δὲ ἀσυμφωνία, ἐκεῖ καὶ ὄλεθρος.
Οἱ τύραννοι, ὦ Ἕλληνες, μὲ τὸ νὰ γνωρίζουν τὴν ἀφ᾿ ἑαυτῶν των ἀδυναμίαν, πάντοτε ἐπροσπάθησαν διὰ μέσου τῆς ἀσυμφωνίας, νὰ κυριεύουν καὶ τυραννοῦν τὴν ταλαίπωρον ἀνθρωπότητα, καὶ πάντοτε διὰ μέσου αὐτῆς ἐπέτυχον τοῦ σκοποῦ των. Ἡ ἀσυμφωνία, βέβαια, εἶναι ἕνα ἀλάνθαστον προγνωστικὸν σημεῖον δουλείας. Πολλὰ εὐκόλως, ὦ Ἕλληνες, νικεῖται ἕνας ἀσύμφωνος ἐχθρός. Ὅσον δυνατὸς καὶ νὰ εἶναι, ἐπειδὴ αὐτὴ τὸν διαμοιράζει, διὰ νὰ εἰπῶ οὕτως, εἰς τόσους μικροὺς ἐχθρούς, καὶ ἡ δύναμίς του ἐξακολούθως ἐλαττοῦται. Καθὼς ἐπὶ παραδείγματι οἱ δάκτυλοι τῆς χειρός, οἱ ὁποῖοι κινούμενοι ὅλοι μαζί, ἔχουσιν ἀσυγκρίτως μεγαλειτέραν δύναμιν, παρὰ ἀπ᾿ ὅ,τι ἤθελεν ἔχει ὁ καθεὶς κατὰ μέρος.
Ἡ ὁμόνοια, λοιπόν, εἶναι καὶ αὐτὴ μία ἐξακολούθησις τῆς ἐλευθερίας, καθὼς καὶ ὁ ἔρως τῆς πατρίδος, καὶ πάντα τὰ θαυμάσια καὶ χρηστὰ ἔργα. Πρὸς τούτοις, εἰς τὰς ἐλευθέρας πολιτείας, μόνον, φυλάττεται σώα ἡ ἀληθὴς καὶ γλυκεῖα εἰκὼν τοῦ γάμου, ἡ ὁποία εἰς τὴν φυσικὴν ζωὴν ἔλειπε, καὶ εἰς τὴν δουλείαν κατεστάθη τὸ ἀχρειέστερον πρᾶγμα τοῦ κόσμου. Οἱ πατέρες ἀμφιβάλλουν διὰ τὰ ἴδιά των τέκνα, καὶ αὐτὰ ἀγνοοῦσι τοὺς ἀληθεῖς γεννήτοράς των. Ποὺ ἀναισχύντως αἱ γυναῖκες προστάζουσι τοὺς ἄνδρας, καὶ ποὺ ἀσπλάγχνως οἱ ἄνδρες τυραννοῦσι τὰς συζύγους των, ποὺ ὁ γάμος ἐκτελεῖται ὁ ὕστερος, καὶ ποὺ συζεύγονται δύο, ὁποὺ ποτὲ δὲν ὡμίλησαν μαζί.
Ἀλλά, ποτὲ δὲν ἤθελα τελειώσει, ἂν ἤθελα περιγράψει καταλεπτῶς τῶν διαφόρων ὑποδουλωμένων λαῶν τὰς ἀσελγείας καὶ κακὰς πράξεις, αἱ ὁποῖαι διαφέρουσι ἀλλήλων, ὡς καὶ αἱ τυραννίαι διάφοροι ἀποκαθίστανται ἀπὸ τὰς περιστάσεις, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ πρῶτα ἤθη τοῦ ὑποδουλωθέντος λαοῦ, ἀπὸ τὸ κλῖμα, ἀπὸ τὴν ποσότητα τῶν κατοίκων, ἀπὸ τὴν μεγαλειότητα τῆς ἐπικρατείας, καὶ ἀπὸ μύρια ἄλλα αἴτια, ὁποὺ δὲν ἀναφέρω, χάριν συντομίας. Οἱ δοῦλοι, ὡστόσον, ἢ ἀπὸ μίαν ἄκραν ἀδιαφορίαν, ἢ ἀπὸ ἄτιμον σκοπόν, ἢ ἀπὸ βίαν, ἢ ἀπὸ φιλαργυρίαν, ἢ ἀπὸ μόνην φιλαυτίαν, παρακινοῦνται καὶ ὑπανδρεύονται, καὶ βέβαια, κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν λαμβάνει γυναῖκα, μὲ τὸ ἴδιον τέλος, ὁποὺ οἱ προπάτορές μας τὸ ἔκαμνον.
Οἱ ἐλεύθεροι γονεῖς ἐπρόσμεναν μὲ χαρὰν νὰ ἀποκαταστήσουν ἐντελῆ τὴν εὐτυχίαν τῶν τέκνων των, καὶ οἱ νέοι ἐλάμβανον τὰς νέας διὰ συζύγους των, εἰς τὴν ἡλικίαν, ὁποὺ ἡ ἰδία φύσις προσδιορίζει. Ἀλλὰ φεῦ! ὁ δοῦλος, ὁ ἑξηκοντούτης λέγω δοῦλος, λαμβάνει διὰ γυναῖκα μίαν δεκαπενταετῆ κόρην, ἢ μία γραῖα ὑπανδρεύεται ἕνα νέον, καὶ οὕτως ἀρχινᾶ ἡ δυστυχία των καὶ τὰ βάσανά των, ἀπὸ τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου, μέχρι τέλους τῆς ζωῆς των. Οἱ Ἕλληνες, εἰς τοὺς ἀπερασμένους αἰῶνας, ἐπροσπαθοῦσαν νὰ ἐπιτύχουν, εἰς τοὺς νυμφίους, συμφώνως τοὺς στοχασμούς των, τὰς ἰδέας των, τὰ ἰδιώματά των, καὶ τὴν ἡλικίαν των, οἱ Ἕλληνες δὲ τῶν παρόντων αἰώνων, εἰς τὰ χρήματα μόνον ἀτενίζουσιν ἢ μόνον εἰς τὰ κάλλη, καὶ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἰς ἀλλοτρίαν γῆν, καὶ ἀλλογενεῖς λαμβάνουν διὰ γυναῖκας - περὶ ὧν κατωτέρω ρηθήσεται. Τότε τὰ τέκνα ἦτον γλυκεῖα ἐλπὶς τῶν γεννητόρων, νῦν δὲ πρόξενος βασάνων καὶ ἀδημονιῶν (9). Μάλιστα δὲ εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὁποὺ οἱ νέοι μόλις φθάνουν εἰς τὴν ποθουμένην ἡλικίαν τῆς νεότητος, εἰς τὴν ὁποίαν ἠμποροῦν νὰ ὠφελήσουν τοὺς γονεῖς των, καὶ νὰ τοὺς ἀνταμείψωσι διὰ τὰς χάριτας, ὁποὺ παρ᾿ αὐτῶν ἔλαβον, ἡ ἀνάγκη εὐθὺς τοὺς ξεχωρίζει, καὶ πολλάκις διὰ παντός, ἀπὸ τοὺς γεννήτοράς των, τοὺς συγγενεῖς των καὶ τοὺς φίλους των, διὰ νὰ τοὺς ἐκθέσῃ εἰς τὰς καταδρομὰς τῆς τύχης, εἰς τοὺς ἐλέγχους τῶν βαρβάρων, καὶ τέλος πάντων εἰς ἀνυπόφορον κακὸν γῆρας εἰς ἀλλοτρίαν γῆν.
Ἰδού, ἰδοὺ λοιπόν, ὦ Ἕλληνες, εἰς τί μᾶς ἔφερεν ἡ δουλεία, καὶ εἰς ὁποίαν ἀθλίαν κατάστασιν ἐκαταντήσαμεν. Εὐκόλως ἠμπορεῖτε νὰ καταλάβητε τώρα, ὦ Ἕλληνες, πόσον εἶναι τὸ χρέος τῶν ἐλευθέρων λαῶν εἰς τὸ νὰ διαυθεντεύσωσι τὴν πατρίδα των, καὶ ἐξακολούθως πόσον εὐχαρίστως τὸ ἐκπληροῦσι. Ἀφοῦ ὅμως συντρίψετε τὰς ἁλύσους σας, τότε θέλετε αἰσθανθῆ, ἀγαπητοί μου, καὶ εὐκολώτερα καὶ καλλιότερα, τὴν δύναμιν, ὁποὺ ἔχει ἡ ἐλευθερία εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων. Ἐγὼ δέ, σιωπῶντας κάθε ἀποδεικτικὴν διήγησιν, τελειώνω μὲ τὸ ἀκόλουθον παράδειγμα.
Εὑρισκόμενος ἕνας στρατιώτης, λέγει ὁ ἀξιάγαστος Πλούταρχος, εἰς τὴν μάχην, καὶ ἀφοῦ ἐνίκησαν τὸν ἐχθρόν, ἔτρεξεν νὰ ἐμποδίσῃ τὸ πλοιάριον εἰς ἕνα ποταμόν, ὅπου ἤθελε νὰ διέλθῃ ὁ ἀρχιστράτηγος τῶν ἀντικειμένων, καὶ φθάνοντάς το τὸ ἥρπασε μὲ τὴν δεξιάν του χεῖρα, διὰ νὰ τὸ βαστάξῃ, ἕως νὰ ἔλθουν οἱ συμπολῖται του, ἀλλ᾿ οἱ ἐχθροὶ ἀπὸ τὸ πλοῖον τοῦ τὴν ἐσύντριψαν, αὐτὸς δὲ παραχρῆμα ἐκτείνει τὴν ἀριστερὰν καὶ ἔπαθε τὸ ἴδιον. Τότε, ὡς λέων, ὥρμησε μὲ τοὺς ὀδόντας νὰ τὸ ἁρπάσῃ, καὶ εὐθὺς τὸν ἀποκεφάλισαν. Ὤ! πόσον, πόσον ζῆλον ἡ πατρὶς εἶχεν ἐμφυτεύσει εἰς τὴν καρδίαν ἐκείνου τοῦ ἥρωος! Καὶ πόσον ἀπέδειξεν ἐμπράκτως τὴν εὐγνωμοσύνην του πρὸς αὐτήν!
----------
(1) Ἂς θεωρήσῃ, διὰ μίαν στιγμήν, ὁ ἀναγνώστης ἕνα τεχνίτην μὲ ἓξ τέκνα, καὶ τὸν τύραννον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἔπειτα ἂς μὴν καταπεισθῇ, ἂν ἠμπορέσῃ.
(2) Ἂν ἕνας νέος μεγάλου πνεύματος παρ. χάριν, γεννᾶται ὑπὸ δουλείας υἱὸς ἑνὸς χαλκέως, τί ἄλλο ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ, παρὰ ἕνας χαλκεύς; Ἂν ὅμως ὁ αὐτὸς υἱὸς εὑρίσκετο εἰς ἐλευθέραν πολιτείαν, τότε εἰς τὰ κοινὰ φροντιστήρια ἤθελε φανῆ μεγαλείτερος ἀπὸ τὸ εἶναι του, καὶ ἐξακολούθως ἤθελεν ἀποκατασταθῆ ὅσον ἠμποροῦσε ἀξιώτερος, καὶ ἡ πατρὶς δὲν ἤθελε χάσει εἰς αὐτὸν ἕνα διαυθεντευτήν, καὶ αὐτὸς ἤθελεν ἀπεθάνει μεγάλος ἄνθρωπος.
(3) Τὸ παράδειγμα τοῦ ζυγίου εἶναι ἀρκετὸν νὰ καταπείσῃ καθένα.
(4) Ὁ πόλεμος τῆς Σαλαμίνης, τοῦ Μαραθῶνος καὶ τῆς Πλατείας εἶναι ἀρκεταὶ ἀποδείξεις, διὰ νὰ καταπείσουν κάθε νοῦν ἔχοντα ἄνθρωπον.
(5) Ἀναγκαῖον εἶναι πρὸς τούτοις, νὰ εἶναι γεωμέτρης καὶ γεωγράφος, νὰ γνωρίζῃ τὴν μηχανικήν, τὴν φυσικὴν καὶ τὴν ρητορικήν, διὰ τῆς ὁποίας πολλάκις ἁρπάζει τινὰς τὴν νίκην σχεδὸν ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ ἐχθροῦ.
(6) Οἱ προπάτορές μας ἀνάμεσα εἰς τὰ τόσα ἄλλα μαθήματα, ὁποὺ ἠναγκάζοντο νὰ ἀποκτήσωσι, ἡ μουσική, καὶ ὁ χορός, συναριθμοῦντο ἐκ τῶν ἀναγκαιοτέρων· ὡσὰν ὅπου ὁ ἀρχιστράτηγος διὰ μὲν τῆς μουσικῆς, ἡ ὁποία ἔχει τοιαύτην συνέχειαν μὲ τὰ ψυχικὰ πάθη, ὁποὺ ποτὲ μὲν συγχύζει, ποτὲ δὲ καταπραΰνει, θέλει ἐρεθίζει κατὰ τὴν χρείαν καὶ ἐξυπνᾶ τὸ θάρρος καὶ ἐνθουσιασμὸν τῶν στρατιώτων, διὰ δὲ τοῦ χοροῦ, διὰ τοῦ ὁποίου μανθάνει ὁ ἄνθρωπος νὰ προσαρμόζῃ τὰ βήματα, ἐν καιρῷ, μὲ τὸ μουσικὸν λάλημα, ἢ διὰ νὰ εἰπῶ καλλίτερα, νὰ μετρᾷ μὲ τοὺς πόδας τὸν καιρὸν τοῦ λαλήματος, εἰς τρόπον ὁποὺ τόσον δέκα, ὅσον καὶ χίλιοι, κινοῦνται καὶ περιπατοῦσιν ὅλοι μαζί, καὶ εἰς τὸν αὐτὸν καιρὸν ὁ πρῶτος καθὼς καὶ ὁ ὕστερος, διὰ μέσον του, λέγω, θέλει βιάζει ἢ βραδύνει τὸ περιπάτημα τῶν στρατιώτων του.
(7) Αὐτὸς ἔχει ὅλα τὰ ἐλαττώματα ὅλων τῶν τυράννων: χωρὶς συνείδησιν, ἅρπαξ, φονεύς, θηλυμανής, ἀρσενοκοίτης, ἄσπλαχνος, σκληρὸς τῇ καρδίᾳ, κλέπτης φοβερός, αἱμοβόρος, ἄδικος τέλος πάντων, καὶ ἀναιδέστατος ὡς οὐδεὶς ἄλλος. Ἡ πονηρία του δέ καὶ ἀδιαντροπία του παρακινοῦσι τοὺς ἀπανθρωποτάτους κόλακάς του, νὰ τὸν νομίζωσι πνευματώδη καὶ ἄξιον.
(8) Τὰ παιδία, ἐπὶ παραδείγματι, ἐνθυμοῦντο τὰ κοινὰ φροντιστήρια, εἰς τὰ ὁποῖα ὅλα μαζὶ ἐδιδάσκοντο τὰς ἀρετάς, μὲ κοινὴν εὐχαρίστησιν, ἐνθυμοῦντο τὰς γλυκείας καὶ ὀρθὰς συμβουλὰς τῶν καθηγητῶν των, ἐνθυμοῦντο τὰ βραβεῖα, ὁποὺ ἐλάμβανον εἰς τὰ χρηστὰ ἔργα των, καὶ τοὺς στεφάνους εἰς τὴν προκοπήν των, τὴν ἀγάπην καὶ εὔνοιαν τῶν μεγαλειτέρων, τὰς περιδιαβάσεις των, καὶ τέλος πάντων, μὲ τὴν λέξιν τῆς Πατρίδος ἐνεθυμοῦντο τὴν ἀληθῆ εὐδαιμονίαν των. Οἱ νέοι ἐπρόσθετον εἰς τὰ ρηθέντα τοὺς πολεμικοὺς ἀγῶνας, τὴν δόξαν τῶν ἁρμάτων, τὴν ἀνωτάτην χαρὰν τῆς κοινῆς ὑπολήψεως, τὴν ἐλπίδα τῆς ταχέας συναριθμήσεώς των εἰς τὸν κατάλογον τῶν συμπολίτων καὶ τῶν διαυθεντευτῶν τῆς πατρίδος, καὶ τὴν ἀνέκφραστον χαρὰν τῆς φιλίας. Οἱ ἄνδρες, παρομοίως, ἐκτὸς τῶν ρηθέντων, ἐνθυμοῦντο τὴν ἐμπιστοσύνην τῶν ὡραίων συμβίων των, τοὺς γλυκυτάτους καρποὺς τοῦ γάμου των, καὶ τὰ τοιαῦτα. Οἱ γέροντες, τέλος πάντων, ἐνθυμοῦντο τὴν δικαιοσύνην, τὴν εὐλάβειαν πρὸς τοὺς νόμους καὶ τὸ σέβας εἰς αὐτούς. Ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς των, διὰ μιᾶς λέξεως, ἐπαρησιάζοντο εἰς τὰς ἰδέας των, καὶ ἡ βεβαία ἀθανασία τοῦ ὀνόματός των εὔφραινε τὰς καρδίας των.

(9) Ἡ ἐλευθέρα μήτηρ ἐθήλαζε τὰ ἴδια τέκνα της μόνη της καὶ μὲ ἄκραν χαράν, ἀλλ᾿ ἡ διεφθαρμένη δούλη τῆς Γαλλίας, ἢ καὶ τῆς Ἰταλίας, καὶ μερικαὶ ψευδαρχόντισσες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μόλις καταδέχονται νὰ τῶν ὁμιλήσουν, καὶ σιχαίνονται νὰ τὰ ἀσπασθῶσι. Πολλαὶ ἀπὸ αὐτὰς οὔτε κἂν γνωρίζουσι τὰ τέκνα των, ἐπειδή, εὐθὺς ὁποὺ τὰ γεννῶσι, τ᾿ ἁρπάζει μία ξένη δούλη, καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὰ μεταφέρουν εἰς τὰ φροντιστήρια, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν κολαστήρια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν ἐβγαίνουν, εἰμὴ μετὰ δεκαπέντε χρόνους. Πῶς λοιπόν, νὰ μὴν παύσῃ εἰς τοὺς νέους ἡ πρὸς τοὺς γονεῖς των ἀγάπη, ἡ ὁποία γεννᾶται μόνον ἀπὸ τὴν καλοποιΐαν; Αἱ τοιαῦται μητέρες, ὅταν ἐνθυμῶνται μόνον τὰ ὀνόματα καὶ τὸ γένος τῶν τέκνων των, εἶναι ἀρκετόν, μάλιστα περισσόν.