Translate

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

ΠΑΤΑΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Στείλετε στο leonidasorf@gmail.com ένα κομμάτι από κάθε νέα έκδοση σας και θα το αναρτώ .

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Θεόδωρος Πατρκαρέας θα ζει ΠΑΝΤΑ με το έργο του ανάμεσα μας !!


               


  Ο Θεόδωρος Πατρικαρέας στο Πατάρι Λογοτεχνών


Ο Θεόδωρος Πατρκαρέας θα ζει πλέον μόνο με το έργο του ανάμεσα μας !!

Πολύ γνωστή η μορφή του στους επισκέπτες του Blog μας ΠΑΤΑΡΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ


patarilogotexnon.blogspot.com/

Για το θάνατό του Θ. Πατρκαρέα ο Δήμαρχος Ευρώτα Γιάννης Γρυπιώτης έκανε την ακόλουθη δήλωση:

«Ο Θόδωρος Πατρικαρέας αποτελεί για εμάς ένα σημάδι πολιτισμού στο απέραντο σκοτάδι που μας έχουν οδηγήσει τα τελευταία χρόνια οι πολιτικές στερήσεις στον πολιτισμό . Αποτελεί απώλεια , για τον τόπο μας .
Σε ευχαριστούμε για την τεράστια προσφορά σου , η ΟΔΟΣ ΠΑΤΡΙΚΑΡΕΑ στην Σκάλα θα τονίζει την ύπαρξη σου , αλλά και την Προσφορά σου .
Οι πνευματικοί Άνθρωποι και οι Άνθρωποι που προσφέρουν στην κοινωνία και στον Ελληνικό Πολιτισμό δεν σβήνουν ΠΟΤΕ

Περνούν στην Αιωνιότητα»
 
 
 
Έγραψαν για τον θάνατο του
στο
στό
και αλλού .
 
 

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

Για τη Μαρία Λεωνίδα Ορφανουδάκη (έγραψε η Πολυξένη Δημάκου)

 
Εικονογράφηση Μαρία Λ. Ορφανουδάκη
 



«Οι φίλοι σου  δίνουνε φτερά αν δεν μπορείς πια να πετάς»


Μια φορά κι ένα καιρό
σ´ενα γαλάζιο ουρανό
απλώθηκαν γκρίζα σύννεφα
τ´αστερια δεν μπορώ να δω
και το φεγγάρι είναι μισό
στα ματιά μου κυλούν ρυάκια
Μα ήρθε ένα παιδί γλυκό
που πάλευε με τον καιρό
και χόρευε με τ' άστρα
με μια ανάσα φύσηξε
τα σύννεφα τα τύλιξε
μέσα στα δυο του χέρια
τα λόγια του σαν αστραπές
απο το σήμερα ως το χτες
όλα πάντα αλλάζουν
Μου ´πε με βλέμμα καθαρό
κοιτώντας προς τον ουρανό
όσα τ´αστέρια τάζουν
"Μην τη φοβάσαι τη Βροχή
σημείο του καιρού κι αυτή
που όπως θα ´ρθει, θα φύγει
Η ανάσα μου ειναι μικρή
μα για να διώξει τη βροχή
ποτέ δεν ειναι λίγη"

Πολυξένη Δημάκου

 

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

ΚΩΣΤΑΣ ΧΕΛΜΟΣ (Ανθολόγιο)


ΚΩΣΤΑΣ  ΧΕΛΜΟΣ  (Ανθολόγιο)



Η  επιγραφή

 

Στη  μέση  της  αίθουσας  που  μας  φιλοξένησε

υπάρχει  ένα  μεγάλο  στενόμακρο  τραπέζι

ίδιο  μ’ εκείνο  του  μυστικού  δείπνου.

Μονάχα  που  έλειπε  ο  Χριστός  και  οι  μαθητές.

Με  συγκλόνισε  η  επιγραφή  στο  ακριανό  κάθισμα.

«Εδώ  καθότανε  ο  Ιούδας». 



Νυχτερινό

 

Νύχτωσε.  Σηκώθηκε  αργά – αργά.  «Μου  φάνηκε

σα  να  κούτσαινε  απ’ το  δεξί  του  πόδι».

Πρώτα  έκλεισε  το  παράθυρο  κι’ ύστερα

κλείδωσε  την  πόρτα.  Έσυρε  και  το  μάνταλο.

Για  περισσότερη  ασφάλεια  είπε.

Ξέρεις  τη  νύχτα  στους  δρόμους  κυκλοφορούνε

πολλά  φαντάσματα,  ληστές  και  πρεζάκηδες.
 
 
 
 
Μιλούσε
 
Μιλούσε  γρήγορα,  δυνατά.  Μιλούσε  πολύ.
Άκουγε  τα  πλοία  που  σφύριζαν  στο  λιμάνι,
έβλεπε  τα  παιδιά  που  έπαιζαν  στο  δρόμο,
κοιτούσε  τον  ουρανό  και  συνέχεια  μιλούσε.
Ίσως  να  φοβότανε  πως  κάτι  θα  ξεχνούσε.
Ίσως  να  φοβότανε  πως  δεν  θα  τα  πρόφταινε  όλα.
Ωστόσο  την  τελευταία  της  λέξη  δεν  μας  την  είπε.  
Έσκυψε  και  με  το  δάχτυλο  την  έγραψε  στο  χώμα.
«Αγάπη»



Όνειρο

 

Η  μητέρα  μου  δεν  ήθελε  να  γίνω  ναυτικός.

Όμως  απόψε  - και  χωρίς  πολλές  εξηγήσεις-

ξενύχτησε  να  κεντάει  στην  άσπρη  μπλούζα  μου,

ακριβώς  στο  μέρος  που  σκεπάζει  την  καρδιά  μου,

ένα  μπλε  καραβάκι.  Με  τις  δυο  παλάμες  μου

σκεπάζω  τα  μάτια  μου  να  μην  τα  δει  δακρυσμένα.

Με  κλειστά  μάτια  ατενίζω  τη  θάλασσα  και  το  φως.

Μητέρα,  σε  παρακαλώ  μη  μου  κρατάς  άλλο  το  χέρι.

Θέλω  να  γυρίσω  πλευρό  και  μ’ εμποδίζει.




Το  πουλόβερ

 

Κρατώντας  στο  χέρι  το  χοντρό  της  πουλόβερ

και  χωρίς  να  μιλήσει  άνοιξε  την  πόρτα  και  βγήκε.

Εκείνος  στην  αρχή  δεν  το  πίστεψε  και  την  περίμενε.

Μια  μέρα,  δυο  μέρες,  μια  ολόκληρη  εβδομάδα.

Δε  γύρισε.  Έτσι  λύθηκε  και  η  απορία  του

γιατί  φεύγοντας  πήρε  μαζί  της  το  χοντρό  πουλόβερ.

Άνοιξε  το  παράθυρο.  Τα  χέρια  του  παγωμένα.

Ο  ουρανός  χωρίς  αστέρια,  χωρίς  φεγγάρι.

Στη  μέση  του  δρόμου  οι  δυο  μεθυσμένοι

προσπαθούν  να  θυμηθούνε  που  είναι  το  σπίτι  τους. 




Το  ουράνιο  τόξο

 

Και  μετά  τη  βροχή  άνθισε  το  ουράνιο  τόξο.

Και  προσπαθεί  να  γεφυρώσει  τον  άνθρωπο  με  το  Θεό
γεμίζοντας  το  κενό  με  χρώματα  της  άνοιξης  και  με  πουλιά.  




Τα  χέρια  σου

 

Κρατώ  τα  χέρια  σου  και  δεν  μου  λείπει  τίποτα.

Κοιτάζω  τα  μάτια  σου  και  η  καρδιά  μου  γεμίζει  με  σένα.

Όχι.  Μην  επιμένετε,  δεν  γίνεται  να  μισήσω  τη  ζωή.

 

                                                         Κώστας  Χελμός